Μεγάλο αφιέρωμα στον Ιταλό συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, στις 15 Οκτωβρίου (1923 - 2023). Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ένταξή του στη 2η μεραρχία εφόδου Garibaldi, η φιλία του με τον Τσέζαρε Παβέζε, η διαμονή του στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η πρωτοποριακή πεζογραφία του, η σύνδεση της πολιτικής με τον πολιτισμό. Έξι κείμενα κι ένα εκτενές χρονολόγιο, ένα πλούσιο αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο μεταφραστής, φιλόλογος και ποιητής Γιάννης Η. Παππάς.
Γράφει ο Ίταλο Καλβίνο
Μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς
Εδώ και μερικά χρόνια έχω ένα σπίτι στο Παρίσι, και περνάω μέρος του χρόνου εκεί, αλλά μέχρι στιγμής αυτή η πόλη δεν εμφανίζεται ποτέ στα πράγματα που γράφω. Ίσως για να γράψω για το Παρίσι θα πρέπει να αποστασιοποιηθώ από αυτό, να είμαι μακριά: αν είναι αλήθεια ότι πάντα γράφει κανείς από μια έλλειψη, από μια απουσία. Ή να βρίσκομαι εκεί περισσότερο, αλλά γι' αυτό θα έπρεπε να έχω ζήσει εκεί από τα νεανικά μου χρόνια: αν είναι αλήθεια ότι τα σκηνικά των πρώτων χρόνων της ζωής μας είναι αυτά που διαμορφώνουν τον φανταστικό μας κόσμο, όχι οι τόποι της ωριμότητας. Θα το πω καλύτερα: είναι απαραίτητο για να γίνει ένας τόπος εσωτερικό τοπίο, για να κατοικήσει η φαντασία σε αυτόν τον τόπο, για να τον κάνει θέατρό της. Τώρα, το Παρίσι έχει ήδη γίνει το εσωτερικό τοπίο τόσων πολλών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τόσων βιβλίων που όλοι έχουμε διαβάσει, που έχουν μετρήσει στη ζωή μας. Πριν γίνει μια πόλη στον πραγματικό κόσμο, το Παρίσι, για μένα, όπως και για εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε κάθε χώρα, ήταν μια πόλη που φανταζόμαστε μέσα από τα βιβλία, μια πόλη που οικειοποιούμαστε διαβάζοντας. Ξεκινάει κανείς ως παιδί με τους Τρεις σωματοφύλακες, μετά με τους Άθλιους∙ την ίδια στιγμή ή αμέσως μετά, το Παρίσι γίνεται η πόλη της Ιστορίας, της Γαλλικής Επανάστασης∙ αργότερα, καθώς προχωράει η νεανική ανάγνωση, γίνεται η πόλη του Μποντλέρ, της μεγάλης ποίησης πριν από εκατό και πλέον χρόνια, η πόλη της ζωγραφικής, η πόλη των μεγάλων κύκλων μυθιστορημάτων, του Μπαλζάκ, του Ζολά, του Προυστ...
Όταν ήρθα εδώ ως τουρίστας, ήταν ακόμα εκείνο το Παρίσι που επισκεπτόμουνα, ήταν μια οικεία εικόνα που αναγνώριζα, μια εικόνα στην οποία δεν μπορούσα να προσθέσω τίποτα. Τώρα τα γεγονότα της ζωής με έφεραν στο Παρίσι με ένα σπίτι, μια οικογένεια∙ αν θέλετε, είμαι ακόμα τουρίστας, γιατί οι δουλειές μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα εξακολουθούν να βρίσκονται στην Ιταλία, αλλά εν ολίγοις, ο τρόπος που βρίσκομαι στην πόλη είναι διαφορετικός, καθοριζόμενος από τα εκατό μικρά πρακτικά προβλήματα της οικογενειακής ζωής. Ίσως, ταυτιζόμενος με την προσωπική μου ιστορία, με την καθημερινή ζωή, χάνοντας αυτό το φωτοστέφανο που είναι η πολιτιστική, λογοτεχνική αντανάκλαση της εικόνας του, το Παρίσι θα μπορούσε να γίνει και πάλι μια εσωτερική πόλη, και θα ήταν δυνατόν να γράψω γι’ αυτήν. Δεν θα ήταν πλέον η πόλη για την οποία έχουν ήδη ειπωθεί όλα, αλλά μια συνηθισμένη πόλη στην οποία βρίσκομαι να ζω, μια πόλη χωρίς όνομα.
Όταν ήρθα εδώ ως τουρίστας, ήταν ακόμα εκείνο το Παρίσι που επισκεπτόμουνα, ήταν μια οικεία εικόνα που αναγνώριζα, μια εικόνα στην οποία δεν μπορούσα να προσθέσω τίποτα.
Μερικές φορές μου έρχεται αυθόρμητα να τοποθετήσω εντελώς φανταστικές ιστορίες στη Νέα Υόρκη, μια πόλη στην οποία έχω ζήσει μόνο λίγους μήνες στη ζωή μου: ποιος ξέρει, ίσως επειδή η Νέα Υόρκη είναι η πιο απλή πόλη, τουλάχιστον για μένα, η πιο συνθετική, ένα είδος πρωτότυπης πόλης: ως τοπογραφία, ως οπτική όψη, ως κοινωνία. Ενώ το Παρίσι, από την άλλη πλευρά, έχει μεγάλο βάθος, έχει τόσα πολλά πράγματα πίσω του, τόσα πολλά νοήματα. Ίσως προκαλεί λίγο δέος: η εικόνα του Παρισιού, εννοώ, όχι η ίδια η πόλη, η οποία στην πραγματικότητα είναι η πόλη που μόλις πατήσει κανείς το πόδι του σε αυτήν αισθάνεται αμέσως οικεία.
Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω τοποθετήσει ποτέ κανένα από τα διηγήματά μου στη Ρώμη, και να πω ότι έχω ζήσει στη Ρώμη περισσότερο από ό,τι στη Νέα Υόρκη, ίσως και περισσότερο από ό,τι στο Παρίσι. Μια άλλη πόλη για την οποία δεν μπορώ να μιλήσω, η Ρώμη∙ μια άλλη πόλη για την οποία έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Ωστόσο, τίποτα από όσα έχουν γραφτεί για τη Ρώμη δεν μπορεί να συγκριθεί με όσα έχουν γραφτεί για το Παρίσι: το μόνο κοινό που έχουν είναι αυτό: τόσο η Ρώμη όσο και το Παρίσι είναι πόλεις για τις οποίες είναι δύσκολο να πεις κάτι που δεν έχει ήδη ειπωθεί∙ και ακόμη και στις νέες πτυχές, κάθε αλλαγή που συντελείται έχει πάντα μια πληθώρα σχολιαστών έτοιμη να την καταγράψει.
Αλλά ίσως δεν έχω το ταλέντο να δημιουργώ προσωπικές σχέσεις με τους τόπους, μένω πάντα λίγο στον αέρα, μένω στις πόλεις με το ένα πόδι. Το γραφείο μου μοιάζει λίγο με νησί: θα μπορούσε να βρίσκεται τόσο εδώ όσο και σε άλλη χώρα. Και από την άλλη πλευρά, οι πόλεις μετατρέπονται σε μια ενιαία πόλη, μια αδιάσπαστη πόλη στην οποία χάνονται οι διαφορές που χαρακτήριζαν κάποτε την κάθε μια. Αυτή η ιδέα, η οποία διατρέχει όλο το βιβλίο μου Οι αόρατες πόλεις, μου έρχεται από τον τρόπο ζωής που πολλοί από εμάς έχουν πλέον: μια συνεχής μετακίνηση από το ένα αεροδρόμιο στο άλλο, για να ζήσουμε μια σχεδόν πανομοιότυπη ζωή σε όποια πόλη κι αν βρεθούμε. Συνήθιζα να λέω, και το έχω πει τόσες πολλές φορές τώρα που το έχω βαρεθεί λίγο, ότι στο Παρίσι έχω το εξοχικό μου, με την έννοια ότι ως συγγραφέας μπορώ να κάνω μέρος της δουλειάς μου στη μοναξιά, όπου κι αν βρίσκομαι, σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση της εξοχής ή σε ένα νησί, και αυτό το εξοχικό που έχω στη μέση του Παρισιού. Και έτσι, ενώ η ζωή της σχέσης που σχετίζεται με τη δουλειά μου γίνεται όλη στην Ιταλία, έρχομαι εδώ όταν μπορώ ή χρειάζεται να είμαι μόνος μου, κάτι που μου είναι πιο εύκολο στο Παρίσι.
Ο Ίταλο Καλβίνο στη Νέα Υόρκη (1959). |
Η Ιταλία, ή τουλάχιστον το Τορίνο και το Μιλάνο, είναι μια ώρα μακριά∙ ζω σε μια γειτονιά από την οποία μπορεί κανείς να φτάσει εύκολα στον αυτοκινητόδρομο και επομένως στο αεροδρόμιο Orly. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σε στιγμές που οι δρόμοι της πόλης είναι αδιάβατοι λόγω της κυκλοφορίας, φτάνω στην Ιταλία νωρίτερα απ' ότι, για παράδειγμα, στα Ηλύσια Πεδία. Θα μπορούσα να «πηγαινοέρχομαι», σχεδόν∙ είμαστε πλέον κοντά στη στιγμή που θα μπορέσουμε να βιώσουμε την Ευρώπη ως μια ενιαία πόλη.
Συγχρόνως, είμαστε κοντά στην εποχή που καμία πόλη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πόλη: περισσότερος χρόνος χάνεται για μικρές μετακινήσεις παρά για ταξίδια. Όταν βρίσκομαι στο Παρίσι, θα μπορούσα να πω ότι δεν απομακρύνομαι ποτέ από αυτό το στούντιο – από παλιά συνήθεια, κάθε πρωί πηγαίνω μέχρι το St. Germain-des-Près για να αγοράσω ιταλικές εφημερίδες∙ έρχομαι και φεύγω με το Μετρό. Δεν είναι λοιπόν ότι κάνω πολύ τον flâneur, τον περιπατητή στους δρόμους του Παρισιού, αυτόν τον παραδοσιακό χαρακτήρα που έχει αφιερώσει ο Μπωντλαίρ. Αυτό είναι: τόσο τα διεθνή ταξίδια όσο και οι αστικές διαδρομές δεν είναι πλέον μια εξερεύνηση μέσα από μια σειρά διαφορετικών τόπων: είναι απλώς μετακινήσεις από ένα σημείο σε ένα άλλο σημείο μεταξύ των οποίων υπάρχει ένα κενό διάστημα, μια ασυνέχεια, μια παρένθεση πάνω από τα σύννεφα για τα αεροπορικά ταξίδια και μια παρένθεση κάτω από το έδαφος για τις διαδρομές στην πόλη.
Τόσο τα διεθνή ταξίδια όσο και οι αστικές διαδρομές δεν είναι πλέον μια εξερεύνηση μέσα από μια σειρά διαφορετικών τόπων: είναι απλώς μετακινήσεις από ένα σημείο σε ένα άλλο σημείο μεταξύ των οποίων υπάρχει ένα κενό διάστημα, μια ασυνέχεια, μια παρένθεση πάνω από τα σύννεφα για τα αεροπορικά ταξίδια και μια παρένθεση κάτω από το έδαφος για τις διαδρομές στην πόλη.
Ήμουν πάντα εξοικειωμένος με το Μετρό, από τότε που έφτασα για πρώτη φορά στο Παρίσι στα νιάτα μου και ανακάλυψα ότι αυτό το εύχρηστο μέσο μεταφοράς έθετε ολόκληρη την πόλη στη διάθεσή μου. Και ίσως σε αυτή τη σχέση μου με το Μετρό να παίζει ρόλο και η γοητεία του υποκόσμου: τα μυθιστορήματα του Βερν που μου αρέσουν περισσότερο είναι οι Μαύρες Ινδίες και το Ταξίδι στο κέντρο της Γης. Ή είναι η ανωνυμία που με ελκύει: αυτό το πλήθος μέσα στο οποίο μπορώ να παρατηρώ τους πάντες έναν προς έναν και ταυτόχρονα να εξαφανίζομαι εντελώς.
Χθες στο Μετρό υπήρχε ένας ξυπόλητος άντρας: ούτε τσιγγάνος ούτε χίπης, ένας κύριος με γυαλιά, όπως εγώ και όπως πολλοί άλλοι, που διάβαζε εφημερίδα, μοιάζοντας με καθηγητή, τον συνηθισμένο αφηρημένο καθηγητή που ξέχασε να βάλει τις κάλτσες και τα παπούτσια του. Και ήταν μια βροχερή μέρα, και περπατούσε ξυπόλητος, και κανείς δεν τον κοίταξε, κανείς δεν έδειχνε περίεργος. Το όνειρο τού να είμαι αόρατος... Όταν βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον όπου μπορώ να αυταπατώμαι ότι είμαι αόρατος, τα καταφέρνω πολύ καλά.
Πιστεύω ότι η ιδανική κατάσταση του συγγραφέα είναι αυτή, κοντά στην ανωνυμία: τότε είναι που αναπτύσσεται το υψηλότερο κύρος του συγγραφέα, όταν ο συγγραφέας δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει παρουσία, αλλά ο κόσμος που εκπροσωπεί καταλαμβάνει ολόκληρη την εικόνα.
Το αντίθετο από το πώς αισθάνομαι όταν πρέπει να μιλήσω στην τηλεόραση και νιώθω την κάμερα να με σημαδεύει, να με καρφώνει στην ορατότητά μου, στο πρόσωπό μου. Νομίζω ότι οι συγγραφείς χάνουν πολλά όταν τους βλέπουν από κοντά. Κάποτε, οι πραγματικά δημοφιλείς συγγραφείς κανείς δεν ήξερε ποιοι ήταν, αυτοπροσώπως, ήταν απλώς ένα όνομα στο εξώφυλλο, και αυτό τους έδινε μια εξαιρετική γοητεία. Ο Γκαστόν Λερού, ο Μωρίς Λεμπλάνκ (για να μείνω μόνο μεταξύ εκείνων που διέδωσαν τον μύθο του Παρισιού σε εκατομμύρια ανθρώπους) ήταν πολύ δημοφιλείς συγγραφείς για τους οποίους δεν ήξερε κανείς τίποτα∙ υπήρχαν ακόμη πιο δημοφιλείς συγγραφείς των οποίων δεν ήξερε κανείς ούτε το μικρό όνομα, μόνο ένα αρχικό. Πιστεύω ότι η ιδανική κατάσταση του συγγραφέα είναι αυτή, κοντά στην ανωνυμία: τότε είναι που αναπτύσσεται το υψηλότερο κύρος του συγγραφέα, όταν ο συγγραφέας δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει παρουσία, αλλά ο κόσμος που εκπροσωπεί καταλαμβάνει ολόκληρη την εικόνα. Όπως ο Σαίξπηρ, για τον οποίο δεν μας έχει μείνει κανένα πορτρέτο που να μας βοηθά να καταλάβουμε πώς ήταν, ούτε κάποια είδηση που να εξηγεί πραγματικά κάτι γι' αυτόν. Αντίθετα, σήμερα, όσο περισσότερο εισβάλλει η μορφή του συγγραφέα στο πεδίο, τόσο περισσότερο αδειάζει ο κόσμος που αναπαριστάται∙ μετά αδειάζει και ο συγγραφέας, μένει ένα κενό από όλες τις πλευρές.
Ο Ίταλο Καλβίνο με την κόρη του και τη σύζυγό του, τα χρόνια της διαμονής τους στο Παρίσι. |
Υπάρχει ένα αόρατο, ανώνυμο σημείο από το οποίο γράφει κανείς, και γι' αυτό δυσκολεύομαι να προσδιορίσω τη σχέση μεταξύ του τόπου όπου γράφω και της πόλης που τον περιβάλλει. Μπορώ να γράψω πολύ καλά σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε αυτό το είδος του αφηρημένου, ανώνυμου χώρου που είναι τα δωμάτια ξενοδοχείων, όπου βρίσκομαι αντιμέτωπος με την κενή σελίδα, χωρίς εναλλακτική λύση, χωρίς διαφυγή. Ή ίσως αυτή είναι μια ιδανική κατάσταση που ίσχυε ιδιαίτερα όταν ήμουν νεότερος, και ο κόσμος ήταν εκεί, ακριβώς έξω από την πόρτα, γεμάτος σημάδια, με συνόδευε παντού, ήταν τόσο γεμάτος, που αρκούσε να απομακρυνθώ από αυτόν για να μπορέσω να γράψω γι' αυτόν. Τώρα κάτι πρέπει να έχει αλλάξει, γράφω καλά μόνο σε ένα μέρος που είναι δικό μου, με βιβλία ανά χείρας, σαν να πρέπει πάντα να συμβουλεύομαι ποιος ξέρει τι. Ίσως δεν είναι εξαιτίας των ίδιων των βιβλίων, αλλά εξαιτίας ενός είδους εσωτερικού χώρου που διαμορφώνουν, σαν να ταυτίζω τον εαυτό μου με μια δική μου ιδανική βιβλιοθήκη.
Ωστόσο, ποτέ δεν καταφέρνω να διατηρήσω μια δική μου βιβλιοθήκη: έχω πάντα βιβλία εδώ και εκεί∙ όταν χρειάζομαι να συμβουλευτώ ένα βιβλίο στο Παρίσι είναι πάντα ένα βιβλίο που έχω στην Ιταλία, όταν χρειάζομαι να συμβουλευτώ ένα βιβλίο στην Ιταλία είναι πάντα ένα βιβλίο που έχω στο Παρίσι. Αυτή η ανάγκη να συμβουλεύομαι βιβλία κατά τη διάρκεια της συγγραφής είναι μια συνήθεια που απέκτησα τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια∙ δεν ήταν έτσι πριν: όλα έπρεπε να προέρχονται από τη μνήμη, όλα ήταν μέρος της εμπειρίας, σε αυτό που έγραφα. Ακόμη και κάθε πολιτισμική αναφορά έπρεπε να είναι κάτι που κουβαλούσα μέσα μου, που ήταν μέρος του εαυτού μου, αλλιώς δεν ταίριαζε στους κανόνες του παιχνιδιού, δεν ήταν υλικό που μπορούσα να μεταφέρω στη σελίδα. Τώρα όμως συμβαίνει το αντίθετο: ακόμη και ο κόσμος έχει γίνει κάτι που συμβουλεύομαι από καιρό σε καιρό, έτσι ώστε ανάμεσα σε αυτό το ράφι και τον έξω κόσμο να μην υπάρχει το άλμα που φαίνεται.
[Το Παρίσι] είναι ένα γιγαντιαίο έργο αναφοράς, είναι μια πόλη που μπορεί να συμβουλευτείς σαν εγκυκλοπαίδεια: με το άνοιγμα μιας σελίδας σου δίνει μια ολόκληρη σειρά πληροφοριών, με έναν πλούτο που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη πόλη.
Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι το Παρίσι, αυτό που είναι το Παρίσι, είναι ένα γιγαντιαίο έργο αναφοράς, είναι μια πόλη που μπορεί να συμβουλευτείς σαν εγκυκλοπαίδεια: με το άνοιγμα μιας σελίδας σου δίνει μια ολόκληρη σειρά πληροφοριών, με έναν πλούτο που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη πόλη. Πάρτε τα καταστήματα, τα οποία αποτελούν τον πιο ανοιχτό, τον πιο επικοινωνιακό λόγο που εκφράζει μια πόλη: όλοι διαβάζουμε μια πόλη, έναν δρόμο, ένα τμήμα πεζοδρομίου ακολουθώντας τη γραμμή των καταστημάτων. Υπάρχουν καταστήματα που είναι κεφάλαια μιας πραγματείας, καταστήματα που είναι λήμματα μιας εγκυκλοπαίδειας, καταστήματα που είναι σελίδες μιας εφημερίδας. Στο Παρίσι υπάρχουν τυροπωλεία όπου εκτίθενται εκατοντάδες διαφορετικά τυριά, το καθένα με το όνομά του, τυριά τυλιγμένα σε στάχτη, τυριά με ξηρούς καρπούς: ένα είδος μουσείου, ένα Λούβρο των τυριών. Πρόκειται για πτυχές ενός πολιτισμού που επέτρεψε την επιβίωση διαφοροποιημένων μορφών σε αρκετά μεγάλη κλίμακα ώστε η παραγωγή τους να είναι οικονομικά βιώσιμη, διατηρώντας παράλληλα τον λόγο ύπαρξής τους υπό την προϋπόθεση μιας επιλογής, ενός συστήματος του οποίου αποτελούν μέρος, μιας γλώσσας των τυριών. Αλλά είναι επίσης πάνω απ' όλα ο θρίαμβος του πνεύματος της ταξινόμησης, της ονοματολογίας. Έτσι, αν αύριο αρχίσω να γράφω για τα τυριά, μπορώ να βγω έξω και να συμβουλευτώ το Παρίσι ως μια μεγάλη εγκυκλοπαίδεια για τα τυριά. Ή να συμβουλευτώ ορισμένα παντοπωλεία όπου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ακόμη αυτό που ήταν ο εξωτισμός του περασμένου αιώνα, ένας μερκαντιλιστικός εξωτισμός της πρώιμης αποικιοκρατίας, ας πούμε ένα πνεύμα παγκόσμιας έκθεσης.
Υπάρχει ένα είδος καταστήματος στο οποίο αισθάνεται κανείς ότι αυτή είναι η πόλη που έχει διαμορφώσει αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης του πολιτισμού που είναι το μουσείο, και το μουσείο με τη σειρά του έχει διαμορφώσει τις πιο ποικίλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, έτσι ώστε να μην υπάρχει συνέχεια μεταξύ των αιθουσών του Λούβρου και των βιτρινών των καταστημάτων. Ας πούμε ότι τα πάντα στον δρόμο είναι έτοιμα να περάσουν στο μουσείο ή ότι το μουσείο είναι έτοιμο να περιλάβει τον δρόμο. Δεν είναι τυχαίο ότι το μουσείο που μου αρέσει περισσότερο είναι αυτό που είναι αφιερωμένο στη ζωή και την ιστορία του Παρισιού, το Musée Carnavalet.
Και ταυτόχρονα μπορούμε να διαβάσουμε την πόλη ως ένα συλλογικό ασυνείδητο: το συλλογικό ασυνείδητο είναι ένας μεγάλος κατάλογος, ένας μεγάλος ζωολογικός κήπος∙ μπορούμε να ερμηνεύσουμε το Παρίσι ως ένα βιβλίο ονείρων, ως ένα άλμπουμ του ασυνείδητου μας, ως έναν κατάλογο τεράτων.
Αυτή η ιδέα της πόλης ως εγκυκλοπαιδικού λόγου, ως συλλογικής μνήμης, έχει μια ολόκληρη παράδοση: σκεφτείτε τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς στους οποίους κάθε αρχιτεκτονική και διακοσμητική λεπτομέρεια, κάθε τόπος και στοιχείο παρέπεμπε σε μια παγκόσμια γνώση, ήταν ένα σημάδι που έβρισκε αντιστοιχία σε άλλα πλαίσια. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να «διαβάσουμε» την πόλη ως έργο διαβούλευσης, όπως «διαβάζουμε» την Παναγία των Παρισίων (έστω και μέσα από τις αναστηλώσεις του Viollet-Le-Duc), κεφάλαιο προς κεφάλαιο. Και ταυτόχρονα μπορούμε να διαβάσουμε την πόλη ως ένα συλλογικό ασυνείδητο: το συλλογικό ασυνείδητο είναι ένας μεγάλος κατάλογος, ένας μεγάλος ζωολογικός κήπος∙ μπορούμε να ερμηνεύσουμε το Παρίσι ως ένα βιβλίο ονείρων, ως ένα άλμπουμ του ασυνείδητου μας, ως έναν κατάλογο τεράτων. Έτσι, στις διαδρομές μου ως πατέρας, ως συνοδός της μικρής μου κόρης, το Παρίσι ανοίγεται στις διαβουλεύσεις μου με τους ζωολογικούς κήπους του Jardin des Plantes, τα φίδια και τα ερπετά, όπου ζουν τα ιγκουάνα και οι χαμαιλέοντες, μια πανίδα από προϊστορικές εποχές, και ταυτόχρονα το σπήλαιο των δράκων που κουβαλάει μαζί του ο πολιτισμός μας.
Τα τέρατα και τα φαντάσματα του ασυνείδητου που είναι ορατά έξω από εμάς είναι μια παλιά ιδιαιτερότητα αυτής της πόλης που δεν ήταν άδικα η πρωτεύουσα του σουρεαλισμού. Διότι το Παρίσι, ακόμη και πριν από τον Μπρετόν, περιείχε όλα όσα αργότερα έγιναν η πρώτη ύλη του υπερρεαλιστικού οράματος∙ και ο υπερρεαλισμός άφησε τότε το αποτύπωμά του, τα ίχνη του, τα οποία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε όλη την πόλη, έστω και για έναν ορισμένο τρόπο ενίσχυσης της υποβολής των εικόνων, όπως στα βιβλιοπωλεία υπερρεαλιστικού τύπου ή σε ορισμένους μικρούς κινηματογράφους, όπως ο Le Styx, που ειδικεύεται στις ταινίες τρόμου.
...στο Παρίσι μπορείς πάντα να ελπίζεις ότι θα βρεις αυτό που νόμιζες ότι είχε χαθεί, το δικό σου ή κάποιου άλλου παρελθόν. Έτσι, ένας ακόμη τρόπος να βλέπεις αυτή την πόλη: ως ένα γιγαντιαίο γραφείο χαμένων πραγμάτων, λίγο σαν το φεγγάρι στον Μαινόμενο Ορλάνδο, όπου συγκεντρώνονται όλα όσα έχουν χαθεί στον κόσμο.
Ο κινηματογράφος στο Παρίσι είναι επίσης ένα μουσείο ή μια εγκυκλοπαίδεια που πρέπει να συμβουλευτεί κανείς, όχι μόνο για την ποσότητα των ταινιών της Cinémathèque, αλλά και για ολόκληρο το δίκτυο των στούντιο του Καρτιέ Λατέν∙ αυτές οι στενές, δύσοσμες αίθουσες όπου μπορεί κανείς να δει την τελευταία ταινία του νέου Βραζιλιάνου ή Πολωνού σκηνοθέτη, καθώς και παλιές ταινίες από την εποχή του βωβού ή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με λίγη προσοχή και λίγη τύχη, ο κάθε θεατής μπορεί να ανασυνθέσει κομμάτι-κομμάτι την ιστορία του κινηματογράφου: Εγώ, για παράδειγμα, έχω αδυναμία στις ταινίες της δεκαετίας του 1930, γιατί εκείνα ήταν τα χρόνια που ο κινηματογράφος ήταν όλος ο κόσμος για μένα, και σε αυτόν τον τομέα μπορώ να νιώσω ικανοποίηση, ας πούμε με την έννοια της αναζήτησης του χαμένου χρόνου, βλέποντας ταινίες από την παιδική μου ηλικία ή ανακτώντας ταινίες που είχα χάσει στην παιδική μου ηλικία, που νόμιζα ότι είχαν χαθεί για πάντα, ενώ στο Παρίσι μπορείς πάντα να ελπίζεις ότι θα βρεις αυτό που νόμιζες ότι είχε χαθεί, το δικό σου ή κάποιου άλλου παρελθόν. Έτσι, ένας ακόμη τρόπος να βλέπεις αυτή την πόλη: ως ένα γιγαντιαίο γραφείο χαμένων πραγμάτων, λίγο σαν το φεγγάρι στον Μαινόμενο Ορλάνδο, όπου συγκεντρώνονται όλα όσα έχουν χαθεί στον κόσμο.
Μπαίνουμε λοιπόν στο ατελείωτο Παρίσι των συλλεκτών, σε αυτή την πόλη που σε καλεί να συλλέξεις τα πάντα, επειδή συσσωρεύει, ταξινομεί και αναδιανέμει, στην οποία μπορείς να ψάξεις όπως σε μια αρχαιολογική ανασκαφή. Αυτή του συλλέκτη μπορεί να είναι ακόμα μια υπαρξιακή περιπέτεια, μια αναζήτηση του εαυτού μέσα από τα αντικείμενα, μια εξερεύνηση του κόσμου που είναι επίσης αυτοπραγμάτωση. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι έχω το πνεύμα του συλλέκτη, δηλαδή αυτό το πνεύμα ξυπνάει μέσα μου μόνο από αδιόρατα πράγματα όπως εικόνες από παλιές ταινίες, συλλογές αναμνήσεων, ασπρόμαυρες σκιές.
Έχω μετακινηθεί στις σχέσεις μου με τον κόσμο από την εξερεύνηση στη διαβούλευση, δηλαδή ο κόσμος είναι ένα σύνολο δεδομένων που υπάρχει εκεί, ανεξάρτητα από μένα, δεδομένα που μπορώ να συγκρίνω, να συνδυάσω, να μεταβιβάσω, ίσως περιστασιακά, με μέτρο, να απολαύσω, αλλά πάντα λίγο απ' έξω.
Πρέπει να βγάλω το συμπέρασμα ότι το Παρίσι μου είναι η πόλη της ωριμότητας: με την έννοια ότι δεν το βλέπω πλέον με το πνεύμα της ανακάλυψης του κόσμου που είναι η περιπέτεια της νεότητας. Έχω μετακινηθεί στις σχέσεις μου με τον κόσμο από την εξερεύνηση στη διαβούλευση, δηλαδή ο κόσμος είναι ένα σύνολο δεδομένων που υπάρχει εκεί, ανεξάρτητα από μένα, δεδομένα που μπορώ να συγκρίνω, να συνδυάσω, να μεταβιβάσω, ίσως περιστασιακά, με μέτρο, να απολαύσω, αλλά πάντα λίγο απ' έξω. Κάτω από το σπίτι μου υπάρχει μια παλιά σιδηροδρομική γραμμή αστικής παράκαμψης, η Paris-Ceinture, σχεδόν εκτός λειτουργίας, αλλά δύο φορές την ημέρα περνάει ακόμα ένα μικρό τρένο, και τότε θυμάμαι τους στίχους του Laforgue, που λένε:
Je n'aurai jamais d'aventures,
Qu'il est petit, dans la Nature,
Le chemin d'fer Paris-Ceinture!
Δεν θα έχω ποτέ περιπέτειες,
Πόσο μικρός φαίνεται, μέσα στη Φύση,
Ο εσωτερικός σιδηρόδρομος του Παρισιού!
➨ Κείμενο από συνέντευξη του Ίταλο Καλβίνο στον Βαλέριο Ρίβα για την ελβετική ιταλική τηλεόραση, 1974. Εκδόθηκε την ίδια χρονιά σε περιορισμένη έκδοση στο Λουγκάνο, εκδόσεις Pantarei. Τώρα περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ίταλο Καλβίνο, Ερημίτης στο Παρίσι. Αυτοβιογραφικές σελίδες, Mondadori, Μιλάνο 2019.