Μεγάλο αφιέρωμα στον Ιταλό συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, στις 15 Οκτωβρίου (1923 - 2023). Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ένταξή του στη 2η μεραρχία εφόδου Garibaldi, η φιλία του με τον Τσέζαρε Παβέζε, η διαμονή του στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η πρωτοποριακή πεζογραφία του, η σύνδεση της πολιτικής με τον πολιτισμό. Έξι κείμενα κι ένα εκτενές χρονολόγιο, ένα πλούσιο αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο μεταφραστής, φιλόλογος και ποιητής Γιάννης Η. Παππάς.
Γράφει ο Maurizio Zuccari
Μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς
Το πρωί της Παρασκευής 20 Σεπτεμβρίου 1985, η πρώτη ισημερινή καταιγίδα του έτους ξέσπασε πάνω από την πόλη της Ρώμης. Ξύπνησα από τον ήχο των κεραυνών και των αστραπών∙ και νόμιζα ότι βρισκόμουν, για άλλη μια φορά, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο πριν από το μεσημέρι, έφτασε ένα αυτοκίνητο με σοφέρ για να με μεταφέρει κατά μήκος της μεσογειακής ακτής σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, το Castiglion della Pescaia, όπου, στη μία η ώρα, ο Ίταλο Καλβίνο, ο οποίος είχε πεθάνει την προηγούμενη ημέρα, θα κηδευόταν στο νεκροταφείο του χωριού. Ο Καλβίνο είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία δύο εβδομάδες νωρίτερα, ενώ καθόταν στον κήπο του σπιτιού του στην Πινέτα ντι Ροκαμάρε, όπου είχε περάσει το καλοκαίρι δουλεύοντας πάνω στις διαλέξεις για τον Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον που θα έδινε το φθινόπωρο και το χειμώνα στο Χάρβαρντ.
Τον είχα δει τον Μάιο. Τον είχα επαινέσει για το θάρρος του: σκόπευε να δώσει τις διαλέξεις στα αγγλικά, μια γλώσσα που διάβαζε με ευκολία αλλά μιλούσε με δισταγμό, όχι όπως τα γαλλικά ή τα ισπανικά, τα οποία μιλούσε άριστα∙ άλλωστε, είχε γεννηθεί στην Κούβα ως γιος δύο Ιταλών γεωπόνων και είχε ζήσει για πολλά χρόνια στο Παρίσι. Ήταν νύχτα. Βρισκόμασταν στη βεράντα του ρωμαϊκού διαμερίσματός μου∙ ένα φως πάνω από τα κεφάλια μας έκανε τα βαθουλωμένα μάτια του ακόμα πιο σκούρα από το συνηθισμένο. Ο Ίταλο συνοφρυώθηκε σαν να ήθελε να πει, έτσι ή αλλιώς∙ μετά χαμογέλασε, και όταν χαμογέλασε, ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σαν αυτό ενός εξαιρετικά φωτεινού παιδιού που μόλις έχει επεξεργαστεί την ενοποιημένη θεωρία πεδίου. «Στο Χάρβαρντ θα φλυαρώ», είπε, «αλλά θα φλυαρώ σε οποιαδήποτε γλώσσα».
Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιταλία έχει τόσο ένα εκπαιδευτικό σύστημα (όσο καλό ή κακό και αν είναι) όσο και μια κοινή κουλτούρα, τόσο καλή όσο και κακή. Τα τελευταία χρόνια, ο Καλβίνο είχε γίνει η κεντρική φιγούρα της κουλτούρας της Ιταλίας. Οι Ιταλοί ήταν περήφανοι που είχαν δημιουργήσει έναν συγγραφέα παγκόσμιας κλάσης, του οποίου η αμερικανική φήμη άρχισε, αν μου επιτρέπεται να το πω, γιατί κανείς άλλος δεν θα το κάνει, στις 30 Μαΐου 1974, όταν περιέγραψα ένα από τα μυθιστορήματά του στο The New York Review of Books. Μέχρι το 1985, με εξαίρεση την Αγγλία, ο Καλβίνο διαβάστηκε παντού. Βρήκα ακόμη και έναν Καλβίνο ενσωματωμένο στη λογοτεχνική γραφειοκρατία της Μόσχας, και νομίζω ότι μπορεί να έπεισε τους κρατικούς εκδότες να μεταφράσουν περισσότερα. Περιέργως, το γεγονός ότι είχε αποχωρήσει από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1957 δεν ενοχλούσε κανέναν.
Τα τελευταία χρόνια, ο Καλβίνο είχε γίνει η κεντρική φιγούρα της κουλτούρας της Ιταλίας. Οι Ιταλοί ήταν περήφανοι που είχαν δημιουργήσει έναν συγγραφέα παγκόσμιας κλάσης, του οποίου η αμερικανική φήμη άρχισε –αν μου επιτρέπετε να το πω, γιατί κανείς άλλος δεν θα το κάνει–, στις 30 Μαΐου 1974, όταν περιέγραψα ένα από τα μυθιστορήματά του στο The New York Review of Books.
Ο Καλβίνο πέθανε τρεις εβδομάδες πριν από τα 62α γενέθλιά του και η Ιταλία θρήνησε, σαν να είχε πεθάνει ένας αγαπημένος πρίγκιπας. Για έναν Αμερικανό, η αντίθεση μεταξύ αυτών και ημών είναι εντυπωσιακή. Όταν πεθαίνει ένας Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιεύεται, αν είναι διάσημος (η φήμη δεν είναι πια δυνατή για κανέναν από εμάς), μια μικρή φωτογραφία στην πρώτη σελίδα∙ πιο κάτω, μια σύντομη εκτίμηση στη σελίδα βιβλίου των εφημερίδων που διαθέτουν τέτοια, συνήθως έργο ενός δημοσιογράφου ή άλλου οιονεί συγγραφέα που δεν έχει διαβάσει στην πραγματικότητα τίποτα από το έργο του αποθανόντος συγγραφέα, αλλά βολεύεται με τα απόκρυφα κουτσομπολιά της σελίδας έξι, και αυτό ήταν όλο.
Στην περίπτωση του Καλβίνο, οι νεκρολογίες στις αμερικανικές εφημερίδες ήταν επιφανειακές: τα κυκλώματα μεταξύ των αγγλικών τμημάτων, όπου φυλάσσονται πλέον τα χάπια της λογοτεχνικής μας φήμης, και του κόσμου της δημοσιογραφίας είναι πιο εύθραυστα από ποτέ και η δεκτικότητα είναι πάντα κακή. Παραδόξως, το Time και το Newsweek, αν και τον έβαλαν στη λογοτεχνική σελίδα, δεν ήταν κακά, αν και το ένα τον θεωρούσε σουρεαλιστή και το άλλο μετρ της φαντασίας∙ ήταν, αναμφίβολα, ένας πραγματικός ρεαλιστής, που πίστευε ότι «μόνο μια ορισμένη πεζή στερεότητα μπορεί να γεννήσει τη δημιουργικότητα∙ η φαντασία είναι σαν τη μαρμελάδα, πρέπει να την απλώσεις πάνω σε μια φέτα ψωμί. Διαφορετικά, θα παραμείνει ένα άμορφο πράγμα, όπως η μαρμελάδα, από το οποίο δεν θα φτιαχτεί τίποτα». Αυτή η απλή αναλογία προέρχεται από μια συνέντευξη στην ιταλική τηλεόραση, που μεταδόθηκε μετά τον θάνατό του. Για να καταδειχθεί πόσο αγαπητός ήταν ο Καλβίνο, οι New York Times ανέφεραν τόσο τον John Updike, τον αιώνιο απόστολο της λογοτεχνίας μας για τον μέσο άνθρωπο (με αυτό δεν θέλω να είμαι, εντελώς, αγενής), όσο και τη Margaret Atwood (ένα όνομα που μου είναι καινούργιο), την Ursula Le Guin (αξιόλογη συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, αλλά ποιος ο λόγος να πω μια τελευταία λέξη για έναν από τους πιο σύνθετους σύγχρονους συγγραφείς;), ο Michael Wood, του οποίου το σχόλιο ήταν αρκετά καλό, και, τέλος, ο εξαιρετικός Anthony Burgess, ο οποίος δεν έφτασε στο συνηθισμένο του επίπεδο αυτή τη φορά. Σε άλλο σημείο, ο κ. Herbert Mitgang ανέφερε επίσης τον κ. Updike και επίσης τον John Gardner, πρώην απόστολο των αμαθών, ένα είδος χριστιανού ευαγγελιστή. Η Ευρώπη θεώρησε τον θάνατο του Καλβίνο ως τραγωδία για τον πολιτισμό. Ένας κριτικός λογοτεχνίας, σε αντίθεση με έναν θεωρητικό, έγραψε εκτενώς στη Le Monde, ενώ στην Ιταλία, κάθε μέρα για ένα δεκαπενθήμερο, δημοσιεύονταν τα δελτία του νοσοκομείου της Σιένα, και ξαφνικά ολόκληρο το έθνος ήταν ενωμένο στην εκτίμησή του όχι μόνο για έναν μεγάλο συγγραφέα αλλά και για κάποιον που έφτασε όχι μόνο στους μαθητές του δημοτικού σχολείου μέσω των συλλογών του με λαϊκά παραμύθια και μύθους, αλλά και, κάποια στιγμή, σε όλους όσοι διάβαζαν.
Ο Ίταλο Καλβίνο και ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι στο καφέ Rosati, στην Piazza del Popolo. Ρώμη, 1960 © Federico Garolla |
Την πρώτη αιμορραγία ακολούθησε χειρουργική επέμβαση που διήρκεσε πολλές ώρες. Ο Καλβίνο συνήλθε από το κώμα. Ήταν ζαλισμένος: νόμιζε ότι ένας από το ιατρικό προσωπικό ήταν αστυνομικός∙ στη συνέχεια αναρωτήθηκε αν είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Εν τω μεταξύ, ο χειρουργός είχε γίνει αισιόδοξος και μάλιστα ομιλητικός. Είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν είχε δει ακόμη μια δομή του εγκεφάλου τόσο λεπτή και πολύπλοκη όσο του Καλβίνο. Σκέφτηκα αμέσως τον μικρότερο εγκέφαλο που έχει καταγραφεί ποτέ, αυτόν του Ανατόλ Φρανς. Ο χειρουργός είπε στον Τύπο ότι είχε αναγκαστεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Εξάλλου, τον προηγούμενο χειμώνα, τόσο ο ίδιος όσο και οι γιοι του είχαν διαβάσει και συζητήσει για τον Μαρκοβάλντο. Ο εγκέφαλος που ήταν ικανός να τους προβληματίσει τόσο πολύ έπρεπε να διατηρηθεί ζωντανός λόγω της σπανιότητάς του. Μπορούμε να φανταστούμε έναν ανάλογο Αμερικανό χειρουργό: μόλις το περασμένο Σάββατο έκανε εμένα και τα παιδιά μου να γελάσουμε δυνατά∙ τώρα με δυσκολία πίστευα ότι πράγματι έβλεπα τον μυθικό εγκέφαλο της Joan Rivers! Από την άλλη, ίσως ο θαυμαστής της Joan Rivers να μπορούσε να σώσει τον Καλβίνο∙ μόνο που δεν υπήρξε ποτέ πραγματική ελπίδα.
Τον Ιούνιο είχε πάθει κάτι που νόμιζε ότι ήταν ένας τρομερός πονοκέφαλος∙ ήταν η πρώτη κρίση. Επιπλέον, προερχόταν από οικογένεια με ιστορικό αρτηριακής αδυναμίας. Ή τουλάχιστον έτσι έγραφαν οι εφημερίδες. Τα δημοσιεύματα του Τύπου που αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες του Καλβίνο δεν ήταν περισσότερα από εκείνα που ήταν αφιερωμένα στην εγχείρηση που υπέστη ένας ηλικιωμένος ηθοποιός, τον οποίο οι αφέντες μας προσέλαβαν για να υποδυθεί έναν πρόεδρο, το είδος του υποκειμένου που ενθουσίαζε τον Καλβίνο, δηλαδή τον Εντεταλμένο Πρόεδρο. Καθώς ταξιδεύαμε βόρεια υπό βροχή, διάβασα το τελευταίο μυθιστόρημα του Καλβίνο, το Πάλομαρ. Μου το είχε δώσει στις 28 Νοεμβρίου 1983. Ένιωσα παγωμένος -και ένοχος- καθώς διάβασα, για πρώτη φορά, την αφιέρωση: Για τον Gore, αυτοί οι τελευταίοι στοχασμοί για τη φύση, Ίταλο. Το «τελευταίοι» είναι μια λέξη που οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να χρησιμοποιούν εύκολα. Τι σήμαιναν αυτοί οι «τελευταίοι»; Πιο πρόσφατοι; Ή την τελευταία του προσπάθεια να γράψει για τον φαινομενικό κόσμο; Ή, μήπως ήξερε κατά κάποιον τρόπο ότι επρόκειτο να γράψει το «Πώς να μάθεις να είσαι νεκρός», τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου;
Ο Καλβίνο γράφει συχνά ως επιστήμονας, όπως ήταν και οι γονείς του. Παρατηρεί, με ακρίβεια, τις πιο μικρές λεπτομέρειες της φύσης: τα αστέρια, τα κύματα, τις σαύρες, τις χελώνες, το στήθος μιας γυναίκας στην παραλία. Κατά τη διαδικασία αυτή, αμφιταλαντεύεται μεταξύ του μάκρο– και του μίκρο–. Το όλον και το μέρος.
Διάβασα το βιβλίο, ήταν πολύ σύντομο. Μια σειρά διαλογισμών πάνω σε διάφορα θέματα από κάποιον κύριο Πάλομαρ, ο οποίος είναι ο ίδιος ο Καλβίνο. Τα σκηνικά είναι, ποικιλοτρόπως, η παραλία στο Castiglion della Pescaia, το κοντινό σπίτι στο δάσος στο Ροκαμάρε, το διαμέρισμα στη Ρώμη με τη βεράντα του, ένα μαγαζί με ντελικατέσεν στο Παρίσι. Δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κριτική του βιβλίου. Έκανα όμως κάποιες παρατηρήσεις και υπογράμμισα ορισμένα σημεία που θεωρώ ότι αποσαφηνίζουν αυτή την προοπτική. Ο Πάλομαρ βρίσκεται στην παραλία του Καστιλιόνε, προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση των κυμάτων, είναι δυνατόν να ακολουθήσει κανείς μόνο ένα; Ή μήπως όλα γίνονται ένα; Και το pluribus unum και το αντίθετό του θα μπορούσαν να συνοψίσουν την προσέγγιση του Καλβίνο στην κατάστασή μας. Είμαστε μέρος του σύμπαντος; Ή μήπως το σύμπαν είμαστε απλώς εμείς που νομίζουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο; Ο Καλβίνο γράφει συχνά ως επιστήμονας, όπως ήταν και οι γονείς του. Παρατηρεί, με ακρίβεια, τις πιο μικρές λεπτομέρειες της φύσης: τα αστέρια, τα κύματα, τις σαύρες, τις χελώνες, το στήθος μιας γυναίκας στην παραλία. Κατά τη διαδικασία αυτή, αμφιταλαντεύεται μεταξύ του μάκρο– και του μίκρο–. Το όλον και το μέρος. Και επίσης οπτικές ψευδαισθήσεις: το βιβλίο είναι γραμμένο σε ενεστώτα χρόνο, σαν ένας επιστήμονας που αναφέρει αυτό το συνεχιζόμενο πείραμα, τη ζωή που εξετάζει.
Τα κύματα του προσφέρουν υποδείξεις αλλά καμία απάντηση. Βλέποντάς τα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, μοιάζουν να μην έρχονται από τον ορίζοντα αλλά από την ίδια την παραλία. Ίσως το πραγματικό αποτέλεσμα που πρόκειται να πετύχει ο κ. Πάλομαρ είναι να κάνει τα κύματα να τρέξουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, να αναποδογυρίσει τον χρόνο, να δει την πραγματική ουσία του κόσμου πέρα από τις αισθητηριακές και νοητικές συνήθειες; Αλλά δεν λειτουργεί εξ ολοκλήρου και δεν μπορεί να επεκτείνει αυτή τη γνώση σε ολόκληρο το σύμπαν. Κάποιος παρατηρεί, κατά τη διάρκεια του βραδινού του μπάνιου, ότι η αντανάκλαση του ήλιου γίνεται μια αστραφτερή ρομφαία στο νερό που εκτείνεται από τον ορίζοντα μέχρι τον ίδιο. Ο κύριος Πάλομαρ κολυμπά μέσα στο σπαθί... Αλλά το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι εκείνη την ώρα της ημέρας, ο καθένας μέσα στο ίδιο σπαθί που βρίσκεται παντού και πουθενά. Αλλά το σπαθί επιβάλλεται εξίσου στο μάτι όλων, δεν υπάρχει διαφυγή από αυτό. Μήπως αυτό που έχουμε κοινό είναι ακριβώς αυτό που δίνεται στον καθένα ως αποκλειστικά δικό του; Καθώς ο Πάλομαρ επιπλέει στο νερό αναρωτιέται αν υπάρχει. Τώρα μεταφέρεται στον σολιψισμό: «Αν κανένα μάτι εκτός από το γυάλινο μάτι του νεκρού δεν άνοιγε ποτέ ξανά στην επιφάνεια της σφαίρας, το σπαθί δεν θα έλαμπε ποτέ ξανά». Το αναπτύσσει αυτό καθώς επιπλέει στην πλάτη του. «Και ίσως δεν ήταν η γέννηση του ματιού που γέννησε το σπαθί, αλλά το αντίστροφο, γιατί το σπαθί δεν θα μπορούσε να κάνει χωρίς ένα μάτι να το κοιτάζει στην κορυφή του». Αλλά η μέρα πλησιάζει στο τέλος της, οι σέρφερς έχουν επιστρέψει όλοι και ο Πάλομαρ επιστρέφει επίσης στην ακτή. «Έχει πείσει τον εαυτό του ότι το σπαθί θα υπάρχει και χωρίς αυτόν».
Στον κήπο του Roccamare, ο Πάλομαρ παρατηρεί το εξωτικό ζευγάρωμα δύο χελωνών – συλλογίζεται το σφύριγμα, που μοιάζει τόσο πολύ με εκείνο του ανθρώπου που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος τύπος επικοινωνίας. «Εδώ ανοίγεται μια πολλά υποσχόμενη προοπτική σκέψης για τον κ. Πάλομαρ, για τον οποίο η ασυμφωνία μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του υπόλοιπου σύμπαντος αποτελούσε πάντα πηγή αγωνίας. Το ισότιμο σφύριγμα του ανθρώπου και του κοτσυφιού εδώ του φαίνεται σαν μια γέφυρα που ρίχνεται πάνω από την άβυσσο». Αλλά η προσπάθειά του να επικοινωνήσει μαζί τους σφυρίζοντας με παρόμοιο τρόπο οδηγεί σε αμηχανία και από τις δύο πλευρές. Στη συνέχεια, καθώς συλλογίζεται τη φρίκη του γκαζόν του και των συστατικών του μερών, ονομάζει και αριθμεί ακριβώς ό,τι βλέπει ανάμεσα σε αυτά τα ζιζάνια, ώσπου «δεν σκέφτεται πλέον το γκαζόν: σκέφτεται το σύμπαν. Προσπαθεί να εφαρμόσει όλα όσα έχει σκεφτεί για το γκαζόν στο σύμπαν. Το σύμπαν ως ένα κανονικό, οργανωμένο σύμπαν ή ως χαοτικό πολλαπλασιασμό». Η αναλογία, όπως πάντα με τον Καλβίνο, απογειώνεται (μαρμελάδα στο ψωμί) και η απάντηση είναι, και πάλι, πολλά σε ένα, ή σύνολα συνόλων.
Οι παρατηρήσεις και οι διαλογισμοί συνεχίζονται. Σημειώνει: «Το φεγγάρι το απόγευμα κανείς δεν το κοιτάζει, και τότε είναι που θα χρειαζόταν περισσότερο το ενδιαφέρον μας, αφού η ύπαρξή του είναι ακόμη αμφίβολη». Καθώς πέφτει η νύχτα, αναρωτιέται αν η έντονη λάμψη του φεγγαριού «οφείλεται στην αργή απομάκρυνση του ουρανού, ο οποίος όσο απομακρύνεται, τόσο περισσότερο βυθίζεται στο σκοτάδι, ή αν αντίθετα είναι το φεγγάρι που έρχεται μπροστά, συγκεντρώνοντας το φως που προηγουμένως είχε διασκορπιστεί γύρω του και στερούσε τον ουρανό από αυτό, και συγκεντρώνοντάς το όλο στο στρογγυλό στόμιο της χοάνης του». Τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τη μέθοδο του διαλογισμού του Καλβίνου. Κοιτάζει –περιγράφει– έχει τον σεβασμό του επιστήμονα για τα δεδομένα (σε αντίθεση με τον υπερρεαλιστή ή τον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας). Θέλει να δούμε όχι μόνο αυτό που βλέπει εκείνος αλλά και αυτό που μπορεί να μας έχει διαφύγει επειδή δεν κοιτάξαμε αρκετά προσεκτικά. Δεν είναι περίεργο που ο Γαλιλαίος εμφανίζεται στα γραπτά του. Η αποδεκτή άποψη της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες (και όλα αυτά αφορούν τον μέσο πολιτισμό) ήταν βέβαιο ότι ο ήλιος κινούνταν γύρω από τη γη, αλλά για ένα αποκλίνον μυαλό ενός διανοούμενου, όπως αυτό του Γαλιλαίου ή του Καλβίνου, είναι σαφώς το αντίθετο. Ο Γαλιλαίος εφάρμοσε τις επιστημονικές μεθόδους της εποχής του∙ ο Καλβίνο χρησιμοποίησε τη φαντασία του. Για τον καθένα από αυτούς, είτε τα πράγματα προστέθηκαν αμέσως είτε συνέθεσαν τα δεδομένα έτσι ώστε να μπορέσουν οι άλλοι να κατανοήσουν το φαινόμενο.
Αλλά μετά την αποχώρησή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, έτεινε περισσότερο να περιγράφει την πολιτική και τις αυταπάτες της παρά να επιχειρηματολογεί για τις αιτίες...
Τον Απρίλιο του 1982, ενώ μιλούσα σε ένα ακροατήριο στο Λος Άντζελες μαζί με τον George Mc Govern, τον Eugene Mc Carthy και τον τρομερό φυσιοθεραπευτή Fonda-Hayden, οι τρεις εξωτερικοί πλανήτες, ορατοί με γυμνό μάτι... είναι και οι τρεις σε αντίθεση και επομένως ορατοί μαζί για ολόκληρη τη νύχτα. Περιττό να πούμε ότι ο «κύριος Πάλομαρ τρέχει στη βεράντα». Μεταξύ των άστρων του Καλβίνο και των δικών μου, κέρδισε, κι όμως έγραψε τόσα πολιτικά σχόλια. Αλλά μετά την αποχώρησή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, έτεινε περισσότερο να περιγράφει την πολιτική και τις αυταπάτες της παρά να επιχειρηματολογεί για τις αιτίες... «Σε μια εποχή και σε ένα έθνος όπου όλοι προσπαθούν να ανακοινώσουν τις απόψεις τους ή να κρίνουν, ο κ. Πάλομαρ έχει συνηθίσει να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν ισχυριστεί οτιδήποτε. Αφού δαγκώσει τη γλώσσα του, αν είναι πάντα πεπεισμένος για αυτό που πρόκειται να πει, το λέει. Αλλά από την άλλη πλευρά, το να έχει τη σωστή γνώμη δεν είναι τίποτα το αξιόλογο –στατιστικά, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές παράλογες, συγκεχυμένες ή τετριμμένες ιδέες που του έρχονται στο μυαλό, θα υπάρχουν και κάποιες διορατικές ιδέες, ακόμη και ιδιοφυείς ιδέες– και όπως ήρθαν στο μυαλό του, σίγουρα μπορεί να έχουν έρθει και σε κάποιον άλλον».
Όπως ήταν λογοτέχνης και όχι θεωρητικός, έτσι ήταν παρατηρητής της πολιτικής και όχι πολιτικός. Ο Καλβίνο άντλησε τόση έμπνευση από τους κατοίκους των ζωολογικών κήπων όσο και από τους κατοίκους των πόλεων. «Σε αυτό το σημείο το κοριτσάκι του κ. Πάλομαρ, που έχει προ πολλού βαρεθεί να κοιτάζει καμηλοπαρδάλεις, τον τραβάει προς τη σπηλιά των πιγκουίνων. Ο κύριος Πάλομαρ, ο οποίος στενοχωριέται από τους πιγκουίνους, την ακολουθεί απρόθυμα και αναρωτιέται γιατί ενδιαφέρεται για τις καμηλοπαρδάλεις. Ίσως επειδή ο κόσμος γύρω του κινείται ανομοιόμορφα και πάντα ελπίζει να ανακαλύψει ένα μοτίβο, μια σταθερά. Ίσως επειδή ο ίδιος αισθάνεται ότι οδηγείται από ασυντόνιστες κινήσεις του μυαλού, οι οποίες φαίνεται να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο να τετραγωνιστούν σε οποιοδήποτε μοτίβο εσωτερικής αρμονίας». Ο Πάλομαρ έλκεται από το δύσοσμο ερπετοτροφείο. «Πέρα από το τζάμι κάθε κλουβιού υπάρχει ο κόσμος πριν από τον άνθρωπο ή μετά, και για να δείξει ότι ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι αιώνιος και δεν είναι ο μόνος. Οι κροκόδειλοι, μέσα στην ακινησία τους, τον τρομοκρατούν. Τι περιμένουν ή τι έχουν πάψει να περιμένουν, σε ποιον χρόνο είναι βυθισμένοι;». Ο Πάλομαρ τρέπεται σε φυγή προς τον αλμπίνο γορίλα, «το μοναδικό δείγμα μιας μη επιλεγμένης, μη αγαπημένης μορφής στον κόσμο». Ο γορίλας, μέσα στην πλήξη του, παίζει με ένα λάστιχο∙ το σφίγγει στο στήθος του για ώρες. Η εικόνα στοιχειώνει τον Πάλομαρ. Σκέφτεται: «Όπως ο γορίλας έχει το λάστιχο του, το οποίο χρησιμεύει ως απτό στήριγμα για την άναρθρη ασυναρτησία του λόγου του, έτσι έχω κι εγώ αυτή την εικόνα του μεγάλου λευκού πιθήκου. Όλοι γυρνάμε στα χέρια μας ένα παλιό άδειο λάστιχο μέσα από το οποίο θα θέλαμε να φτάσουμε στο απόλυτο νόημα που δεν μπορούν να φτάσουν οι λέξεις». Αυτή είναι η απόλυτη εικόνα του συγγραφέα∙ αυτή η απερίγραπτη κατάσταση όπου οι λέξεις απουσιάζουν, όχι επειδή τις σταματούν τα σιδερένια κάγκελα ενός κλουβιού ζωολογικού κήπου, αλλά οι περιορισμοί αυτού του καλυμμένου με οστά δυαδικού ηλεκτρικού συστήματος, το οποίο, στην περίπτωση του Καλβίνο, απέτυχε στις 19 Σεπτεμβρίου 1985.
Ξαφνικά, μπροστά μας, πάνω από έναν λόφο δίπλα στη θάλασσα, βρίσκεται το Castiglion della Pescaia. Στα αριστερά μου είναι η παραλία όπου ο Πάλομαρ είδε αλλά δεν βλέπει πια το σπαθί του φωτός. Η θάλασσα έχει πάρει ένα παράξενο δυσάρεστο πορφυρό χρώμα, που ταιριάζει περισσότερο στην Καραϊβική Θάλασσα, όπου γεννήθηκε ο Καλβίνο, παρά στη Μεσόγειο. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Ο αέρας είναι ζεστός, υγρός, χωρίς αέρα. Είναι σαράντα λεπτά νωρίτερα. Το νεκροταφείο βρίσκεται πάνω από έναν λόφο πίσω από το χωριό, το οποίο βρίσκεται πάνω από έναν χαμηλότερο λόφο. Παρκάρουμε κοντά σε ένα κομμάτι μεσαιωνικού τείχους και έναν γκρεμισμένο πύργο. Ανεβαίνω στο νεκροταφείο, το οποίο περιβάλλεται από έναν ψηλό τσιμεντένιο τοίχο. Σε ένα από τα πρώιμα βιβλία του, το Η οικοδομική κερδοσκοπία, περιγράφει πώς η οικοδομή είχε καταφέρει τη δεκαετία του 1950 να θάψει την ιταλική Ριβιέρα, τη γενέτειρά του, τη Λιγουρία, κάτω από μια θάλασσα από φρικτό οπλισμένο σκυρόδεμα∙ το αποκαλούσαν μπουμ. Ένα μεγάλο μέρος του τοίχου στα δεξιά της εισόδου του νεκροταφείου είχε καλυφθεί με την ίδια μικρή διαφήμιση κηδείας, που επαναλαμβανόταν αρκετές εκατοντάδες φορές. Το όνομα Ίταλο Καλβίνο, το όνομα του Castiglion della Pescaia, της πόλης Πάλομαρ, λέει περήφανα η πινακίδα∙ έπειτα ο φόρος τιμής του δημάρχου του δημοτικού συμβουλίου και του κόσμου.
Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Ο αέρας είναι ζεστός, υγρός, χωρίς αέρα. Είναι σαράντα λεπτά νωρίτερα. Το νεκροταφείο βρίσκεται πάνω από έναν λόφο πίσω από το χωριό, το οποίο βρίσκεται πάνω από έναν χαμηλότερο λόφο. Παρκάρουμε κοντά σε ένα κομμάτι μεσαιωνικού τείχους και έναν γκρεμισμένο πύργο.
Στο εσωτερικό του νεκροταφείου υπάρχουν πολλοί ξεχωριστοί χώροι με τοίχους. Ο πρώτος είναι ένα είδος αιθρίου, οι τοίχοι του οποίου είναι γεμάτοι με συρτάρια που περιέχουν τους νεκρούς, στοιβαγμένους ο ένας πάνω στον άλλο, ο καθένας με μια φωτογραφία του ενοίκου, τραβηγμένη πολύ αργά στη ζωή για να προκαλεί οίκτο αντί για δέος. Υπάρχουν παντού πλαστικά λουλούδια και ελάχιστα αληθινά. Περιστασιακά υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσι, ο τελευταίος τόπος ανάπαυσης πλούσιων ή ευγενών οικογενειών. Έχω μια αίσθηση πανικού: δεν θα βάλουν τον Ίταλο σε κάποιο συρτάρι; Τότε, στα δεξιά, στο τέλος του αίθριου, στο ύπαιθρο, σε έναν χαμηλό τοίχο, βλέπω μια σειρά από τεράστια στεφάνια με λουλούδια, κατάλληλα για έναν Αμερικανό ή Ναπολιτάνο γκάνγκστερ, και όχι ένα συρτάρι αλλά έναν νέο τάφο, στο μέγεθος μιας μπανιέρας σε ένα μέτρια πολυτελές ξενοδοχείο. Σε ένα από τα στεφάνια διακρίνω τις λέξεις Γερουσία και Κομμουνιστής... φόρος τιμής της κομμουνιστικής αντιπροσωπείας στην ιταλική Γερουσία.
Παρεμπιπτόντως, δεδομένου ότι η Ιταλία είναι ένα έθνος πολλών πολιτικών κομμάτων αλλά λίγων ιδεολογιών, το επίπεδο του απλού βουλευτή τείνει να είναι υψηλότερο από εκείνο των Αμερικανών ή Βρετανών συναδέλφων του. Ο Μοράβια είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Σιάσια ήταν στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Κάθε κόμμα προσπαθεί να βάλει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων διακεκριμένων διανοουμένων στην εκλογική του λίστα. Ο σημερινός δήμαρχος της Φλωρεντίας ήταν, μέχρι πρόσφατα, επικεφαλής της Όπερας του Παρισιού. Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, όποιος είναι ικανός να αντιμετωπίσει αυτή τη σαπίλα θα μπορούσε πιθανώς να τα βάλει και με τη Φλωρεντία.
Στην άλλη πλευρά του τείχους, η μοβ θάλασσα και οι κόκκινες στέγες των ασβεστωμένων σπιτιών ήταν ορατές. Καθώς κοιτάζω, με μέτρια μελαγχολία, το τοπίο του Πάλομαρ, με αναγνωρίζει ένας δημοσιογράφος από τη Νάπολη. Εξάλλου, είμαι γείτονας, ζω στο κοντινό Ραβέλο. Μου παίρνουν συνέντευξη ανάμεσα στους τάφους. Πώς γνώρισα τον Καλβίνο; Πέφτουν μερικές σταγόνες βροχής. Ένας εικονολήπτης εμφανίζεται πίσω από ένα παρεκκλήσι και με παγιδεύει. Φτάνει το συνεργείο της κρατικής τηλεόρασης. Θυμάμαι ότι έντεκα χρόνια νωρίτερα είχα γράψει ένα άρθρο για το έργο του. Τον είχατε συναντήσει πριν από αυτό; Η ανταλλαγή εξυπηρετήσεων είναι ακόμη πιο εμφανής σε μια μικρή χώρα όπως η Ιταλία απ' ό,τι στην αγαπημένη μας Νέα Υόρκη. Όχι, δεν τον είχα συναντήσει ακόμη όταν έγραψα το άρθρο. Τον είχα μόνο διαβάσει, τον είχα θαυμάσει∙ είχα περιγράψει (η μόνη αποστολή του κριτικού) το έργο του για όσους μπορούσαν να με διαβάσουν (ο μόνος σκοπός του κριτικού). Τον συναντήσατε αργότερα; Ναι, μου έγραψε ένα γράμμα για το έργο. Στα ιταλικά ή στα αγγλικά; Λέω, στα ιταλικά. Τι σας έγραψε; Τι νομίζετε ότι είπε; Αρχίζω να εκνευρίζομαι. Είπε ότι του άρεσε αυτό που έγραψα.
Μου παίρνουν συνέντευξη ανάμεσα στους τάφους. Πώς γνώρισα τον Καλβίνο; Πέφτουν μερικές σταγόνες βροχής. Ένας εικονολήπτης εμφανίζεται πίσω από ένα παρεκκλήσι και με παγιδεύει. Φτάνει το συνεργείο της κρατικής τηλεόρασης.
Πράγματι, η επιστολή του Καλβίνο ήταν, τυπικά, ενδιαφέρουσα. Είχα τελειώσει την περιγραφή μου με τη φράση: «Διαβάζοντας τον Καλβίνο, είχα την εκνευριστική αίσθηση ότι έγραφα κι εγώ αυτό που είχε γράψει∙ με αυτόν τον τρόπο η τέχνη του αποδεικνύει την άποψή της, καθώς ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γίνονται ένα, ή Ένα». Αυτό τράβηξε την προσοχή του, ευγενικά, άρχισε να λέει ότι πάντα τον έλκυε η καυστική ειρωνεία μου, αλλά, ειδικότερα, του άρεσε αυτό που είχα γράψει γι' αυτόν για δύο λόγους. «Πρώτον, έχει κανείς την αίσθηση ότι γράψατε αυτό το δοκίμιο για την ευχαρίστηση της συγγραφής του, εναλλάσσοντας θερμούς επαίνους και κριτικές και επιφυλάξεις με απόλυτη ειλικρίνεια, ελευθερία και συνεχές χιούμορ, και αυτό το αίσθημα ευχαρίστησης μεταδίδεται ακαταμάχητα στον αναγνώστη. Δεύτερον, πάντα πίστευα ότι θα ήταν δύσκολο να βγάλω ένα ενοποιητικό θέμα από τα βιβλία μου, καθένα από τα οποία είναι τόσο διαφορετικό από τα άλλα. Τώρα εσείς –εξερευνώντας το έργο μου όπως πρέπει να γίνεται, δηλαδή προσεγγίζοντάς το μη συστηματικά, σταματώντας εδώ και εκεί∙ άλλοτε με έναν ακριβή στόχο χωρίς παρεκκλίσεις∙ άλλοτε περιπλανώμενος σαν αλήτης– καταφέρατε να δώσετε μια γενική αίσθηση σε όλα όσα έχω γράψει, σχεδόν μια φιλοσοφία».
Στη συνέχεια ο Καλβίνο έρχεται στο θέμα. «Το τέλος του δοκιμίου σας περιέχει μια δήλωση αυτού που μου φαίνεται σημαντικό με απόλυτη έννοια. Δεν ξέρω αν αναφέρεται πράγματι σε μένα, αλλά ισχύει για μια ιδανική λογοτεχνία για τον καθένα μας: το τέλος είναι ότι ο καθένας μας πρέπει να είναι, ότι ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γίνονται ένα, ή Ένα. Και για να κλείσει ο λόγος μου και ο δικός σας σε έναν τέλειο κύκλο, μπορούμε να πούμε ότι το Ένα είναι το Παν». Κατά κάποιον τρόπο, το μεταγενέστερο Πάλομαρ ήταν η συγκέντρωση των στοιχείων μιας φιλοσοφίας ή φιλοσοφιών – εξ ου και ο τίτλος «οι τελευταίοι μου στοχασμοί για τη Φύση». Δεν αφήνω ούτε μια λέξη από αυτά να ξεφύγει στον νεαρό δημοσιογράφο. Του λέω όμως ότι συνάντησα τον Καλβίνο και τη σύζυγό του, την Τσικίτα, στο σπίτι ενός Αμερικανού εκδότη, λίγο μετά την παραλαβή της επιστολής, και παρόλο που με διαβεβαίωσαν ότι δεν θα υπήρχαν άλλοι συγγραφείς εκτός από εμάς, βρήκα ένα δωμάτιο γεμάτο από αμερικανική λογοτεχνική ιδιοφυΐα. Φοβούμενος μήπως γίνω πρόωρα ένας από αυτούς, έφυγα κρυφά μέσα στη νύχτα. Πριν από δύο χρόνια, όταν μου απονεμήθηκε η τιμητική ιδιότητα του πολίτη του Ραβέλο, ο Καλβίνο αποδέχτηκε την πρόσκληση της πόλης να παραστεί στην τελετή, κατά την οποία εκφώνησε έναν υπέροχο λόγο για το έργο μου γενικά και το Ντουλούθ ειδικότερα. Επιπλέον, το διαμέρισμά του στη Ρώμη βρισκόταν στον ίδιο δρόμο με τον δικό μου (μοιραζόμασταν –αχ, η ομορφιά του τυχαίου συμβόλου!– το Πάνθεον), οπότε βλεπόμασταν κατά καιρούς.
Καθ' όλη τη διάρκεια του περασμένου έτους, ο Καλβίνο ανυπομονούσε για το φθινόπωρο και τον χειμώνα που θα περνούσε στο Χάρβαρντ. Είχε μάλιστα αρχίσει να μελετά σκληρά τη θεωρία της λογοτεχνίας. Γνώριζε πολύ καλά σε τι βρώμικη παιδική χαρά έχουν μετατραπεί τα αγγλικά μας τμήματα, και ανυπομονούσε να ακούσει τι είχε να πει στις πέντε διαλέξεις που κατάφερε να γράψει. Ξεκίνησα να τον οπλίσω με μια υπέροχα ανόητη κριτική χωρίς καμία πολιτιστική αξία (παρμένη από το Partisan Review) για το γιατί δεν αρέσει πια στους ανθρώπους να διαβάζουν. Αναφέρει με θαυμασμό τον Τζων Γκάρντνερ: «Σε όλα σχεδόν τα καλά αφηγηματικά πεζογραφήματα, η –σχεδόν αναπόφευκτη– βασική πλοκή είναι η εξής: ένας κεντρικός χαρακτήρας επιθυμεί κάτι, το επιδιώκει παρά τις αντιδράσεις (στις οποίες ίσως περιλαμβάνονται και οι δικές του αμφιβολίες) και με αυτόν τον τρόπο φτάνει σε μια νίκη, μια ήττα ή μια ισοπαλία».
Ο Ίταλο Καλβίνο στο Λίντο της Βενετίας (1981). |
Στη συνέχεια, ο κριτικός των δημοσίων σχέσεων παραθέτει μια κριτική των New York Times που προσπαθεί να καταλάβει γιατί ο Καλβίνο είναι τόσο δημοφιλής. «Αν ο έρωτας αποτύχει, ξεκινούν από την αρχή∙ οι ζωές τους είναι μια σειρά από νέα ξεκινήματα, όπου οι επιπλοκές δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί. Σε αντίθεση με τους μεγάλους Ρώσους και Γάλλους μυθιστοριογράφους, οι οποίοι ακολουθούν τους χαρακτήρες τους μέσα από τα μακρά και δαιδαλώδη σπήλαια [!] της ζωής τους, ο Καλβίνο απλώς απενεργοποιεί τη συσκευή μετά την εύκολη αρχή και αλλάζει κανάλι». Αυτού του είδους η γραφή έχει δώσει στην αμερικανική συζήτηση για το βιβλίο, (bookchat – μια λέξη που επινόησα εγώ, θα θέλετε νομίζω να μάθετε), μια κακή φήμη. Αλλά ο κριτικός μας για τις δημόσιες σχέσεις, μια γυναίκα, η αγαπημένη μειονότητα (sic) της φετινής χρονιάς, λέει, με σκληρό τρόπο, ότι όλη αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι το είδος των πραγμάτων που οι πραγματικοί άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν. Και ο Καλβίνο είναι δημοφιλής, αν όχι καθόλου, στους θεωρητικούς, στους καταναλωτές κειμένων και όχι μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Μέχρι τώρα δεν θα έχω την ευκαιρία να γελάσω με τον Καλβίνο γι' αυτή την τελευταία αναφορά από τη χώρα στην οποία μετανάστευσαν ο Μπουβάρ και ο Πεκουσέ».
Ένα βαν γεμάτο αστυνομικούς σταματά στους πρόποδες του λόφου του νεκροταφείου. Αναμένεται να φτάσει πλήθος κόσμου. Την προηγούμενη ημέρα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε έρθει στο νοσοκομείο της Σιένα για να τον αποχαιρετίσει. Μπορεί κανείς να φανταστεί μια παρόμοια σκηνή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ψηλά στην κορυφή του νοσοκομείου Tulsa Tower, ο αιδεσιμότατος Όραλ Ρόμπερτς εισέρχεται στο σιωπηλό δωμάτιο. «Κύριε Πρόεδρε, όλα τελείωσαν. Έχει διασχίσει το λαμπερό ποτάμι». Ένα δάκρυ λάμπει στα μάτια του εν ενεργεία Προέδρου. Τελευταία συνάντηση, ψιθυρίζει. Η μικρή φιγούρα στο πλευρό του, με τα τεράστια μάτια ορθάνοιχτα και γεμάτα δάκρυα, ψιθυρίζει: «Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν άλλα μυθιστορήματα Harlequin;» Ο εκτελών χρέη προέδρου την κρατάει κοντά του. «Πάντα θα υπάρχουν Αρλεκίνοι, μαμά», λέει. «Αλλά δεν θα είναι τα ίδια. Όχι χωρίς τον Λουίς Λ' Αμούρ».
Τώρα, εκατοντάδες φίλοι του Καλβίνο, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, τοπικοί αξιωματούχοι γεμίζουν το νεκροταφείο. Κρατάω το χέρι της Τσικίτα για μια μεγάλη στιγμή∙ είχε, όπως είπε κάποιος, δύο εβδομάδες για να αποδεχτεί όχι τόσο τον θάνατο όσο τον εφιάλτη που πεθαίνει. Το τελευταίο κεφάλαιο του Πάλομαρ αρχίζει κάπως έτσι: «Ο κύριος Πάλομαρ αποφασίζει ότι από εδώ και πέρα θα συμπεριφέρεται σαν να είναι νεκρός, για να δει πώς τα πάει ο κόσμος χωρίς αυτόν». Μέχρι εδώ, όχι και τόσο καλά, σκέφτηκα. Η Πόλη του Μεξικού έχει καταρρεύσει και η κόρη του έχει αργήσει να ταφεί. Το θετικό είναι ότι δεν υπάρχει ιερέας, δεν υπάρχει λειτουργία, δεν υπάρχει λόγος. Ξαφνικά, καθώς μια ντουζίνα κάμερες ανάβουν, το σκούρο, γυαλιστερό ξύλινο κουτί, που περιείχε τον Καλβίνο, εμφανίζεται στον προθάλαμο. Πόσο μικρό είναι το κουτί, σκέφτομαι. Ήταν μικρότερος απ' ό,τι θυμάμαι; Ή έχει συρρικνωθεί; Σίγουρα, είναι νεκρός, αλλά, όπως έγραψε «πρώτα απ' όλα, δεν πρέπει να συγχέετε το να είσαι νεκρός με το να μην είσαι, μια κατάσταση που καταλαμβάνει τον τεράστιο χώρο του χρόνου πριν από τη γέννηση, φαινομενικά συμμετρικά με τον άλλο, εξίσου τεράστιο χώρο που ακολουθεί τον θάνατο. Διότι, πριν από τη γέννηση, είμαστε μέρος των άπειρων δυνατοτήτων που μπορεί να πραγματοποιηθούν ή να μην πραγματοποιηθούν∙ ενώ, μόλις πεθάνουμε, δεν μπορούμε να πραγματοποιηθούν ούτε στο παρελθόν (στο οποίο ανήκουμε πλέον ολοκληρωτικά αλλά στο οποίο δεν έχουμε πλέον καμία επιρροή) ούτε στο μέλλον (το οποίο, ακόμη και αν επηρεάζεται από εμάς, παραμένει απαγορευμένο για εμάς)». Με έναν κρότο, το κουτί κατεβαίνει στη μπανιέρα. Τώρα, η μύτη του Πάλομαρ βρίσκεται περίπου 10 εκατοστά κάτω από τη γη που συνήθιζε να εξετάζει τόσο λεπτομερώς. Στη συνέχεια, τα κεραμίδια τοποθετούνται απρόσεκτα πάνω από το φέρετρο και το κουτί δεν είναι πλέον ορατό. Η ζέστη είναι δυσάρεστη καθώς περιμένουμε να έρθει η κόρη του.
Κοιτάμε ο ένας τον άλλον σαν να βρισκόμαστε σε ένα πάρτι που αρνείται να απογειωθεί. Αναγνωρίζω τη Ναταλία Γκίνσμπουργκ. Βλέπω κάποιον που μου φαίνεται ότι είναι ο Ουμπέρτο Έκο, και είναι. «Η ζωή ενός ανθρώπου αποτελείται από μια σειρά γεγονότων, το τελευταίο από τα οποία μπορεί να αλλάξει ακόμη και το νόημα του συνόλου...» Παρατηρώ, μέσα στο πλήθος, αρκετές δεκάδες μαθητές. Είναι θαυμαστές των παραμυθιών του Καλβίνο...
Κοιτάμε ο ένας τον άλλον σαν να βρισκόμαστε σε ένα πάρτι που αρνείται να απογειωθεί. Αναγνωρίζω τη Ναταλία Γκίνσμπουργκ. Βλέπω κάποιον που μου φαίνεται ότι είναι ο Ουμπέρτο Έκο, και είναι. «Η ζωή ενός ανθρώπου αποτελείται από μια σειρά γεγονότων, το τελευταίο από τα οποία μπορεί να αλλάξει ακόμη και το νόημα του συνόλου...» Παρατηρώ, μέσα στο πλήθος, αρκετές δεκάδες μαθητές. Είναι θαυμαστές των παραμυθιών του Καλβίνο∙ απλά, πρώιμοι καταναλωτές «κειμένων» και πρωτο-θεωριών. Τότε καταφθάνουν ταυτόχρονα η κόρη και οι κουβάδες με το τσιμέντο. Ένας από τους χτίστες ρίχνει τσιμέντο πάνω στα πλακάκια∙ με δεξιοτεχνία λειαίνει τη γλιστερή επιφάνεια με μια σπάτουλα. Απαίσιο τσιμέντο. «Γι' αυτό ο Πάλομαρ ετοιμάζεται να γίνει ένας γκρινιάρης νεκρός, ο οποίος δυσανασχετεί που τον καταδικάζουν να παραμείνει όπως είναι, αλλά δεν είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει τίποτα από τον εαυτό του, ακόμη κι αν αυτό τον βαραίνει. Τελικά το μπετόν είναι στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος – και αυτό έγινε.
Στέκομαι πίσω από την Τσικίτα, η οποία είναι ακίνητη. Στο τέλος σηκώνω το βλέμμα μου από το γκρίζο ορθογώνιο του φρέσκου τσιμέντου και εκεί, κοιτάζοντάς με, είναι ο Καλβίνο. Δείχνει ταραγμένος, παράξενος, δεν είναι εντάξει. Αλλά είναι, χωρίς αμφιβολία, ο κύριος Πάλομαρ, παρών στην ίδια του την κηδεία. Για μια σύντομη τρελή στιγμή, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον∙ μετά κοιτάζει το φέρετρο που δεν περιέχει αυτόν αλλά τον Ίταλο. Ο άντρας που νόμιζα ότι ήταν ο Ίταλο είναι ο μικρότερος αδελφός του, ο Φλοριάνο. Φεύγω πριν από τους άλλους. Στο δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη, αν και ο ήλιος είναι λαμπερός και ζεστός, αρχίζει να βρέχει. Ο διάβολος χτυπάει τη γυναίκα του, όπως λένε στο νότο. Τότε, ένα ουράνιο τόξο καλύπτει ολόκληρο τον ουρανό στα ανατολικά. Για τους Ρωμαίους και τους Ετρούσκους, τους πρώτους κατοίκους της περιοχής στην οποία ταξιδεύουμε, το ουράνιο τόξο ήταν δυσοίωνος προάγγελος επικείμενων αλλαγών στις ανθρώπινες υποθέσεις, του θανάτου βασιλιάδων, πόλεων, του κόσμου. Κάνω μια χειρονομία δεισιδαιμονίας. Ο Χρόνος μπορεί να τελειώσει τώρα. Αλλά, «αν ο χρόνος πρέπει να τελειώσει, μπορείς να τον περιγράψεις, στιγμή προς στιγμή», σκέφτεται ο Πάλομαρ, «και κάθε στιγμή, όταν τον περιγράφεις, διευρύνεται τόσο πολύ που δεν μπορείς πλέον να δεις το τέλος του. Αποφασίζει ότι θα αρχίσει να περιγράφει κάθε στιγμή της ζωής του, και μέχρι να τις περιγράψει όλες, δεν θα νομίζει πλέον ότι είναι νεκρός. Εκείνη τη στιγμή πεθαίνει». Έτσι τελειώνουν οι τελευταίοι μου διαλογισμοί για τη Φύση, και ο Καλβίνο και η Φύση είναι πλέον ένα, ή Ένα.
➨ Πρώτη δημοσίευση του κειμένου του Maurizio Zuccari στο «The New York Review Of Books», 21 Νοεμβρίου 1985