Μεγάλο αφιέρωμα στον Ιταλό συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, στις 15 Οκτωβρίου (1923 - 2023). Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ένταξή του στη 2η μεραρχία εφόδου Garibaldi, η φιλία του με τον Τσέζαρε Παβέζε, η διαμονή του στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η πρωτοποριακή πεζογραφία του, η σύνδεση της πολιτικής με τον πολιτισμό. Έξι κείμενα κι ένα εκτενές χρονολόγιο, ένα πλούσιο αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο μεταφραστής, φιλόλογος και ποιητής Γιάννης Η. Παππάς. Σε αυτό το Δ μέρος, η καταξιωμένη συγγραφέας Ναταλία Γκίνσμπουργκ γράφει ένα προσωπικό κείμενο για τη σχέση της με τον Ίταλο Καλβίνο.
Γράφει η Ναταλία Γκίνσμπουργκ
Μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς
Η τελευταία φορά που είδα τον Καλβίνο ζωντανό ήταν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου στη Σιένα, την επομένη της εγχείρησης στο κεφάλι του. Το κεφάλι του ήταν δεμένο με επίδεσμο, τα γυμνά του χέρια έξω από το σεντόνι, μαυρισμένα και δυνατά, και νύσταζε. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο και ήρεμο, η αναπνοή του ήρεμη και υγιής. Δεν είχε κανένα σημάδι πόνου στο πρόσωπό του. Σκέφτηκα ότι σύντομα θα συνέλθει, ότι θα σηκωνόταν από αυτό το κρεβάτι. Τις επόμενες ημέρες, οι εφημερίδες ανέφεραν φράσεις που είχε πει όταν ξύπνησε. Είχε κοιτάξει τα σωληνάκια του και είχε πει: «Μοιάζω με πολυέλαιο». Η κόρη του είχε μπει μέσα και είχε ρωτήσει: «Ποιος είμαι εγώ;». Είχε πει: «Είσαι η χελώνα». Ένας από τους γιατρούς του είχε κάνει μερικές ερωτήσεις και μετά τον ρώτησε: «Ποιος είμαι εγώ;». Είχε πει: «Ένας αστυνομικός διευθυντής». Για όσους τον αγαπούσαν, αυτές οι φράσεις ήταν ένα πολύτιμο δώρο, ένα σημάδι ότι ήταν ακόμα αυτός, ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει στον χαρακτήρα του, ότι οι χελώνες, οι πολυέλαιοι, οι αστυνομικοί διευθυντές εξακολουθούσαν να γυρίζουν στο μυαλό του.
Μου ήταν αδύνατο να τον σκεφτώ νεκρό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο θάνατος φαινόταν τόσο μακριά από το πρόσωπό του. Όταν τον γνώρισα, ήταν ένα αγόρι, είκοσι τριών ετών. Συνειδητοποίησα ότι πάντα τον έβλεπα ως αγόρι. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί καν ότι θα μπορούσε να γεράσει, να μετατραπεί σε έναν κουτσό, αδύνατο γέρο. Και στην πραγματικότητα, στα είκοσι τρία του χρόνια, δεν διέφερε πολύ από την εξωτερική του εμφάνιση από αυτό που έγινε αργότερα. Ο χρόνος έφερε ρυτίδες στο μέτωπό του, και μερικές γκρίζες τούφες στους κροτάφους του: αλλά, από άποψη σωματικής διάπλασης, τίποτα άλλο. Στα νιάτα του ήταν ένας αδύνατος, στεγνός, ευθυτενής άντρας: και έτσι παρέμεινε. Παρόλο που ήταν τόσο ευθύς στο πρόσωπο, συνήθιζε, ακόμη και στα νιάτα του, να καμπυλώνει τους ώμους του από καιρό σε καιρό, σαν να ήθελε να μαζευτεί στον εαυτό του και να αμυνθεί στις επίμονες ερωτήσεις. Στα νιάτα του, τραύλιζε συχνά –και τραύλιζε λίγο, είναι αλήθεια, ακόμη και αργότερα– ως παιδί, περισσότερο. Πολλές φορές έμοιαζε να βγάζει λέξεις από ένα μυστικό σακουλάκι ή να τις τραβάει με δυσκολία από κάποιο μυστικό δικό του κουβάρι: και προφέροντάς τες σκόνταφτε, συνοφρυωνόταν και χαμήλωνε τα μάτια του στα ίδια του τα πλεγμένα δάχτυλα, με μια ειρωνική και πεισματική αμηχανία, και σαν να έκανε πάλι την ατάκα στον εαυτό του. Παρόλο που έβγαζε τις λέξεις με προσπάθεια και βραδύτητα, δεν φαινόταν να υπάρχει καθόλου προσπάθεια και βραδύτητα στη σκέψη του, ούτε σε ό,τι έκανε∙ η προσπάθεια, η βραδύτητα και το τραύλισμα ήταν ένας τρόπος να κοροϊδεύει τον εαυτό του, τους άλλους και τον δικό του τρόπο ύπαρξης στον κόσμο. Όταν τον γνώρισα, ο τραυλισμός του, εν μέρει πραγματικός και εν μέρει προσποιημένος, μου είχε κάνει εντύπωση για την εξαιρετική ευθυμία που εξέπεμπε: επειδή έκρυβε μια θαυμάσια ικανότητα να σχολιάζει κανείς με κωμικό τρόπο το ίδιο του το πρόσωπο, και τους άλλους, και τις τριχωτές, δασύτριχες, φολιδωτές και ατελείωτες ουρές που ελίσσονται πίσω από τις λέξεις.
Στα νιάτα του ήταν ένας αδύνατος, στεγνός, ευθυτενής άντρας: και έτσι παρέμεινε. Παρόλο που ήταν τόσο ευθύς στο πρόσωπο, συνήθιζε, ακόμη και στα νιάτα του, να καμπυλώνει τους ώμους του από καιρό σε καιρό, σαν να ήθελε να μαζευτεί στον εαυτό του και να αμυνθεί στις επίμονες ερωτήσεις.
Γνώρισα τον Καλβίνο το χειμώνα του '46, στο Τορίνο, στα κεντρικά γραφεία του εκδοτικού οίκου Einaudi, σε έναν διάδρομο, μπροστά σε μια σόμπα. Ήταν ένα χιονισμένο πρωινό, γκρίζο και σκοτεινό, και το φως ήταν αναμμένο σ’ εκείνον το διάδρομο. Η σόμπα ήταν μια από εκείνες τις πήλινες σόμπες, που προέρχονται από το Καστελαμόντε και βάφουν τα χέρια σου κόκκινα όταν τις αγγίζεις. Ο Καλβίνο δούλευε τότε στην L'Unità και είχε τύχει να βρεθεί εκεί τυχαία, ίσως για να ζητήσει κάποια βιβλία για να τα κριτικάρει. Εκείνη την εποχή ήμασταν λίγοι στον εκδοτικό οίκο: περιμέναμε τον Παβέζε, ο οποίος δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τη Ρώμη, όπου είχε μείνει για πολλούς μήνες. Μιλήσαμε για πολλή ώρα, ο Καλβίνο κι εγώ, όρθιοι μπροστά σε εκείνη τη σόμπα: ποιος ξέρει γιατί δεν πήραμε δύο καρέκλες. Θυμάμαι καλά τη σόμπα και το χιόνι έξω –αλλά δεν θυμάμαι για τι μιλήσαμε– νομίζω, για διηγήματα. Ο Καλβίνο είχε γράψει ένα διήγημα, το “Andata al comando”, και το είχε στείλει στον Βιτορίνι για το περ. Politecnico∙ ο Βιτορίνι είχε εκφράσει κάποιες επιφυλάξεις γι' αυτό. Το είδωλό μου εκείνη την εποχή ήταν ο Χέμινγουεϊ, και ήξερα ότι ήταν είδωλο και για τον Καλβίνο∙ και το διήγημα του Χέμινγουεϊ, «Λόφοι σαν λευκοί ελέφαντες», και οι δύο μας θα δίναμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας για να το γράψουμε.
Λίγο αργότερα, ο Παβέζε επέστρεψε από τη Ρώμη. Αυτός και ο Καλβίνο έγιναν φίλοι. Το “Andata al comando” δημοσιεύτηκε στο Politecnico. Ο Καλβίνο, πιστεύω μετά από παρότρυνση του Παβέζε, έφυγε από την L'Unità και πήγε να εργαστεί μόνιμα στον εκδοτικό οίκο. Δύο χρόνια αργότερα, ο Καλβίνο και εγώ πήγαμε στη Στρέζα για να επισκεφτούμε τον Χέμινγουεϊ. Πήγαμε εκεί για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου. Ήμασταν χαρούμενοι που πήγαμε και φοβηθήκαμε ότι δεν θα ήθελε να μας δεχτεί. Μας καλωσόρισε στο δωμάτιό του. Σε ένα μικρό τραπέζι που φωτιζόταν, δεν ξέρω γιατί, από κεριά, μπορέσαμε επιτέλους να του πούμε πόσο πολύ μας άρεσε το «Λόφοι σαν λευκοί ελέφαντες».
Στον Παβέζε και σε μένα, ο Καλβίνο έφερνε τα διηγήματά του για να τα διαβάσουμε. Ήταν χειρόγραφα γραμμένα, με λεπτό, στρογγυλεμένο καλλιγραφικό χαρακτήρα, γεμάτα σβησίματα. Φαινόταν πολύ όμορφα. Υπήρχαν εορταστικά τοπία, λουσμένα στο φως –μερικές φορές τα γεγονότα ήταν πολεμικά, με θάνατο και αίμα, αλλά τίποτα δεν φαινόταν να θολώνει το δυνατό φως της ημέρας– και ούτε μια σκιά δεν έπεφτε ποτέ σε εκείνα τα πράσινα, φυλλώδη δάση, που κατοικούνταν από αγόρια, ζώα και πουλιά. Το ύφος του ήταν, από την αρχή, γραμμικό και σαφές – αργότερα, με τα χρόνια, έγινε καθαρό κρύσταλλο. Σ' αυτό το φρέσκο, διάφανο ύφος, η πραγματικότητα φαινόταν πολύχρωμη, χρωματισμένη με χίλια χρώματα∙ και φαινόταν θαύμα αυτή η γιορτή, αυτό το φως του ήλιου, σε μια εποχή που η γραφή ήταν συνήθως αυστηρή, συνοφρυωμένη και φειδωλή, και στον κόσμο που προσπαθούσαμε να διηγηθούμε δεν βασίλευε παρά ομίχλη, βροχή και στάχτη.
Όταν ο Παβέζε αυτοκτόνησε, μοιραστήκαμε αυτή τη συμφορά μαζί, ο Καλβίνο, ο Μπάλμπο, ο Τζούλιο Εϊνάουντι και εγώ. Αυτή η συμφορά μάς κράτησε μαζί, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν στις βαθύτερες ρίζες της σχέσης μας.
Όταν ο Παβέζε αυτοκτόνησε, μοιραστήκαμε αυτή τη συμφορά μαζί, ο Καλβίνο, ο Μπάλμπο, ο Τζούλιο Εϊνάουντι και εγώ. Αυτή η συμφορά μάς κράτησε μαζί, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν στις βαθύτερες ρίζες της σχέσης μας. Και έτσι και άλλες απώλειες μας κράτησαν μαζί, παρόλο που ζούσαμε σε διαφορετικές πόλεις και ταξιδεύαμε σε διαφορετικούς δρόμους, όλα αυτά τα χρόνια. Το '56, ο Καλβίνο δημοσίευσε τα Ιταλικά Παραμύθια. Νομίζω ότι είναι το πιο όμορφο παιδικό βιβλίο που έχει εμφανιστεί στην Ιταλία μετά τον Πινόκιο. Θα έπρεπε να το διαβάζουν στα σχολεία –ίσως το κάνουν– αλλά θα έπρεπε, νομίζω, να το κάνουν ακόμα περισσότερο. Το ύφος, στα Ιταλικά Παραμύθια, είναι πολύ γρήγορο και διαφανές. Μαθαίνει κανείς τη συγκεκριμενοποίηση, τη συνοπτικότητα και μια ελαφρότητα σαν πούπουλο – και βασιλεύει, στα Ιταλικά Παραμύθια, το ίδιο εορταστικό και ηλιόλουστο φως που συναντάμε στον Διχασμένο Υποκόμη όπως και στα παλαιότερα διηγήματά του.
Από όλα τα άρθρα που γράφτηκαν αυτές τις μέρες για να θυμηθούν τον Καλβίνο, το πιο όμορφο μου φάνηκε να είναι αυτό του Πιέτρο Τσιτάτι: γιατί, στα λόγια του, μου φάνηκε να αναγνωρίζω τον Καλβίνο όπως πραγματικά ήταν∙ όπως ήταν νέος και όπως έγινε αργότερα. Ποτέ δεν άλλαξε σωματικά, παρέμεινε ένα αγόρι: αλλά στο μυαλό και την ψυχή του υπέστη, σε κάποιο σημείο, μια βαθιά μεταμόρφωση. Αυτό το είπε ο Τσιτάτι, και το είπε, εξ όσων γνωρίζω, μόνο αυτός. Ποιοι ήταν οι λόγοι και οι δρόμοι αυτής της μεταμόρφωσης, δεν γνωρίζουμε. Διαφάνηκε ίσως στον τρόπο που περπατούσε, που χαμογελούσε, που κοίταζε. Αντικατοπτρίστηκε στα γραπτά του. Ο Τσιτάτι λέει: «Με διαρκώς αυξανόμενη επιμονή, με διαρκώς αυξανόμενη ανησυχία, με μια εξαιρετική ικανότητα δόνησης, ο Καλβίνο κυνήγησε εκείνο το τεράστιο μέρος της ύπαρξής μας που βρίσκεται πίσω από τα συναισθήματα και τις σκέψεις: όλα όσα παραμονεύουν στις σχισμές, στις αβύσσους, στα χάσματα του πνεύματός μας... [...] Το μυαλό του μεταμορφώθηκε. Έγινε το πιο περίπλοκο, το πιο λαβυρινθώδες, το πιο ελικοειδές, το πιο αρχιτεκτονικό μυαλό που είχε ποτέ ένας σύγχρονος Ιταλός συγγραφέας. [...] Δεν μπορούσε πια να επιβεβαιώσει τίποτα: δεν μπορούσε να αποκλείσει τίποτα∙ γιατί κάθε κατάφαση γεννούσε άρνηση, και η άρνηση άλλη μια κατάφαση, και έτσι σε μια ιλιγγιώδη κίνηση που τον οδηγούσε μερικές φορές στην αδυναμία να μιλήσει και να γράψει».
Ένα διαφορετικό φως ανέτειλε στη γραφή του, ένα φως που δεν ήταν πια λαμπερό αλλά λευκό, όχι ψυχρό αλλά εντελώς έρημο.
Σιγά σιγά, τα πράσινα και φυλλώδη τοπία, τα λαμπερά χιόνια, το έντονο φως της ημέρας εξαφανίζονταν από τα βιβλία του. Ένα διαφορετικό φως ανέτειλε στη γραφή του, ένα φως που δεν ήταν πια λαμπερό αλλά λευκό, όχι ψυχρό αλλά εντελώς έρημο. Η ειρωνεία παρέμενε, αλλά ανεπαίσθητη και όχι πια χαρούμενη να υπάρχει, λευκή και έρημη όπως το φεγγάρι. Σε εκείνο το υπέροχο βιβλίο που είναι οι Αόρατες Πόλεις, κατά τη γνώμη μου το πιο όμορφο από τα βιβλία του, αυτή η μεταμόρφωση έχει ήδη συντελεστεί. Ο κόσμος είναι εκεί, λαμπερός, πολύμορφος, ποικιλόχρωμος και ανέγγιχτος στη λαμπρότητά του: αλλά είναι σαν το βλέμμα που τον ερευνά, τον τεμαχίζει και τον συλλογίζεται να γνωρίζει ότι τον εγκαταλείπει για πάντα.
Από τώρα και στο εξής, αυτό το βλέμμα θα ξεκουράζεται αλλού, όχι πια στις φωτεινές απεραντολογίες του ουρανού και της θάλασσας και στο κουβάρι των διαφόρων ανθρώπινων γεγονότων: από τώρα και στο εξής, αυτή η απεραντοσύνη θα την αναζητήσει αλλού, στα κελύφη των εντόμων ή στις ρωγμές των βράχων: «στις ρωγμές, στις αβύσσους, στα χάσματα του πνεύματός μας». Στις Αόρατες πόλεις ο πόνος της μνήμης έχει πυκνώσει. Σε κάθε άλλο έργο του Καλβίνο, η μνήμη απουσιάζει, ή μάλλον, όταν είναι παρούσα, δεν είναι ποτέ οδυνηρή. Εδώ, στις Αόρατες πόλεις, που δεν ονειρεύονται αλλά θυμούνται, κυριαρχεί η οδυνηρή ανάμνηση μιας εποχής που δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει. Στις πόλεις, ψηλά κάτω από τον ουρανό, που σφύζουν από ζωή και λάμπουν, που βρίθουν από ανθρώπινα λάθη, που ξεχειλίζουν από αγαθά και τρόφιμα, που είναι γεμάτες από κίνηση, που είναι το βασίλειο των αρουραίων και των χελιδονιών, πέφτει το σούρουπο. Το βλέμμα που τους αποχαιρετά είναι ένα βλέμμα που λέει αντίο, σε έναν πολυαγαπημένο κόσμο, που τον κοιτάζει από ένα πλοίο που απομακρύνεται.
Η Ναταλία Γκίνσμπουργκ [Natalia Ginzburg] ήταν συγγραφέας, γεννημένη στο Παλέρμο (με το επίθετο Λέβι) το 1916, πέθανε στη Ρώμη το 1991. Χήρα του Λεόνε Γκίνσμπουργκ, παντρεύτηκε τον αγγλιστή Γκαβριέλε Μπαλντίνι στον δεύτερο γάμο της. Σπουδαγμένη στο περιβάλλον των αντιφασιστών διανοουμένων του Τορίνο, το πρώτο της βιβλίο διηγημάτων, Ο δρόμος που πάει στην πόλη (Τορίνο 1942, Καστανιώτης 1997), κυκλοφόρησε, για φυλετικούς λόγους, με το ψευδώνυμο Αλεσάντρα Τορνιμπάρτε∙ μετά την απελευθέρωση δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα, È stato così (1947), και αργότερα ένα άλλο, το Tutti i nostri ieri (1952). Η αφήγηση της Γκίνσμπουργκ, η οποία σε ορισμένα σημεία μοιάζει με εκείνη του Τσέζαρε Παβέζε, έχει ως στόχο να αποδώσει με αντικειμενική αποστασιοποίηση μια καθημερινή πραγματικότητα, σχεδόν σαν χρονικό, αποτυπωμένη στη ροή της: και έχει εμβαθύνει με ψυχολογική έννοια, με αποτελέσματα καλλιτεχνικά όλο και πιο πειστικά, το πεδίο της ηθικοκοινωνικής παρατήρησης, το οποίο έχει στο επίκεντρό του μια ή περισσότερες μορφές γυναικών που «θυσιάζονται», αλλά αποδέχονται με ζωντάνια το πεπρωμένο τους. Από το 1983 ως το 1987, θήτευσε στο Κοινοβούλιο ως ανεξάρτητη βουλευτής, έχοντας εγκαταλείψει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Στα ελληνικά κυκλοφορούν επίσης το Αγαπητέ μου Μικέλε, Οδυσσέας 1978, Οι φωνές της νύχτας, Καστανιώτης 1985 και το Οικογενειακό λεξικό, Καστανιώτης 2019.