Μεγάλο αφιέρωμα στον Ιταλό συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, στις 15 Οκτωβρίου (1923 - 2023). Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ένταξή του στη 2η μεραρχία εφόδου Garibaldi, η φιλία του με τον Τσέζαρε Παβέζε, η διαμονή του στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η πρωτοποριακή πεζογραφία του, η σύνδεση της πολιτικής με τον πολιτισμό. Έξι κείμενα κι ένα εκτενές χρονολόγιο, ένα πλούσιο αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο μεταφραστής, φιλόλογος και ποιητής Γιάννης Η. Παππάς.
Γράφουν ο Ρομπέρτο Καρνέρο και ο Τζιουζέπε Ιανακόνε
Μτφρ. Μαρία Χατζηκυριακίδου
«Φτάνει μια κραυγή του Πιν, μια κραυγή
για να ξεκινήσει ένα τραγούδι,
οσμίζοντας τον αέρα στο κατώφλι του μαγαζιού».
«Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές»
Σήμερα ο Ίταλο Καλβίνο θεωρείται ένας από τους τελευταίους κλασικούς της ιταλικής λογοτεχνίας: σε περίπου σαράντα χρόνια σταδιοδρομίας, με δεκάδες βιβλία να έχουν εκδοθεί, έζησε το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και παρακολούθησε από κοντά και με διαύγεια την άνθιση και την παρακμή πολλών πολιτιστικών ρευμάτων, από τον νεορεαλισμό μέχρι τη νέα πρωτοπορία, από τον Στρουκτουραλισμό έως τον Μεταμοντερνισμό, χωρίς ποτέ να εγκλωβιστεί ή να οριστεί από αυτά.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους μεγάλους συγγραφείς, ο Καλβίνο δεν είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου έργου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λόγω της σημασίας ή της ποιότητάς του. Όλα τα έργα του, πάντα διαυγή και προικισμένα με μια άφταστη στιλιστική χάρη, ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία της σκέψης τους και για την εκφραστική διαφάνεια, κομψότητα και ειρωνεία: εργαλεία τα οποία ο Καλβίνο χρησιμοποίησε για να αναμετρηθεί με τα μεγάλα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά προβλήματα της εποχής του προτείνοντας μια δομημένη σκέψη γύρω από νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ζωή του Ίταλο Καλβίνο: Ένας λογοτέχνης σε μια οικογένεια επιστημόνων
Ο Ίταλο Καλβίνο γεννήθηκε το 1923 στην Κούβα στη μικρή πόλη του Σαντιάγο ντε Λας Βέγκας, κοντά στην Αβάνα, όπου ο πατέρας του, Μάριο, γεωπόνος από τη Λιγουρία με διεθνή φήμη, και η μητέρα του, Εύα Μαμέλι, βοτανολόγος από τη Σαρδηνία, πραγματοποιούσαν κάποια γεωπονικά πειράματα. Το 1925 η οικογένεια επιστρέφει στο Σαν Ρέμο, γενέθλια πόλη του πατέρα, ο οποίος κλήθηκε να διευθύνει τον πειραματικό σταθμό ανθοκομίας.
![]() |
Ο Καλβίνο μωρό, στην αγκαλιά της μητέρας του. |
Μια εφηβεία ανάμεσα στα δέντρα και στα μονοπάτια
Στο «Περί της υπερπόντιας γέννησής μου» ο συγγραφέας θα γράψει σχετικά: «διατηρώ μόνο ένα πολύπλοκο ληξιαρχικό στοιχείο […], κάποιες αποσκευές οικογενειακών αναμνήσεων, και το βαφτιστικό μου όνομα το οποίο η μητέρα μου, επειδή περίμενε ότι θα με μεγάλωναν σε ξένη γη, ήθελε να μου δώσει για να μην ξεχάσω τη γη των προγόνων και που, αντίθετα, στην πατρίδα ακούγεται εθνικιστικό».
Τα χρόνια της εφηβείας χαρακτηρίστηκαν από εκπαίδευση λαϊκή, ορθολογιστική και διαφωτιστικής φύσης η οποία του μεταλαμπαδεύτηκε από τους γονείς του και από την έντονη σχέση με τη φύση: τη φύση γύρω από τον Βίλα Μεριντιάνα, στην οποία διέμενε η οικογένεια (και στην οποία εισήγαγε εξωτικά φυτά όπως το αβοκάντο, η παπάγια, το ροζ γκρέιπφρουτ) και εκείνη των δασών των Προάλπεων της Λιγουρίας.
Η Αντίσταση και η αγάπη για τη λογοτεχνία
Η οικογένεια επιθυμούσε για τον Ίταλο σπουδές άξιες για έναν γιο της καλής αστικής κοινωνίας: έτσι ο νεαρός παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο της Βαλδένσιας [1] εκκλησίας και το 1941 αποφοίτησε από το Βασιλικό κλασσικό γυμνάσιο - λύκειο του Σαν Ρέμο. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στην Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορίνο όπου ο πατέρας του δίδασκε Τροπική Γεωργία.
Η ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου 1943 και η άρνηση να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργάνωνε η Ιταλική Σοσιαλιστική Δημοκρατία οδήγησαν τον Καλβίνο να επιλέξει τον αντάρτικο αγώνα στην περιοχή των Θαλασσίων Άλπεων, με τις κομμουνιστικές ταξιαρχίες του Γκαριμπάλντι, στις οποίες πολέμησε με το κωδικό όνομα Σαντιάγο, φόρο τιμής στη γενέτειρά του. Η διακοπή των σπουδών του και η βίαιη αλλά και μεταμορφωτική εμπειρία του πολέμου τον έπεισαν για τη δική του «απόκλιση» από την οικογενειακή παράδοση: ελκυόμενος περισσότερο από την ανθρώπινη κοινωνία και την ιστορία παρά από τη φύση, εγκατέλειψε τις επιστημονικές του σπουδές και το 1946, χάρη στις διευκολύνσεις που δόθηκαν στους βετεράνους, εισήχθη στο τρίτο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Τορίνο, αποφοιτώντας το 1947 από την Αγγλική Φιλολογία με εργασία στον Γιόζεφ Κόνραντ. Λίγα χρόνια αργότερα θα γράψει με ειρωνεία: «Είμαι το μαύρο πρόβατο, ο μοναδικός λογοτέχνης της οικογένειας».
Μετά τον πόλεμο ο Καλβίνο γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, συμμετέχοντας ενεργά στις πολιτικές διαμάχες σχετικά με την κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της νεοϊδρυθείσας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα γράφει κάποια διηγήματα καθώς και το πρώτο του μυθιστόρημα, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές (“Il sentiero dei nidi di ragno”), το οποίο κυκλοφόρησε μέσα σε μόνο είκοσι μέρες, τον Δεκέμβριο του 1946, χάρη στην ενθάρρυνση της Νατάλια Γκίνζμπουργκ και κυρίως του Τσέζαρε Παβέζε. Πρόκειται για ένα έργο νεορεαλιστικής φύσης (όπως και τα προηγούμενα κείμενά του) στο οποίο εξιστορούνται εμπειρίες συνδεδεμένες με την Αντίσταση κι οι οποίες λαμβάνουν χώρα στη Λιγουρία.
Μετά τον πόλεμο: η πολιτική στράτευση και η εργασία στον εκδοτικό οίκο Einaudi
Το βιβλίο βγήκε το 1947 και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Einaudi στον οποίο ο Καλβίνο προσλήφθηκε μόνιμα το 1950 ως διευθυντής και στη συνέχεια ως σύμβουλος με μεγάλη επιρροή στις εκδοτικές επιλογές. Αυτή θα είναι η λιγότερο φανταχτερή μα η πιο δεσμευτική δραστηριότητα της ζωής του. Σε τριάντα πέντε χρόνια δουλειάς θα στείλει περίπου πενήντα χιλιάδες επιστολές σε συγγραφείς, μεταφραστές και κριτικούς. Γράφει σχετικά το 1980: «Αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα βιβλία των άλλων παρά στα δικά μου. Δεν το μετανιώνω: ό,τι εξυπηρετεί το σύνολο μιας πολιτισμένης συνύπαρξης, είναι ενέργεια καλά ξοδεμένη».
Ουσιαστικής σημασίας, αυτά τα χρόνια, είναι η φιλία και η λογοτεχνική συντροφικότητα ανάμεσα στον Καλβίνο και δύο από τους πιο μεγάλους διανοούμενους της αμέσως προηγούμενης από τη δική του γενιάς: τον Τσέζαρε Παβέζε, που ήδη αναφέρθηκε, και τον Έλιο Βιττορίνι. Ο πρώτος, δάσκαλος ζωής και λογοτεχνίας, θεωρείται ότι ανακάλυψε τον Καλβίνο ως συγγραφέα. Ο δεύτερος, αντίθετα, μοιράζεται με τον Καλβίνο το ίδιο πολιτικό και κοινωνικό πάθος αλλά όχι τις λογοτεχνικές προτιμήσεις.
Μετά από τις πρώτες λογοτεχνικές δοκιμές, στις αρχές του 1950, ξεκινά μια καινούρια φάση της γραφής του Καλβίνο, η οποία πραγματεύεται μερικά θεμελιώδη ζητήματα όσον αφορά το στοιχείο του παραμυθιού και της φαντασίας: τη γνώση της πραγματικότητας, το «διττό», την κατάσταση του διανοούμενου. Το 1952 κυκλοφορεί το έργο του Ο διχοτομημένος υποκόμης (“Il visconte dimezzato”), το 1957 Ο αναρριχώμενος βαρόνος (“Il barone rampante”) και το 1959 Ο ανύπαρκτος ιππότης (“Il cavaliere inesistente”), η τριλογία μυθιστορημάτων που το 1960 θα συνθέσουν το τόμο με τίτλο Οι πρόγονοί μας (“I nostri antenati”).
Στο μεταξύ, το 1957, μετά την καταστολή της αντισοβιετικής εξέγερσης στην Ουγγαρία τον προηγούμενο χρόνο, ο συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ενώ συνεχίζει να παρατηρεί ενεργά το εθνικό και διεθνές πολιτικό – κοινωνικό σκηνικό. Ανάμεσα στο 1959 και το 1967 διευθύνει μαζί με τον Έλιο Βιττορίνι το ιστορικό περιοδικό «Menabò della letteratura» το οποίο φιλοξένησε, μεταξύ άλλων, μια σημαντική συζήτηση για τη σχέση λογοτεχνίας και βιομηχανίας.
Ταυτόχρονα ο Καλβίνο ξεκινά να ταξιδεύει, χτυπημένος –όπως λέει χιουμοριστικά– από «δρομομανία» (νευρωτική τάση για συνεχόμενη κίνηση). Ανάμεσα στο 1959 και το 1960 μένει για έξι μήνες στις ΗΠΑ και στη συνέχεια περνά μεγάλες περιόδους στη Ρώμη, στο Σαν Ρέμο, στο Τορίνο (στο οποίο πηγαίνει δύο φορές τον μήνα για να τακτοποιεί τις δουλειές στον εκδοτικό οίκο Einaudi) και στο Παρίσι. Εκεί, το 1962, γνωρίζει την Έστερ Τζούντιθ Σίνγκερ, γνωστή ως Τσιτσίτα, Αργεντινή με καταγωγή από τη Ρωσία, μεταφράστρια αγγλικών της Unesco. Παντρεύτηκαν το 1964 στην Κούβα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο γενέθλιο τόπο του συγγραφέα, κι έπειτα μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε η μοναδική κόρη τους, Τζοβάννα.
Τα χρόνια στο Παρίσι
Το 1967 ο Καλβίνο μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου έμεινε έως το 1980. Στη γαλλική πρωτεύουσα βρήκε ένα είδος καταφυγίου, έναν τόπο γαλήνης που του επέτρεπε να συγκεντρωθεί: «Ως συγγραφέας μπορώ να πραγματοποιήσω ένα μέρος της δουλειάς μου στη μοναξιά, δεν έχει σημασία πού, αν θα είναι σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση της εξοχής ή σε ένα νησί, κι αυτό το εξοχικό σπίτι εγώ το έχω στο κέντρο του Παρισιού».
Πάντα το 1967, μεταφράζει Τα γαλάζια άνθη του Γάλλου συγγραφέα Ρεϊμόν Κενώ από τον οποίο υιοθέτησε την προτίμηση για το παράδοξο και την απομυθοποιημένη κωμικότητα. Προσεγγίζει τη σημειολογία συμμετέχοντας σε δύο σεμινάρια του γάλλου γλωσσολόγου και σημειολόγου Ρολάν Μπαρτ (1915-1980) για τον Μπαλζάκ, ενώ ο Κενώ τον εισάγει στους κύκλους του «Oulipo» (“Ouvroir de littérature potentielle”, δηλαδή «Εργαστήριο δυνητικής λογοτεχνίας»).
Ενώ τα βιβλία του, μεταφρασμένα σε διάφορες γλώσσες, προσελκύουν την προσοχή της κριτικής και του κοινού και στο εξωτερικό, ο Καλβίνο συνεχίζει να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη του κόσμου μεταξύ των οποίων το Ιράν, η Ιαπωνία και το Μεξικό, χωρίς ωστόσο να σταματήσει να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή το ιταλικό γίγνεσθαι, από τις φοιτητικές εξεγέρσεις μέχρι την τρομοκρατία, και καλλιεργώντας δεσμούς με τους Ιταλούς αναγνώστες χάρη επίσης στις συνεργασίες του με εφημερίδες όπως η Corriere della Sera και από το 1979 η La Repubblica, την οποία ίδρυσε και διεύθυνε ο πρώην συμμαθητής του στο λύκειο, Εουτζένιο Σκάλφαρι.
![]() |
Η οικογένεια Καλβίνο φωτογραφημένη στον κήπο της Βίλα Μεριντιάνα το 1938. |
Η επιστροφή στην Ιταλία και ο θάνατος
Ο Καλβίνο γυρνά το 1980 στη Ρώμη (η Βίλα Μεριντιάνα στο Σαν Ρέμο είχε πουληθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1978) όπου μετά από σαράντα χρόνια πιστής συνεργασίας με τον εκδοτικό οίκο Einaudi, συνέχισε την εκδοτική του δραστηριότητα για έναν άλλο εκδότη: τον Garzanti. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1985 εργάζεται για έναν κύκλο ομιλιών που θα λάμβανε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αλλά στις 6 Σεπτεμβρίου παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο στη βίλα του στην Τοσκάνη, κοντά στο Καστιλιόνε ντελλα Πεσκάια (επαρχία του Γκροσσέτο). Μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο της Σιένα, πέθανε τη νύχτα μεταξύ 18 και 19 Σεπτεμβρίου.
Ο Καλβίνο παρτιζάνος – Η επιλογή της ζωής του παρτιζάνου Σαντιάγο: η φυγή στα βουνά, ο παγωμένος χειμώνας, οι μάχες, μέχρι την Απελευθέρωση της Ιταλίας από τον ναζιστικό φασισμό
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, η πόλη του Σαν Ρέμο καταλήφθηκε από τον συνταγματάρχη Λόντοβιγκ, διοικητή του 178ου γερμανικού συντάγματος πεζικού που στάθμευε στη Σαβόνα. Στους τοίχους των σπιτιών αναρτώνται αφίσες για την κλήση της σειράς του 1923 στα όπλα. Ο Καλβίνο αναγκάζεται να κάνει άμαχη στρατιωτική θητεία, ως γραφέας, στο Δικαστήριο του Σαν Ρέμο, αλλά δεν σταματά να κάνει αντιφασιστική προπαγάνδα στους φοιτητές. Τον Ιούνιο του 1944 παίρνει τον δρόμο για το βουνό και βρίσκει καταφύγιο στο δάσος. Από εκεί, μαζί με μερικούς φίλους, ανέβηκε στα βουνά με τους αντάρτες της Ταξιαρχίας των Άλπεων και πήρε το κωδικό όνομα Σαντιάγο, προς τιμήν της κουβανικής καταγωγής του.
Η πρώτη νικηφόρα μάχη εναντίον των Ναζί έλαβε χώρα στην Καρπενόζα, στις 15 Ιουνίου 1944. Στη συνέχεια ο σχηματισμός διαλύθηκε και ο Καλβίνο εντάχθηκε στην 9η Ταξιαρχία Γκαριμπάλντι, στην οποία θα συμμετέχει μόνο για δώδεκα ημέρες, ίσα-ίσα για να λάβει μέρος στην αιματηρή μάχη του Σέλλα Κάρπε. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στη Μεραρχία Εφόδου Γκαριμπάλντι «Φελίτσε Κασόνε», συμβάλλοντας στην άμυνα του Μπαϊάρντο, ενός χωριού στην ενδοχώρα της Λιγουρίας.
Η σύλληψη
Κατά τη διάρκεια μιας καταδίωξης, ο Καλβίνο συνελήφθη, αλλά απέφυγε τον τουφεκισμό χάρη σε μια πλαστή στρατιωτική άδεια. Αναγκάστηκε να καταταγεί στους δημοκρατικούς, αλλά δραπέτευσε και πάλι και επέστρεψε στα βουνά με τον αδελφό του, Φλοριάνο, ο οποίος ήταν μόλις 16 ετών, αυτή τη φορά σε μια «μπλε» ομάδα, αποτελούμενη από μπαντολιάνους [2], μετριοπαθείς, βασιλικούς, φιλελεύθερους και καθολικούς, πριν επιστρέψει σε μια γαριβαλδική μεραρχία εφόδου. Ο δεύτερος χειμώνας των παρτιζάνων, αυτός του 1944, ήταν τρομερός, όχι μόνο λόγω του παγετού, αλλά και λόγω των συνεχών μαχών: στο Τσαμπάουντο, στο Τζερμπόντε, στο Μπρεγκάλλα και ξανά στο Μπαϊάρντο, στην Τριόρα και στην Βάλλε Αρτζεντίνα, στις Άλπεις της Λιγουρίας.
Η απελευθέρωση
Στις 25 Απριλίου 1945, ο Καλβίνο μπόρεσε επιτέλους να παρελάσει στους δρόμους του Σαν Ρέμο με την παράταξή του. Κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει για το Il Garibaldino και την L'Unità. Στην πατρίδα του τον περίμεναν οι σπουδές του, το πτυχίο του και το «δίπλωμα Αλεξάντερ» με το οποίο οι συμμαχικές αγγλοαμερικανικές δυνάμεις τιμούσαν τους πατριώτες που πολέμησαν στο πλευρό τους.
Τα έργα του Ίταλο Καλβίνο
Ο «πρώιμος» Καλβίνο: τα έργα της περιόδου του Τορίνο
Οι πρώτες λογοτεχνικές εμπειρίες του Καλβίνο ωριμάζουν την περίοδο της νεανικής παραμονής του στο Τορίνο. Εκεί, όπως έχει ήδη ειπωθεί, σφυρηλατεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με τον Τσέζαρε Παβέζε και τον Έλιο Βιττορίνι ξεκινώντας να συνεργάζεται με το Politecnico, το περιοδικό που διεύθυνε ο τελευταίος. Γράφει επίσης και την τοπική έκδοση του περιοδικού του Κομμουνιστικού Κόμματος L’Unità, μέχρι που έγινε υπεύθυνος της πολιτιστικής στήλης. Κυρίως όμως εκδίδονται τα πρώτα του διηγηματικά έργα από τον σημαντικότερο εκδοτικό οίκο της πόλης (κι έναν από τους πιο σημαντικούς σε εθνικό επίπεδο), τον Einaudi. Σε αυτά τα έργα διαφαίνονται ήδη τα θέματα και οι τρόποι γραφής που θα είναι θεμελιώδη στην μετέπειτα μεγάλη παραγωγή του συγγραφέα: από τη μια μεριά ο ρεαλισμός, από την άλλη η διάσταση του παραμυθιού και της φαντασίας.
1. Τα νεορεαλιστικά έργα
Από τη συμμετοχή του στον αγώνα των παρτιζάνων γεννιούνται κάποιες από τις πρώτες λογοτεχνικές του δοκιμές οι οποίες, αν και φιλτράρονται και μεταφέρονται σε μία φαντασιακή ατμόσφαιρα, μπορούν να εγγραφούν στο ρεύμα του νεορεαλισμού ή, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ειρωνικά ξαναβάφτισε: «γραμμή ρεαλιστικό-κοινωνικό-πικαρέσκα [3]».
Η αντίσταση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
«Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές»
Γραμμένο απνευστί τον Δεκέμβριο του 1946, το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1947 και στη συνέχεια, ελαφρώς τροποποιημένο, το 1964, συνοδευόμενο από μία σημαντική Εισαγωγή σχετικά με την εμπειρία του Νεορεαλισμού.
Η ιστορία τοποθετείται σε ένα χωριό της Λιγουρίας στην ακτογραμμή Πονέντε την εποχή της αντίστασης. Ο Πιν, ο πρωταγωνιστής, είναι δέκα χρόνων, ορφανός από μητέρα, ενώ ο πατέρας του είναι ναυτικός και ταξιδεύει. Αφού κλέψει το όπλο ενός από τους γερμανούς στρατιώτες που πηγαίνουν να βρουν την αδερφή του που είναι ιερόδουλη και την οποία κρύβει σε ένα μυστικό μέρος (κατά μήκος ενός μονοπατιού όπου φτιάχνουν τις φωλιές τους οι αράχνες), ο Πιν καταλήγει στη φυλακή. Καταφέρνει ωστόσο να αποδράσει, και μαζί με τον παρτιζάνο με το όνομα Ξάδερφος, φτάνει στο Απόσπασμα του Ντόμπρου, μια ομάδα επαναστατών αντιφασιστών, όπου γνωρίζει διάφορους παράξενους ανθρώπους, πραγματικούς απατεωνίσκους (άνθρωποι της περιπέτειας που επιβιώνουν με τεχνάσματα) και οι οποίοι έχουν ονόματα καρναβαλικά: Δέρμα, Ζερβοχέρης ο μάγειρας, Τζένα ο μακρύς ο επονομαζόμενος Μπερέτα-από-ξύλο ή Χείλη βοδιού. Μετά από μια φωτιά που ξέσπασε στο καταφύγιο και μια εχθρική επίθεση που δέχθηκαν, η ομάδα διαλύθηκε αφήνοντας μόνους τον Πιν και τον Ξάδερφο. Καθώς γυρίζει από την αδερφή του, ο Πιν ανακαλύπτει το όπλο που καιρό πριν είχε χαθεί από το μέρος που το είχε κρύψει, πιθανότατα το είχε πάρει ο Δέρμα, και συνειδητοποιεί πως ο τελευταίος, αλλά και η αδερφή του, είναι προδότες. Το παιδί σοκαρισμένο φεύγει και μόλις βλέπει τον Ξάδερφο του παραδίδει το όπλο. Αυτός θα το χρησιμοποιήσει μάλλον –ο επίλογος δεν είναι ξεκάθαρος– για να σκοτώσει την αδερφή του Πιν, τιμωρώντας την για τη συμμαχία της με τους Γερμανούς.
Πέρα από τον νεορεαλισμό
Αν και η υπόθεση του μυθιστορήματος εντάσσεται στις πιο αγαπημένες θεματικές του Νεορεαλισμού, το έργο αποκλίνει από την αναπαράσταση τύπου ντοκιμαντέρ αναμιγνύοντας το ρεαλισμό με τη φαντασία και αποφεύγοντας τον κίνδυνο (που διατρέχει εν πολλοίς η αμέσως μετά την Αντίσταση πεζογραφική παραγωγή) να παρουσιάσει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις με ρητορικό τρόπο. Προκύπτει επομένως ένα στρατευμένο μυθιστόρημα που μέσω της μορφής του παραμυθιού (το όπλο είναι ένα «μαγικό αντικείμενο», το δάσος είναι ένας τόπου όπου κανείς χάνεται) αναπτύσσει προβληματισμούς με βαθιές υπαρξιακές προεκτάσεις, χρησιμοποιώντας μία πρόζα που ρέει κι η οποία συχνά σημαδεύεται από εκφράσεις στην αργκό και από εκφραστικές παραμορφώσεις.
Είναι μια συλλογή από 30 διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1949. Δίπλα σε μια σειρά από σχεδιάσματα αυτοβιογραφικές έμπνευσης στα οποία συναντώνται οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων στο Σαν Ρέμο, το βασικό θέμα παραμένει η Αντίσταση η οποία τώρα γίνεται αντιληπτή με μεγαλύτερη πικρία και μια αίσθηση δυσπιστίας απέναντι στην ανθρώπινη δράση. Το ύφος είναι αυτό του πρώιμου Καλβίνο, γρήγορο και στεγνό, με κάποια εξπρεσιονιστική έξαρση που συμβαδίζει με την τάση να παρουσιάζεται η πραγματικότητα με εκλεπτυσμένο τρόπο και να ανάγει την άμεση εμπειρία της ζωής σε αφηρημένα σύμβολα.
2. Τα έργα με άρωμα παραμυθιού και κωμωδίας
Ήδη στο έργο Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, ο Τσέζαρε Παβέζε αντιλήφθηκε μια «γεύση Αριόστο» λόγω της ατμόσφαιρας παραμυθιού που αποπνέει. Μετά την έκδοση αυτού του έργου, ο Καλβίνο κατεύθυνε πιο αποφασιστικά την πνευματική του διαδρομή στο κανάλι της φανταστικής και αλληγορικής αφήγησης.
Το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε το 1952 και αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας που αποτελείται από τα έργα Ο αναρριχώμενος βαρόνος (1957) και Ο ανύπαρκτος ιππότης (1959), τα οποία συγκεντρώθηκαν το 1960 σε έναν τόμο με τίτλο, Οι πρόγονοί μας.
Ένας πρωταγωνιστής χωρισμένος στα δύο
Τοποθετημένο στη Βοημία και στην Ιταλία περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα, ο «διχοτομημένος υποκόμης» αποτελεί έναν από τους πιο παράξενους χαρακτήρες ολόκληρης της λογοτεχνικής παραγωγής του συγγραφέα: ο ευγενής Μεντάρντο ντι Τερράλμπα, ένδοξος στρατιώτης του αυτοκράτορα της Αυστρίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Αυστρίας και Τουρκίας χωρίζεται στα δύο χτυπημένος από μία μπάλα κανονιού. Ο Μεντάρντο «ο Καλός» (το αριστερό μέρος) και ο Μεντάρντο «ο Άθλιος» (το δεξιό μέρος) είναι δύο αντιθετικοί ημι-χαρακτήρες σε αιώνια σύγκρουση μεταξύ τους αλλά και εκπρόσωποι του καλού και του κακού αντίστοιχα. Τα δύο αντίθετα θα καταφέρουν να συμφιλιωθούν χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση μιας χωριατοπούλας ονόματι Πάμελα, με την οποία είναι και οι δύο ερωτευμένοι και την οποία ο υποκόμης, ανασυντεθειμένος τελικά, θα παντρευτεί.
Η αλληγορική σημασία
Ο Καλβίνο χρησιμοποιεί ένα παραμύθι για να μιλήσει έμμεσα για τα προβλήματα της ανθρωπότητας στην εποχή του. Ο διχασμός του πρωταγωνιστή συμβολίζει στην πραγματικότητα τον διχασμό του σύγχρονου ατόμου, που σπαράσσεται από τις συγκρούσεις της Ιστορίας (το βιβλίο γράφεται εν μέσω Ψυχρού Πολέμου) και αποξενώνεται από τη νεοκαπιταλιστική κοινωνία. Το τέλος της ιστορίας προτείνει ωστόσο τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να αποδεχτεί τις δικές του διασπάσεις χρησιμοποιώντας τον διαφωτιστικό ορθολογισμό: μια νέα ανθρωπότητα μπορεί να γεννηθεί από τη συνειδητοποίηση ότι ο καθένας μας κρύβει στην προσωπικότητά του διαφορετικές, ακόμη και αντιφατικές πλευρές και επιθυμίες.
Ένας άνθρωπος πάνω στα δέντρα
Το δεύτερο κεφάλαιο της τριλογίας το οποίο εκδόθηκε το 1957, έχει πιο ευρεία και αρθρωμένη δομή. Η περιπετειώδης ύπαρξη του Κόζιμο Πιοβάσκο ντι Ροντό, πρωτότοκου γιου μιας οικογένειας ευγενών που έχει εκπέσει, γίνεται αντικείμενο αφήγησης από τον μικρότερο αδερφό του, Μπιάτζο. Το 1767, μετά από έναν καβγά με τον αυστηρό πατέρα του, Αρμίνιο, επειδή αρνήθηκε να φάει τα σαλιγκάρια που του σέρβιραν, ο Κόζιμο ανεβαίνει σε ένα μεγάλο δέντρο, έναν πρίνο (ή βελανιδιά) της περιοχής Ομπρόζα (φανταστικό χωριό της Λιγουρίας), κι ορκίζεται ότι δεν θα ξανακατέβει ποτέ πια. Περνώντας από το ένα δέντρο στο άλλο, επισκέπτεται τόπους που δεν έχουν εξερευνηθεί ποτέ πριν και γνωρίζει τους γείτονες, μεταξύ των οποίων και την ιδιόρρυθμη Βιόλα την οποία ερωτεύεται. Έτσι, τα χρόνια περνούν γι’ αυτόν σε αυτή την κατάσταση αποστασιοποίησης και μη ολοκλήρωσης όσον αφορά τις κοινωνικές συμβάσεις, μέχρι που ο Κόζιμο, γέρος και κουρασμένος, αρρωσταίνει και προκειμένου να κρατήσει την υπόσχεσή του μέχρι τέλους, με μια θεατρική κίνηση φεύγει από το προσκήνιο αρπάζοντας το σχοινί ενός διερχόμενου αερόστατου.
Ανάμεσα στο παραμύθι και το φιλοσοφικό διήγημα
Αν και ο Κόζιμο πέρασε τη ζωή του πάνω στα δέντρα, η ύπαρξή του δεν ήταν αυτή του ερημίτη που δεν συμμετέχει στην κοινοπραξία των ανθρώπων. Αντίθετα, είναι η εκκεντρική ενσάρκωση του διαφωτιστή και κοσμοπολίτη διανοούμενου ο οποίος, απολαμβάνοντας μια προνομιακή θέαση του κόσμου, συμμετέχει ενεργά στη ζωή της κοινωνίας και υφαίνει σχέσεις με πλούσιους και φτωχούς, με ληστές και ανθρώπους του πνεύματος (ανακαλύπτοντας ότι κάποιες φορές οι δύο κατηγορίες ταυτίζονται). Προσελκύει έτσι, σα μαγνήτης, την προσοχή των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, μέχρι και του Ναπολέοντα που παρακινημένος από περιέργεια, ζητά να τον συναντήσει.
Υιοθετώντας το σχήμα του παραμυθιού και διασταυρώνοντάς το με εκείνο του conte philosophique (τη «φιλοσοφική αφήγηση», με την οποία οι Διαφωτιστές του 18ου αιώνα υποστήριζε μια άποψη μέσω της αφήγησης μιας ιστορίας), ο Καλβίνο κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα που, μέσω των γεγονότων που αφηγείται, μεταφέρει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: τη θετικότητα του μοντέλου που αποτελεί ο Κόζιμο ο οποίος συμβολίζει το άτομο που είναι ελεύθερο από προκαταλήψεις και συμμορφώσεις, ανυπάκουο απέναντι σε κάθε αρχή εξουσίας (αρχής γενομένης από εκείνη που εκπροσωπεί ο πατέρας του) και σθεναρό υπερασπιστή της ανεξαρτησίας του.
Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος (δημοσιεύθηκε το 1959) είναι ο Ατζιλούλφο, ένας παλαδίνος [5] του Καρλομάγνου που μετατρέπεται σε μια κενή πανοπλία η οποία εμφορείται μόνο από τη θέληση να ζήσει και να δράσει. Επομένως, όπως και στο Ο διχοτομημένος υποκόμης, το θέμα της μη πληρότητας είναι κεντρικό, αλλά αν ο υποκόμης Μεντάρντο είναι χωρισμένος στα δύο και ο βαρόνος Κόζιμο ζει μακριά από το στοιχείο που αρμόζει στα ανθρώπινα όντα (τη γη), ο Ατζιλούλφο δεν υπάρχει καν. Το αντίπαλο δέος του είναι ο φτωχός χωρικός Γκουρντουλού, που προορίζεται να γίνει ο υπασπιστής του κι ο οποίος υπάρχει απλώς σωματικά χωρίς να έχει καμία αυτογνωσία.
Φαντασία εμπνευσμένη από τον Αριόστο και η κριτική της κοινωνίας
Σε όλο το έργο Ο ανύπαρκτος ιππότης, αυτοί αλλά και άλλοι χαρακτήρες που έχουν ονόματα εμπνευσμένα από τον Αριόστο, λαχταρούν να φτάσουν σε μια ανώτερη διάσταση: από τον Τορισμόντο, που παλεύει να βρει τις ρίζες του, στον Ραμπάλντο, που αγωνιά να κατακτήσει την Μπρανταμάντε, μέχρι τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ο οποίος αντιπροσωπεύει το σύγχρονο άτομο που είναι κενό από εσωτερικές βεβαιότητες και ορίζεται μόνο από τη λειτουργία του (αυτό που κάνει) ή ακόμη και από την εξωτερική του εικόνα και μόνο (μια κατάσταση που προϊδεάζει για τα επιδεινούμενα αποτελέσματα της καταναλωτικής κοινωνίας). Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος της ιστορίας ο Ατζιλούλφο εξαφανίζεται, διαλύεται «σαν σταγόνα στη θάλασσα»: είναι η μεταφορά της αδυναμίας ύπαρξης σε έναν κόσμο –τον σύγχρονο– που περιορίζει το άτομο στον ρόλο του, εξαναγκάζοντάς το στην ανυπαρξία συνείδησης που χαρακτηρίζει ένα μηχανικό ον.
Ιταλικά παραμύθια
Το ενδιαφέρον του Καλβίνο για τη διάσταση του φανταστικού δεν εξαντλείται στο συγγραφικό του έργο, αλλά επεκτείνεται και σε ένα σημαντικό ερευνητικό έργο. Το 1956, ο συγγραφέας δημοσίευσε τη συλλογή Ιταλικά παραμύθια, 200 κείμενα από όλες τις περιοχές της Ιταλίας, μεταγραμμένα από τις διάφορες διαλέκτους στα ιταλικά. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο Καλβίνο, από την παρακαταθήκη του παραμυθιού εκτιμά πάνω απ' όλα «τον γραμμικό σχεδιασμό της αφήγησης, τον ρυθμό, την ουσία, τον τρόπο με τον οποίο το νόημα μιας ζωής περιέχεται σε μια σύνθεση γεγονότων»: όλα τα συστατικά που συναντάμε και στη δημιουργική του παραγωγή.
3. Η «ρεαλιστική - σύγχρονη» συνέχεια
Η «ρεαλιστική – σύγχρονη» συνέχεια μπορεί να θεωρηθεί ως ακολουθία της πρώτης παραγωγής του Καλβίνο, εκείνη που ξεκινά με Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές και το Τελευταίο έρχεται το κοράκι. Αν σε εκείνα τα έργα κυριαρχούσε το θέμα του πολέμου, που περιγράφεται, τουλάχιστον εν μέρει, μέσα από την προσωπική εμπειρία, στα έργα αυτής της περιόδου κεντρική θέση έχει η προσέγγιση των προβλημάτων της σύγχρονης πραγματικότητας των δεκαετιών του 1950 και του 1960: η δυναμική της βιομηχανίας, η οικονομική και οικοδομική έκρηξη, οι προκλήσεις και οι αποτυχίες της πολιτικής.
Τα διηγήματα
Στην ανθολογία αυτή που εκδόθηκε το 1958, ο Καλβίνο συγκεντρώνει πολλά κείμενα που είχαν ήδη δημοσιευτεί σε περιοδικά ή άλλους τόμους, χωρίζοντάς τα σε τέσσερις ενότητες: «Τα δύσκολα ειδύλλια» (“Gli idilli difficili”), «Οι δύσκολες μνήμες» (“Le memorie difficili”), «Οι δύσκολοι έρωτες» (“Gli amori difficili”) και «Η δύσκολη ζωή» (“La vita difficile”).
Η ενότητα «Η δύσκολη ζωή» αποτελείται από τρία ιδιαιτέρως σημαντικά μακροσκελή διηγήματα: «Το αργεντινό μυρμήγκι» (“La formica argentina” – 1952), «Η οικοδομική κερδοσκοπία» (“La speculazione edilizia” – 1957) και «Το σύννεφο αιθαλομίχλης» (“La nuvola di smog” – 1958), στα οποία ο συγγραφέας περιγράφει χαρακτήρες ανίκανους να δράσουν και να βρουν λύσεις στα πολλά προβλήματα της μεταπολεμικής πραγματικότητας, παρουσιάζοντας έτσι, με συμβολική μορφή, την κρίση της ιδεολογικής συνείδησης και της πολιτικής συμμετοχής στο πλαίσιο του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού.
Φύση και πόλη
«Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη»
Το Μαρκοβάλντο (“Marcovaldo ovvero Le stagioni in città”), που δημοσιεύτηκε το 1963, είναι μια συλλογή από 20 νουβέλες που συνδέονται κυκλικά κάθε μία με μια από τις τέσσερις εποχές του χρόνου και όλες έχουν ως πρωταγωνιστή τον αστείο εργάτη Μαρκοβάλντο, έναν αστικοποιημένο πρώην αγρότη, ο οποίος όμως εξακολουθεί να επιθυμεί να ανακτήσει τη χαμένη διάσταση της υπαίθρου, καθώς είναι αναγκασμένος να ζει ανάμεσα στο τσιμέντο και την άσφαλτο της πόλης (μιας πόλης χωρίς όνομα, αλλά αναγνωρίσιμη στο Τορίνο) στην οποία έχει μετακομίσει.
Ο Μαρκοβάλντο –σύμβολο των πολλών εργατών που μετανάστευσαν στη βόρεια Ιταλία κατά τα χρόνια της οικονομικής άνθησης– περιγράφεται από τον συγγραφέα με ειρωνικούς αλλά και μελαγχολικούς τόνους. Σαν ένα είδος αφελούς ονειροπόλου φαντάσματος, ο Μαρκοβάλντο ναυαγεί στη σύγχρονη μητρόπολη, απαίδευτος και ανυποψίαστος μάρτυρας ενός κόσμου σε διαρκή μεταμόρφωση, όπου η ενστικτώδης σχέση με τη φύση έχει οριστικά υπερκεραστεί από τους μηχανισμούς της γραφειοκρατίας και της εκβιομηχάνισης.
«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»
Το 1963, τη χρονιά που γεννιέται η Ομάδα 63, η οποία εκφράζει τη Νέα Πρωτοπορία, ο Καλβίνο δημοσιεύει, εκτός από τον Μαρκοβάλντο, ακόμα ένα σύντομο μυθιστόρημα με τίτλο Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου.
4. Τα έργα της παρισινής περιόδου και του τελευταίου Καλβίνο
«Η πόλη που έχω νιώσει ως πόλη μου περισσότερο από κάθε άλλη είναι η Νέα Υόρκη. Κάποτε μάλιστα έγραψα, μιμούμενος τον Σταντάλ, ότι ήθελα να γραφτεί στην ταφόπλακά μου “Νεοϋορκέζος”. Αυτό συνέβη το 1960. Δεν έχω αλλάξει γνώμη, αν και από τότε ζω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου στο Παρίσι, μια πόλη από την οποία απομακρύνομαι μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα και στην οποία ίσως, αν μου δοθεί η επιλογή, θα πεθάνω».
Ο Καλβίνο μετακόμισε στο Παρίσι το 1967 και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1980. Στη γαλλική πρωτεύουσα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα σεμινάρια του Ρολάν Μπαρτ και του ανθρωπολόγου Κλωντ Λέβι-Στράους (1908-2009), να έρθει σε επαφή με τον φιλόσοφο Μισέλ Φουκώ, αλλά κυρίως να αφομοιώσει τις θεωρίες και τις μεθόδους του Στρουκτουραλισμού, του προσανατολισμού της σκέψης που καθιερώθηκε σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους (από τη γλωσσολογία έως την ανθρωπολογία, από την κοινωνιολογία έως τα μαθηματικά) και βασίζεται στην παραδοχή ότι κάθε αντικείμενο μελέτης αποτελεί μια δομή, δηλαδή ένα οργανικό και σφαιρικό σύνολο του οποίου τα στοιχεία σχετίζονται μεταξύ τους και αντλούν από αυτή το νόημα και την ταυτότητά τους.
5. Συνδυαστική λογοτεχνία [6], φανταστικές τοπογραφίες και μεταμοντερνισμός
Στα κείμενα που επεξεργάστηκε αυτά τα χρόνια και σε αυτό το πολιτισμικό κλίμα, ο συγγραφέας καταπιάνεται ιδιαίτερα με συνδυαστικούς μηχανισμούς, παίζοντας δεξιοτεχνικά με τις σχέσεις, τους συσχετισμούς και τις πιθανές αλληλοσυνδέσεις μεταξύ διαφορετικών αφηγηματικών πυρήνων. Ξεκινώντας από ένα σημείο ή μια περιορισμένη ιδέα του κόσμου, ο Καλβίνο αναζητά συσχετισμούς με άλλα σημεία σε μια προσπάθεια να εντοπίσει ένα νόημα στην πολύπλοκη αταξία της πραγματικότητας.
Μεταξύ επιστήμης και λογοτεχνίας
«Τα Κοσμοκωμικά» (Le Cosmicomiche)
Είναι 12 διηγήματα που γράφτηκαν μεταξύ του 1963 και του 1964 και δημοσιεύθηκαν σε έναν τόμο το 1965. Το 1967 ακολούθησε το έργο Ταυ με μηδέν (Ti con zero), μαζί με το οποίο Τα Κοσμοκωμικά θα αποτελέσουν το 1984 το βιβλίο Κοσμοκωμικά παλιά και νέα (Cosmicomiche vecchie e nuove). Αν και τον καιρό που έγραφε τα πρώτα διηγήματα ο συγγραφέας δεν είχε εγκατασταθεί ακόμα στη γαλλική πρωτεύουσα, στη συλλογή απηχεί ήδη η ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει τα χρόνια του Παρισιού στη διάρκεια των οποίων ωριμάζει το ενδιαφέρον του για τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας, για ένα είδος αφήγησης εννοούμενη ως συνδυαστική διαδικασία και για ένα εμβρυϊκό φαινόμενο του μεταμοντερνισμού, ο οποίος θα κάνει αυτό ακριβώς το συνδυασμό ετερογενών στοιχείων ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Αφορμώμενος από επιστημονικές και αστρονομικές ανακαλύψεις, από διάφορες υποθέσεις για την προέλευση του κόσμου και την εξέλιξη της ζωής, από θεωρίες της βιολογίας και του κυβερνοχώρου, ο Καλβίνο επινοεί μια σειρά από καταστάσεις στις οποίες συνυπάρχουν το φανταστικό πλαίσιο και οι καθημερινές εμπειρίες: από την τριβή μεταξύ αυτών των δύο διαστάσεων ξεπηδά το κωμικό συστατικό των κειμένων. Αυτόπτης μάρτυρας και αφηγητής των ιστοριών είναι ένας περίεργος χαρακτήρας, που έχει ένα όνομα αδύνατο να προφερθεί και παλίνδρομο (έτσι λέγονται οι λέξεις που μπορούν διαβαστούν το ίδιο από αριστερά προς τα δεξιά κι από δεξιά προς τα αριστερά), ο Qfwfq, ο οποίος, ως άλλος γέρος σοφός, παρουσιάζει στους μονολόγους του τις υπερβολικές καταστάσεις των οποίων έγινε μάρτυρας.
«Οι αόρατες πόλεις» (Le città invisibili)
Το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1972, είναι το πρώτο στο οποίο ο Καλβίνο εφαρμόζει εξ ολοκλήρου τις διαδικασίες της συνδυαστικής λογοτεχνίας. Ο Μάρκο Πόλο, πρέσβης του αυτοκράτορα των Ταρτάρων Κουμπλάι Χαν, περιγράφει στον τελευταίο τις πόλεις που βρίσκονται στο εσωτερικό της απέραντης αυτοκρατορίας τις οποίες ο μονάρχης δεν είχε ποτέ χρόνο να επισκεφθεί.
Το έργο διαιρείται σε 9 κεφάλαια που περιλαμβάνουν την περιγραφή 55 πόλεων, οι οποίες αναφέρονται με ένα γυναικείο όνομα που σχετίζεται με τον κλασικό πολιτισμό. Κάθε κεφάλαιο ανοίγει και κλείνει με σύντομες περιγραφές και διαλόγους ανάμεσα στο Μάρκο Πόλο και τον αυτοκράτορα, δημιουργώντας έτσι μια κορνίζα, ενώ κάθε πόλη εντάσσεται σε μία από τις έντεκα πιθανές κατηγορίες που έχει ορίζει ο συγγραφέας (Οι πόλεις και η μνήμη, Οι πόλεις και η επιθυμία, Οι πόλεις και τα σημάδια, Οι λεπτές πόλεις, Οι πόλεις και οι ανταλλαγές, Οι πόλεις και τα μάτια, Οι πόλεις και το όνομα, Οι πόλεις και οι νεκροί, Οι πόλεις και ο ουρανός, Οι συνεχόμενες πόλεις, Οι κρυφές πόλεις). Ο Καλβίνο δημιουργεί έτσι μια δομή αυστηρά συμμετρική η οποία εγγυάται την ενότητα του έργου, του οποίου τα μέρη μπορούν να διαβαστούν και αυτοτελώς.
Η πρακτική της επανασυγγραφής (οι αναφορές στο Μιλιόνε (Il Milione) [7] είναι ξεκάθαρες) και η μίξη διαφόρων ειδών, από το αλληγορικό παραμύθι μέχρι το φιλοσοφικό διήγημα, από το δοκίμιο στο μυθιστόρημα, είναι όψεις που προαναγγέλλουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Στη συμβολική διάσταση των διηγημάτων του Μάρκο Πόλο παρεμβάλλεται επίσης το φίλτρο των αναμνήσεων και της φαντασίας που καταργεί το χρόνο και το χώρο ούτως ώστε, όπως γράφει ο συγγραφέας, τα πράγματα «να αξίζουν όχι γι’ αυτό που είναι αλλά ως σύμβολα άλλων πραγμάτων», οι πόλεις που περιγράφονται αποκαλύπτουν στην πραγματικότητα άλλες τόσες μεταμφιέσεις της γενέτειρας του Μάρκο Πόλο, της Βενετίας, και οι σχέσεις μεταξύ τους καθορίζονται πάντα από μια συνδυαστική λογική που ενεργοποιεί ή διαλύει τις σχέσεις μεταξύ των αμέτρητων δυνάμεων που συνιστούν μια πολλαπλή και ακατανόητη πραγματικότητα.
«Το κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων» (Il castello dei destini incrociati)
Από τα έργα του Καλβίνο, αυτό είναι ίσως το κατεξοχήν έργο συνδυαστικής λογοτεχνίας. Δημοσιευμένο εν μέρει το 1969, το μυθιστόρημα εκδόθηκε στην οριστική του μορφή το 1973 με την προσθήκη ενός δεύτερου μέρους με τίτλο «Η ταβέρνα των διασταυρωμένων πεπρωμένων» και έναν σημαντικό επίλογο.
Η πλοκή μιας αφήγησης χωρίς τέλος
Το έργο ξεκινάει από μια τυπική υπόθεση της μυθιστορηματικής παράδοσης: ένας μεσαιωνικός ιππότης αναζητά φιλοξενία σε ένα κάστρο και κάθεται στο τραπέζι με άλλους θαμώνες, αλλά λόγω ενός ξορκιού κανείς δεν μπορεί να προφέρει ούτε μια λέξη. Επομένως προσφεύγουν σε μια «άλλη» γλώσσα: για να επικοινωνήσουν, οι χαρακτήρες τραβούν μερικά χαρτιά από μια τράπουλα ταρώ (που αναπαράγεται στα περιθώρια της τυπωμένης σελίδας) και τα τοποθετούν στο τραπέζι, συνδυάζοντάς τα σε αναρίθμητες σειρές από φιγούρες και σύμβολα που αποκτούν κάθε φορά ιδιαίτερο νόημα. Κάθε αφηγητής αναπτύσσει έτσι τη δική του ιστορία συνθέτοντας με τις κάρτες μια διαφορετική εικόνα. Οι ιστορίες απηχούν σε αρχαία μυθιστορήματα και διάσημα επεισόδια της ιπποτικής λογοτεχνίας (για παράδειγμα «Η ιστορία του τρελού από έρωτα Ορλάντο», «Η ιστορία του Αστόλφο στο Φεγγάρι»), ωστόσο ο συνδυασμός τους υπονοεί την αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης σαν έναν γιγάντιο και αδιέξοδο λαβύρινθο, στον οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν τυχαία και αποκτούν διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο ανάλογα με το πλαίσιο, τις ερμηνείες, τη σειρά και τις υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων.
«Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (Se una notte d’inverno un viaggiatore)
Ένα μεταμυθιστόρημα
Το έργο αυτό, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1979, θεωρείται μαζί με Το όνομα του Ρόδου (1980) του Ουμπέρτο Έκο, ένα από τα πρώτα παραδείγματα ιταλικού μεταμοντέρνου μυθιστορήματος. Πράγματι, στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, δεν παρουσιάζεται μια ιστορία η οποία εξελίσσεται προς μία λύση, λίγο ή πολύ προβληματική. Αντίθετα, ο Καλβίνο επιμένει στην μεταδιηγηματική διάσταση (δηλαδή εκείνη την αφήγηση η οποία προβληματίζεται για τους ίδιους τους μηχανισμούς της), οδηγώντας τον αναγνώστη να στοχαστεί για τον δικό του ρόλο ως ενεργός αποδέκτης του έργου, απαραίτητος προκειμένου η γραφή να αποκτήσει νόημα.
Η αποτυχία της λογικής
Οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι αναφέρονται με τα γενικά ονόματα Αναγνώστης και Αναγνώστρια, δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν την ανάγνωση του μυθιστορήματος με τίτλο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης επειδή, λόγω ενός τυπογραφικού προβλήματος δεν ολοκληρώθηκε η έκδοση του βιβλίου. Επιστρέφοντας στη βιβλιοθήκη, οι δύο πρωταγωνιστές ξεκινούν μια έρευνα με σκοπό να βρουν τα χνάρια του χαμένου κειμένου μέσα από τις εισαγωγές δέκα άλλων ιστοριών, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό αφηγηματικό είδος (μυστηρίου, τρόμου, επιστημονική φαντασία και ούτω καθεξής). Η προσπάθεια ωστόσο μοιάζει αδύνατο να ολοκληρωθεί: είναι πράγματι αδύνατο να βρεθεί ένα βιβλίο που να «λέει» εξ ολοκλήρου την αλήθεια –όπως θα ήθελαν οι πρωταγωνιστές– γιατί η αλήθεια είναι πια αδύνατο να διαβαστεί και δεν γίνεται να αποκωδικοποιηθεί σε βάθος. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί πια να υπάρχει ένα μυθιστόρημα που να έχει μια αρχή κι ένα τέλος και να μπορεί να παρουσιάσει την πραγματικότητα με συνεκτικό, οργανικό κι ολοκληρωμένο τρόπο: μπορεί να δοθεί ζωή μόνο σε μια αφηγηματική μηχανή που αντανακλά τον εαυτό της και ταυτόχρονα καταδεικνύει την αποτυχία της λογικής του Διαφωτισμού, η οποία δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει νόημα στον κόσμο.
«Πάλομαρ» (Palomar)
Η άγνοια του πραγματικού
Ο πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος, το οποίο εκδόθηκε το 1983, είναι ο κύριος Πάλομαρ, ένας άνδρας του οποίου η κύρια απασχόληση είναι να περιεργάζεται την πραγματικότητα (δεν είναι τυχαίο ότι το όνομά του προέρχεται από το αστεροσκοπείο Πάλομαρ, που βρίσκεται στην αμερικανική κομητεία του Σαν Ντιέγκο. Οι παρατηρήσεις του –ένα κύμα, ένα γυμνό στήθος, η κούρσα των καμηλοπαρδάλεων ή το απογευματινό φεγγάρι– δίνουν αφορμή για σκέψεις που εν μέρει εξελίσσονται σε αφήγηση και εν μέρει ευθύνονται για πιο αφηρημένους προβληματισμούς που αφορούν, όπως διαβάζουμε στο έργο, «το σύμπαν, τον χρόνο, το άπειρο, τη σχέση μεταξύ του εγώ και του κόσμου, τις διαστάσεις του νου». Ωστόσο, η μανιώδης θέρμη με την οποία ο Πάλομαρ προσπαθεί να οργανώσει τις λεπτομέρειες όσων βλέπει αποδεικνύεται ανεπαρκής στην προσπάθεια να συλλάβει και να αναπαραστήσει τα ακριβή όρια της αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία αποδεικνύεται πάντα αδιαφανής και άγνωστη.
«Κάτω απ’ τον ιαγουάρο ήλιο» (Sotto il sole giaguaro)
Είναι μια συλλογή διηγημάτων η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Καλβίνο το 1986. Αρχικά η πρόθεση ήταν να περιλαμβάνει πέντε διηγήματα, κάθε ένα από τα οποία θα ήταν αφιερωμένο σε μία από τις πέντε αισθήσεις αλλά ο συγγραφέας απεβίωσε πριν προλάβει να γράψει τα διηγήματα που αφορούσαν την όραση και την αφή. Ακόμα και σε αυτά τα κείμενα, ο Καλβίνο παρουσιάζει τις αποτυχημένες προσπάθειες του ανθρώπου να ανακαλύψει και να ταξινομήσει την πραγματικότητα, αξιοποιώντας αυτή τη φορά το σχήμα που προσφέρεται από τις αισθήσεις.
6. Ο δοκιμιακός στοχασμός
Η δοκιμιακή παραγωγή του Καλβίνο είναι πολύ ευρεία και καλύπτει πολλά θεματικά πεδία, από τη σχέση της λογοτεχνίας με τη βιομηχανία μέχρι τα προβλήματα που σχετίζονται με τις νέες ιδέες του Στρουκτουραλισμού, από την σημειωτική των κειμένων μέχρι τη συνδυαστική λογοτεχνία και το Μεταμοντέρνο.
«Με μια πέτρα από πάνω. Συζητήσεις για τη λογοτεχνία και την κοινωνία» (Una pietra sopra. Discorsi di letteratura e società)
Η σύνοψη μιας πολιτιστικής και αστικής εμπειρίας.
Το έργο αυτό που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1980, είναι μια συλλογή δοκιμίων που γράφτηκαν μεταξύ του 1955 και του 1978. Ο τίτλος παραπέμπει στο γεγονός ότι κάθε επιμέρους συμβολή, η οποία συνδέεται με ένα συγκεκριμένο στάδιο προβληματισμού πολύ πίσω στο χρόνο, έχει αποκτήσει έναν ολοκληρωμένο και οριστικό χαρακτήρα.
Το έργο είναι μια μορφή πνευματικής αυτοβιογραφίας στην οποία ο Καλβίνο αποδεικνύει την προσοχή με την οποία ακολούθησε τις ιταλικές και διεθνείς πολιτιστικές εξελίξεις, όχι μόνο εντοπίζοντας κάποιες ισορροπίες στη διάρκεια της διαδρομής αλλά προσφέροντας πολύτιμες ενδείξεις για το πώς στη δική του ποιητική αναζητούσε πάντα λύσεις που δεν θα τον συνέδεαν με μια προκαθορισμένη λογοτεχνική σχολή.
Θεμελιώδη σχετικά με αυτό είναι τα δοκίμια Η θάλασσα της αντικειμενικότητας (Il mare dell’oggettività) και Η πρόκληση του λαβυρίνθου (La sfida al labirinto), στα οποία ο συγγραφέας δηλώνει την αντίθεσή του με μια σύγχρονη κοινωνία που θεωρείται βίαιη –όπως και ένοχη για την αντικατάσταση της συνείδησης από την κατοχή υλικών αγαθών–, αναλαμβάνοντας το καθήκον να προκαλέσει τον λαβύρινθο του κόσμου, μέσω του πειραματισμού μιας ανοιχτής λογοτεχνίας «σε όλες τις δυνατές γλώσσες», χρήσιμες στο να δημιουργήσουν έναν χάρτη προσανατολισμού στο μέσα στο χάος του σύγχρονου κόσμου.
«Αμερικανικά μαθήματα. Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία» (Lezioni americane. Sei proposte per il prossimo millennio)
Το βιβλίο αυτό, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Καλβίνο, το 1988 συγκεντρώνει πέντε από τις έξι διαλέξεις που θα έκανε ο Καλβίνο στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στα πλαίσια του κύκλου «Διαλέξεις για την ποίηση» το φθινόπωρο του 1985 (ο συγγραφέας απεβίωσε το Σεπτέμβριο). Κάθε διάλεξη επικεντρώνεται σε έναν από τους διαφορετικούς χαρακτήρες της λογοτεχνικής δημιουργίας που θεωρούνται θεμελιώδεις από τον συγγραφέα: ελαφρότητα, ταχύτητα, ακρίβεια, ορατότητα, πολλαπλότητα, συνοχή (η τελευταία μόνο σχεδιασμένη). Πλούσια σε λόγιους στοχασμούς και αναφορές στα ίδια του τα μυθιστορήματα, τα κείμενα αυτά αποτελούν μια σύνοψη των ενδιαφερόντων και των προβληματισμών του Καλβίνο σχετικά με την τέχνη της γραφής.
*Το παραπάνω κείμενο του Ρομπέρτο Καρνέρο και του Τζιουζέπε Ιανακόνε αντλήθηκε από τη μελέτη Στην καρδιά της λογοτεχνίας, Από το 1900 στο σήμερα, Τόμος 6, Treccani Giunti TVP, Φλωρεντία 2016.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Θρησκευτικό κίνημα που ξεκίνησε στη Γαλλία τον 12ο αιώνα και αργότερα συγχωνεύτηκε με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
2. Badogliani: Παράταξη ανεξάρτητων παρτιζάνων που συνεισέφεραν στην απελευθέρωση της Ιταλίας. Πήραν το όνομά τους από τον στρατηγό Pietro Badoglio ο οποίος ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων με τους Συμμάχους για την απελευθέρωση της Ιταλία από τον ναζιστικό φασισμό. Ήταν προσωρινός της ιταλικής κυβέρνησης μετά τη σύλληψη του Μουσολίνι το 1943. Περισσότερα εδώ και εδώ.
3. Πικαρέσκο: λογοτεχνικό είδος που γεννήθηκε στην Ισπανία κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, το οποίο χαρακτηρίζεται από την περιγραφή των περιπετειών των picari, των πονηρών, απατεώνων και αδίστακτων απλών ανθρώπων. Περισσότερα εδώ.
4. Λουντοβίκο Αριόστο (1474-1533). Ιταλός ποιητής της Αναγέννησης. Σημαντικότερο έργο του το εκτενές ιπποτικό επικό ποίημα Μαινόμενος Ορλάνδος. Περισσότερα εδώ.
5. Παλαδίνος: ιππότης ή γενικότερα ευγενής του Mεσαίωνα, ο οποίος περιπλανιόταν αναζητώντας ηρωικές περιπέτειες.
6. Με τον όρο «Συνδυαστική λογοτεχνία» εννοείται η μέθοδος λογοτεχνικής εργασίας και παραγωγής κειμένων ποιητικών ή αφηγηματικών που βασίζεται στο συνδυασμό διαφορετικών στοιχείων (δομικές ή σημασιολογικές μονάδες, λέξεις, ήχους κτλ). Αυτά τα στοιχεία, συσχετισμένα μεταξύ τους, δημιουργούν μονάδες ανώτερου επιπέδου που στη συνέχεια θα συνθέσουν το ίδιο το κείμενο.
7. Milione: το έργο στο οποίο ο Μάρκο Πόλο συγκεντρώνει τις παρατηρήσεις και τις εμπειρίες του από τα ταξίδια στην Ανατολή και έγινε γνωστό σε όλη την Ευρώπη.