Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μακρόπουλου «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον», που θα κυκλοφορήσει στις 19 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Γιανγκσὶ-ντιέναο (τρεῖς σκηνὲς)
Α΄ σκηνή – ῾Ο καλεσμένος
Ἔξω ἔβρεχε. Ἡ βροχὴ ἔπεφτε ἀσταμάτητη γιὰ ἕναν μήνα, νύχτα μέρα, μὲ τὸν μονότονο ἦχο της χαυνωτικό, ἐνῶ ὑπόγεια, σὰν σκουλήκι, ἔτρωγε τὰ νεῦρα τῶν ἀνθρώπων ποὺ συνωστίζονταν στοὺς δρόμους, κλεισμένοι σὰν προνύμφες σὲ διάφανα ὁλόσωμα ἀδιάβροχα ποὺ κάλυπταν καὶ τὸ πρόσωπο. Μέσ’ ἀπὸ τὸ λεπτὸ κι ἀνθεκτικὸ ἰνοπλαστικὸ φοροῦσαν ὁ καθένας τὰ ροῦχα του καὶ τὶς σκέψεις του, μὲ τὰ πρόσωπά τους θολὰ ἀπ’ τὰ ρυάκια τῆς βροχῆς ποὺ κυλοῦσαν ἀπέξω κι ἀπ’ τὸ χνότο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸ θάμπωνε ἀπὸ μέσα. Φιγοῦρες ἀχνὲς σὰν μισοξεχασμένα ὄνειρα, ποὺ μὲς στὴν ἀνθρωποπλημμύρα τῶν δρόμων ἀγγίζονταν χωρὶς ν’ ἀγγίζονται καὶ τὰ μάτια τους κοιτιόνταν φευγαλέα, μὲ βλέμματα ἀόριστα, πνιγμένα μέσα σὲ χωριστοὺς βυθούς.
Ἡ εἰκόνα τῆς βροχερῆς πόλης τρεμούλιαζε κυματιστὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ πάνω, ὅσος φαινόταν ἀνάμεσα στὰ κτίρια, ἦταν βαρὺς καὶ χαμηλός.
Ὁ Στέφαν στάθηκε μπροστὰ σ’ ἕνα 咖啡店 χωρὶς νά ’χει αποφασίσει ἂν θά ’μπαινε· μὰ ἔπειτα οἱ πόρτες, νιώθοντάς τον, ἄνοιξαν καὶ μπῆκε. Στὰ σεπαρὲ κάθονταν οἱ πελάτες καὶ οἱ καλεσμένοι τους, μὰ δὲν ξεχώριζες ποιὸς ἦταν ποιός, ἐκτὸς κι ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι κι ἄγγιζες τὴν ὕλη ἑνὸς πελάτη ἢ τὸ χέρι σου περνοῦσε μέσ’ ἀπὸ τὴν ἄυλη εἰκόνα ἑνὸς καλεσμένου. Ὅμως κανεὶς δὲν τό ’κανε αὐτὸ ποτέ, κι ἔτσι ὅλοι ἦταν ἐξίσου ὑλικοὶ καὶ ἄυλοι, γιατὶ τὸ καθισμένο τους σῶμα ὑπῆρχε σὰν κάτι πιθανὸ μονάχα.
Πῆρε ἕνα ντὰ χὸνγκ πάο καὶ κάθισε σ’ ἕνα σεπαρέ, μὲ τὸ βρεμένο του ἀδιάβροχο, γυρισμένο τὸ μέσα ἔξω, ἕνα κουβάρι δίπλα του. Τριγύρω τὸ 咖啡店 εἶχε παντοῦ τζάμια –ἕνα ὀρθογώνιο ἀπὸ γυαλὶ ὅπου ποταμάκια φτιάχνονταν συνεχῶς ἀπὸ τὴ βροχή, ἄλλαζαν ροῦ κι ἑνώνονταν– κι ἀπέξω οἱ κουκουλωμένοι περαστικοὶ ἦταν μιὰ ἀτελείωτη πομπὴ ἀπὸ φευγαλέα ὑδρόβια πλάσματα, ὅπως γι’ αὐτοὺς οἱ καθισμένοι μὲς στὸ 咖啡店 ἦταν πλάσματα σ’ ἕνα ἐνυδρεῖο.
Γιὰ λίγο κάθισε κοιτώντας ἔξω, νιώθοντας ζεστὸ στὰ μάγουλά του τὸν ἀχνὸ ἀπὸ τὸ ντὰ χὸνγκ πάο ὅπως κρατοῦσε καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια τὴν κούπα ἀπὸ ἰνοπλαστικό, χωρὶς νά ’χει πιεῖ ἀκόμα τὴν πρώτη γουλιά.
Ἤπιε, ἄφησε τὴν κούπα κι ἄναψε τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο. Εἶδε ποιοὶ ἦταν διαθέσιμοι καὶ τελικὰ διάλεξε τὸν «Κλώντ».
Ὁ Κλὼντ κάθισε ἀντίκρυ του καὶ τὸν καλημέρισε. Ὅσες ἄλλες φορὲς τοῦ ’χε μιλήσει ὁ Στέφαν, ἡ φωνὴ τοῦ καλεσμένου του ἦταν ἁπαλή, κάπως θλιμμένη ἴσως, καὶ τὸ ροῦχο του ἦταν τὸ ἴδιο πάντα, σὰν νὰ τὸ προόριζε εἰδικὰ γιὰ τὶς συνομιλίες μαζί του καὶ νὰ τὸ ἔβαζε ὅποτε αὐτὸς τὸν καλοῦσε. Εἶχε σακοῦλες κάτω ἀπ’ τὰ μάτια κι ἀραιὰ μαλλιά, ἀλλὰ σήμερα ὑπῆρχε στὴν ὄψη του μιὰ ἀγωνία. Τὸ χλωμό του πρόσωπο ἦταν σφιγμένο καὶ τὰ μάτια του ἔμοιαζαν μὲ παγιδευμένα ζῶα ποὺ διαρκῶς πηγαινοέρχονταν παλεύοντας νὰ ξεφύγουν ἀπ’ τὶς κόγχες τους. Κοιτοῦσε δεξιὰ ἀριστερὰ θαρρεῖς κι ὑπῆρχε κάτι ποὺ τὸν περικύκλωνε λίγο λίγο.
«Πότε ἐπιτέλους θὰ σταματήσει αὐτὴ ἡ βροχή;» εἶπε.
Ὁ Στέφαν μετάνιωνε τώρα ποὺ τὸν κάλεσε. Ἤθελε νά ’χει ἁπλῶς κάποιον νὰ τοῦ μιλάει ὅσο θὰ ἔπινε τὸ τσάι του. Ὁ Κλώντ, καὶ κάθε ἄλλος, ὑπῆρχε μόνο ὅποτε τὸν καλοῦσε καὶ γιὰ ὅσο θά ’ταν καλεσμένος του – ἦταν αὐτὸ ἕνας ἀπαρέγκλιτος κανόνας τῆς διαθεσιμότητας. Ὅμως τοῦτος ἐδῶ ὁ ἄυλος ἄντρας ἀπέναντί του ἔμοιαζε νὰ μὴ θέλει ἁπλῶς νὰ κουβεντιάσουν, ἀλλὰ νὰ ζητάει τὴ βοήθειά του. Βοήθεια γιὰ ποιό πράγμα; Τί ἤξερε ἐντέλει ὁ Στέφαν γιὰ τὸν Κλώντ; Τί ἤξερε γιὰ ὁποιονδήποτε καλεσμένο του; Ἦταν ἄγνωστοι ποὺ γέμιζαν κάποια μοναχικὰ διαστήματα μὲς στὴ μέρα, ὅπως ἂν ἄκουγε μουσικὴ ἀντὶ νὰ κουβεντιάσει. Μόνο ποὺ οἱ καλεσμένοι ἦταν προτιμότεροι ἀπὸ κάθε μουσική, γιατὶ ἦταν ὁλοζώντανοι ἀντίκρυ του καὶ ταυτόχρονα ἀνακουφιστικὰ ἀνύπαρκτοι.
«Πότε λὲς νὰ σταματήσει αὐτὴ ἡ βροχή;» ξαναρώτησε τὸν Στέφαν.
«Δὲν ξέρω», ἀπάντησε ἐκεῖνος ψυχρά, κι εἶχε ἤδη πιάσει ξανὰ τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο κι ἑτοιμαζόταν νὰ τὸ σβήσει.
«Δὲν ἀντέχω ἄλλο», εἶπε ὁ Κλώντ, μὲ τ’ ἄυλα χέρια του ἀκουμπισμένα πάνω στὸ τραπέζι τοῦ σεπαρέ, κι ὁ Στέφαν τὰ πρόσεξε κι εἶδε πὼς τὰ νύχια τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τόσο φαγωμένα, ὥστε τ’ ἀκροδάχτυλα εἶχαν ματώσει.
Κι ὕστερα τράβηξε τὸ δεξὶ χέρι κι ἔπιασε κάτι ἀφημένο δίπλα του ἐκεῖ ποὺ καθόταν, ὅπου κι ἂν ἦταν αὐτὸ τὸ μέρος – μπορεῖ στὸ δωμάτιό του ἢ στὸ γραφεῖο του ἢ σ’ ἕνα ἵδρυμα, ἂν ὁ Κλὼντ ἦταν τρόφιμος, ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἕνας καλεσμένος ἐμφανιζόταν πάντα δίχως τὸν χῶρο του, ὥστε νὰ δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπῆρχε στ’ ἀλήθεια ἐκεῖ ποὺ τὸν καλοῦσαν: ὁμοτράπεζος στὸ μοναχικὸ τραπέζι, ὁμόκλινος στὸ μοναχικὸ κρεβάτι, συνταξιδιώτης ἐκείνου ποὺ ταξίδευε μόνος.
Ὅταν φάνηκε ξανὰ τὸ χέρι του, βαστοῦσε ἕνα ξυράφι.
Τὸ δάχτυλο τοῦ Στέφαν εἶχε κοκαλώσει στὸ γιανγκσὶ-ντιέναο καθὼς κοιτοῦσε ἀπέναντί του αὐτὸν τὸν ἄγνωστο ποὺ τὸν ἔλεγαν Κλώντ, σαγηνεμένος ἀπὸ τ’ ἀστραφτερὸ λεπίδι. Ἔκανε ἐνστικτωδῶς νὰ τὸν ἐμποδίσει, μιὰ κίνηση ποὺ εἶχαν μάθει ὅλοι νὰ μὴν τὴν κάνουν ποτέ, ὥστε νὰ μὴ διαλύεται ἡ ψευδαίσθηση, ὅμως τὸ χέρι του πέρασε μέσ’ ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ποὺ τὸ σήκωσε, στρέφοντας συνάμα πρὸς τὰ πάνω τὸν ἀριστερὸ καρπό, κι ὕστερα μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση ἔκοψε βαθιά.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Στέφαν ἔσβησε τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο καὶ ἡ εἰκόνα ἀπέναντί του χάθηκε. Μὰ ἔπειτα ἄκουσε μιὰ κραυγή, στράφηκε πρὸς ἐκείνη τὴ μεριὰ τοῦ 咖啡店 κι εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πεσμένο στὸ κάθισμα τοῦ σεπαρέ του, μὲ τοὺς πελάτες γύρω νά ’χουν ὅλοι σηκωθεῖ, ἐνῶ οἱ καλεσμένοι τους κάθονταν ἀκόμη, ἄυλοι κι ἀτάραχοι. Ἀπὸ τὸ χέρι ἐκείνου πού ’χε πέσει ἔσταζε αἷμα στὸ δάπεδο ἀπὸ κάτω.
Σηκώθηκε καὶ πῆγε ὣς ἐκεῖ.
Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ, ἔσκυψε κι ἄγγιξε τὸ αἷμα. Ἦταν ζεστὸ καὶ ὑγρό. Μετὰ κοίταξε τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ματωμένο κάθισμα, τὸ τραπέζι μὲ τὴν ἄδεια κούπα πάνω.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ πού ’βλεπε τὸν χῶρο ὅπου καθόταν στ’ ἀλήθεια ἕνας καλεσμένος του.
叁百
Β΄ σκηνή – Μαργκερὶτ
Κάθονταν στὸ τραπέζι, μὲ τὰ χέρια τους σχεδὸν ν’ ἀγγίζονται ἀλλὰ ὄχι ὁλότελα, γιὰ νὰ μὴ διαλυθεῖ ἡ ψευδαίσθηση ἔτσι καὶ τὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς περνοῦσαν μέσ’ ἀπὸ τοῦ ἄλλου.
«Γιόχαν, γιατί νὰ μὴν μπορῶ νὰ δῶ ποῦ μένεις;» τὸν ρώτησε.
«Ξέρεις ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται μὲ τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο προβάλλεται μόνος του, χωρὶς τίποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ὑπάρχουν ὁλόγυρα».
«Τότε, πιάσε κάτι ποὺ ὑπάρχει δίπλα σου καὶ δεῖξ’ το μου».
Τὸ σκέφτηκε καὶ τελικὰ ἔπιασε τὸ μικρότερο ἀπ’ τὰ κακτάκια του καὶ τῆς τὸ ἔδειξε.
«Μὲ τόση ὑγρασία στὴν ἀτμόσφαιρα», τῆς εἶπε, «δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ποτίσω ποτέ».
Ὕστερα ὅμως ἔκανε μιὰ ἀπρόσεχτη κίνηση καὶ τσιμπήθηκε. Μιὰ στάλα αἷμα φούσκωσε στὸ ἀκροδάχτυλό του κι ἔσταξε. Τότε ἡ Μαργκερὶτ τοῦ εἶπε:
«Θέλω νὰ μοῦ πεῖς ποῦ μένεις, νά ’ρθω ἀποκεῖ».
Εἶχαν πέντε μῆνες ποὺ μιλοῦσαν, ὅμως αὐτὸ δὲν τοῦ ’χε περάσει ἀπ’ τὸ μυαλὸ κι αἰφνιδιάστηκε, αἰσθάνθηκε ἄβολα. Στοὺς καλεσμένους ἔβαζες ἐσὺ τὸ ὅριο. Ἄλλη μιὰ στάλα αἷμα ἔσταξε ἀπ’ τὸ τρυπημένο του δάχτυλο στὸ τραπέζι ὅσο τὸ σκεφτόταν νιώθοντας τὸ βλέμμα της πάνω του, τὴν ἀναμονή της, τὴν προσδοκία της. Τῆς εἶπε ποῦ ἔμενε.
Ἡ Μαργκερὶτ βγῆκε στὴ βροχὴ καὶ περίμενε στὴ στάση τυλιγμένη στὸ διάφανο ἀδιάβροχό της, χωρὶς νὰ ξέρει ἂν ἔπρεπε νά ’χε κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Τὴν καθοδηγοῦσαν τ’ ἀκροδάχτυλά της, σὰν νὰ ψηλαφοῦσαν στὰ τυφλὰ μὲς στὸ σκοτάδι ἀναζητώντας τὴν αἴσθηση ποὺ θά ’χε πάνω στὸ δέρμα της τὸ ζεστὸ δέρμα ἑνὸς ἄλλου – τοῦ Γιόχαν. Ἐπικοινωνοῦσε καὶ μ’ ἄλλους, ἀλλὰ μ’ αὐτὸν μόνο εἶχε νιώσει τούτη τὴν ἐπιθυμία.
Ἀνέβηκε στὸ 公共汽车. Σὲ κάθε στάση ἄνθρωποι ἔμπαιναν ἀπ’ τὴ βροχὴ ἔξω· τὰ θολά τους πρόσωπα ἀποχτοῦσαν μορφὴ καθὼς ἔβγαιναν σὰν προνύμφες μέσ’ ἀπ’ τὸ κουκούλι τοῦ ἀδιάβροχου. Κάποιοι στέκονταν πιασμένοι ἀπ’ τὶς λαβές, κάποιοι κάθονταν, βρέχοντας κι ἄλλο μὲ τὸ νερὸ ποὺ κυλοῦσε ἀπὸ πάνω τους τὶς θέσεις καὶ τὸ δάπεδο. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνοιγαν ὕστερα τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο καὶ οἱ καλεσμένοι στριμώχνονταν ἄυλοι ἀνάμεσα στοὺς ἐπιβάτες, κάνοντας τὸ μισοάδειο ὄχημα νὰ δείχνει γεμάτο. Τὸ σούσουρο ἀπ’ τὶς χαμηλόφωνες συζητήσεις ἀνακατευόταν μὲ τὸν μονότονο ἦχο τῆς βροχῆς, τὰ τζάμια τοῦ 公共汽车 θάμπωναν ἀπ’ τὸ χνότο τῶν ἐπιβατῶν καὶ τὰ φῶτα τῆς πόλης περνοῦσαν ἀχνὰ ἀπέξω, χαράζοντας στὸ σκοτάδι γραμμὲς τεθλασμένες ἀπ’ τὰ ρυάκια τοῦ νεροῦ στὸ γυαλί, ποὺ μὲ τὴν κίνηση τοῦ ὀχήματος ἑνώνονταν σ’ ἕνα χρωματιστὸ περιδέραιο.
Κατέβηκε στὴν προτελευταία στάση, κι ὅταν στάθηκε μπροστὰ σὲ μιὰ πόρτα στὸν εἰκοστὸ ἕβδομο ὄροφο καὶ τῆς ἄνοιξε ὁ Γιόχαν, τῆς φάνηκε ὅτι ἦταν καὶ δὲν ἦταν αὐτός. Κάθισε ἀπέναντί του στὸ τραπέζι, ὅπως πρωτύτερα ἡ εἰκόνα της. Στὴ μιὰ μεριὰ ἦταν παραταγμένα μερικὰ κακτάκια. Ἀναγνώρισε αὐτὸ ποὺ τὸν εἶχε τρυπήσει κι ἔνιωσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ μιὰ οἰκειότητα καὶ μιὰ ζεστασιὰ ποὺ δὲν εἶχε νιώσει ἀντικρίζοντάς τον. Τῆς φάνηκε πώς, ἔτσι κι ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ τρυπιόταν κι αὐτή, γιὰ νὰ στάξει κι ἀπ’ τὸ δικό της ἀκροδάχτυλο λίγο αἷμα, τότε ὅλα θὰ πήγαιναν καλὰ καὶ θὰ μποροῦσαν πιὰ ν’ ἀγγιχτοῦν ἀνεμπόδιστα. Ὅμως δείλιασε καὶ δὲν τό ’κανε, ἁπλῶς ἀκούμπησε ἁπαλὰ τὸ δικό του χέρι, περιμένοντας ἀσυναίσθητα ὅτι τὰ δάχτυλά της θὰ τὸ διαπερνοῦσαν. Πρέπει κι αὐτὸς νὰ περίμενε τὸ ἴδιο, γιατὶ ἔδειξε νὰ ξαφνιάζεται καὶ μεμιᾶς τράβηξε τὸ χέρι του λίγο παραπίσω. Στὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ματαιωμένου ἀγγίγματος τὰ στόματά τους ἔκαναν ν’ ἀνοιγοκλείσουν, νὰ ποῦν ὅ,τι θὰ ἔλεγαν ἂν ἦταν οἱ εἰκόνες τους ποὺ στέκονταν ἀντικριστά.
Ὅταν ἔφυγε ἡ Μαργκερίτ, ὁ Γιόχαν ἐπέλεξε μιὰ καλεσμένη ἀπὸ μιὰ ὑπηρεσία παροχῆς συντρόφων καὶ πλάγιασε δίπλα στ’ ἄυλο γυμνὸ κορμί της.
叁百
Γ΄ σκηνή – ῾Ο τέταρτος πελάτης
Ἡ μικρὴ κάμαρα ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὴν ἀσταμάτητη βροχή. Εἶχε μονάχα ἕνα κρεβάτι καὶ γύρω ὀθόνες ἢ καθρέφτες – ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ὄρεξη τοῦ πελάτη τί ἀπὸ τὰ δύο, ἢ καὶ τὰ δύο, ἢ ἀκόμα καὶ τίποτα παρὰ μόνο ἀδιαφανεῖς ἐπιφάνειες. Αὐτὸς ἦταν σήμερα ὁ τρίτος της. Τ’ ἀδιάβροχό του, ριγμένο στὴ ράχη μιᾶς καρέκλας, ἔσταζε, καὶ μιὰ λιμνούλα εἶχε ἁπλωθεῖ χάμω. Τὰ ροῦχα του ἦταν ἀφημένα κουβάρι στὸ κάθισμα τῆς καρέκλας. Ἀπὸ πάνω, ἕνας οὐρανὸς ἐκτεινόταν ἀπέραντος στὰ δώδεκα τετραγωνικὰ τῆς κάμαρας, γλάροι στέκονταν μετέωροι κρώζοντας ἢ ἀνεμοποροῦσαν, καὶ γύρω ἦταν μιὰ θάλασσα μ’ ἀνάλαφρα κυματάκια καὶ μιὰ ἔρημη παραλία, μὲ τὴν ἡλιόλουστη ἄμμο ξανθιὰ καὶ παρθένα ὅπως δὲν ἦταν πιὰ καμία ἄμμος σὲ καμιὰ παραλία.
Τελείωσε, ξανάβαλε τὰ ροῦχα, τ’ ἀδιάβροχο, καὶ χάθηκε ἔξω στὴ βροχή. Ἡ Λὶ καθαρίστηκε καὶ γιὰ λίγο, ὥσπου νά ’ρθει ὁ ἑπόμενος, ἄφησε νὰ τὴν τυλίξουν σκηνὲς στὶς ὀθόνες, μ’ ἕνα μακρινὸ μικρὸ κορίτσι καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸ περιέβαλλαν κάποτε. Παρακολούθησε τὶς εἰκόνες χωρὶς χαρὰ καὶ χωρὶς λύπη, σὰν νὰ καυτηρίαζε νεκρὸ δέρμα.
Ὁ τέταρτος πελάτης μπῆκε, ἀλλὰ κι ἀργότερα, μετὰ ἀπ’ ὅσα συνέβησαν, ἡ Λὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει τὸ πρόσωπό του, ἐκεῖνο τὸ θολὸ πράμα πού ’χε δυὸ μάτια κι ἕνα στόμα, οὔτε νὰ πεῖ κάτι ἰδιαίτερο γιὰ τὴν κρεάτινη μάζα τοῦ κορμιοῦ του. Τὸ μόνο ποὺ τῆς ἐντυπώθηκε ἦταν πὼς δὲν εἶχε διάφανο ἀδιάβροχο σὰν ὅλους, ἀλλὰ κάτι ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦνταν πλέον, ὅμως ὑπῆρχε ὅταν ἡ Λὶ ἦταν ἀκόμα παιδὶ καὶ τῆς φαινόταν πὼς τό ’λεγαν ὀμπρέλα.
Κρέμασε στὴ ράχη τῆς καρέκλας τὴ βρεμένη ὀμπρέλα, ἄφησε κι αὐτὸς τὰ ροῦχα του στὸ κάθισμα, ἀλλὰ διπλωμένα ταχτικά, ὄχι κουβάρι ὅπως ὁ προηγούμενος, κι εἶπε ὅτι ἤθελε καθρέφτες.
Δὲν τῆς ἄρεσε νά ’χει τοὺς καθρέφτες, προτιμοῦσε τὶς ὀθόνες, γιατὶ ἔτσι δὲν ἔβλεπε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τὸν ἄντρα πάνω της κι εἶχε ἐπίσης κάτι νὰ τῆς τραβάει τὴν προσοχή, ἀλλὰ κάποιοι τοὺς ἤθελαν καὶ θά ’φευγαν νὰ πᾶνε ἀλλοῦ ἅμα δὲν τοὺς εἶχε.
Ὅμως ἔπειτα αὐτὸς ἔκανε κάτι ποὺ δὲν τῆς εἶχε ξανατύχει καὶ τὴν παραξένεψε περισσότερο κι ἀπ’ τὴν ὀμπρέλα ἀκόμα.
Πλησίασε γυμνός, ἔχοντας στὸ χέρι του ἕνα γιανγκσὶ-ντιέναο, κι εἶπε:
«Θά ’χω κι ἕναν καλεσμένο».
Τὸ ἄνοιξε, τ’ ἄφησε πλάι στὸ κρεβάτι, καὶ τώρα δίπλα του στεκόταν καὶ παρακολουθοῦσε ἕνας ποὺ ἦταν ἐξίσου ἄυλος μὲ τὰ εἴδωλά του στοὺς καθρέφτες. Ὁ καλεσμένος ἄρχισε νὰ τοῦ λέει τί ἤθελε ἀπ’ αὐτὸν νὰ κάνει, πράγματα ποὺ ἡ Λὶ τά ’χε ξανακάνει ὅλα, κι ἔτσι δὲν τὴν πείραξαν τόσο τὰ ἴδια ὅσο ἡ ὑποταγὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ ὑλικὸς πελάτης σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τοῦ ὄρθιου ἄντρα.
Ὕστερα ὅμως ὁ καλεσμένος πρόσταξε τὸν πελάτη:
«Βάλε τὰ χέρια σου γύρω στὸν λαιμό της καὶ σφίξ’ τον».
Κι ἐκεῖνος τά ’βαλε κι ἄρχισε νὰ σφίγγει.
Ἡ Λὶ πάλεψε· βρέθηκε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ καὶ κατόρθωσε ν’ ἁπλώσει τὸ χέρι, νὰ πιάσει τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο καὶ νὰ τὸ σβήσει.
Ὁ καλεσμένος ἐξαφανίστηκε κι ὁ πελάτης ἀπόμεινε σὰν χαμένος. Τὸν ἔσπρωξε ἀπὸ πάνω της, κι αὐτὸς ντύθηκε, πῆρε τὸ γιανγκσὶ-ντιέναο καὶ τὴν ὀμπρέλα κι ἔφυγε.
Ὕστερα ἡ Λὶ ἔψαξε πολλὴ ὥρα, ὥσπου βρῆκε αὐτὸ ποὺ γύρευε. Στὶς ὀθόνες γύρω ἦταν ξανὰ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι, μόνο ποὺ τώρα ἔπεφτε μιὰ παλιά, λησμονημένη βροχή, ἀλλιώτικη ἀπ’ τὴν τωρινή, γιατὶ ἐκείνη ἦταν ἕνα ἀνοιξιάτικο ποτιστικὸ ψιλόβροχο, καὶ τὸ παιδὶ βάσταγε μιὰ λουλουδάτη ὀμπρελίτσα, τὴ στριφογυρνοῦσε στὰ χέρια του καὶ γελοῦσε.