Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη του Κώστα Καβανόζη «Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας – Το μυθιστόρημα τεκμηρίων και η λογοτεχνικότητα του αναφορικού λόγου», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη, τέλη Σεπτεμβρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Svetlana Alexievich δηλώνει στην ιστοσελίδα της ότι δεν καταγράφει στα βιβλία της την «ξερή» ιστορία των γεγονότων αλλά τις ανθρώπινες σκέψεις, τις ελπίδες, τις ψευδαισθήσεις, τους φόβους, εκείνο που οι άνθρωποι κατάλαβαν ή θυμήθηκαν, εκείνο που πίστεψαν ή υποπτεύθηκαν, οτιδήποτε βίωσαν κατά τη διάρκεια των γεγονότων, πράγματα τα οποία κατά την ίδια είναι αδύνατο να φανταστεί ή να επινοήσει κανείς με τόσες λεπτομέρειες όσες η πραγματικότητα προσφέρει. Ο εξωλογοτεχνικός λοιπόν κόσμος, υπό τη συγκεκριμένη οπτική, συναντά τη λογοτεχνία και συμπλέκεται αξεδιάλυτα με αυτή. Η συναίσθηση ότι πίσω από το συγκεντρωμένο προς αφηγηματοποίηση υλικό, πίσω από τα υπό παράθεση πραγματικά στοιχεία λανθάνει κάτι σημαντικότερο και η απόπειρα αυτό να καταδειχθεί με την επιλεκτική, αποσπασματική και συνδυαστική χρήση τους εντός ενός νέου, κειμενικού πλέον κόσμου συγκροτημένου από αυτά, συνιστά μια απόπειρα λογοτεχνική.
Η τεκμηριωτική λογοτεχνία χρησιμοποιεί το προερχόμενο από την πραγματικότητα περιεχόμενό της ως αφορμή για μια καταβύθιση εντός αυτής της πραγματικότητας.
Ο αναγνώστης καλείται σε μια τέτοια περίπτωση να αναγνωρίσει τον δρόμο προς τον οποίο οδηγείται και να αποδεχτεί τη σύμβαση που του προτείνεται. Όσο και αν γοητεύεται από την υποτιθέμενη «αυθεντική πραγματικότητα» με την οποία το κείμενο τον φέρνει σε επαφή, όσο και αν μπαίνει στον πειρασμό να ανατρέξει εκτός αυτού προς έλεγχο της αλήθειας των γεγονότων και της αξιοπιστίας των παρατιθέμενων τεκμηρίων ή προς συλλογή επιπρόσθετων πληροφοριών για αυτά που διαβάζει, συνειδητοποιεί εντέλει ότι η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Η τεκμηριωτική λογοτεχνία χρησιμοποιεί το προερχόμενο από την πραγματικότητα περιεχόμενό της ως αφορμή για μια καταβύθιση εντός αυτής της πραγματικότητας. Μια καταβύθιση ωστόσο την οποία δεν οριοθετούν πληροφοριακοί, διευκρινιστικοί ή εν γένει αναφορικοί στόχοι, αλλά την κατευθύνει η επιδίωξη του αληθοφανούς (του διαθέτοντος δηλαδή σχήμα) και του νοήματος, η αναζήτηση του εν δυνάμει υπαρκτού (αφού κάθε προσέγγιση ενός «πραγματικού» στοιχείου συνιστά και μια διαφορετική δυνατότητα), η βαθύτερη επιθυμία της επινόησης (η οποία επιβεβαιώνεται από την παραδοχή ότι συχνά η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία σε επινοητική δύναμη), η άρνηση εντέλει της πραγματικότητας «όπως είναι» (ή, σωστότερα ίσως, όπως αρχικά απεικονίζεται μέσα στο συγκεντρωμένο από τον συγγραφέα υλικό) και η απόπειρα μετασχηματισμού της.
Αλλά όλα αυτά βεβαίως, καθώς τίποτε δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας μυθοπλαστικής κατασκευής της οποίας η μυθοπλαστική διάσταση προκύπτει από τον τρόπο χρήσης του «πραγματικού» υλικού που τη συνθέτει. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο πεζογράφος ο οποίος θα καταπιαστεί με κάτι τέτοιο, καθώς καλείται να υπερβεί τα όποια εμπόδια συναντήσει στη σύνθεση της αφήγησής του όχι με τις συνήθεις συγγραφικές, μυθοπλαστικές με τη συμβατική έννοια, επινοήσεις αλλά με ό,τι η πραγματικότητα του προσφέρει. Καλείται να απελευθερώσει και να αξιοποιήσει τη φαντασία του, να μοχθήσει για τη δημιουργία της γλώσσας και του ύφους του, να προκαλέσει συγκίνηση, να προσφέρει αισθητική απόλαυση κινούμενος αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο αυτό, το οποίο αφενός στα χέρια ενός μέτριου συγγραφέα θα μπορούσε να αποδειχτεί ασφυκτικό, ενώ σε εκείνα αφετέρου ενός μεγάλου τεχνίτη θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποτελέσει, κατά την έκφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1993: 130), «ζων πυρ» απολύτως ικανό να τον κατακάψει.
Είναι μάλιστα εξαιρετικά ενδιαφέρον και κομβικό για τη μελέτη μας το ερώτημα εάν ειδικότερα στο μυθιστόρημα τεκμηρίων είναι δυνατόν η μυθοπλασία να τροφοδοτηθεί αποκλειστικά από τους κόλπους της πραγματικότητας, εάν είναι δυνατόν με άλλα λόγια να υπάρξει μυθοπλασία [...] χωρίς την επινόηση, επί παραδείγματι, προσώπων που δεν υπήρξαν ή σκέψεων και πράξεων που πρόσωπα υπαρκτά δεν έκαναν, χωρίς τη μυθοπλαστική κατασκευή και χρήση γεγονότων που δεν συνέβησαν...
Το ζήτημα επομένως δεν έγκειται στο εάν τα χρησιμοποιούμενα σε ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντα είναι αυθεντικά ή πλαστά, παραποιημένα ή επιλεκτικώς καταγεγραμμένα. Το ζήτημα έγκειται πρωτίστως στη μυθιστορηματική –μυθοπλαστική επομένως– «αλήθεια» την οποία θα δημιουργήσει ο συγγραφέας με τη χρήση του υλικού και των δεξιοτήτων του και στη λογοτεχνική δύναμή της. Είναι μάλιστα εξαιρετικά ενδιαφέρον και κομβικό για τη μελέτη μας το ερώτημα εάν ειδικότερα στο μυθιστόρημα τεκμηρίων είναι δυνατόν η μυθοπλασία να τροφοδοτηθεί αποκλειστικά από τους κόλπους της πραγματικότητας, εάν είναι δυνατόν με άλλα λόγια να υπάρξει μυθοπλασία χωρίς τη χρήση φανταστικών ή αλλοιωμένων –προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της– πραγματικών στοιχείων, χωρίς την επινόηση, επί παραδείγματι, προσώπων που δεν υπήρξαν ή σκέψεων και πράξεων που πρόσωπα υπαρκτά δεν έκαναν, χωρίς τη μυθοπλαστική κατασκευή και χρήση γεγονότων που δεν συνέβησαν, γραπτών που δεν γράφτηκαν, διαλόγων που ουδέποτε διεξήχθησαν, αλλά και χωρίς την ελάχιστη τροποποίηση –πλην της επιλεκτικής και αποσπασματικής κατ’ ανάγκη χρήση τους– όσων όντως υπήρξαν.
Το μυθιστόρημα τεκμηρίων, όπως θα δούμε στη συνέχεια, διαχωρίζοντας ως προς τις προθέσεις του με σαφήνεια τη θέση του από εκείνη της δημοσιογραφίας ή συγγενικών με αυτήν –αλλά και με το μυθιστόρημα εν γένει– ειδών όπως η μαρτυρία, η βιογραφία ή το χρονικό, φαίνεται, αν και όχι με απόλυτη συνέπεια, να απαντάει θετικά στην ερώτηση αυτή. Η συμβατική, επινοημένη μυθοπλασία στο συγκεκριμένο είδος περιορίζεται αισθητά αφήνοντας χώρο στην εξωκειμενική πραγματικότητα, την οποία προφανώς ο κάθε συγγραφέας χειρίζεται σύμφωνα με την εκάστοτε στόχευσή του και αναλόγως βεβαίως των συγγραφικών αλλά και ερευνητικών, δημοσιογραφικών, συνθετικών, γλωσσικών και λοιπών δεξιοτήτων του. Η κάθε μυθιστορηματική κατασκευή αποτελεί έναν αυτόνομο κόσμο, ένα «μεγάλο ή μικρό κράτος», γράφει ο Milorad Pavić, το οποίο «έχει τις όχθες και τα όριά του, τον πόλεμο και την ειρήνη του, αλλά και τον χρόνο του που δεν σχετίζεται με τον χρόνο του Greenwich» (Πάβιτς 2007).
Παρατηρούμε ωστόσο, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ότι ο κόσμος αυτός στο μεν μυθιστόρημα γενικότερα δημιουργείται υπό τη βασική προϋπόθεση της συμμόρφωσης της –ρεαλιστικής τουλάχιστον– μυθοπλασίας στις αξιώσεις και τους κανόνες της πραγματικότητας, ενώ στο μυθιστόρημα τεκμηρίων ειδικότερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είναι η αυτούσια πραγματικότητα που μέσα από τον συγγραφικό χειρισμό της συμμορφώνεται στις μυθοπλαστικές ανάγκες και απαιτήσεις, είναι η αυτούσια πραγματικότητα που σχεδόν καταναγκαστικά τοποθετείται στη θέση που προοριζόταν για τη φαντασία του συγγραφέα, ο οποίος καλείται επίσης, αφού κινηθεί εντός των ορίων της, να την υπερβεί όχι αλλοιώνοντάς την αλλά καθιστώντας την απλώς αληθοφανή, καθιστώντας την το πρόσχημα δηλαδή για να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε μια αλήθεια, αν μη τι άλλο, μακροβιότερη της πραγματικότητας από την οποία προέκυψε και η οποία καταλήγει εντέλει, υποτασσόμενη άνευ όρων στην επιλεκτική ματιά, στη γλώσσα, στο ύφος και στην όποια αφηγηματική σκευή του δημιουργού, να αναζητεί αποσπασμένη, κατακερματισμένη αλλά και εκ νέου νοηματοδοτημένη μέσα στον υβριδικό αυτό χώρο τη λογοτεχνική της διάσταση.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Alexievich, S. (χ.χ.). «A search for eternal man In lieu of biography». Ανάκτηση από «Svetlana Alexievich – Voices from Big Utopia»: http://alexievich.info/en/
Παπαδιαμάντης, Α. (1993). Οι έμποροι των εθνών. Αθήνα: Γράμματα
Πάβιτς, Μ. (2007, 5 11). «Το μυθιστόρημα ως κράτος» (μτφρ.: M. Radulović). Ανάκτηση από «Rastko Project»: http://www.rastko.rs/rastko/delo/11364.
Todorov, T. (1968). «Introduction, Recherches sémiologiques le vraisemblable». Communications 11, σ. 1-4