Απόσπασμα από το βιβλίο με σύντομους αφορισμούς για τα ανθρώπινα πάθη του Friedrich Nietzsche «Μόνος με τον εαυτό σου» (μτφρ. Θάνος Καραγιαννόπουλος, εκδ. Οξύ), το οποίο κυκλοφορεί στις 12 Απριλίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πεποίθηση είναι η πίστη ότι σ’ ένα σημείο της γνώσης φτάνει κανείς να κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Μια τέτοια πίστη λαμβάνει συνεπώς ως δεδομένο πως η απόλυτη αλήθεια υπάρχει‧ παρομοίως, πως οι τέλειες μέθοδοι για να φτάσει κανείς ως εκεί έχουν βρεθεί‧ και τέλος, πως κάθε άνθρωπος με πεποιθήσεις εφαρμόζει αυτές τις τέλειες μεθόδους. Και οι τρεις αυτές υποθέσεις αποδεικνύουν αμέσως ότι ο άνθρωπος των πεποιθήσεων δεν είναι άνθρωπος της επιστημονικής σκέψης: στέκει εμπρός μας στην ηλικία της θεωρητικής αθωότητας, όμοιος με παιδί, όσο ώριμος κι αν είναι κατά τα άλλα. Η ανθρωπότητα, ωστόσο, έχει ζήσει μ’ αυτές τις παιδαριώδεις υποθέσεις για χιλιάδες χρόνια και απ’ αυτές έχουν ξεπηδήσει οι ισχυρότερες πηγές δύναμης.
Οι αμέτρητοι άνθρωποι που θυσιάστηκαν για τις πεποιθήσεις τους θεωρούσαν ότι το έκαναν για την απόλυτη αλήθεια. Όμως όλοι τους έκαναν λάθος: πιθανότατα κανείς δεν θυσιάστηκε ποτέ για την αλήθεια‧ η δογματική έκφραση της πίστης του καθενός, τουλάχιστον αυτή, ήταν στην πραγματικότητα αντιεπιστημονική ή μισοεπιστημονική. Απλώς ήθελαν να έχουν δίκιο επειδή πίστευαν πως έπρεπε να έχουν δίκιο. Αν άφηναν την πίστη τους να αποκοπεί από μέσα τους, αυτό θα σήμαινε πως έθεταν ίσως εν αμφιβόλω την αιώνια ευτυχία τους. Σε ένα ζήτημα τόσο μεγάλης σημασίας, η «βούληση» λειτουργούσε σαν υποβολέας της νοημοσύνης και ακουγόταν πεντακάθαρα. Κάθε πιστός οποιουδήποτε ρεύματος υπέθετε πως ήταν αδύνατον να διαψευστεί και, αν τα αντεπιχειρήματα αποδεικνύονταν πολύ δυνατά, μπορούσε πάντα να στρέψει με γενικούς όρους τα βέλη του στη λογική, ίσως και να υψώσει σαν λάβαρο φανατισμού το «credo quia absurdum est» [«το πιστεύω επειδή είναι παράλογο», φράση που αποδίδεται στον θεολόγο Τερτυλλιανό (3ος αιώνας μ.Χ.)].
Κάθε πιστός οποιουδήποτε ρεύματος υπέθετε πως ήταν αδύνατον να διαψευστεί και, αν τα αντεπιχειρήματα αποδεικνύονταν πολύ δυνατά, μπορούσε πάντα να στρέψει με γενικούς όρους τα βέλη του στη λογική, ίσως και να υψώσει σαν λάβαρο φανατισμού το «credo quia absurdum est».
Δεν είναι η πάλη των απόψεων που έκανε την ανθρώπινη ιστορία τόσο βίαιη, αλλά μάλλον η πάλη της πίστης στις απόψεις, δηλαδή η πάλη των πεποιθήσεων. Αν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που υπολήπτονταν τόσο πολύ τις πεποιθήσεις τους και θυσίασαν τα πάντα γι’ αυτές χωρίς να εξαιρέσουν ούτε την τιμή ούτε το σώμα ούτε τη ζωή τους – αν είχαν αφιερώσει τις μισές μόνο από τις δυνάμεις τους στη διερεύνηση των αιτίων που τους έκαναν να προσκολληθούν στη μία ή στην άλλη πεποίθηση, πόσο μπροστά θα προχωρούσαν και πόσο ειρηνική θα έμοιαζε σήμερα η ιστορία της ανθρωπότητας! Πόσα περισσότερα θα γνωρίζαμε! Θα είχαμε αποφύγει όλες τις βάρβαρες σκηνές από διώξεις παντός είδους αιρετικών, κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον, οι εξεταστές θα εξέταζαν πρώτα απ’ όλα μέσα τους και θα ξεπερνούσαν την αλαζονική ιδέα ότι υπερασπίζονταν την απόλυτη αλήθεια‧ δεύτερον, οι ίδιοι οι αιρετικοί δεν θα έδιναν ιδιαίτερη προσοχή σε αρχές εξίσου φτωχά θεμελιωμένες μ’ εκείνες όλων των φανατικών και των «ορθόδοξων» μόλις τις διερευνούσαν καλύτερα.