«Από το πλήθος των ψυχών σχηματίστηκε μια φαρμακερή αντάρα. Ανέβηκε μέχρι τη σέλα του αλόγου μου, σαν σμάρι άγριων μελισσών έτοιμο να χιμήξει».
Της Ελένης Μουσάτοβα
Στήριξα τα πόδια μου στους αναβολείς, ίσιωσα την πλάτη. Ο καράς μου ο βαρβάτος, πετώντας σαπουνάδες ζερβόδεξα από την ιδρωμένη του ράχη σταφυλοπατούσε τα νέφη χλιμιντρίζοντας. Η παπάχα [1] στο σβέρκο, το γκρίζο χιτώνιο με τα χρυσά κουμπιά, το ατσαλάκωτο παντελόνι με τις γαλάζιες ρίγες, τα αστραφτερά σπιρούνια, το στιλέτο με την ασημένια λαβή και ένα τουφέκι στην πλάτη, το μάτι το κορακίσιο να ζυγίζει τα πάντα, το μουστάκι με τις άκρες γυρισμένες λεβέντικα προς τον ουρανό. Ποιος με είδε και δεν με θαύμασε! Ο εσαούλ [2] της Πρώτης Μεραρχίας των Κοζάκων της Βέρμαχτ [3] Εγκόρ Σόλοδοβ αυτοπροσώπως.
Ο ντουνιάς περνούσε από κάτω μου χωρίς να με πάρει χαμπάρι, τα μάτια τους καρφωμένα στο χώμα, στην πλήρη σιωπή. Ανέμισα το καμουτσίκι, να μπουν στη σωστή σειρά. Ο καθένας ήξερε την θέση του, όπως κι εγώ τους γνώριζα όλους. Θυμόμουν ονόματα, πρόσωπα και ποινές. Όχι καταδίκες, επειδή τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν. Ήμουν ο νόμος εν τη απουσία των νόμων και το χέρι του νόμου που όριζα εγώ ο ίδιος.
Σχημάτισαν τις φάλαγγες. Η μεγαλύτερη ήταν των Οβριών. Ακολουθούσαν οι διανοούμενοι αντιφρονούντες, οι κουλάκοι [4], οι γυναικωτοί, οι παππάδες. Λίγες ήταν οι γυναίκες. Η πρώτη η Λενιώ, η νύφη μου έσερνε τις άλλες ταλαίπωρες πίσω της. Της φώναξα να φύγει. Δεν έφταιγα εγώ. Εκείνα τα στιχάκια η ίδια τα είχε γράψει, με τα λυγερά σαν κλαδιά της ιτιάς χεράκια της. Βοήθησα, την βγάλαμε άρρωστη για το ψυχιατρείο. Να κρεμαστεί εκεί, στον σωλήνα της τουαλέτας, ήταν καθαρά δική της απόφαση. Τον γιο της, τον εγγονό μου μαθές, τον Βίκτωρα, τον μεγάλωσα ο ίδιος. Μου έμοιασε στην μούρη, πραγματικός Κοζάκος, αλλά με την στόφα του χαμένου. Γρατζουνάει τα τετράδια με ποιήματα, όπως και η μάνα του, θαρρεί ότι δεν το ξέρω;
Οι άλλοι με τα χείλη μπλαβιά και τα δάχτυλα φαγωμένα από γουλιανούς [6] σκορπούσαν τις βδέλλες στο κάθε τους βήμα. Δικοί μου ήταν, τους αναγνώριζα.
Από τις τρύπες στο σβέρκο μερικών που παρελαύνανε μπροστά στα μάτια μου έβγαινε ο καπνός, κλωθογύριζε πάνω από τα κεφάλια σαν το φωτοστέφανο στις εικόνες του Εκείνου, που το όνομά του το έμαθα να γράφω με ένα Ι [5]. Δικό μου έργο, με απόλυτη ακρίβεια και αποτελεσματικότητα, όπως έλεγαν στην Υπηρεσία. Οι άλλοι με τα χείλη μπλαβιά και τα δάχτυλα φαγωμένα από γουλιανούς [6] σκορπούσαν τις βδέλλες στο κάθε τους βήμα. Δικοί μου ήταν, τους αναγνώριζα. Έτσι το κανονίζαμε με τους συντρόφους μου, άμα είχαμε μεγάλες ροές. Αντί να σκάβουμε τάφους, ρίχναμε τα κορμιά στα νερά του ποταμού δίπλα στα θεμέλια του κτηρίου που στέγαζε την Υπηρεσία. Καμιά φορά κάναμε οικονομία και στα πολεμοφόδια. Γιατί να ξοδευτεί το φυσίγγι αν το πλάσμα ξεψυχάει από ένα γερό χτύπημα με το κοντάκι; Είχε, βέβαια, και η Γκουλάγκ [7] τη χάρη της, έδινε δωρεάν εργατικά χέρια προς όφελος του κράτους, όμως δεν υπαγόμουν σ’ αυτή. Άλλοι φορτώθηκαν εκείνη τη δόξα.
Από το πλήθος των ψυχών σχηματίστηκε μια φαρμακερή αντάρα. Ανέβηκε μέχρι τη σέλα του αλόγου μου, σαν σμάρι άγριων μελισσών έτοιμο να χιμήξει. Άγνωστο μέχρι τότε συναίσθημα με είχε κυριεύσει. Μάλλον το λένε τρόμο.
Τράβηξα τα γκέμια, σηκώθηκε το άτι μου στα πισινά του πόδια χωρίς να απομακρυνθεί. Ήθελα να χουφτώσω την αρματωσιά μου, αλλά αν άφηνα το χαλινάρι θα έπεφτα χάμω χωρίς καμιά ελπίδα για οίκτο. Οι ανάσες μου συγχρονίστηκαν με του αλόγου, η καρδιά μου κάλπαζε, χτυπούσε τα πλευρά, τα μηνίγγια, τις φτέρνες. Το κορακίσιο μάτι θόλωσε, ο ίδρωτας ή ίσως τα δάκρυα έσταζαν από το μουστάκι στα θαμπόχρυσα κουμπιά στο στήθος, αφήνοντας μαύρα σημάδια σαν στόχου σκοποβολής.
Ξεχώριζα τα άτομα στο πλήθος. Εκεί ήταν ένας Έλληνας, δάσκαλος στο γυμνάσιο του παιδιού μου. Του μάθαινε την ιστορία και τους μύθους της πατρίδας του, ο κατάσκοπος… Ο άλλος - ο παππάς, το Αγάπα τον πλησίον σου με εκνεύριζε… Ο συνάδελφός μου, ο γραμματικός – παραποίησε το πρωτόκολλο ανάκρισης ενός μαυραγορίτη. Είχαν συγγένεια άραγε; Αυτός ο ξερακιανός, με την ποδιά του εργάτη μεταλλουργείου, ζούσε στο σπίτι μου πριν από μένα. Είχε δυο κούτσικα – αγόρι και κορίτσι. Τον μικρό τον θυμόμουν από το βλέμμα – λυκόπουλο σκέτο, ούτε δάκρυ, ούτε φόβος, με κοίταζε με τέτοιο μίσος, αδύνατον να ξεχαστεί. Λείπει από την παρέα μας, μάλλον επέζησε… Το σπιτάκι τους μου το παραχώρησε η Υπηρεσία. Ο Θεός να το κάνει σπίτι – δυο δωμάτια με ξύλινους τοίχους, κουζίνα και τα κομφόρ στην αυλή. Μείναμε πέντε άτομα εκεί. Τόσα χρόνια έχουν περάσει, ένα βάψιμο δεν αξιώθηκα να κάνω. Σκεφτόμουν τα έξοδα ή περίμενα τον πραγματικό ιδιοκτήτη;
Άκουγα τις άναρθρες κουβέντες τους, μάλλον ήταν παράπονα. Γίνεται να δοθούν απαντήσεις σε όλους; Ίσως, αλλά όχι από μένα.
Έβγαλα μια βροντερή κραυγή, να καλύψω τους ψιθύρους τους και την τρομάρα μου: «Σκασμός! Σκορπιστείτε!» Κάποια πουλιά γύρισαν παραξενεμένα, προς τι ο σαματάς, και το φεγγάρι… γιατί με κοιτάζει το φεγγάρι;
«Να πάρω όλη την ευθύνη; Κάλπηδες, έ κάλπηδες! Για κατεβείτε, μιλήστε στον λαό σας».
Και μου ήρθε μια απάντηση. Όχι σαν φωνή, αλλά σαν σκέψη. Μια φράση στο μυαλό μου μέσα. Ο τσεκίστας πρέπει να έχει ζεστή καρδιά, ψυχρό κεφάλι και καθαρά χέρια [8]. Ναι, σε ξέρω, τον κάλπη. Μ’ αυτές τις ανοησίες φούσκωσες τα μυαλά του πεινασμένου ορφανού. Ζήτησες καθαρά χέρια; Δες τα δικά μου και των άλλων των μαθητών σου. Όλα τα σαπούνια της γης να φέρεις, δεν μπορείς να τα ξεπλύνεις από το αίμα, τα μυαλά και τα σκατά των ανθρώπων.
Έναν χρόνο ονειρεμένο μονάχα να είχα στο ριζικό μου, με κανόνες απλούς και δίκαιους. Να μην κρύβω το μίσος που ξερνάει η ψυχή μου - για τα Σοβιέτ, για τους Εβραίους, για εκείνους που είχαν καταστρέψει την ελευθερία των κοζάκων, με τα τσιράκια τους εθισμένα να πίνουν το ρωσικό αίμα. Σαν τον Άγιο Γεώργιο θα πολεμούσα τον δικό μου δράκο. Ακόμα και αν έκανα τον Χίτλερ φιλαράκι.
Τα εξήντα χρόνια της ζωής μου είναι το μαύρο άτι που χλιμιντρίζει τωραδά ετοιμοθάνατο, ποτισμένο με το δηλητήριο της προδοσίας και των φόνων. Γι’ αυτό ουρλιάζω τις νύχτες τρομάζοντας τους γείτονες. Έτσι θα βασανίζεται και ο γιος μου που βαδίζει ακόμα στα χνάρια μου. Θυσία χρειάζεται μονάχα. Τόσο αληθινή όσο τίποτα άλλο στο κόσμο.
Πέφτω στα πόδια σου Μεγαλοδύναμε, εγώ που δεν έψαχνα ποτέ για συγχώρηση, άλλοι έφταιγαν. Μην αρνηθείς τον θησαυρό μου τον μοναδικό. Στις φλέβες του κυλάει το αίμα μου φαρμακερό, και ας γράφει ακόμα ποιήματα.
Είμαι ο εσαούλ Εγκόρ Σόλοδοβ. Κανόνισε, μην πάω στην κόλαση, επειδή ήμουν κόλαση εγώ ο ίδιος.
***
Ακούω πως έρχονται. Τα χέρια μου δεμένα πισθάγκωνα. Φοράνε τα λευκά, συζητάνε χαμηλόφωνα και με χαμόγελο.
- Τελικά τι ήταν αυτός - της ΚαΓκεΜπε ή προδότης;
- Συνταξιούχος ασφαλίτης είναι. Ο πατέρας του Λεωνίδα Σόλοδοβ, του υπουργού. Γιατί ρωτάς;
- Αφού κάτι έλεγε για την Πρώτη Μεραρχία των Κοζάκων, δεν το κατάλαβες. Εκείνοι ήταν με τους Γερμανούς στον πόλεμο.
- Μπα; Τρελός ή όχι, ας τα πούμε στην συντρόφισσα Διευθύντρια, να αναλάβει εκείνη την ευθύνη.
Η κεντριά της ένεσης με έστειλε στην αγκαλιά του Ύπνου. Εκείνος ο Έλληνας, ο δασκαλάκος, έλεγε, ότι είναι δίδυμος αδελφός του Θανάτου. Κάτι είχα μάθει στην Υπηρεσία.
Ελένη Μουσάτοβα
* Στην κεντρική εικόνα, πλάνο από εκτοπισμένους σε γκουλάγκ.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ελένη Μουσάτοβα γεννήθηκε το 1961 στην Ρωσία. Μένει μόνιμα εδώ και τριάντα χρόνια στην Ελλάδα και εργάζεται ως ιατρός. Γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα και ποίηση στα ελληνικά.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.