
«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Arthur Rimbaud, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Συνεχίζουμε με το διήγημα του Χάρη Καλαϊτζίδη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μα κι όταν τον γεννούσανε ήτανε κάποιος άλλος. Ο Νίκος, που ξαπλώνει δίπλα μου αλλαγμένος, με τα βυζιά του πιο μικρά, με τρίχες να πληθαίνουνε στα μπούτια και στον κώλο σκαρφαλώνοντας ορμητικά τις πλαγιές του μουνιού του μα προς στιγμή κρυβόμενες κάτω από την κιλότα, με φρέσκα μπράτσα οδυνηρά και ώμους που ανοίγουν, ο άντρας που με αγγίζει.
Έχει τα πόδια σταυρωμένα κι ένα τσιγάρο που γυροφέρνει στο στόμα καθώς παραπονιέται για τα άτομα που βλέπει, λέει: Πως όλα τους ζορίζονται με τη μετάβασή του, θέλουν να τον υποστηρίξουν, θέλουν να είναι εκεί για αυτόν, μα κάτι αντιστέκεται κι εν τέλει δεν τους βγαίνει. Και η φοιτήτρια που τον λάτρευε τον θέλει πιο κορίτσι, μπερδεύεται με την τραχιά χροιά που αποκτά η φωνή του∙ κι ο σαραντάρης που έβλεπε τον έχει για παιχνίδι, ψάχνει ένα κουήρ μυστικό να κρύβει απ’ τη δικιά του∙ κι ο ποιητής που πήδαγε, ο πιο σκληρός απ’ όλους, πια τον αγγίζει πιο ψυχρά, πιο αποτραβηγμένα, πιο φιλικά τον ακουμπά τώρα που αυτός αλλάζει.
Είναι δύσκολο, το αντιλαμβάνομαι∙ είναι οδυνηρό. Μα όσο το σκέφτομαι αυτό νιώθω κι εγώ ένα τείχος – κάτι έχει σβήσει μεταξύ μας, κάτι έχει εμφανιστεί. Χωρίς να με ενοχλεί το σώμα του κι οι αλλαγές σε εκείνο, υπάρχει ένας άλλος αέρας, μια νέα ατμόσφαιρα κι ορμή που με αποδιοργανώνει. Κάτι έχει σβήσει, είναι σαφές: Κάτι έχει ξεπροβάλλει. Μια γυάλινη επιφάνεια στέκει ανάμεσα μας, και μόνο αναρωτιέμαι ποιος βρίσκεται εντός και ποιος πια στην απέξω. Δεν είναι η βιτρίνα ενός καταστήματος με λαμπερές εκπτώσεις, δεν είναι η βιτρίνα ενυδρείου με πεινασμένα ψάρια ούτε η βιτρίνα ανάμεσα στον έγκλειστο και σ’ έναν επισκέπτη – ή, ακριβέστερα, είναι όλα αυτά μαζί: η βιτρίνα που διαχωρίζει εκείνους που γνωρίζουνε πως το γυαλί λυγίζει απ’ όσους ονειρεύονται μια μέρα να το σπάσουν, μια αραχνοΰφαντη, σκληρωτική δομή που ορίζει τις πιο επίφοβες περιστροφές σωμάτων και στην οποία, ανά στιγμές, παύει να υπάρχει ο άλλος και συναντάς ανελλιπώς την αντανάκλασή σου. Ακόμα δεν μπορώ να πω ποιος είναι μέσα και ποιος έξω∙ μα η βιτρίνα είναι εκεί, ναι, κάτι έχει αλλάξει.
Διαισθανόμενος αυτό το νέο κενό απλώνω ένα χέρι. Αγγίζω το ξυρισμένο κρανίο του, η παλάμη μυρμηγκιάζει – κι εκείνος ηλεκτρίζεται. Απλώνεται και με ακουμπά, με φέρνει πιο κοντά του, πλακώνεται με το σώμα μου χαρίζοντάς του χάδια ώσπου το πέος μου και το μουνί του διαπλέκονται απλά. Και τα χέρια μας μπερδεύονται, πλέον μόνο ένα χέρι, σαν πληγωμένα περιστέρια που ξεψυχάνε ευφραίνονται και παίρνουνε δυνάμεις γιατί σ’ εκείνη τη στιγμή, όταν τα νύχια θάβονται βαθιά μες στον καρπό μου, εγώ δεν είμαι σίγουρος αν είμαστε πια ένα, αδυνατώ να προσδιορίσω πού ακριβώς αρχίζω εγώ και πού τελειώνει εκείνος έτσι ώστε πάντα όταν τελειώνουμε συνεχίζουμε μαζί, εξακολουθούμε να χτυπάμε, να γλείφουμε και να δαγκώνουμε κομμάτια από σάρκα που ίσως είμαστε εμείς μα που δεν μας ανήκουν –γιατί δεν μας ανήκει τίποτα σ’ εκείνες τις στιγμές, το σώμα μας είναι όσο δικό μας όσο οι λέξεις μας, οι ιδέες μας, τ’ αστέρια– σε αυτή τη σπάνια σιωπή όταν τα χέρια μπλέκονται σε σάρκινο κουβάρι κάθε βιτρίνα καταρρέει, το κρύο γυαλί λυγίζει, γυρίζει, καμπυλώνεται ώσπου και σπάει άσπιλα, χωρίς κρότο ή πόνο, παράγοντας την ψευδαίσθηση πως ποτέ δεν υπήρξε. Σωριαζόμαστε λαχανιασμένοι όπως και πριν στο στρώμα, ξαπλωμένοι σιωπηλά, καθένας στη μεριά του.
Και το πικρό γυαλί επιστρέφει. Ξανά αυτός ο τοίχος, αυτή η απόσταση, η αδυνατότητα της επαφής εκτός απ’ όταν το σώμα μας παύει να ’ναι δικό μας. Ξαπλώνω δίπλα του κι όμως ήδη βρίσκομαι χιλιόμετρα μακριά∙ κατοικούμε σε άλλους κόσμους, σε άλλες διαστάσεις, σφαίρες που πλέουν μοναχές μέσ’ από τους αιώνες, τροχιές που δεν εφάπτονται στη σκόνη των αστέρων. Ο Νίκος αρχίζει να μου μιλάει μα οι λέξεις του βουβαίνονται απευθείας – περνάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου, κάτω από το κρεβάτι, χάνουν κάθε ισχύ και κάθε περιεχόμενο την ακριβή στιγμή που αφήνουνε τα χείλη. Κάποτε με αγγίζανε όπως υγρό μπαμπάκι∙ οι λέξεις του ήταν για μένα ψητά κολοκυθάκια. Ήταν το φαγητό που ετοίμαζε στην κουζίνα φωνάζοντάς με στοργικά, νομίζω είναι έτοιμο! έλα να δοκιμάσεις. Τώρα φωνάζει ακόμα, έλα! φωνάζει μα όταν φτάνω στην κουζίνα βρίσκω ψητό γυαλί – αυτός δεν είναι εκεί. Εκείνος λείπει απ’ την κουζίνα, απ’ την καρδιά των λέξεων, εκείνος λείπει τώρα. Μιλά βουβά, ξεκούρδιστα, χωρίς καν να υπάρχει.
Κάποια στιγμή καταλαβαίνει πως δεν μπορώ να ακούσω. Κάποια στιγμή σωπαίνει. Γυρνάει και με κοιτάει με μια φωνή καινούργια, και με τη νέα του φωνή ανακοινώνει ότι είναι ένας πόλεμος αυτό που μας συμβαίνει. Κι απ’ το παράθυρο που στεκότανε δίπλα από το κρεβάτι άξαφνα ακούγονται ξανά αναλαμπές κι εκρήξεις. Είναι ένας πόλεμος για να μπορώ να λέω εγώ για μένα, να μη χρειάζεσαι εσύ, να μη σε έχω ανάγκη. Σε αυτόν τον πόλεμο, συνέχισε, με μάτια πιο σπαρακτικά και με κραυγές των δρόμων, εγώ κι εσύ βρισκόμαστε σε αντίθετες πλευρές. Δεν έχει σημασία η κατανόησή σου, η ιδεολογία σου, τα όσα έχεις να πεις, δεν έχουν καμία σημασία οι υποτιθέμενες κινήσεις υπέρβασης τού εαυτού σου, αυτά που κάνεις για να πάψεις να είσαι πια εσύ, δεν έχεις αρκετή ανάγκη για να ‘ρθεις στην άλλη όχθη, είμαστε εχθροί, δεν το θέλουμε μα είμαστε εχθροί ακούς; Ακούς το βάρος της ιστορίας –σειρήνες απ’ τον δρόμο, κομμάτια από κράσπεδο διασχίζουν τους αιθέρες– ακούς το πώς βογκάει; νιώθεις, όταν δεν μου μιλάς, το πόδι της στον σβέρκο; Οι προθέσεις δεν αρκούν, η κατανόηση χωλαίνει, βρισκόμαστε σε αντίθετα στρατόπεδα κι αυτό δεν θα αλλάξει.
Κι ακόμα, συνεχίζει, ενώ η νύχτα ξεγλιστρά μέσα στα βλέφαρά του κι ενώ η μορφή του αίρεται απάνθρωπη μπροστά μου, κι ακόμα και τώρα αδιάκοπα μιλάς εσύ για μένα. Οι λέξεις είναι πόλεμος, συνθήματα στον δρόμο. Συμβαίνουν τώρα όλα αυτά, όπως συμβαίνουν πάντα (πάντα σ’ ένα ισχνό παρόν, πάντα εδώ και τώρα). Κι όπως αισθάνομαι ελαφρύς κι αναίτιος συνάμα νιώθω να αφήνομαι στην αγκαλιά της λήθης κι αντιλαμβάνομαι με ανακούφιση ότι τα λόγια αυτά δεν ήρθαν απ’ τον Νίκο, πως ήταν σκέψεις χαοτικές σχισμές πριν απ’ τον ύπνο, κι έτσι ησυχάζω, νιώθω το χέρι του να χαϊδεύει τα μαλλιά μου ενώ τα χείλη του συλλαβίζουνε μιλάς εσύ για μένα κι ησυχάζω, βουλιάζω, επισκιάζομαι, αφήνομαι στη νάρκη. Απότομα οι λέξεις μου γίνονται δικές του. Ναι, τώρα πια οι λέξεις του έχουν γίνει δικές μου. Γιατί εγώ μιλάω τώρα. Εγώ μιλάω για μένα. Και με τις νέες λέξεις μου τα βεβηλώνω όλα –
Αφού κι όταν γεννιόμουνα ήμουνα κάποιος άλλος. Εγώ, που ξάπλωνα δίπλα στον ερωμένο μου αλλαγμένος, με τα βυζιά μου πιο μικρά, με τρίχες απ’ τα μπούτια, και που σηκώθηκα σιγά, όταν εκείνος χάθηκε στον ήσυχό του ύπνο, έφτασα στο παράθυρο κι άναψα ένα τσιγάρο. Πλέον κοιτάζω στο γυαλί την αντανάκλασή μου και βλέπω, πάντα δίπλα της, την άσχημή μας πόλη. Μόνο αυτή με γνωρίζει πραγματικά –χωρίς να τη γνωρίζω– μόνο αυτή μπορεί να μιλήσει για μένα. Και καθώς φυσάω τον καπνό μου πάνω από τις κεραίες άξαφνα διαισθάνομαι ότι με ξέρουν κι άλλοι, πλάσματα που όπως εγώ παγιδευτήκαν στον καθρέπτη ώστε να μάθουν ύστερα πως πάντα υπήρχαν θρύψαλα μες στο γυμνό τους πέλμα κι ότι η υαλουργία ήτανε η πιο ωραία τέχνη. Νιώθω πως κάθε μας στιγμή το σώμα μας είναι ένα, κι η αίσθηση αυτή γίνεται σκέψη η οποία αρθρώνεται σε λέξεις και τότε –ξαφνικά– ξεφεύγει ένα γελάκι, ποιος ξέρει, ποιος μιλάει;
*Ο ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ είναι πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος. Πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πολεμική μηχανή» (εκδ. Εστία).