
Για την παράσταση «Σωτηρία» της Χαράς Ρόμβη, σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη, στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Από το διήγημα «Σωτηρία» της Χαράς Ρόμβη (η ομώνυμη συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες») εμπνεύσθηκε ο Θανάσης Δόβρης την εξαιρετική ομώνυμη παράσταση που είδαμε χθες στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πολλά γράφτηκαν για το γλυκόπικρο χιούμορ της συγγραφέως, για το «πορτραίτο της Ελλάδας του ’80 και του ’90», για την αλλοτρίωση της ηρωίδας. Το βέβαιο είναι πως το σκηνικό του έργου σε συστήνει αυτόματα στην ιδιοσυγκρασία μιας γυναίκας που ακόμη δεν έχει πατήσει τα σαράντα, που κατάγεται από την Τριχωνίδα, που παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να διαφύγει από την επαρχία και που απολαμβάνει τον καταναλωτικό παράδεισο εκείνης της εποχής του ΠΑΣΟΚ, ένα πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό θέμα, ακόμη και σήμερα.
«Κλεισμένη στην κάψουλα του ίδιου της του φαρμάκου»
Εμφανώς ημιμαθής (δεν της έχει δοθεί η μορφωτική ευκαιρία) και μισοπαραδομένη στα αδιέξοδα των επιλογών της (ο γάμος ως σανίδα σωτηρίας), η Σωτηρία συνοψίζει την καταπίεση και τους τρόπους διαφυγής αμέτρητων γυναικών, όχι μόνο της δεκαετίας του ’80, αλλά και του σήμερα. Μια επίγεια Εδέμ είναι, για τη Σωτηρία, οι έτοιμες τούρτες, οι κύβοι KNORR, τα αμέτρητα απορρυπαντικά και «εκθαμβωτικά», τα ράφια και τα ψυγεία με τα έτοιμα παγωτά: όμως, η απορρόφηση της νεόπλουτης από την καταναλωτική μανία είναι που την παγιδεύει κιόλας: «Προδομένη απ’ τις αισθήσεις της δεν κατάλαβε ότι ο παράδεισος είχε κλείσει γι’ απόψε» (σσ. 42-43). Αφού τρομοκρατηθεί μέσα στα σβηστά φώτα, αφού βιώσει ένα ενοχικό trip στη σκέψη της πρωινής της απολογίας, αφού κλάψει κι αφού ανατρέξει στα παιδικά της χρόνια στο χωριό, όπου ήταν καταδικασμένη στη συλλογή καπνών, η Σωτηρία θα επιβεβαιώσει στον εαυτό της (σ’ αυτήν τη δεύτερη, ανδρική φωνή συνειδήσεως που φιλοτεχνεί ο Δόβρης) τη σωστή απόφαση για μετανάστευση στην πρωτεύουσα: σ’ αυτό το σημείο, ο σκηνικός διάκοσμος (αφίσα από το σήριαλ «Τόλμη και γοητεία», αφίσες με τους ποδοσφαιριστές της εποχής, μεγααφίσα με τη νεαρή τότε δημοσιογράφο Λιάνα Κανέλλη: «μια γυναίκα με προσωπικότητα», όπως λέει χαρακτηριστικά η ηρωίδα, αφίσες που παραπέμπουν στην Ελλάδα της επίπλαστης ευμάρειας και της αρπαχτής) αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικός.
Όμως, η εκτόνωση που προσφέρει στη Σωτηρία το shopping therapy («Ξεσκάς, ρε παιδί μου, εδώ μέσα!») δεν αρκεί για να την απαλλάξει από τις μικροαστικές της εμμονές και τις επαρχιώτικες προλήψεις με τις χαρτορίχτρες και τις φλυντζανούδες, καθώς αυτόματα αποδίδει τον εγκλεισμό της στη βασκανία, δηλαδή σε μια διαβολική συγκυρία: «Ο διάολος μπορούσε να τα κανονίσει όλα καταπώς ήθελε» (σσ. 45-46). Και, κάπου πιο κάτω στο διήγημα: «Κλειδωμένη στη διαβολοπαγίδα που ήταν τώρα γι’ αυτή το σουπερμάρκετ δεν είχε παρά να πράξει τα στοιχειώδη. Έβγαλε από το πορτοφόλι της μια χάρτινη εικονίτσα της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τη φίλησε κι έκανε έναν τριπλό επιμήκη σταυρό» (σ. 46). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της θεατρικής διασκευής αναβαθμίζει φοβερά το συγκεκριμένο διήγημα. Και η σκηνική αξιοποίηση της συγκεκριμένης προσευχής αναδεικνύεται στην ύψιστη αρετή της παράστασης του κύριου Δόβρη.
Οι δαίμονες και οι φόβοι
Μεγάλη μοναξιά χαρακτηρίζει το υποσυνείδητο βίωμα της Σωτηρίας: όλο και κάποια απώλεια τη στοιχειώνει (π.χ. η κάπως μελοδραματική απώλεια ενός αδελφού που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, ή το «πνίξιμο» του παλιού της χωριού από την πλημμύρα ενός ποταμού), κυρίως όμως η απώλεια ενός νεανικού έρωτα (θυσία στον βωμό της ευμάρειας) και της μοίρας που η οικογένειά της είχε προδιαγράψει για λογαριασμό της: μια σειρά από τραύματα και ματαιώσεις από τα οποία έχει επιβιώσει και διασωθεί (το υποδηλοί και το όνομά της), και που την καταξιώνουν και την καθιστούν σύμβολο μιας ιδιότυπης μορφής χειραφέτησης. Η κυριότερη μορφή χειραφέτησης είναι αυτή που τη βγάζει από τη μοίρα της συλλέκτριας καπνών και την αναβαθμίζει στον ρόλο της οικόσιτης, παντρεμένης νοικοκυράς: «Φύγαμε και γλιτώσαμε απ’ τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες. Μόνο κουτσομπολιό και θάνατο έχει το κωλοχώρι» (σ. 37), λέει αυταπατώμενη, ενώ προεκτείνει στο άπειρο την κατάρα του επαρχιακού βίου, παρά το γεγονός ότι του έχει στρέψει τα νώτα.
![]() |
© Χρήστος Συμεωνίδης |
Αντιμετωπίζοντας μέσα στο σκοτάδι τους δαίμονές της, η ηρωίδα της Ρόμβη είναι, ταυτόχρονα, αυτοσαρκαστική και κωμική: η ευτέλεια του περιβάλλοντός της είναι αποτυπωμένη στο ντύσιμό της, στα παπούτσια της, στις κινήσεις της (εξαιρετική ενδυματολογική και κομμωτική επιλογή, αριστούργημα η διστακτική, βεβιασμένη κίνηση στον χώρο, με συνεχή σκουντουφλήματα και γκάφες). Κυρίαρχος φόβος της, ο φόβος της μοναξιάς. Η Μαρία Παρασύρη δίνει σάρκα και οστά σε μια περίπλοκη γυναικεία ψυχοσύνθεση, που όμως φέρει τις αρετές της μεσότητας. Κάθε γυναίκα μέσης ηλικίας που είναι σύζυγος, μητέρα και κάτοικος της Αθήνας, φέρει όμως ενστιγματικά τις μνήμες της επαρχιακής ζωής και μιας ελλειπτικής παιδικής ηλικίας: να το εύρημα της συγγραφέως και το δέλεαρ του σκηνοθέτη.
«Είναι, λέει, στο χωριό της την εποχή της Κατοχής...»
Ο λαϊκός τύπος γυναίκας που ενσαρκώνει η Σωτηρία είναι πολύ δημοφιλής και οικείος, γιατί παραπέμπει στις μανάδες μας και στις θειάδες μας, τουλάχιστον ημών των μεγαλυτέρων. Είναι αξιοθαύμαστη η παρατηρητικότητα και η ευστοχία της συγγραφέως. Η δε Μαρία Παρασύρη είναι συγκλονιστική. Με χαλαρό ύφος, καλά δουλεμένες κινήσεις και αναπνοές, εξαιρετικό timing και κατασταλαγμένη σκηνική πείρα (φαντάζομαι και με τη λεπτόλογη παρέμβαση του Θανάση Δόβρη) τελικά πετυχαίνει απόλυτα να αποδώσει με συγκίνηση και ένταση τον ιδιότυπο (όσο και κοινότοπο) ψυχισμό αυτής της «μέσης» Ελληνίδας γυναίκας, που συνήθως υφίσταται με χιούμορ την καταπίεση που της επιβάλλεται χωρίς να αποβάλλει την ενέργεια και το ριψοκίνδυνό της χαρακτήρα και τραγουδώντας καψουροτράγουδα. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που βιώνει η Σωτηρία είναι μια περιπέτεια μεγάλου μεγέθους για τα δικά της δεδομένα: γι’ αυτό και στο όνειρό της (σε μια στιγμή όπου την παίρνει ο ύπνος στο πάτωμα), μεταφέρεται αίφνης στην Κατοχή, παγιδευμένη σε μια αποθήκη τροφίμων, ενόσω οι Γερμανοί την περιμένουν ένοπλοι απ’ έξω. Ευρηματική η σκηνοθεσία, με τον βοηθό σκηνοθέτη να μας «διαβάζει» το όνειρο της ηρωίδας. Η Σωτηρία θα τους εξολοθρεύσει όλους στον ύπνο της: το αντίθετο, δηλαδή, απ’ ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
![]() |
© Χρήστος Συμεωνίδης |
Βεβαίως, στην περίοδο της Κατοχής που επιλέγει εμβληματικά η συγγραφέας για το όνειρο της ηρωίδας της, τότε ακριβώς μπήκαν οι βάσεις όλων των κακώς κειμένων που κατατρύχουν έως σήμερα την ελληνική πραγματικότητα: για παράδειγμα, το εμφυλιοπολεμικό σύνδρομο, ή η ευπιστία που οδήγησε δύο ολόκληρες γενεές στο να εμπιστευθούν τον λαϊκισμό του ΠαΣοΚ, με όλα τα ολέθρια επακόλουθά του στον τρόπο ζωής μας, στην καθημερινή μας αισθητική, στο πολιτικό μας ήθος, που καθορίζουν μέχρι σήμερα το ποιοι είμαστε. Έτσι, με το εύρημα του ονείρου, η συγγραφέας και ο εξαιρετικός σκηνοθέτης αποδίδουν όλες τις δυνατές διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει ο υπαρξιακός τρόμος των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται, σε μια κομβική στιγμή της ζωής τους, πως «πήρανε τη ζωή τους λάθος».
Η δύναμη να γελάς μέσα στη μαύρη νύχτα
Για να είμαι ειλικρινής, στο κείμενο της Χαράς Ρόμβη βρήκα τόσες ποιότητες που το κατέταξα αυτόματα στη δεύτερη θέση θεατρικού μονολόγου βασισμένου σε λογοτεχνικό κείμενο μετά το «Γκιακ» του Παπαμάρκου. Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο ότι ο Θανάσης Δόβρης επέλεξε τη συγκεκριμένη συγγραφέα για να συνεργασθεί. Ωστόσο (και το λέω αυτό διαπνεόμενος από σεβασμό για την εξαιρετική δουλειά που είδα χθες στο θέατρο και από θαυμασμό προς τους δύο δημιουργούς, συγγραφέα και σκηνοθέτη), αν είχα την τύχη να δημιουργήσω -όπως το έκαναν συνεργατικά η Χαρά Ρόμβη με τον Θανάση Δόβρη- το πορτραίτο μιας γυναίκας που προσεύχεται να γίνει «άφαντη» ώστε να γλιτώσει από τους δαίμονές της, νομίζω πως θα απολάμβανα τις δάφνες του θριάμβου μου και θα σταματούσα εκεί. Θα στεκόμουν στη μεγάλη ανακάλυψη της προσευχής που υλοποιείται κάνοντας την ηρωίδα αόρατη. Θα αρκούμουν σε αυτό το επίτευγμα, μαζί με το σκηνικό επίτευγμα της περιβολής με τις «χλαμύδες προϊόντων»: σ’ αυτόν τον εξαιρετικό «μανδύα προϊόντων» της Αλέγιας Παπαγεωργίου που μετατρέπει τη Σωτηρία σε τοτέμ της γυναικείας υπόστασης, σε διαχρονικό σύμβολο, σε μοναδικό θεατρικό χαρακτήρα.
![]() |
© Χρήστος Συμεωνίδης |
Θα παρέλειπα την αναφορά στον θάνατο του αδελφού και το φερετράκι του, σίγουρα θα παρέλειπα την πλημμύρα του χωριού και εννοείται πως, σε επίπεδο δραματουργικών προσθηκών, θα παρέλειπα όλες τις «πιασάρικες» ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του 1982 με τον Τέρενς Κουίκ, την αναφορά στον πόλεμο Ισραήλ-Λιβάνου που είναι έκκεντρη και απλώς συγχρονίζει την παράσταση με τα δραματικά γεγονότα που ζει η ανθρωπότητα σήμερα, επίσης θα παρέλειπα την επικαιροποιημένη αναφορά στο ζήτημα της ίδρυσης της ΤrainΟΣΕ με τον εξόφθαλμο υπαινιγμό για το δράμα των Τεμπών, και τέλος θα παρέλειπα την προσβλητική αναφορά στη Λιάνα Κανέλλη: αυτά τα εξωκειμενικά στοιχεία που κατά τη γνώμη μου υπονόμευσαν τη δραματουργική αρτιότητα της παράστασης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Θανάσης Δόβρης
Δραματουργία: Θανάσης Δόβρη-Χαρά Ρόμβη
Σκηνικό-Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Καλλιτεχνικός συνεργάτης για το σκηνικό: Βαγγέλης Ξενοδοχίδης
Μουσική-Ηχητικός σχεδιασμός: Panú (Παναγιώτης Mανουηλίδης)
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Λαμπάκης
Κομμώσεις: Θωμάς Γαλαζούλας
Ερμηνεύει η Μαρία Παρασύρη
Συμμετέχουν: Ευάγγελος Βογιατζής, Νάσος Κούλης, Νικόλας Λαμπάκης, Αντώνης Νάσιος, Παναγιώτα Ντόμπρη, Δέσποινα Χαλκίδου