Απανθρωπιά, μικροπρέπεια και ωμός ρεαλισμός σ' ένα από τα σπουδαιότερα δράματα του Σαίξπηρ. Το έργο ανεβαίνει στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε εξαιρετική σκηνοθεσία του Γιώργου Χουβαρδά. Ένας κάποτε πανίσχυρος βασιλιά που γίνεται έρμαιο των παιδιών του. Κεντρική εικόνα: © Karol Jarek.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Είναι κανόνας πια, στον άρρωστο καιρό μας, τρελοί να οδηγούν τυφλούς»
Gloucester, «King Lear»
Δύο κόσμοι αντιπαρατίθενται στη θαυμάσια εκδοχή του «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, βασισμένος στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη: ο κόσμος των «κερδισμένων» (Γκόνεριλ, Ρήγκαν, Δούκας της Κορνουάλης και Έντμουντ) και ο κόσμος των «χαμένων» (Κεντ, Κορντέλια, Έντγκαρ, βασιλιάς Ληρ, γελωτοποιός και Γκλόστερ).
Τα κίνητρα του πρώτου κόσμου (των «κερδισμένων») είναι τόσο σκοτεινά, ώστε οι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν εξαντλούν όλα τα περιθώρια ανομίας, μικροπρέπειας, ύβρεως και απανθρωπιάς που μπορεί κανείς να φανταστεί. Ο Σαίξπηρ δείχνει ωμό ρεαλισμό σε ένα έργο όπου υπάρχει πυρηνικό κενό θαλπωρής και οικογενειακής αφοσίωσης, τη στιγμή όπου ο κεντρικός χαρακτήρας αυταπατάται ότι είναι άτρωτος, απρόσβλητος από τα ανθρώπινα προβλήματα, ως αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της παλαιάς, φεουδαρχικής τάξης.
Οι απαίσιες Γκόνεριλ και Ρήγκαν και η ανεπίληπτη Κορντέλια
Στην κυνική προσέγγιση του έργου, η ευφράδεια και η λεκτική περφόρμανς με την οποία επιδεικνύουν την αγάπη τους η Γκόνεριλ και η Ρήγκαν είναι γνώρισμα του κόσμου των «κερδισμένων», ενώ η ειλικρινής, χωρίς μεγαλοσχημίες λεκτική διατύπωση της Κορντέλια είναι γνώρισμα του κόσμου των «χαμένων»: «Σ’ αγαπώ όσο είναι το καθήκον μου».
Ο Ληρ είναι ελλειπτικός ως προς την ψυχοσύνθεση, συμπλεγματικός ως πατριάρχης, αυταρχικός τύραννος, επικίνδυνος στην αυθαιρεσία του, γραπωμένος από τον θώκο της εξουσίας ακόμη και όταν την κληροδοτεί ουσιαστικά στις δύο επιτήδειες κόρες του.
Ο Ληρ είναι ελλειπτικός ως προς την ψυχοσύνθεση, συμπλεγματικός ως πατριάρχης, αυταρχικός τύραννος, επικίνδυνος στην αυθαιρεσία του, γραπωμένος από τον θώκο της εξουσίας ακόμη και όταν την κληροδοτεί ουσιαστικά στις δύο επιτήδειες κόρες του. Αυτοπαγιδεύεται σ’ένα διαρκές «γαύγισμα» των αποφάσεών του εθελοτυφλώντας (ως άλλος Κρέων της σοφόκλειας Αντιγόνης) στις φωνές της αλήθειας.
Έχοντας τη συγκεκριμένη ψυχική δομή, ο Ληρ θα αρνηθεί να αντικρύσει, να αξιολογήσει σωστά και να εναγκαλισθεί τη θηλυκή, γλυκεία, ευαίσθητη πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, με αποτέλεσμα την πλήρη συντριβή του. Πρώτο θύμα της μωρότητας του Ληρ είναι ο Earl of Kent, που στη νέα διανομή τον υποδύεται ο Χρήστος Σουγάρης, δίνοντας χειροπιαστό δείγμα της θεατρικής του αρτιότητας.
Η Αλεξία Καλτσίκη υποδύεται τη Γκόνεριλ, τη μεγάλη κόρη του Ληρ, διαμορφώνοντας μια σκηνική περσόνα μοναδική, με εκφράσεις προσώπου και μακιγιάζ κατάλληλο για βυσοδομία και υποκρισία: σε κορυφαίο σημείο της υποκριτικής της καριέρας, η κυρία Καλτσίκη δίνει τον τόνο σε όλη την παράσταση, υλοποιώντας την πρόθεση του σκηνοθέτη να αφαιρέσει από τη Γκόνεριλ κάθε μορφή ευαισθησίας, και να την κάνει κύρια εκπρόσωπο αυτού του κόσμου μοχθηρίας, λαγνείας και απληστίας των ισχυρών. Η Ανθή Ευστρατιάδου υιοθετεί μια πιο παιχνιώδη προσέγγιση του κακού χαρακτήρα που υποδύεται: αυτού της Ρήγκαν, της δεύτερης κόρης του Ληρ.
Η Ιωάννα Κολλιοπούλου στον ρόλο της Κορντέλια δίνει τον απόλυτα προσωπικό της τόνο και προεκτείνει μια σειρά από θαυμάσιες ερμηνείες της: η Κορντέλια αντιπροτείνει μιαν ανθρωπινότερη εκδοχή στο ζοφερό αξιακό σύστημα που τη συνθλίβει.
Ο παλιμπαιδισμός του βασιλιά Ληρ
Είναι τέτοιο το στήσιμο της παράστασης, που οι ερμηνευτικές λεπτομέρειες μεγεθύνονται και ο θεατής μπορεί να διακρίνει τις λεπτές τους αποχρώσεις: αυτό οφείλεται στην εκτενή χρήση της κάμερας, καθιερωμένη τεχνική του κύριου Χουβαρδά, που φέρνει το θέατρο στο σταυροδρόμι της κινηματογραφικής γραφής και ιχνηλατεί τα υποσυνείδητα πάθη των ηρώων.
Η εμβληματική σκηνή της θύελλας στην ακτή του Ντόβερ περιπλέκεται κάπως με τη χρήση της κάμερας: κάποιες αντιδράσεις που εγγίζουν το ένστικτο και τη ζωώδη φύση του ανθρώπου, κάποια αποδόμηση του έναρθρου λόγου που χαρακτηρίζει το κείμενο σε αυτό το σημείο, όπου η ταυτόχρονη ύπαρξη τριών «τρελών» (του γελωτοποιού, του Ληρ και του γυμνού Έντγκαρ) γίνεται φορέας αποκάλυψης της πραγματικής διάστασης των πραγμάτων.
Οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες του κάθε μεμονωμένου ρόλου και δεν είναι άμεσα αποκρυπτογραφήσιμες σε όλες τις φάσεις της παράστασης: ωστόσο παραμένουν άχρονες, πρωτότυπες συνθέσεις.
Οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες του κάθε μεμονωμένου ρόλου και δεν είναι άμεσα αποκρυπτογραφήσιμες σε όλες τις φάσεις της παράστασης: ωστόσο παραμένουν άχρονες, πρωτότυπες συνθέσεις της περιβολής των ηθοποιών, που τους καθιστούν διακριτούς επί σκηνής και, μαζί με τους εκπληκτικούς επί σκηνής μουσικούς (τον Νίκο Λιάσκο, τον Βαγγέλη Παρασκευαΐδη και τον συνθέτη Gary Salomon), συνθέτουν μια rock-new wave αισθητική προσέγγιση, που υπηρετεί τη σύλληψη του video artist Παντελή Μάκκα. Η επινόηση, με τη Νίνα Φραντζεσκάκη, της «μεκάνικα», μιας ρομποτικής παρουσίας επί σκηνής, συνάδει επίσης προς το πνεύμα της παράστασης.
Ο «αστόλιστος άνθρωπος»
Μπροστά στο μέγεθος της κακουργίας που μεθοδεύουν οι δύο μεγάλες κόρες μαζί με τους συζύγους τους, μπροστά στην ψευτιά, την πλαγιότητα, τη μωροφιλοδοξία και τη χαμερπή συνωμοσία του Έντμουντ, η μεγαλόστομη επίδειξη εξουσίας από τον ξεμωραμένο βασιλιά φαντάζει απλά γραφική.
Αντιμέτωπος με την απόλυτη ταπείνωση, ο «μωρός» Ληρ θα περάσει από το στάδιο του πείσματος στο στάδιο του θυμού και από το στάδιο της δραπέτευσης στο στάδιο της αυτολύπησης, για να οδηγηθεί απαρεγκλίτως προς τη θέαση της αλήθειας και τη συνειδητοποίηση της θνητότητας. Ο Ληρ του Γιάννη Νταλιάνη, παρά το εσπευσμένο της αντικατάστασης, αποδεικνύει πως η σύντομη θητεία του στον ρόλο του Κεντ του δίδαξε εις βάθος όλη την εσωτερική δόμηση του ρόλου: αυτό είναι φυσικό, εφόσον η αποκήρυξη του Κεντ και της Κορντέλια είναι καθοριστικός δείκτης της πορείας όλου του έργου.
Η εκτίμησή μου είναι πως ο κύριος Νταλιάνης πέτυχε έναν άθλο, καθώς κινήθηκε με άνεση στη σχηματοποίηση, ενδυματολογική και υποκριτική, που προϋπήρχε της μελέτης του.
Ο αδιέξοδος κόσμος των macho εκτελεστών που εξεικονίζουν την αυταρχική δόμηση του σαιξπηρικού σύμπαντος προσιδιάζει, στην προσέγγιση του κύριου Χουβαρδά, στον πατριαρχικό κόσμο της ιταλικής mafia, καθώς αναπαράγει, ως ένα βαθμό, κάποιους γελοίους «κώδικες τιμής» των μαφιόζων του σήμερα. Η κάμερα, που ακολουθεί κατά πόδας τους ηθοποιούς στο επίπεδο της σκηνής, αλλά και κάτω από αυτό, ως τα άδυτα των παρασκηνίων, κατ’ουσίαν είναι x-rays, αθέατοι «κατάσκοποι» που δεν αφήνουν τίποτε κρυφό, που αποκαλύπτουν τα κίνητρα των επιμέρους δράσεων τη στιγμή κατά την οποία αυτές λαμβάνουν χώραν. Το πιο συναρπαστικό είναι πως συνάπτεται μια «ειδική» σχέση μετωπικής απεύθυνσης των ηθοποιών προς τις κάμερες, δηλαδή προς το κοινό (κάτι σαν εκμυστήρευση).
Διαφορετικά οιδιπόδεια και απόλυτο σκοτάδι
Η τύφλωση (μεταφορική και κυριολεκτική) είναι κυρίαρχο μοτίβο: κατά τους μελετητές του έργου, της σαιξπηρικής εκδοχής προϋπήρξε ένα έργο άγνωστου συγγραφέα με ίδιο θέμα και με ευτυχές τέλος, του οποίου την πλοκή περιέπλεξε ο Σαίξπηρ.
Παράλληλα με την ιστορία της πτώσης του βασιλικού οίκου του Ληρ (ενός οίκου που είχε μόνο κόρες) θα εκτυλισσόταν και η ιστορία της πτώσης του οίκου των Γκλόστερ (ενός οίκου που είχε μόνο γιους). Στο πρώτο σκέλος (στην οικογένεια του Ληρ) η τύφλωση είναι ηθική και διανοητική: αφορά την αδυνατότητα του Ληρ να κατανοήσει εγκαίρως την κενότητα της εξουσίας και των προνομίων του και να διακρίνει την αληθινή αγάπη της Κορντέλια. Αντίθετα, στο δεύτερο (στην οικογένεια του Γκλόστερ) επισυμβαίνει κυριολεκτική τύφλωση.
Ελλείψει μητρικής παρουσίας, στον οίκο του Ληρ οι κόρες θα μετατρέπονταν σε βασίλισσες, υιοθετώντας απόλυτα ανδρική (πατριαρχική) συμπεριφορά και υπογραμμίζοντας τα ανεπίλυτα οιδιπόδεια συμπλέγματα των ανδρικών χαρακτήρων.
Ελλείψει μητρικής παρουσίας, στον οίκο του Ληρ οι κόρες θα μετατρέπονταν σε βασίλισσες, υιοθετώντας απόλυτα ανδρική (πατριαρχική) συμπεριφορά και υπογραμμίζοντας τα ανεπίλυτα οιδιπόδεια συμπλέγματα των ανδρικών χαρακτήρων.
Τον δούκα του Όλμπανι υποδύεται θαυμάσια ο Παντελής Δεντάκης, αποδίδοντας, στο πλευρό της Αλεξίας Καλτσίκη, με δεξιοτεχνικό τρόπο το προφίλ της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, με όλα της τα βίτσια και τα τερτίπια. Στον ρόλο του δούκα της Κορνουάλης ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι επαρκής, καθώς κι εκείνος βρίσκεται σε φάση ερμηνευτικής ωριμότητας. Ο Έντμουντ του Γκλόστερ, νόθος και συμπλεγματικός, επιρρεπής στη διαφθορά και τη δολοπλοκία και με σαφή αμφισεξουαλικά γνωρίσματα, θα διεκδικούσε τον θρόνο με τη βιαιότητα, τη χαμέρπεια και την αδελφοκτόνο ίντριγκα που συναντούμε στην Παλαιά Διαθήκη.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, leather και πορνική σεξουαλικότητα, ενσαρκώνει με μοναδικό τρόπο τον διεφθαρμένο Ένμοντ, εδραιώνοντας έντονη αντίθεση προς τον Έντγκαρ, τη χαλαρή, μισοαφελή και απόλυτα ειλικρινή και θυματοποιημένη περσόνα που υποδύεται ο Αργύρης Ξάφης. Στον ρόλο του Earl of Gloucester, που εκδιώκεται, βασανίζεται και τυφλώνεται βίαια, ο Ερρίκος Λίτσης είναι απλά διεκπεραιωτικός.
Ο «Τρελός του βασιλιά» και οι άλλοι τρελοί
O «Τρελός» γελωτοποιός της παράστασης, αντίθετα προς το πρωτότυπο κείμενο, παραμένει επί σκηνής έως το τέλος. Η trans εκδοχή του Μίνωα Θεοχάρη είναι υποβλητικότατη, μουσικά άρτια, προσδίδει δε στην όλη αισθητική της παράστασης μια διάσταση καμπαρέ που, σε συνδυασμό με τη γεμάτη εκπλήξεις και κινήσεις των γοφών χορογραφική δουλειά της Μαρκέλας Μανωλιάδη, γίνεται τρόπον τινά μόνιμο στιλιστικό γνώρισμα των παραστάσεων του Χουβαρδά.
Ο Έντγκαρ απογυμνώνεται από τα γνωρίσματα της εξουσίας και ως «Άπιστος Θωμάς» (Poor Tom) δηλώνει στον τυφλό πατέρα του, τον Γκλόστερ, ότι θα τον οδηγήσει σ’ένα κορφοβούνι για ν’ αυτοκτονήσει.
Ο Έντγκαρ απογυμνώνεται από τα γνωρίσματα της εξουσίας και ως «Άπιστος Θωμάς» (Poor Tom) δηλώνει στον τυφλό πατέρα του, τον Γκλόστερ, ότι θα τον οδηγήσει σ’ένα κορφοβούνι για ν’ αυτοκτονήσει: δεν αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα στον γέροντα με τους εξορυγμένους οφθαλμούς, έχοντας οριστικά αποφασίσει πως η συμφιλίωση σ’έναν τέτοιο κόσμο είναι αδύνατη.
Ενώ η οικογένεια του Ληρ κυριολεκτικά ξεκληρίζεται, ο Έντγκαρ ανακτά τη δομημένη σκέψη του, αναρριχάται στην εξουσία ως νέος δούκας του Γκλόστερ και διαπιστώνει μελαγχολικά: «Τώρα εμείς πια θα σηκώσουμε το βάρος/ του θλιβερού καιρού μας, λέγοντας με θάρρος/ όχι ό,τι πρέπει μα ό,τι νιώθουμε σωστό./ Οι γέροι τράβηξαν πολλά. Εμείς οι νέοι/ ούτε θα δούμε όσα είδαν οι παλιοί/ κι ούτε θα ζήσουμε εμείς τόσο πολύ», προς επίρρωσιν της ωμής προσέγγισης του Σαίξπηρ και προς διάνοιξιν μιας πιο αισιόδοξης προοπτικής.
Bασιλιάς Ληρ
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Διασκευή- Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Πρωταγωνιστούν: Λεωνίδας Κακούρης (Βασιλιάς Ληρ), Αλεξία Καλτσίκη (Γκόνεριλ), Ανθή Ευστρατιάδου (Ρίγκαν), Ιωάννα Κολλιοπούλου (Κορντέλια), Ερρίκος Λίτσης (Κόμης του Γκλόστερ), Αργύρης Ξάφης (Έντγκαρ), Γιώργος Παπαγεωργίου (Έντμοντ), Μίνως Θεοχάρης (Τρελός) κ.ά.
Εθνικό Θέατρο
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.