Για την παράσταση «Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος», σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Ουκρανής νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που παίζεται στο Θέατρο Νέου Κόσμου, με τους Στέλιο Μάινα, Μαρία Κατσιαδάκη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιάννης Λεάκος, Δαυίδ Μαλτέζε, Αρετή Σεϊνταρίδου, σε επιλογή-μετάφραση κειμένων του Ορέστη Γεωργιάδη και δραματουργική επιμέλεια της Κοραλίας Σωτηριάδου.
Του Νίκου Ξένιου
Οδύνη και συνειρμοί τραγικής ειρωνείας για το βίωμα του Covid 19 στην παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου «Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος», που βασίζεται σε δεκαέξι μονολόγους από το ομώνυμο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Πρόκειται για ένα μείγμα μυθιστορηματικής γραφής που περιλαμβάνει τη διάσταση του χρονικού και καταγράφει με δημοσιογραφικό τρόπο την ιστορική αλήθεια, όχι ως κύμβαλον αλαλάζον, αλλά ως ζωντανή κραυγή εγρήγορσης.
«Οι άνθρωποι φύγαμε. Όσοι μπορούσαμε σωθήκαμε. Έτσι νομίζαμε. Όλοι φύγαμε! Έμεναν εκείνοι που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν. Και η φύση απροστάτευτη, γυμνή. Στις μεγάλες καταστροφές τα πρώτα θύματα είναι οι πιο αδύναμοι. Αδιαμαρτύρητα. Σιωπηλά. Η σιωπή της φύσης και των αδύναμων πλασμάτων είναι κραυγή για εγρήγορση», λέει σπαρακτικά η Μαρία Κατσιαδάκη, που κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση υποδυόμενη μια «σαμοσιόλι», δηλαδή μια γυναίκα χωρική που επέστρεψε στο σπίτι της αυτόβουλα μετά το πυρηνικό δυστύχημα. Αργότερα θα υποδυθεί μιαν «αρνήτρια» της ραδιενέργειας (Ναι! Όσο ειρωνικό και αν ακούγεται αυτό!) Εξίσου σπαρακτική ήταν και η περφόρμανς Zvizdal, της ομάδας Berlin, στο Fast Forward Festival 2017 της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, με κινηματογράφηση ηλικιωμένων ανθρώπων που αρνούνταν να μετακινηθούν από τη γενέθλια γη τους αδιαφορώντας για τη ραδιενέργεια.
Ο Στέλιος Μάινας, σε πολλαπλούς ρόλους κι αυτός, δίνει τον καλύτερο εαυτό του, με φυσικότητα και υποβλητικό τόνο φωνής που κερδίζει αμέσως την πλατεία. Η Πηνελόπη Τσιλίκα, ευαίσθητη σε τρεις ρόλους νεώτερης γυναίκας, που όμως απαιτούν όλη τη φροντίδα της τρυφερότητας, γιατί είναι κείμενα απελπισίας, θανάτου, φρίκης αλλά και έρωτα και ονείρου. Ομοίως, ο Γιάννης Λεάκος, ο Δαυίδ Μαλτέζε και η Αρετή Σεϊνταρίδου (που εμφανίζεται μιλώντας Ρωσικά σε βίντεο) συνδέουν πολύ πετυχημένα τη σκηνική πράξη με το ντοκουμέντο.
Ο Ορέστης Γεωργιάδης έχει κάνει σοφή επιλογή κειμένων και, βεβαίως, είναι εμφανής η δραματουργική επιμέλεια της Κοραλίας Σωτηριάδου και η ευαίσθητη σκηνοθετική ματιά του κύριου Θεοδωρόπουλου. Κυρίως μένει η αίσθηση της απήχησης του Τσέρνομπιλ στο σήμερα. Με άλλα λόγια η παράσταση επικαιροποιεί το τραύμα, το φέρνει στα δεδομένα της εποχής μας και (τουλάχιστον για τους νεώτερους, που δεν έχουν την ιστορική μνήμη), μεταφέρει την απόλυτη φρίκη και τον πανικό στο τώρα χωρίς να χάνει την αναφορά στη μεταφυσική διάσταση που έχει προσλάβει στις μέρες μας το όλο θέμα.
Η κόκκινη ουτοπία και η ψευδαίσθηση της επιβίωσης
Η νομπελίστρια συγγραφέας κατέγραψε το προϊόν συνεντεύξεων ενός επώδυνου ταξιδιού ανακίνησης του θέματος της πυρηνικής διαρροής του 1986, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες και ζωντανές συνεντεύξεις από επιστήμονες και κομματικά στελέχη που είχαν σπεύσει επί τόπου στην καταστροφή και κατάφεραν να επιβιώσουν (γιατί οι περισσότεροι είτε πέθαναν αμέσως είτε ανέπτυξαν καρκίνους ή άλλες φρικτές παθήσεις τους αμέσως επόμενους μήνες). Είναι αξιοπρόσεκτη η συσκότιση, η απόκρυψη της αλήθειας και η συμμόρφωση προς τη γραμμή ενός ήδη φθαρμένου ιδεολογικά και θεσμικά Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας, ενώ η ιδιοσυγκρασία καθενός αποπνέεται από τα λόγια του.
Ζωντανοί και νεκροί πάνω στο σανίδι του θεάτρου παραθέτουν μια σκηνή από την ηρωϊκή ζωή τους, όπως ακριβώς τη βίωσαν: ως ηρωϊσμό, ως έπος, ως «τη μόλυνση της Ιστορίας»: ούτε η τεχνολογική ουτοπία ούτε η σοσιαλιστική σύστοιχός της δεν κατάφεραν να διαφύγουν της δυστοπικής τους εξέλιξης.
Το πορτραίτο τους σκιαγραφείται πειστικά, είτε πρόκειται για αγράμματους χωρικούς που απορούσαν με τη γυαλάδα του χώματος και την ακτινοβολία των δέντρων είτε πρόκειται για πιστούς χριστιανούς που συνέχισαν να ζουν στα πατρικά χώματα της Ουκρανίας θεωρώντας πως η ραδιενέργεια ήταν Θεού θέλημα και, άρα, πως δεν κινδύνευαν απ’ αυτήν, είτε -τέλος- επρόκειτο για νεαρούς στρατιώτες που πήγαν ως αμνοί επί σφαγή, «υπέρ βωμών και εστιών». Ζωντανοί και νεκροί πάνω στο σανίδι του θεάτρου παραθέτουν μια σκηνή από την ηρωϊκή ζωή τους, όπως ακριβώς τη βίωσαν: ως ηρωϊσμό, ως έπος, ως «τη μόλυνση της Ιστορίας»: ούτε η τεχνολογική ουτοπία ούτε η σοσιαλιστική σύστοιχός της δεν κατάφεραν να διαφύγουν της δυστοπικής τους εξέλιξης. Οι αυτούσιες αφηγήσεις των ανθρώπων που βίωσαν την καταστροφή και, είτε αντέδρασαν στο σοβιετικό καθεστώς της εποχής της περεστρόικα, είτε αποδέχτηκαν από ιδεοληψία και ευπείθεια την κατάσταση, πάντως στιγματίστηκαν από το Τσερνομπίλ δια βίου, είναι ντοκουμέντα σπάνιας δραστικότητας. Ο λόγος είναι ότι οι περισσότεροι θεατές έχουν ήδη εξοικειωθεί με τις ακραίες καταστάσεις της τηλεοπτικής σειράς του HBO «Chernobyl», που συνιστούσε μιαν αντικειμενική δραματοποίηση του ολέθρου του ’86.
Έτσι, η απουσία παρηγοριάς και ανθρώπινης κατανόησης, η περιθωριοποίηση, η μοναξιά και η νοσταλγία των χαμένων πατρίδων, των χαμένων ανθρώπων, της χαμένης ανεμελιάς και της χαμένης αισιοδοξίας δεν αφορούν μόνο τις συζύγους που θρήνησαν τον σύντροφό τους ή γέννησαν παιδιά-τέρατα, ή στερήθηκαν τον έρωτα λόγω της ραδιενέργειας. Ο εφιάλτης γενικεύεται και στον υπόλοιπο πληθυσμό, που συμμορφώθηκε, απομακρύνθηκε, άλλαξε συθέμελα τη ζωή του, διατηρώντας μόνο την οδυνηρή μνήμη και τα «δάκρυα των πραγμάτων». Τέλος, οι διαστάσεις που παίρνουν καταστροφές σαν το Τσέρνομπιλ ή τη Φουκουσίμα είναι διαστάσεις πανανθρώπινες, γιατί δείχνουν το ρολόι του πλανήτη να αποστρέφεται τις εποχές της οικογενειακής θαλπωρής, της μεταφυσικής στέγασης, του οράματος της επιστήμης που βαδίζει προς τα εμπρός, της ποίησης της ίδιας: η σύγχρονη ποίηση δεν αναζητάται μόνο στον Τσέχωφ και στον Πούσκιν, ούτε ανατρέχει στα κιτάπια των προφητών και των μελλοντολόγων. Είναι ζοφερό παρόν, πανταχού παρόν, και μάλιστα συνοδεύεται από πολλαπλές αναγνώσεις και αφήνει τον άνθρωπο να οικοδομήσει το δικό του μελανό σχέδιο για το εγγύς μέλλον.
«Τα δάκρυα των πραγμάτων»
Ο απρόσωπος, μη προσιτός αλλά σαφής, διαφανής χαρακτήρας του φοβήτρου είναι το στοιχείο που το συνδέει με τις μεταφυσικές του διαστάσεις: «Μετά το Τσέρνομπιλ, ο Θεός ράβει το στόμα του». Σε αυτού του είδους τα θεάματα και αναγνώσματα, ο αναγνώστης/ θεατής κατατρύχεται από το γνωστό σύνδρομο του «καλοήθους μαζοχισμού»: απολαμβάνει να ακούει τις αφηγήσεις για καταστάσεις ολέθρου από τις οποίες έχει προς το παρόν γλιτώσει ο ίδιος μόνο και μόνο επειδή ο νους του τού υπαγορεύει –ψευδώς– κάτι τέτοιο: και όμως, πενήντα χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής του Πριπιάτ και των γύρω χωριών έχασαν το σπίτι τους και, ως τον Σεπτέμβριο του ’86, άλλες εξήντα έξι χιλιάδες μετακινήθηκαν οριστικά. Μέσα στον επόμενο χρόνο εκκενώθηκε ένας πληθυσμός 220.000 σοβιετικών πολιτών από περιοχές με υψηλή εναπόθεση ραδιενεργών υλικών: από τους αυτόπτες μάρτυρες, άμεσα μετακτινικά συμπτώματα εμφάνισαν 134 πυροσβέστες και διασώστες που εισήλθαν στον χώρο του ατυχήματος κατά το πρώτο 24ωρο, κι εκ των οποίων 28 πέθαναν μέσα σε εκατό μέρες, ενώ οι υπόλοιποι εμφάνισαν κυρίως αυξημένη συχνότητα καταρράκτη. Δεν συζητάμε για τις επιπτώσεις στην υγεία άλλων εξακοσίων εργατών του εργοστασίου που επανήλθαν στον μολυσμένο χώρο τα επόμενα τριάντα χρόνια. Περί τα 240.000 εκτάρια τέθηκαν οριστικά εκτός καλλιέργειας, ενώ το 25% των δασικών εκτάσεων και πάνω από το 50% των εκτάσεων στις λεκάνες υπερχείλισης των κυριότερων ποταμών της χώρας μολύνθηκαν θανάσιμα. Ο τέταρτος αντιδραστήρας, ο επονομαζόμενος «Ουκρίτιε» (καταφύγιο), έχει καλυφθεί με μια τσιμεντένια και μολύβδινη σαρκοφάγο. Μέσα του διατηρεί είκοσι τόνους πυρηνικών καυσίμων. Η σαρκοφάγος σήμερα έχει ρήγματα εκτάσεως 200 τετραγωνικών μέτρων και διερωτάται κανείς αν αντέχει και έως πότε θα αντέξει.
Το έργο της Αλεξίεβιτς είναι ο σύγχρονος «Φρανκενστάιν», μόνο που στο αποτροπαϊκό πορτραίτο του προστίθεται και η πολιτική Ουτοπία ως μέγα φόβητρο, ως ηθικός αυτουργός της εκατόμβης. Είναι προφανής και εμπρόθετος ο συσχετισμός με την εποχή του Covid 19, αν σκεφτεί κανείς ότι η ανθρώπινη φύση είναι «προγραμματισμένη» να βιώνει την πραγματικότητα με τους ίδιους, επαναλαμβανόμενους τρόπους: είτε αποδεχόμενη παθητικά τη μοίρα της και συμμορφούμενη προς τις επιταγές των απρόσωπων κρατών (αυτών που υποδύονται ανθρωπιστική ευαισθησία), είτε διατηρώντας την ιδιότυπη συνθήκη του αντιρρησία και αντιβαίνοντας στη λογική, με εξοικείωση προς το σύμβολο του Φόβου: τότε ήταν η Ραδιενέργεια, σήμερα είναι ο Ιός, αύριο θα είναι κάτι άλλο, εξίσου εμβληματικό και καταστροφικό, που θα υποτάσσει τον άνθρωπο στη μοίρα του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ως πότε ο άνθρωπος θα είναι «αρνητής» της πραγματικότητας, αυτός ήταν ο κύριος προβληματισμός μου καθώς έβγαινα συγκλονισμένος από την παράσταση του κύριου Θεοδωρόπουλου...
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μετάφραση: Ορέστης Γεωργιάδης. Δραματουργική επιμέλεια: Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνικό – Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Επιμέλεια κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Παπαλέξη
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα