
Για την παράσταση Zvizdal, της ομάδας Berlin, που παίζεται χθες και σήμερα, 11 Μαΐου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στο πλαίσιο του Fast Forward Festival.
Του Νίκου Ξένιου
Στο χωριό Ζβίζνταλ της Ουκρανίας ζει ένα ζευγάρι σχεδόν ενενηντάχρονων αγροτών, ο Πέτρο και η Νάντια, απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί αρνούνται να μετακινηθούν από τη γενέθλια γη τους και αδιαφορούν για τη ραδιενέργεια. Η περφόρμανς/κινηματογράφηση/εικαστική εγκατάσταση των Berlin στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση είναι ένα χρονικό της πορείας του ανθρώπινου είδους προς την εξαφάνιση, ένα τρυφερό δοκίμιο πάνω στη συντροφικότητα αλλά και στην επικούρεια νηφαλιότητα της τρίτης ηλικίας απέναντι στον επερχόμενο θάνατο.
«Στα είκοσί μου ήξερα μόνο Πατρίδα και Στάλιν»
Από τον Απρίλιο του 1986 εκκενώνεται η ευρεία ακτίνα διαρροής του πυρηνικού εργοστασίου του Τσερνόμπιλ και 350.000 κάτοικοι εγκαταλείπουν είκοσι χωριά και πόλεις γύρω από το Πριπιάτ. Τριάντα εφτά χρόνια μετά παρακολουθούμε την ερμητική ζωή των μισάνθρωπων αυτών γερόντων. Επίμονα αυτοεξόριστος στη Ζώνη του Λυκόφωτος, σε χώρο ουσιαστικά απαγορευμένο από την κυβέρνηση και ουσιαστικά μη κατοικήσιμο ή καλλιεργήσιμο, ο ηλικιωμένος Πέτρο εναποθέτει τη μοίρα του στον Θεό, φυτεύει πατάτες και μανιτάρια, φτιάχνει σανό για το άλογο και τρώει σούπες χορταρικών αδιαφορώντας για την παγερή, πανταχού παρούσα αλλά μη αντιληπτή δια των αισθήσεων ραδιενέργεια που έχει εμποτίσει το έδαφος, το υπέδαφος και κάθε ζωντανό οργανισμό. Αυτήν τη στάση συμμερίζεται και η «μπάμπα» (βαύβω) Νάντια, η σύντροφός του: «Γιατί να φύγουμε; Πού είναι καλύτερα; Είναι πιο πράσινο το χορτάρι από την άλλη μεριά;» διερωτάται η γριούλα, ενώ ο γέρος της αποδίδει την ύπαρξη των εντόμων στην κακοποιό παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών. Για την ακρίβεια, πρόκειται για έναν άνθρωπο που πίστεψε στο σοσιαλιστικό πείραμα και μετά το είδε να γκρεμίζεται. Τη θέση του έχει σήμερα πάρει ένας κρανίου τόπος, όπου άνθρωποι και ζώα αργοπεθαίνουν, στο σκηνικό μιας οργιάζουσας βλάστησης, ανάλογης του τίτλου του όλου πρότζεκτ: Ολόκαινο!
Οι δυο ηλικιωμένοι, καταδικασμένοι σε εθελούσια απομόνωση, χωρίς φως, νερό, γκάζι, τηλέφωνο ή ταχυδρομείο, χωρίς τα παιδιά τους και με μόνη συντροφιά μια γελάδα, μια γέρικη φοράδα, μια γάτα, ένα σκύλο και λίγες κότες, περιμένουν τη χριστιανική γιορτή των Ψυχών για να αντικρίσουν τα Λάντα των γνωστών και φίλων μιας άλλης εποχής να κατακλύζουν το χωριό για να επισκεφθούν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων. Όλη η κινηματογράφηση (το αρχειακό υλικό, οι συνεντεύξεις, το μονταρισμένο φιλμ με την υπέροχη μουσική υπόκρουση, αλλά και το τράβελινγκ της κάμερας μικρο-λήψης πάνω από τις τρεις μακέτες/φάσεις του σκηνικού και η μείξη της ζωντανής εικόνας με τη μακέτα) ουσιαστικά φιλοτεχνεί μιαν εικόνα αφανισμού και θανάτου. Ξεχωριστή φιλμική γλώσσα μιας ομάδας ερευνητικής που είναι πολιτική ως προς τη στόχευση και βαθιά ανθρώπινη ως προς τον προβληματισμό.
Στην απαγορευμένη Ζώνη, ο Άνθρωπος
Τα ερειπωμένα οικήματα του συνοικισμού που κάποτε έσφυζαν από ζωή τώρα τα σκεπάζει η καλοκαιρινή βλάστηση και το βαρύ πέπλο του χιονιού το χειμώνα. Διώχνοντας τις μύγες με μια κίνηση του χεριού το ηλικιωμένο ζευγάρι περιμένει στωϊκά να δει την εξέλιξη της καταστροφής. «Έτσι είναι τα πράγματα», λέει και ξαναλέει, ενώ διαρκώς επικαλείται τον Θεό: «Αχ Θεέ μου, Θεέ μου!». Με φαταλιστική στωϊκότητα και παραίτηση από το σύνολο των κοινωνικών δρώμενων, οι άνθρωποι αυτοί έχουν αφεθεί στους νόμους της παρά φύσιν αποσύνθεσης και υφίστανται στωϊκά τους πόνους και τις στερήσεις μιας ζωής όπου η τεχνολογία απέτυχε. Μοιάζουν με φυλάρχους μιας αφρικανικής φυλής του βορρά που κυβερνούν ένα χωριό χωρίς κατοίκους, χωρίς επικοινωνία, ενημέρωση και πρόνοια, δέσμιοι των προλήψεων, του πονόδοντου και της απλυσιάς. Ξεχασμένοι, παραμελημένοι αλλά έχοντας ο ένας τον άλλον, οι δυο γέροι επιδίδονται σε μια βιοσοφική, χιουμοριστική θεώρηση του φαινομένου της ζωής, ενώ, σαν ασκητές στις σκήτες τους, βλέπουν ένα προς ένα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη ζωή να τους εγκαταλείπουν. Ο αιφνίδιος θάνατος της αγελάδας και της φοράδας τους είναι «μεγάλη ατυχία» κατ’ αυτούς, και τους προκαλεί τις πρώτες ανησυχίες. Ποιος θα τα θάψει; Ποιος θα τα φάει; Έχει κανείς από τους δυο την όρεξη και τις δυνάμεις; Αυτούς τους ίδιους ποιος θα τους θάψει;
Για τον Πέτρο και τη Νάντια πρωτομίλησε στους Berlin η γαλλίδα δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Cathy Blisson, που αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή του Τσερνόμπιλ και να τη μελετήσει εκ νέου. Η πρωτοβουλία της δημιουργικής ομάδας «Μπερλίν», που αποτελείται από τους Bart Baele, Yves Degryse και Caroline Rochlitz, η εξασφάλιση της ειδικής άδειας, η επάνοδος στον τόπο λήψης σε διαδοχικές εποχές από το 2011 ως το 2015 και η επιμονή στη δαιμόνια δημοσιογραφική καταγραφή των τελευταίων αναλαμπών ζωής στο Σβίζνταλ παραπέμπει στον «Άνθρωπο από μάρμαρο» του Αντρέι Βάιντα. Εκεί επρόκειτο για την προτομή ενός κατασκευασμένου σταχανοβίτη ήρωα της περιόδου του υπαρκτού σοσιαλισμού που λειτουργούσε ως σεναριακός πρωταγωνιστής/φάντασμα, ενώ εδώ πρόκειται για ένα ολόκληρο χωριό που λειτουργεί ως σκηνικό/φάντασμα, ως απολίθωμα μιας παρωχημένης εποχής και ως ελεγεία για ένα πολιτικοκοινωνικό όραμα που απέτυχε παταγωδώς.
Στο ενεργητικό τους οι «Μπερλίν» έχουν την ενότητα «Τρόμος του κενού» με επιμέρους φιλμ: Tagfish, Land’s End και Perhaps All The Dragons. Με τους τίτλους «Ιερουσαλήμ» «Ικαλουίτ» και «Μπονάνζα» (κύκλος «Ολόκαινο 6 -η τρέχουσα γεωλογική εποχή»), οι Berlin πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα το 2014, στα πλαίσια του πρώτου Fast Forward Festival της Στέγης. Τώρα επιστρέφουν με ένα πρότζεκτ επίμεικτο από κινηματογραφικό, θεατρικό, εικαστικό και μουσικό υλικό που συνθέτει μια λιτή, κατασταλαγμένη μελέτη πάνω στην πορεία του τεχνολογικά αυθάδικου πολιτισμού μας προς την ανυπαρξία.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ