
Για την παράσταση «Ιχνευτές» του Σοφοκλή, σε μετάφραση Εμμανουήλ Δαυίδ και σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού και για την παράσταση «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη. Και οι δύο παραστάσεις παρουσιάστηκαν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Του Νίκου Ξένιου
ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ: «Ιχνευταί»
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιτυγχάνει την αναβίωση μιας παλιάς, έμμετρης, γλαφυρής μετάφρασης των «Ιχνευτών Σατύρων» του Σοφοκλή από τον Εμμανουήλ Δαυίδ, αναθέτοντας στον Τάσο Καραχάλιο την κινησιολογία ενός Χορού που εγγράφεται στους καλύτερους Χορούς αρχαίου δράματος που έχω δει.
Αντλημένο και, εν μέρει αποκατεστημένο από τους πάπυρους της Οξυρρύγχου (δεκαπέντε στήλες 26 ή 27 στίχων καθεμιά, δηλαδή επί συνόλω 402 στίχοι) το μοναδικό σωζόμενο σατυρικό δράμα του Σοφοκλέους παρουσιάζει τον θεό Απόλλωνα ως ποιμένα που αναζητά τα βόδια του σε πλήρη απελπισία. Υπόσχεται, λοιπόν, χρυσό στέφανο και ελευθερία στους σατύρους, ο θίασος των οποίων –με επικεφαλής τον Σιλινό– αναλαμβάνει ως Χορός λαγωνικών την ιχνηλάτηση και ανεύρεση του ζωοκλέφτη. Στην ορεινή τους περιδιάβαση στο όρος Ζήρεια, οι σάτυροι συναντούν την «ορεάδα» νύμφη Κυλλήνη, που τους αποκαλύπτει ότι είναι η μυστική Τροφός του αδελφού του Απόλλωνα, του θεού Ερμή, καρπού της συνεύρεσης του Δία με τη Μαία. Η Αμαλία Μουτούση ως Κυλλήνη ακολουθεί μιαν αντισυμβατική γραμμή που απλώς επιχρωματίζει κωμικά το κείμενο.
Ευρηματικότητα στις κινήσεις και ευλυγισία, απόλυτος συντονισμός του συνόλου και αίσθηση του χώρου, σκληρή δουλειά και δημοκρατική κατανομή του κειμένου, χιούμορ και μουσικότητα διέκριναν τον Χορό.
Ο Απόλλωνας / Xάρης Φραγκούλης μεταμορφώνεται από ανθρώπινος βοσκός που θρηνεί σε ξανθό «μουσαγέτη» θεό που εφευρίσκει τις τέχνες και αξιοποιεί τη λύρα και τη φόρμιγγα: τη μουσική επένδυση της παράστασης εισηγείται ο Billy Bultheel και την εκτελούν επί σκηνής οι Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα), Σπύρος Βέργης (ευφώνιο), Δημήτρης Αλεξανδράκης (τούμπα) και Λεωνίδας Παλαμιώτης (ευφώνιο), παράγοντας έναν ήχο πρωτότυπο και παραξενιστικό, πιθανό σύγχρονο σύστοιχο της πρώτης, αυτής, μουσικής σύλληψης που αναδίδουν τα έγκατα της γης. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος ευρύτερης, κοσμογονικής Γενέσεως. Ευρηματικότητα στις κινήσεις και ευλυγισία, απόλυτος συντονισμός του συνόλου και αίσθηση του χώρου, σκληρή δουλειά και δημοκρατική κατανομή του κειμένου, χιούμορ και μουσικότητα διέκριναν τον Χορό (Τάσος Καραχάλιος, Αλεξάνδρα Καζάζου, Άγγελος Νεράντζης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Λάμπρος Γραμματικός, Adrian Frieling, Χρήστος Κραγιόπουλος, Μάνος Πετράκης, Θεοδώρα Τζήμου και Ανδρομάχη Φουντουλίδου).
Όσο για τον Σταμάτη Κραουνάκη, και λόγω εμφάνισης και λόγω έμφυτου σκηνικού ενστίκτου, και παρά τη μάλλον παρατεταμένη στατικότητά του επί σκηνής, καταφέρνει να γίνει ο «οινόφλυξ» Σιλινός που φέρει εις πέρας τον ρόλο με στιβαρή φωνή: ιδιαίτερα στη σκηνή της ρυθμικής πρόσκλησης του σατυρικού θιάσου, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, εάν λάβει κανείς υπόψιν του και τα πρωτότυπα κοστούμια με τα κουδουνάκια του κοπαδιού στη θέση του φαλλού που επινόησε ο Γιώργος Σαπουντζής και τους ηλεκτρονικούς φωτισμούς που φιλοτέχνησε η Ελευθερία Ντεκώ.
Η αμφίφυλη εμφάνισή του στο κοίλον του θεάτρου και η ιδιότυπη, κόντρα τενόρου φωνή του προκαλούν αντιφατικά συναισθήματα, υπηρετεί όμως άψογα τη μετάβαση από το διονυσιακό στο απολλώνειο στοιχείο.
Το βρέφος-Ερμής, ταχύτατα ενηλικιούμενο, εφευρίσκει ως πρώτο μουσικό όργανο τη λύρα, μεταπλάθοντας σε ηχείο το καύκαλο μιας χελώνας, επενδύοντάς το με δέρας βοδιού και χρησιμοποιώντας ως χορδές έντερα αρνιού. Αυτή η «μηχανή» γενέσεως των μουσικών ήχων παρουσιάζεται, στο ελλιπές και χαριτωμένο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, ως σπηλαιώδης, αρχετυπική κύηση ενός «βρέφους-τέρατος», συνδέοντας θεματολογικά τη στοιχειώδη πλοκή με τον χθόνιο χαρακτήρα της διονυσιακής λατρείας και τους κρότους που εγκυμονούν τα έγκατα της γης. Δυσάρεστη, όσο και εξωτική, η εκφορά των Ελληνικών από τον Ερμή / τον γερμανοβιετναμέζικης καταγωγής Steve Catona. Η αμφίφυλη εμφάνισή του στο κοίλον του θεάτρου και η ιδιότυπη, κόντρα τενόρου φωνή του προκαλούν αντιφατικά συναισθήματα, υπηρετεί όμως άψογα τη μετάβαση από το διονυσιακό στο απολλώνειο στοιχείο: αυτό το νιτσεϊκό στερεότυπο προσέγγισης του αρχαίου δράματος που έχει ευρύτερα επικρατήσει. Η επίκληση του «φιλοχορευτού Ιάκχου» και το «ευοί, ευάν» του τέλους αποκαθιστά τις αναλογίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΧΙΩΤΗ: «Βάτραχοι»
Μετά την εξαφάνιση του διονυσιακού / σατυρικού στοιχείου, στην αρχή της παρακμής της κλασικής Αθήνας, το 405 π.Χ. ο Αριστοφάνης βάζει τον Διόνυσο (μεταμφιεσμένο σε Ηρακλή) να συνοδεύεται από τον δούλο του Ξανθία σε μια «Εις Άδου Κάθοδον», όπου θα συναντήσουν την ενσάρκωση του κλασικού πνεύματος: τους πρόσφατα απολεσθέντες Σοφοκλή και Ευριπίδη.
«Αφεντικό, να πω κανέν᾽ αστείο απ᾽ τα συνηθισμέν᾽ αυτά,
που μόλις τ᾽ ακούσουν οι θεατές, ξεσπούν στα γέλια;» (μτφρ. Θρασύβουλου Σταύρου)
Η Αργυρώ Χιώτη πατά στον καμβά της αττικής κωμωδίας για να πραγματοποιήσει ένα κοινωνικό σχόλιο μεγάλης σοβαρότητας που απάδει της συνήθους προσέγγισης του Αριστοφάνη. Η μετάφραση των «Βατράχων» από τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο είναι κείμενο πρωτότυπο, διαφορετικό, που προκρίνει τα λυρικά / ποιητικά στοιχεία και προσφέρεται για ιδιότυπη περιγραφή της «υπερρεαλιστικής» γειτνίασης ζωντανών και πεθαμένων, που την υπογραμμίζει η μουσική σύνθεση του Jan Van Angelopoulos.
Η Αργυρώ Χιώτη πατά στον καμβά της αττικής κωμωδίας για να πραγματοποιήσει ένα κοινωνικό σχόλιο μεγάλης σοβαρότητας που απάδει της συνήθους προσέγγισης του Αριστοφάνη.
Ο νικητής, ένας εκ των δύο κορυφαίων ποιητών, θα έχει ως έργο του να ανέβει και πάλι στα εγκόσμια: μια έγερση νεκρού που ίσως να σώσει την «πόλιν» από βέβαιη ηθική κατάρρευση, από τη σωρεία των δημιουργών της φτηνής αισθητικής:
«Αυτοί είναι αποτρυγίδια, φαφλατάδες,
χελιδονολαλιές, χαλασοτέχνες» (μτφρ. Θρασύβουλου Σταύρου)
Ο Ευριπίδης πέραν των ορίων, κωμικός έως παρενδυσιακός, ημίγυμνος και προκλητικός, καθιερώνει την αισθητική της απόκλισης. Ο Αισχύλος με μια αυτοϋποσκαπτόμενη βαρύτητα, εκπρόσωπος της δομημένης αισθητικής. Πέραν της «πιασάρικης», δικανικού τύπου αντιπαράθεσης του Ακύλλα Καραζήση και του Νίκου Χατζόπουλου (Ευριπίδης και Αισχύλος, αντίστοιχα, που με αμοιβαίο σκώμμα και δικανικό αγώνα αντιθέσεων προαλείφονται για σκηνική επιτυχία), το κείμενο υπηρετούν πιστά η Εύη Σαουλίδου (σε μια clownesque προσέγγιση του Ξανθία, καβάλα σε γάιδαρο) και η Μαρία Κεχαγιόγλου (σε μια δυναμική, αυτοσαρκαζόμενη εκδοχή του «ακράτου», σκωπτικού Διονύσου που καλύπτεται πίσω από τη λεοντή του Ηρακλέους). Δυστυχώς, το ένα από τα δύο πρωταγωνιστικά ντουέτα του έργου ευνουχίζεται ερμηνευτικά με ένα ανυπόφορα γραμμικό βάδισμα πάνω-κάτω στη σκηνή, που ελάχιστα επιτρέπει τις αριστοφανικές εξάρσεις.
Στην πορεία συναντούν τον Χορό των Βατράχων, που τον υποβάλλουν στη δοκιμασία της ακρόασης των κακόηχων κοασμών τους μέσα από τον βάλτο: «βρεκεκέξ κοάξ κοάξ», ένα προστάδιο του πλουτώνειου βασιλείου και της θλιβερής Αχερούσιας νηνεμίας, που θα συνοδευτεί από τη χορεία των θιασωτών της ελευσίνιας χθόνιας λατρείας. Καθώς σήμερα αγνοούμε, κατ’ ουσίαν, το ακριβές περιεχόμενο των Ελευσινίων, το μόνο που απομένει για ν’ αποδοθεί το μυητικό στοιχείο και το κλίμα του καθαρμού που τους αντιστοιχεί είναι κάποιες νύξεις του Αριστοφάνη και κάποιες άλλες του Ευριπίδη, ορισμένοι από τους πιο «χθόνιους» Ομηρικούς Ύμνους και τα αρχαιολογικά μας ευρήματα. Αυτό επιτρέπει, βεβαίως, μεγάλη σκηνοθετική και ενδυματολογική ελευθερία: ποιος είναι ο Ιεροφάντης, ποια δοχεία θα εμφανιστούν επί σκηνής, τι λόγια επακριβώς θα ειπωθούν, όλα αυτά επαφίενται στην οπτική γωνία του σύγχρονου καλλιτέχνη.
Όλο αυτό το σκοτεινό, βαλτώδες και βορβορώδες πλαίσιο συνθέτει μιαν υποβλητική ουτοπία αρκαδικής σιγής που έρχεται να διαδεχθεί το ανθηρό οροπέδιο στη χώρα του Πέλοπα όπου διαδραματίζεται το σατυρικό δράμα των Ιχνευτών.
Η ξεκάθαρη, γλαφυρή φωνή του Αντώνη Μυριαγκού υποστηρίζει θαυμάσια τον ρόλο του Κορυφαίου, ενώ την εμφάνιση των Βατράχων θα ακολουθήσουν ο Ηρακλής (καλός και ευέλικτος Μιχάλης Βαλάσογλου), ο Χάροντας, ο Αιακός, οι Πανδοκεύτριες (ξενοδόχες), ο Οικέτης, ο υπηρέτης του Πλούτωνα και ο ίδιος ο Πλούτων (Ευθύμης Θέου), σαν αντλημένοι από την Commedia dell’ Arte: στους ρόλους «μπαινοβγαίνει» ο Χορός (Χαρά Κότσαλη, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Μανούκ Καρυωτάκη, Σπύρος Μάστορας, όλοι περιβεβλημένοι τα άχρονα καρναβαλικά κοστούμια του Άγγελου Μέντη υποδύονται και τους λατρευτές της Ελευσίνας) κινείται στη γραμμή ενός κινησιολογικού φορμαλισμού που απλώς «ταιριάζει» στον Αριστοφάνη, χωρίς να χειραφετεί τους ερμηνευτές. Έντονη ακροβατική διάθεση στη μεταλλική επιφάνεια της Εύας Μανιδάκη που προσιδιάζει σε επικλινή «τσουλήθρα» και οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, καθώς στο τέλος του επιτελείται ένα απελευθερωτικό άλμα σε τραμπολίνο.
Όλο αυτό το σκοτεινό, βαλτώδες και βορβορώδες πλαίσιο (το Λήθης πεδίον, οι Ονόποκες, οι Κερβέριοι, το όρος Ταίναρον, ο χώρος όπου επικρατούν οι κόρακες, η λίμνη Αχερουσία όπου κωπηλατούν οι ζωντανοί χωρίς την πείρα του ναυτικού και διαρκώς ακροώμενοι τους βατράχους και τους κύκνους, ο λίθος του Αυαίνου, ο Κωκυτός, οι Τιθράσιες γοργόνες, τα τενάγη του Άδη και οι σαρκοβόρες σμέρνες τους) συνθέτει μιαν υποβλητική ουτοπία αρκαδικής σιγής που έρχεται να διαδεχθεί το ανθηρό οροπέδιο στη χώρα του Πέλοπα όπου διαδραματίζεται το σατυρικό δράμα των Ιχνευτών.
Δύο από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες μας, παρά τις όποιες ατέλειες των έργων τους, κατάφεραν αυτό το καλοκαίρι να ξαναζωντανέψουν στη σκηνή τους όσιους θιασώτες των οργιαστικών τελετών της αρχαϊκής εποχής.
Και, επειδή «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», δύο από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες μας, παρά τις όποιες ατέλειες των έργων τους, κατάφεραν αυτό το καλοκαίρι να ξαναζωντανέψουν στη σκηνή τους όσιους θιασώτες των οργιαστικών τελετών της αρχαϊκής εποχής ώστε να προκύψει επιτυχημένα η αντίστιξη προς το πολιτειακό πλαίσιο γένεσης της Τραγωδίας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).