Ο David Foster Wallace ήταν Αμερικανός λογοτέχνης και δοκιμιογράφος, ευρέως γνωστός για το σύνθετο, ογκώδες μυθιστόρημά του «Infinite jest» (προσεχώς από τις εκδόσεις Gutenberg). Τα έργα του βρίθουν από μεταμοντέρνα στοιχεία και φιλοσοφικούς προβληματισμούς, και μιλούν για τη μοναξιά και το άγχος που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος, την ψυχική ασθένεια, τον φόβο του θανάτου, τις διαφημίσεις, τη μαζική κουλτούρα. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική, Κέδρος, Πλήθος και Τραυλός.
Επιμέλεια: Book Press
Ακολουθούν τέσσερις συγγραφικές συμβουλές από τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αποσπάσματα από μια συνέντευξή του στον Larry McCaffery.
Η καλή λογοτεχνία φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον θάνατο:
Δεν χρειάζεται να σκεφτούμε πολύ για να συνειδητοποιήσουμε πως ο φόβος μας για τις σχέσεις αλλά και ο φόβος μας για τη μοναξιά έχουν να κάνουν με έναν άλλο, γενικότερο φόβο: φοβόμαστε να παγιδευτούμε σε μια κατάσταση (μια συναισθηματική κατάσταση, μια σωματική κατάσταση), και όλο αυτό έχει να κάνει με το άγχος μας για το θάνατο, με τη συνειδητοποίηση πως θα πεθάνουμε και θα πεθάνουμε εντελώς μόνοι και πως ο υπόλοιπος κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς εμάς. Δεν είμαι βέβαιος πως θα μπορούσα να σας δώσω κάποια κατατοπιστική, θεωρητική αιτιολόγηση, όμως υποψιάζομαι έντονα πως η μυθοπλασία πρέπει σε μεγάλο βαθμό να επιδεινώνει το αίσθημα του εγκλωβισμού, της μοναξιάς, του θανάτου, ώστε να παρακινεί τους ανθρώπους να τα αντιμετωπίσουν. Προκείμενου να λυτρωθούμε, θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσουμε τη φρίκη, να αντιμετωπίσουμε αυτά που δεν θέλουμε να αποδεχτούμε.
Η λογοτεχνία έχει να κάνει με διαμεσολαβημένες εμπειρίες:
Αν σκοπεύετε όχι μόνο να απεικονίσετε τον τρόπο με τον οποίο μια κουλτούρα χαρακτηρίζεται και ορίζεται από τη διαμεσολαβημένη ικανοποίηση και τις διαμεσολαβημένες εντυπώσεις, αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, να δικαιολογήσετε αυτή την κατάσταση ή τουλάχιστον, να πολεμήσετε την οπισθοφυλακή που μάχεται εναντίον αυτής της κατάστασης, τότε κάνετε κάτι παράδοξο. Επιτρέπετε αμέσως στον αναγνώστη να ξεφύγει από τον εαυτό του, επιτυγχάνοντας ένα είδος ταύτισης με μια άλλη ανθρώπινη ψυχή -του συγγραφέα, ή ενός χαρακτήρα, κ.λπ.-, και με αυτόν τον τρόπο, προσπαθείτε να διαψεύσετε την αίσθηση του αναγνώστη πως είναι μια μονάδα, πως είναι ολομόναχος στην πραγματικότητα και πως πρόκειται να πεθάνει ολομόναχος. Κατά κάποιον τρόπο, προσπαθείτε να διαψεύσετε αλλά και να επιβεβαιώσετε το γεγονός πως ο συγγραφέας και ο αναγνώστης είναι αμφότεροι παρόντες και έχουν διαφορετικές αντιλήψεις. Χάρη σε αυτό το παράδοξο, η καλή μυθοπλασία αποκτά κάτι το μαγικό, νομίζω.
Ο συγγραφέας πρέπει να είναι πρόθυμος να αποκαλύψει ένα κομμάτι του εαυτού του:
Η πραγματικά καλή δουλειά πιθανώς πηγάζει από την προθυμία να αποκαλύψεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, να ανοιχτείς στους άλλους με πνευματικούς και συναισθηματικούς τρόπους, να κινδυνέψεις να φανείς κοινότοπος ή μελοδραματικός ή αφελής ή ανώμαλος ή χυδαίος, και να ζητήσεις από τον αναγνώστη να αισθανθεί πραγματικά κάτι. Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις προκειμένου να συγκινήσεις τον αναγνώστη. Ακόμα και τώρα, λέγοντας αυτά, φοβάμαι πως ακούγονται πολύ κοινότοπα. Και η απόπειρα να κάνεις όλα τα παραπάνω, όχι απλώς να μιλάς για αυτά, απαιτεί μια μορφή θάρρους που δεν φαίνεται πως έχω προς το παρόν.
Ο συγγραφέας είναι στην ουσία ένας συνηθισμένος άνθρωπος:
Αυτή είναι η ουσία. «Είσαι συνηθισμένος; Είσαι συνηθισμένος;» Νομίζω πως έγινα εξυπνότερος μόλις συνειδητοποίησα πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι πολύ πιο έξυπνοι από εμένα. Το σπουδαιότερο προσόν μου ως συγγραφέα είναι πως πάνω κάτω είμαι σαν όλους τους άλλους. Η πλευρά του εαυτού μου που πίστευε πως ήμουν διαφορετικός ή εξυπνότερος ή οτιδήποτε άλλο, κόντεψε να με κάνει να πεθάνω.
Βρείτε τα βιβλία του συγγραφέα εδώ.