
Ο συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι μίλησε για το τελευταίο, δίτομο μυθιστόρημά του «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε». Ο πρώτος τόμος έχει υπότιτλο «Η ιδέα γίνεται ορατή» και ο δεύτερος «Ρευστές μεταφορές». Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης).
Επιμέλεια: Book Press
Το μυθιστόρημα σηματοδοτεί την πρώτη φορά, εδώ και αρκετό καιρό, που ο Χαρούκι Μουρακάμι γράφει σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής είναι ένας 36χρονος ζωγράφος, ο οποίος εγκαταλείπεται ξαφνικά από τη σύζυγό του.
«Στην αρχή έγραφα μόνο σε πρώτο πρόσωπο και σταδιακά άλλαξα, υιοθέτησα το τρίτο πρόσωπο. Έχοντας γράψει επιτυχημένα ένα μυθιστόρημα με τριτοπρόσωπη αφήγηση, το 1Q84, ένιωσα την επιθυμία να επιστρέψω στο πρώτο πρόσωπο. Είχα την έντονη αίσθηση ότι επέστρεφα στις ρίζες μου, αλλά νομίζω ότι είχε να κάνει και με την ωρίμανση του πρωταγωνιστή μου».
Η λέξη «κομεντατόρε» προέρχεται από τον Κομεντατόρε της όπερας «Δον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, ο οποίος σκοτώνεται στην αρχή του έργου. Ο Μουρακάμι είπε ότι σκαρφίστηκε τον τίτλο προτού αρχίσει να γράφει την ιστορία.
«Με τράβηξε η ιδιαιτερότητα των λέξεων. Αυτό που μου ήλθε πρώτα στο μυαλό ήταν ο τίτλος και το μέρος όπου διαδραματίζεται η ιστορία, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου στην Ονταβάρα. Ο πρωταγωνιστής μου έγινε ζωγράφος καθώς έγραφα».
Στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος ανατίθεται να ζωγραφίσει το πορτρέτο ενός άνδρα με το ασυνήθιστο επώνυμο Menshiki. Ο μυστηριώδης Menshiki είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που ζει μόνος του σε μια τεράστια έπαυλη στην κορυφή ενός λόφου. Σύμφωνα με τον Μουρακάμι, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αποτελεί «ένα είδος φόρου τιμής» στο κλασσικό μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, το οποίο ο Μουρακάμι έχει μεταφράσει στα ιαπωνικά.
Το τέλος του μυθιστορήματος σηματοδοτεί μια μετάβαση, από την απώλεια προς μια νέα αρχή. Η ιστορία μεταβαίνει στην περίοδο αμέσως μετά από τον Μεγάλο Σεισμό στην Ανατολική Ιαπωνία, το 2011.
«Τα μυθιστορήματά μου είναι ανοιχτού τύπου, τελειώνουν και οι ιστορίες τους παραμένουν ακόμα σε εξέλιξη. Αυτή τη φορά, συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν την αίσθηση ενός τέλους. Πιστεύω ότι η καταστροφή στην περιοχή Τοχόκου άφησε μια τεράστια ουλή στην ψυχή του Ιαπωνικού λαού. Το να απεικονίσουμε την ψυχή των ανθρώπων που έζησαν σε αυτή τη συγκεκριμένη εποχή χωρίς να αναφερθούμε στην καταστροφή [του σεισμού] δεν θα ήταν ρεαλιστικό».
Στο βιβλίο, η ιστορία ενός μυστηριώδους πίνακα που ανακαλύπτει ο ζωγράφος συνδέεται με τη Σφαγή της Ναντσίνγκ, τη σφαγή του κινέζικου λαού από τους Ιάπωνες, μετά από την άλωση της πόλης κατά τη διάρκεια του δεύτερου Σινοϊαπωνικού πόλεμου.
«Η Ιστορία είναι η συλλογική μνήμη ενός έθνους, οπότε είναι μεγάλο λάθος να ξεχνάμε το παρελθόν ή να αντικαθιστούμε τη μνήμη με κάτι άλλο. Πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στην αναθεώρηση της ιστορίας. Οι μυθιστοριογράφοι δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, όμως μπορούμε να πολεμήσουμε τέτοιες πεποιθήσεις με τη δύναμη της αφήγησης».