
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Ο ουρανός του Μανχάταν φαινόταν από τα παράθυρά μου καταγάλανος. Ούτε ένα φτερό από κατάλευκο περιστεράκι δεν πετούσε στον ουρανό. Ο ήλιος έμπαινε λαμπρός και ζεστός.
Ένας Αττικός ουρανός, πριν την άγρια έφοδο των βενζινο/πετρελαιο/κίνητων οχημάτων, ίππων και όνων, είπα άλεκτα στον εαυτό μου.
Προσκάλεσα τον εαυτό μου για πρωινό σ’ ένα υπαίθριο καφέ, και για συντροφιά πήρα μαζί μου ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του Αύγουστου Χέιρ, με κείμενα και ξυλογραφίες από την Ιταλία.
Ήταν κατάλληλο για την περίπτωση, συλλογιζόμουν, καθώς το ξεφύλλιζα τυχαία, θαυμάζοντας δρομάκια, καθεδρικούς, εισόδους κτηρίων, τοπία με λόφους και ποτάμια και γύριζα χρόνια πίσω.
Στα νεανικά μου χρόνια πήγαινα στην Πάτρα, έπαιρνα το πλοίο για το Πρίντεζι, την Ανκόνα ή τη Νεάπολη και περιόδευα πόλεις και χωριά.
Σ’ ένα από αυτά τα ταξίδια, όταν γύρισα στην Πάτρα είχα μόνο ένα τάλιρο = πέντε δραχμές. Γυαλιστερό σαν ασημένιο. Δεν είχα κανένα τρόπο να φτάσω στην Αθήνα.
Κατέλυσα σ’ ένα ξενοδοχείο, και πριν πάω στο δωμάτιό μου, ζήτησα από τη ρεσεψιόν να κάνω ένα τηλεφώνημα.
Την άλλη μέρα ήρθε η αδελφή μου να πληρώσει το λογαριασμό και να με πάρει με το αυτοκίνητο για το σπίτι. Άφησα το τάλιρο στο κομοδίνο κι έφυγα.
Στα χρόνια της δικτατορίας τα ταξίδια μου είχαν άλλο περιεχόμενο. Οι εμπειρίες μου είναι ένας προσωπικός θησαυρός, όπως συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο, και κάποιες σχετίζονται άμεσα με τον άνθρωπο και άλλοτε έχουν πιο μαζικό χαρακτήρα.
Στην Μπολόνια, για παράδειγμα, ο δήμος, εκείνα τα χρόνια, ήταν «κόκκινος». Το Δημοτικό Συμβούλιο έδινε στους κατοίκους το πλεονέκτημα να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο, ώσπου το επέτρεπε ο προϋπολογισμός/ ισολογισμός. Το ίδιο και με τη χρήση του τηλεφώνου.
Στη δεκαετία του ’90, με τη φίλη μου Δέσποινα, ξεκινήσαμε από την Πάτρα, με μια κρουαζιέρα, μ’ ένα πρόγραμμα «Μεγάλη Ελλάδα» - Magna Grecia. Επισκεφθήκαμε χώρους συνδεδεμένους με την Ιστορία, μέχρι την Βενετία. Παντού μας υποδέχονταν σαν να επέστρεφαν στους συγγενείς τα πρώτα εξαδέλφια. Ο πόλεμος του ’40 είχε παραγραφεί.
Οι αναφορές στους Έλληνες, τα ελληνικά ονόματα , οι επωνυμίες πόλεων ήταν πυκνές. Το Ελληνικό Θέατρο, στις Συρακούσες δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την καταγωγή του στη σύντομη περιγραφή του:
«Το Ελληνικό Θέατρο με την τέλεια απομόνωσή του, τις γκρίζες του λίθινες πλάκες, να μοιάζουν τώρα πια με βράχια που ανάμεσά τους φυτρώνουν λουλούδια, και την εξαιρετικά όμορφη θέα του, είναι ίσως τα πλέον συγκινητικά και ελκυστικά ερείπια των Συρακουσών…»
Έπινα τον καφέ μου και ξεφύλλιζα το βιβλίο, με μια νοσταλγία, και νιώθοντας χάρη για τον συγγραφέα του, και για τον συλλέκτη των ξυλογραφιών.
Ταξίδευα μαζί τους, όπως όταν μετέφραζα, Το Δωμάτιο με Θέα, του Ε. Μ. Φόρστερ, (1879 – 1970) γραμμένο το 1908, τοποθετημένο στη Φλωρεντία, και ένιωσα να κυλάει μέσα μου ο ποταμός Άρνο, που διασχίζει μια σειρά από πόλεις του Βορρά, έχοντας στις όχθες του πανέμορφα κτήρια.
Πόσα είχε ξυπνήσει μέσα μου αυτό το ταξιδιωτικό βιβλίο.
Πήρα την παρέα μου, που μου έφερε τόσες αναμνήσεις, και συνέχισα για το ραντεβού μου, στις τρεις μετά το μεσημέρι τον Μότσαρτ, στο Καρνέγκι Χολ.
Όταν βγήκα, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο, κανένας δεν ήθελε να χάσει μια τέτοια υπέροχη μέρα.
Γύρισα σπίτι πλήρης: Γαλανός ουρανός, ήλιος, καφές, βιβλίο, ξυλογραφίες, αναμνήσεις, μουσική και πολύχρωμος κόσμος.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και κάθισα στον καναπέ, απέναντι στην τηλεόραση.
Πριν ακούσω την τρομερή είδηση, είδα τα ερείπια του σεισμού της 20ής Μαϊου 2012 στη Βόρεια Ιταλία, που μόλις πριν μερικές ώρες είχα και πάλι επισκεφθεί νοερά. Ερείπια του Εγκέλαδου.
Βέβαια, η ανθρώπινη ζωή είναι η πρώτη αξία, χωρίς αυτό να μειώνει τον κατασκευασμένο χώρο του από τα δικά του ροζιασμένα εργατικά χέρια.
Ένιωσα, ταυτόχρονα, μια παρελθούσα αγάπη, και μια παρούσα θλίψη.
Ιωάννα Καρατζαφέρη