
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Λέγε με Ισμαήλ ή Λέγε με Ισμαέλ, ανάλογα με την ανάγνωση, σε ποια γλώσσα ήταν η τυπωμένη σελίδα, που η αμφιβολία μ’ έκανε να προστρέχω σε διάφορα λεξικά, για να βρω την σωστή προφορά του φωνήεντος, ε, e.
Κατέληξα στην Βίβλο, την είχε φέρει ο μπαμπάς μου από το Σικάγο, και ήταν η πηγή των ιστορικών-θρησκευτικών του γνώσεων, ένας γνώμονας, πιθανόν το λυσάρι των προβλημάτων του, ή ακόμα και ένα υπερατλαντικό ή μεταφυσικό ταξίδι στην μακρινή αμερικανική πόλη, που είχε ζήσει, την εποχή της τζαζ, της ποτοαπαγόρευσης, του Αλ Καπόνε και των μαύρων αυτοκινήτων με τα εξοπλισμένα πρωτοπαλίκαρα και του επερχόμενου Μεγάλου Κραχ.
Καθόταν, πάντα στο τρίγωνο που σχημάτιζαν οι δυο πλευρές του ξύλινου τραπεζιού, με τη Βίβλο ανοιχτή μπροστά του, κι ένα μαύρο μάλλινο παλτό, ριγμένο στους ώμους του –είναι περίεργο που δεν τον θυμάμαι με καλοκαιρινά ρούχα– και διάβαζε σιωπηλός και σοβαρός.
Όμως, η σωστή προφορά, δεν είμαι βέβαιη για το ποσοστό της ακρίβειας της, δεν περιοριζόταν μόνο στον Ισμαή(ε)λ, αλλά και στον καπετάνιο Αχάμπ ή Αχαάβ, ακόμα και στο φαλαινοθηρικό Πίκοουντ, Pequod ή του Queequeg,, ή των άλλων θαλασσόλυκων του πληρώματος.
Αλλά τι μ’ ένοιαζε; Ο Μόμπι Ντικ τα χωρούσε όλα μέσα του, σε τέτοια μεγέθη, ανυπολόγιστες ταχύτητες, άγνωστες λέξεις και εκφράσεις, που όσες αναγνώσεις και αν κάνεις αυτού του ογκώδους σε σελίδες βιβλίου, του θηριώδους φαλαινοθηρικού, που οργώνει θάλασσες, παλεύει και νικάει υπέρμετρα κύματα, γλιστράει ανέμελα σε γαλήνιες επιφάνειες, διασκεδάζει ή περιμένει να περάσουν οι νηνεμίες, πλέει αδιάφορα σε εξωτικά τοπία, με διάλογους που παράγονται στη θάλασσα και πνίγονται σ’ αυτήν, κυνηγάει φάλαινες, που το οριζόντιο μήκος τους λογαριάζεται σε μέτρα και το βάρος τους σε τόνους, το μίσος του Καπετάνιου για το ξύλινο πόδι του, εξαιτίας μιας μάχης του σώμα με σώμα με μια φάλαινα, και τον κανίβαλο, Queequeg, το πιο εύστοχο καμάκι κάτοχο ενός τόμαχοκ, άγριο στην όψη, με μικρό κεφάλι και τατουάζ (tattoo) σε όλο του το κορμί, που θα μοιραστεί το κρεβάτι του με τον Ισμαέλ.
Την δεκαετία του 1960 ήταν εύκολο να βρεις Έλληνες ναυτικούς, που πηδούσαν από τα καράβια (jump ship), στα ελληνικά στέκια, και όταν συναντούσα κάποιον τον ρωτούσα τι είναι το τατού και η απάντηση ήταν: το κάνουν οι ναυτικοί όταν βγαίνουν στα λιμάνια.
Α!
Κάποια μέρα θα ταξίδευα στο Νιου Μπέντφορντ να αντικρίσω το λιμάνι απ’ όπου απέπλευσε με το φαλαινοθηρικό Pequod και το πλήρωμά του, ο ίδιος ο Χέρμαν Μέλβιλ, (1819- 1891) ήταν πλέον ο μέγας ήρωάς μου, που είχε κατοικήσει είκοσι έξι έτη, ανατολικά της 26ης οδού στο Μανχάταν –όπου κατοικώ ήδη σαράντα χρόνια- και εργάστηκε στο Τελωνείο της Νέας Υόρκης, ένα θαυμάσιο κτήριο στο νότιο άκρο δίπλα στη θάλασσα, που στεγάζει τώρα το Μουσείο Σμιθσόνιαν. και το πλήρωμά του.
Από το Καίμπριτζ, όπου είχα πάει να επισκεφθώ την κόρη μιας πολύ φιλικής μου οικογένειας, την Αϊλίν Κρισττ, φοιτήτρια τότε, και όταν της μίλησα για την επιθυμία μου, πήγα στην Βοστόνη οκτώ μίλια μακριά απ’ όπου πήρα το λεωφορείο για το Νιου Μπέντφορντ, 28 μίλια ή 45 χιλιόμετρα μακριά.
Στην διαδρομή ευχόμουν, όχι για πρώτη φορά, να είναι ο δρόμος πιο μακρύς γιατί είχα και πάλι εκείνη την τρελή αίσθηση ότι το μήκος των Εθνικών Οδών άνοιγαν στο μυαλό μου μακριά αυλάκια.
Έφτασα στο Νιου Μπέντφορντ ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με πρώτο και κύριο στόχο μου το λιμάνι. Κατέλυσα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο και ξεκίνησα.
Η πόλη είχε όλα τα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας ή κατάρρευσης, της αναδουλειάς και απραξίας, μιας ιδιαίτερης μελαγχολίας.
Με τις φαλαινοθηρικές μου γνώσεις υπό το μηδέν, με τα βάθη και μήκη των θαλασσών σε λησμονημένες σχολικές αναφορές, με πλήρη άγνοια αναγνώρισης σκαφών και σκαριών, για το ύψος των καταρτιών, για πλώρες και πρύμες, για πυξίδες και ναυτικούς κόμβους, αντίκρισα το λιμάνι με δέος και μια ακαθόριστη αναμονή.
Κατά μήκος της αποβάθρας αγκυροβολημένα δεκάδες πλοία, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν παραμυθένιοι γίγαντες, έτοιμοι να αποπλεύσουν για άγνωστες ναυμαχίες, απορώντας για τις γνώσεις του Μέλβιλ, για το Πυθαγόρειο Θεώρημα και την διάκριση που έκανε ως προς την σχέση και τα αισθήματα, που είχαν και έτρεφαν, χωριστά, για την θάλασσα, οι Έλλήνες και οι Πέρσες, που είχε διδαχτεί από τους Περσικούς Πολέμους, περπάτησα μέχρι εξαντλήσεως.
Μπήκα σε ένα γωνιακό εστιατόριο, με θέα την θάλασσα. Στα τζάμια της πρόσοψής του κρέμονταν δίχτυα. Κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, αντίκρισα τον τοίχο, ζωγραφισμένο σε όλη του την επιφάνεια, με φόντο απλωμένη την ελληνική σημαία, και μπροστά από αυτήν να τρέχει ένας δρομέας, μ’ ένα φως να λάμπει στο μέτωπο του, το βλέμμα του να αντικρίζει τον ατέρμονα δρόμο, που άνοιγε λεωφόρους στο μυαλό του, τα λεπτά του πόδια σε μια αέρινη κίνηση, να ξεπεράσει την αντοχή του, να κατακτήσει την απόσταση, και με πιασμένη την ανάσα διάβασα τα μεγάλα γράμματα: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΟΣ….
Αναπάντεχο!
Ρώτησα αν ο ιδιοκτήτης ήταν Έλληνας, όχι, αν κάποιος σερβιτόρος ήταν Έλληνας, όχι.
Το μεσημέρι είχε περάσει, το βράδυ δεν είχε έρθει ακόμα, κι εγώ καθισμένη πίσω από τα τζάμια αντίκριζα, τη μια στιγμή, τα αραγμένα καράβια, και την άλλη, τον Έλληνα δρομέα. Το ανθρώπινο βήμα που έγινε τροχός και άλλαξε την πορεία της ανθρώπινης μοίρας.
Μίλησα με τον αρχισερβιτόρο, που τον κάλεσα στο τραπέζι μου.
Οι περισσότεροι που επάνδρωναν άλλοτε τα φαλαινοθηρικά ήταν Πορτογάλοι. Τώρα πια…
Έμαθα πολλά και από την επίσκεψή μου στο νησί Nuntucket, για το οποίο έχουν γραφτεί συλλογές ποιημάτων και κράτησα ένα μικρό στίχο από το: Τραγούδι για το Ναντάκετ:
Μην αφήσετε την καρδιά σας
Ποτέ να λιγοψυχήσει,
Όσο ο καμακευτής
Καμακώνει τη Φάλαινα
Ιωάννα Καρατζαφέρη