
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Το εορταστικό πέρασμα από τον ένα χρόνο στον επόμενο μοιάζει με τέχνασμα. Τεχνικά, αγνοώ αν τα τεχνάσματα επιδέχονται αλλαγές, αν υπόκεινται στη φθορά του χρόνου, αν είναι συναρμολογημένα από ελάσματα και βίδες ή από λέξεις μεγαλοποιημένες ή υποτιμημένες από την ανθρώπινη φαντασία.
Το τελευταίο του πέρασμα μου έφερε στο νου τα φαντάσματα.
Πιο μικρή από μικρή, θυμάμαι, πόσο τα φοβόμουν.
Τα είχα δει, άσπρες οπτασίες, να περπατάνε στα κεραμίδια των μονοκατοικιών της γειτονιάς μου και τα μεγαλύτερα παιδιά να φωνάζουν, να τα, να τα.
Κι εγώ δεν ξέρω αν τα έβλεπα, αλλά φοβόμουν.
Κοντά μας και οι απλές γυναίκες που έβαζαν τα χέρια στη μέση και φώναζαν, κατέβα κάτω και θα σου δείξω εγώ ποια είναι τα φαντάσματα.
Ο μύθος των φαντασμάτων, μια φούσκα, έσπαγε από το ξύλο των μανάδων στ’ αγόρια τους, που άρπαζαν κρυφά τα άσπρα φρεσκοπλυμένα σεντόνια από τα σχοινιά της μπουγάδας και τα έκρυβαν μέχρι αργά το βράδυ για να τυλίξουν τα λιανά εφηβικά κορμιά τους και να ανεβαίνουν στις στέγες των σπιτιών μεταμορφωμένα σε φαντάσματα.
Τα φαντάσματα στην Ελλάδα, ίσως εξαιτίας των καιρικών ή άλλων συνθηκών, δεν έπιασαν, όπως στην Αγγλία με τους πεπαλαιωμένους πύργους, τις αράχνες που φτιάχνουν τους ιστούς τους στους ψηλούς τοίχους που τους διασχίζουν κάθετα, οριζόντια και διαγώνια διάφορα ερπετά που αναπαράγονται στην υγρασία και το σκοτάδι.
Είχαν περάσει χρόνια από τότε που τα παιδιά της γειτονιάς παρίσταναν τα φαντάσματα όταν διάβασα τη νουβέλα The Turning of the Screw του Χένρι Τζέιμς, (1843-1916), γεννημένος Αμερικανός που προτιμούσε να είναι Βρετανός και να διασχίζει συχνά τον Ατλαντικό.
Ένας ανώνυμος αφηγητής, τις ημέρες των Χριστουγέννων, ανοίγει στην παρέα μια συζήτηση για φαντάσματα. Έχει και ένα ημερολόγιο που το έχει γράψει η γκουβερνάντα ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, που είχαν πεθάνει οι γονείς τους, και τα είχε αναλάβει ο θείος τους, πριν προσλάβει την γκουβερνάντα.
Τι αναγνώστρια ήμουν, αναρωτιόμουν που φοβόμουν, που δεν μπορούσα να διακρίνω το διφορούμενο περιεχόμενο, να μετρήσω τις διαφορετικές ερμηνείες.
Αργότερα, όταν δεν φοβόμουν τα φαντάσματα, φοβόμουν το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, και απέφευγα να κοιμηθώ γιατί ξυπνούσα, από εφιάλτες, και πεταγόμουν στο κρεβάτι κάθιδρη, με την αίσθηση ότι ο ιδρώτας που έρεε στο σώμα μου ήταν αίματα.
Τώρα επανήλθαν τα φαντάσματα, όχι περιτυλιγμένα με μπαλωμένα σεντόνια πλυμένα με πράσινο σαπούνι, ντυμένα με πανάκριβα κοστούμια, με περασμένες στο λαιμό γυαλιστερές μονόχρωμες –ως ενδεικτικά ιδεολογίας- γραβάτες, σταμπαρισμένα με το σήμα του ευρώ, του δολαρίου, και διάφορων κεφαλαίων γραμμάτων ξένου αλφάβητου, προς αποκρυπτογράφηση, με τεντωμένο το δείχτη του αβρού χεριού τους να κουνιέται απειλητικά στο πρόσωπό μας, με ψαλίδια που κόβουν και μικραίνουν μισθούς και συντάξεις, τεχνάσματα που συρρικνώνουν τα νοσοκομεία, απαξιώνουν κλιμακωτά την Εκπαίδευση, και με αναγκάζουν να ξυπνήσω την ψυχαναλύτριά μου και να την ρωτήσω τι χαπάκι να καταπιώ για να με πάρει ο ύπνος.
Μα, όλα αυτά που ακούς στην τηλεόραση, χαπάκια είναι, μου απαντά ενοχλημένη που την ξύπνησα.
Καλά δεν ήξερα ότι αυτήν την πιάνουν τα τηλεοπτικά χαπάκια.
Αλλά, ο Χένρι Τζέιμς, έρχεται πρώτος σε αριθμό βιογραφιών και δοκιμίων πάνω στο έργο του, επανήλθε, όχι ακριβώς αυτός αλλά με τα λόγια ενός κριτικού της λογοτεχνίας, που έγραψε πως αν δεν έχεις, σε μια βιογραφία ή σε ένα δοκίμιο να γράψεις κάτι εντελώς καινούριο, καλύτερα να μη γράψεις.
Πήρα χαρτί και μολύβι και κάθισα ώρες ολόκληρες μπροστά στην τηλεόραση να ακούσω τα σύγχρονα φαντάσματα να ανταλλάσσουν ευχές και λεκτικές προοπτικές για τον καινούριο χρόνο 2012 και ακόμα είκοσι ή τριάντα χρόνων που έπονται και από το φόβο μου για την αναβίωση των φαντασμάτων βγήκα στο μπαλκόνι να πηδήξω.
Δεν τα κατάφερα, με είχε προλάβει η αδελφή μου, που κατ’ εντολή της ψυχαναλύτριάς μου έχει σηκώσει ψηλά σιδερένια κάγκελα για κάθε ενδεχόμενο.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα ενδεχόμενα.