
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Το πρώτο περιβάλλον μου, όπως όλων μας, ήταν το οικογενειακό. Ποιες ήταν οι πρώτες μου οπτικές αναμνήσεις;
Η μαμά σκυμμένη πάνω από την κούνια μου;
Εγώ θυμάμαι ένα άλογο.
Ποια ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσα;
Εγώ θυμάμαι, μην κλαις θα έρθει ο μπαμπάς.
Αυτό που δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ είναι αν οι γονείς μου έλεγαν παροιμίες και ποιες. Μόνο μια θυμάμαι: Όποιος γελάει τελευταίος γελάει καλύτερα, (ή περισσότερο) αλλά δεν είναι κανένας γύρω μου να ρωτήσω αν τη λέω σωστά.
Χρόνια πριν, ένας φίλος μου, ο Χάρυ Ψαρρός, που τον μετρούσα ως διανοούμενο στα δάχτυλα των χεριών μου, ή του ενός, μου έλεγε πως οι Έλληνες μπορούν να ζήσουν, χωρίς καμιά προσπάθεια για λεκτικές μανούβρες, με τις παροιμίες.
Πρώτη του γλώσσα ήταν τα γαλλικά, γεννήθηκε στον Καναδά από έλληνες γονείς, μετά τα αγγλικά, αφού εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη, αλλά τα ελληνικά που ήξερε –ετυμολογικά, εννοιολογικά, μεταφορικά, συμβολικά ή αλλιώς- με εξέπλητταν διαρκώς.
Αποθήκευε στο νου του παροιμίες και τις αναποδογύριζε: Όπου ακούς πολλά καλάθια, κράτα μικρά κεράσια. Την πίτα φαγωμένη και το σκύλο νηστικό.
Λογαριάζω τις δεκαετίες και τις συνδυάζω με τις ηλικίες του Χάρυ, που δεν ζει, και το επάγγελμά του, διευθυντής συμβούλων μεγάλης κινηματογραφικής εταιρίας του Χόλιγουντ, με αυτό των αντιπροσώπων μας στη Βουλή. Κανένα σημείο δεν συμπίπτει:
Δεν έχω πάντα πρόχειρο χαρτί και μολύβι, ούτε και είμαι κανενός είδους συλλέκτρια για να συγκεντρώνω εξυπνάδες και ανοησίες, εκτός αν ήταν του Κώστα Χατζηχρήστου που κατέβηκε επί σκηνής μ’ ένα χειροποίητο αλεξίπτωτο και είπε στους έκπληκτους θεατές ότι έγινε Αστροναύτης επειδή τη μητέρα του την έλεγαν Αστέρω και τον είχε κάνει μ’ ένα ναύτη.
Ωστόσο συγκράτησα μερικές παροιμιώδεις παροιμίες που ειπώθηκαν, το σωτήριο έτος 2011, που ψυχορραγεί, στη Βουλή ή σε βαρυσήμαντες δηλώσεις υπουργών, ανθυπουργών, υποϋπουργών, γραμματέων, υπογραμματέων, μεγασυνδιακαλιστών, υποσυνδικαλιστών και άλλων.
Να κρατήσουμε το μωρό στη θερμοκοιτίδα. Ειπώθηκε στη Βουλή.
Τρόμαξα. Μου έφερε στη μνήμη τον επίορκο Γιώργο Παπαδόπουλο, που από την πρώτη ημέρα, 21 Απριλίου 1967, ήθελε να μας, τον ελληνικό λαό, βάλει στον γύψο.
Στη βράση κολλάει το σίδερο. Από ποια εποχή της ανθρωπότητας κατάγεται αυτό;
Μου θύμισε ένα σκοτεινό σιδηρουργείο στην Καλλιθέα, που εμείς τα παιδιά βλέπαμε τους ισχνούς εργάτες κατάμαυρους με μόνο το ασπράδι των ματιών τους και τα δόντια τους, χωρίς να βλέπουμε την τερηδόνα ή τα κενά στα ούλα, και φοβόμασταν τον αράπη.
Απλώσαμε τον τραχανά, και πρέπει να τον μαζέψουμε ή περίπου.
Η γυναίκα που είχε ο παππούς στο σπίτι, στο χωριό που μικρές πηγαίναμε το καλοκαίρι, άπλωνε κάτι κομματάκια ζύμης στο μακρύ τραπέζι που μαζεύονταν οι μύγες, πριν τα σκεπάσει όλα με ένα άσπρο υφαντό σεντόνι, κι εγώ μετά ρωτούσα τον παππού μου πού πήγαν οι μύγες.
Το έσχατο που άκουσα από υφυπουργό της Κυβέρνησης Σωτηρίας ήταν: Το πράγμα δεν χωράει πια!
Στα ράφια μου υπάρχει ένα βιβλίο με παροιμίες του Τάκη Νατσούλη, τον μνημονεύω.
Όμως θυμάμαι μια σκηνή και της δίνω τις δικές μου αυθαίρετες προεκτάσεις.
Στεκόμουν δίπλα σε μια κυρία, μπροστά στον περιπτερά μου στην Πλατεία, και την άκουσα που του έλεγε ότι ο εγγονός της δεν είχε δει ποτέ και ούτε ήξερε τι είναι τα σπίρτα, γιατί η κουζίνα και άλλοι βοηθητικοί χώροι ή όλοι είναι ηλεκτρονικοί.
Χρόνια τώρα σκέφτομαι ότι τα παιδιά δεν έχουν δει γαϊδούρια ή άλλα ελληνικά εξωτικά ζώα.
Ένα από τα βασανιστικά μου ερωτήματα είναι, πώς αυτά τα παιδιά, ως έφηβοι με δικαίωμα ψήφου στα δεκαοχτώ τους χρόνια, θα έχουν την ικανότητα να ανατρέπουν τις παροιμίες σαν τον Χάρυ.
Δηλαδή, ποια θα είναι η σχέση τους με τους αντιπροσώπους τους;
Ιωάννα Καρατζαφέρη