
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Αρκετές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόσο βοηθάνε τα συνθήματα, ή ακόμα χειρότερα πόσο τα συνυπογράφω, αλλά δεν μου είχε ζητήσει κανένας την υπογραφή μου. Όμως αυτά είναι υποκειμενικά. Αυτό που αναρωτιόμουν τώρα ήταν πότε γράφτηκε το πρώτο σύνθημα. Τι ήταν στην πραγματικότητα οι Δέκα εντολές του Μωυσή, ή τι θα ήταν αν ήταν γραμμένες σε μια πλάκα η καθεμιά. Τα «ου» δεν με απασχολούσαν καθόλου. Αυτό που με απασχολούσε ακόμα ήταν εκείνο το σύνθημα στο Πολυτεχνείο, Ελευθερία - Ψωμί - Παιδεία, αν και πάνε πολλά χρόνια από τον καιρό της Χούντας και της ανατροπής της, και ίσως δεν ήταν αυτή η σειρά.
Ούτε ξέρω πότε γράφτηκε για πρώτη φορά ένα τέτοιο σύνθημα, με όποια σειρά. Αν ήταν το κάθε σύνθημα μόνο του, πόσο θα άλλαζε η έννοια της ελευθερίας. Δηλαδή μια ελευθερία έτσι, απλά και γενικά; Γιατί κάποιοι που ζουν σε μια χώρα, που ισχυρίζονται ότι χαίρονται την ελευθερία της, βγαίνουν στους δρόμους κάποιων άλλων χωρών, οπλισμένοι εξολοθρευτές, και τους κόβουν με πυροβόλα τη δική τους ελευθερία να περπατάνε στους δικούς τους δρόμους.
Και το Ψωμί; Από μόνο του δεν φτάνει ούτε για τους λιμασμένους. Από τους ουρανούς έχει πάψει να πέφτει μάννα, γιατί εκεί πάνω είναι κάποιοι μεγαλόσωμοι που πιλοτάρουν, Φαντομάδες (Phantoms) ή Αόρατοι (Stealth), βομβαρδίζουν, αδιακρίτως, και σκοτώνουν νεκρούς ανθρώπους για την ελευθερία τους.
Για την Παιδεία, οι πιο πάνω θα σκεφτούν αργότερα, δηλαδή όταν επιζήσουν, αν επιζήσουν. Και έτσι ο Πικάσο μας βγαίνει όχι μόνο ζωγράφος, αλλά και σοφός. Μάζεψε μερικά ταπεινά, έγχρωμα λουλούδια με ισχνούς μίσχους, τα έκανε ένα μάτσο, τα έδεσε με ένα σπάγκο και είπε: «Ιδού, εν τη ενώσει η ισχύς».
Από πού κι ως πού σκεφτόμουν κάτι τέτοια καθώς ανέβαινα την κυλιόμενη σκάλα του βιβλιοπωλείου Barnes and Noble, για το τρίτο πάτωμα που φιλοξενεί τη λογοτεχνία, τωρινή και παλιότερη. Ο λόγος που δεν παίρνω το ασανσέρ είναι γιατί ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας τους ορόφους βλέπω μόνο βιβλία και ανθρώπους και καμιά φορά προλαβαίνω και διαβάζω τίτλους, από ιστορικούς μέχρι και μαγειρικής. Στη χτεσινή μου επίσκεψη, το καινούριο σύνθημα κρεμόταν από όλα τα ταβάνια σε γκριζογάλαζα γυαλιστερά πανιά με δυο λέξεις: «READ FOREVER», με κεφαλαία. Εμένα το έλεγαν; Μα, αφού ήμουν και υπέρ του συνθήματος «Παιδεία δια Βίου» (νομίζω πως στην Ελλάδα έγινε πολιτικό θέμα) αυτό δεν συνεπαγόταν και «READ FOREVER»;
Έφτασα στον προορισμό μου, έκανα μερικές βόλτες ανάμεσα σε πάγκους και ψηλά ράφια, ξαναδιάβασα τίτλους, διάλεξα δυο, τρία βιβλία, βρήκα μια άδεια πολυθρόνα, ανάμεσα σε δυο λάβαρα «READ FOR EVER», και στρώθηκα πάνω της με τα επιλεγμένα μυθιστορήματα στην ποδιά μου.
Διάβαζα σελίδες, παραγράφους, κοίταζα την αρχική δημοσίευση τους, ή εσχάτης ημερομηνίας και τα άλλα προηγούμενων δεκαετιών ─ που με ανάγκαζαν να παραβιάζω τους δείκτες του χρόνου για να γυρίσει το μυαλό μου πίσω στα παλιά, να καταλαβαίνω καλύτερα τις συμπεριφορές, ακόμα και τα σύνορα χωρών και πόλεων, να οραματίζομαι καθαρότερες θάλασσες και διαυγέστερη ατμόσφαιρα και κάτι παρόμοια που δεν ήμουν βέβαιη αν ήταν μεταφυσικά ή παραποίηση αρχής. Όλο κάτι τέτοια λέω όταν φτάνω σε αδιέξοδο.
Κοίταξα από το ύψος κάποιου ορόφου έξω από τα τζάμια. Απέναντι, στην Γιούνιον Σκουέαρ, η υπαίθρια λαϊκή αγορά καλά κρατούσε ακόμα. Τάχα πως αυτή ήταν το ρολόι μου. Άφησα τα βιβλία πάνω στην πολυθρόνα για τους υπαλλήλους του βιβλιοπωλείου για να έχουν δουλειά, δηλαδή της τακτοποίησής τους, γιατί αν οι λαθραναγνώστες επέστρεφαν στη θέση τους τα βιβλία που δανείστηκαν πρόχειρα για την αξιολόγηση τους, θα την έχαναν.
Στο κεφαλόσκαλο της κυλιόμενης σκάλας σκέφτηκα να αγοράσω το ένα από τα βιβλία και γύρισα στην πολυθρόνα. Μέτρησα τα δολάρια στην τσέπη μου. Προτίμησα το βιβλίο από το κέικ καρότου που πουλιόταν στην αγορά.