
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Μπορώ και να χαθώ, όχι μόνο τέσσερις ώρες και τριάντα λεπτά, αλλά ακόμα περισσότερες αν παρακολουθώ μια ταινία του Ραούλ Ρουίζ. Είχα χωθεί βαθιά στην καρέκλα, στις δυο μετά το μεσημέρι της Δευτέρας 15 Αυγούστου του Δυτικού σωτήριου έτους 2011, σε κάποιους κινηματογράφους οι προβολές αρχίζουν στις έντεκα το πρωί, και μέσα στο μαγικό μισοσκόταδο παρακολουθούσα τα Μυστήρια της Λισσαβόνας.
Όταν επισκέφθηκα αυτή την πόλη δεν τα είχα ανακαλύψει γιατί τα γεγονότα είχαν συμβεί δυο αιώνες και κάτι πριν.
Δεν είχα δει ανθρώπους με τέτοιες ενδυμασίες και τέτοιες κομμώσεις να περπατάνε στα πεζοδρόμια, θυμόμουν, όμως, ότι μετά τη βροχή τους είχα δει να βγαίνουν και να σκουπίζουν τα βροχόνερα.
Στο νου μού ήρθε και κάτι άλλο.
Καθόμουν με μια μικρή συντροφιά σκηνοθετών και άλλων της 7ης Τέχνης, ανάμεσά τους και ο Νίκος Αντωνάκος –δεν υπάρχει πια– σε κάποιες υπαίθριες καρέκλες στα Εξάρχεια και κουβεντιάζαμε για τον κινηματογράφο.
Εκείνες τις ημέρες, είκοσι χρόνια πριν, είχα δει την ταινία Τα Κόκκινα Φανάρια του Γιμού Ζανγκ (G(Z)imou Zhang –αγνοώ την κινέζικη γραφή) και είχα μαγευτεί όπως και πολλοί άλλοι.
Δεν το κατάλαβα ότι ήμουν προσβλητική όταν είπα ότι όλοι οι σκηνοθέτες δεν μπορεί να είναι Τσάρλι Τσάπλιν, ως Χίτλερ, ή Πάολο Παζολίνι, με τη δική του Μήδεια ή Όρσον Γουέλς, ένας Οθέλος, που τον λυπόμουν και έκλαιγα για το πάθος του για την Δισδαιμόνα, για να κάνουν μόνοι τους μια ταινία από το Άλφα μέχρι το Ωμέγα:
Σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, επιλογή ηθοποιών και τοποθεσιών, μουσική και άλλα συνθετικά ή παράπλευρα. Κυρίως δεν είναι ανάγκη να θεωρούν το μέσο τους σαν απόδειξη ή ένδειξη –δεν είμαι βέβαιη ποια είναι η πιο σωστή λέξη- ότι είναι διανοούμενοι. Το κοινό καταλαβαίνει.
Ένας, ένας σηκωνόταν και έφευγε.
Έμεινα μόνη.
Ύστερα από καιρό διάβασα στον τύπο μια συνέντευξη του Γιμού Ζανγκ:
Η κινέζικη λογοτεχνία, είχε πει, είναι τόσο μεγάλη και μακραίωνη ώστε το μόνο που χρειάζομαι είναι να τη διαβάζω. Μπορώ να αντλήσω θέματα από αυτήν.
Το ίδιο έκανε με τα Μυστήρια της Λισσαβόνας ο Ραούλ Ρουίζ, ενώ τα πηγαινοέφερνε από την Πορτογαλία στη Γαλλία και από εκεί στην Ιταλία και μετά στη Βραζιλία, χώρες καθολικές και με αριστοκρατία, βασισμένος στο βιβλίο του Καμίλο Μπράνκο, ενώ το σενάριο το είχα αναλάβει ο Κάρλος Σαμπόγα.
Ο Ρ. Ρ. συγγραφέας ο ίδιος, είχε σπουδάσει νομικά και θρησκευτικά και ήταν εξαιρετικός γνώστης της Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας, με τα πολλά μυθικά, πραγματικά ή σουρεαλιστικά επεισόδια και ονόματα, που κάποτε νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε λαβύρινθο, και χρειάζεσαι ένα μίτο, ή μάλλον περισσότερη γνώση της εν λόγω λογοτεχνίας ή έστω ο καθένας της δικής του, στη γλώσσα του.
Ένας τέτοιος Χιλιανός δεν θα μπορούσε ποτέ να αντέξει τη δικτατορία του Πινοσέτι και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου το κινηματογραφικό του έργο, περίπου εκατό ταινίες συνεχίστηκε και ενισχύθηκε.
Όταν βγήκα από τον κινηματογράφο, είχε ήδη περάσει μια δυνατή μπόρα από το Μανχάταν και οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι και γυαλιστεροί.
Ο ήλιος, κόκκινος, είχε πάρει την κατηφόρα προς τη δύση του, τον έβλεπα στα τζάμια των ορόφων των κτιρίων της Λεωφόρου των Αμερικών, (Avenue of the Americas), όπως την έλεγα στον ποιητή Νίκο Σπάνια και εκείνος γελούσε, και δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήθελα να γυρίσω σπίτι και να αρχίσω ένα διάλογο μ’ εμένα αν τα Μυστήρια της Λισσαβόνας ήταν πλήρως θρησκευτικά (πιο συγκεκριμένα Ρωμαιοκαθολικά), με την πολλαπλή ηθική, αν αφορούσαν την αριστοκρατία, βουτηγμένη στην υποκρισία και το ψέμα, αν ο τρόπος που είχε χρησιμοποιήσει ο Ραούλ Ρουίζ, χωρίς να είναι διδακτικός, με είχε μάθει κάποια Μυστήρια, που δεν συνέβαιναν μόνο στη Λισσαβόνα ή σε άλλες παρόμοιες πρωτεύουσες ή χώρες, όπως με μαθαίνει ο Σαίξπηρ για τις δολοπλοκίες παλατιών, εστεμμένων και άλλων με χρυσές επωμίδες, αλλά δεν είχα τόσες γνώσεις για περαιτέρω συγκρίσεις.
Ύστερα από τέσσερις ημέρες στις 19 Αυγούστου διάβασα για τον θάνατο του Ραούλ Ρουίζ, στο Παρίσι, στα 70 του χρόνια.
Ένιωθα απαρηγόρητη. Είχα τόσα πολλά να τον ρωτήσω.
Όμως, κανένας δεν θα μπορούσε πια να τον ρωτήσει τίποτα.
Είχε μιλήσει μέσα από τα έργα του.