Για τη συλλογή διηγημάτων του Λάζα Λαζάρεβιτς «Στις όχθες του Σάβου» (μτφρ. Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, εκδ. Ενύπνιο).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Βλάνταν Τζόρτζεβιτς (1844-1930), ελληνικής καταγωγής Σέρβος γιατρός, ιδρυτής του Σερβικού Ερυθρού Σταυρού, Ακαδημαϊκός, πολιτικός και διπλωμάτης, με ιατρικές σπουδές στη Βιέννη, υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός κατά τον σερβοτουρκικό πόλεμο του 1876-77, και κατόπιν διετέλεσε δήμαρχος Βελιγραδίου, υπουργός Παιδείας, Σέρβος πρέσβης στην Αθήνα από το 1891 έως το 1894, πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, και πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας. Γνώστης της ελληνικής, μετέφρασε ιστορίες του Σέρβου συγγραφέα Λάζα Λαζάρεβιτς (1851-1891), ψυχίατρου και νευρολόγου, διηγηματογράφου και μεταφραστή στα σερβικά των Τσερνισέφσκι και Τουργκένιεφ – και οι παλιές αυτές μεταφράσεις τριών διηγημάτων του Λαζάρεβιτς από τον Τζόρτζεβιτς, με πρόλογο του 1894 από τον ίδιο, κυκλοφορούν ξανά τώρα από τις εκδόσεις Ενύπνιο, σε όμορφη μονοτονική έκδοση.
Και τα τρία διηγήματα είναι πρώτης τάξης δείγματα ρεαλιστικής ηθογραφίας, και το πρώτο ειδικά, «Στις όχθες του Σάβου», είναι έξοχο στον τρόπο που παρουσιάζει τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες, τον χαλκιά Μπλάγογε και τον λοχαγό Θανάση Ελίτσιτς, καθώς περιμένουν να έρθει το ατμόπλοιο που φέρνει τον γιο του πρώτου, τραυματία πολέμου, και τη γυναίκα του δεύτερου, που έχει φύγει με το παιδί τους –ένα παιδί που ο λοχαγός δεν το έχει δει ακόμη– για να γλιτώσουν απ’ τους Τσερκέζους.
Και τα τρία διηγήματα είναι πρώτης τάξης δείγματα ρεαλιστικής ηθογραφίας, και το πρώτο ειδικά, «Στις όχθες του Σάβου», είναι έξοχο στον τρόπο που παρουσιάζει τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες, τον χαλκιά Μπλάγογε και τον λοχαγό Θανάση Ελίτσιτς, καθώς περιμένουν να έρθει το ατμόπλοιο που φέρνει τον γιο του πρώτου, τραυματία πολέμου, και τη γυναίκα του δεύτερου, που έχει φύγει με το παιδί τους –ένα παιδί που ο λοχαγός δεν το έχει δει ακόμη– για να γλιτώσουν απ’ τους Τσερκέζους. Το ατμόπλοιο αργεί, και οι δυο άντρες μπαίνουν σ’ ένα άθλιο καπηλειό για να πιουν κάτι, περιμένοντας. Ο μάστορας Μπλάγογε πιστεύει πως ο γιος του είναι ελαφρά τραυματισμένος, μα δεν είναι βέβαιος κιόλας, και τη φαντασία του λοχαγού βασανίζουν εικόνες με το σπίτι του να καίγεται, με πτώματα στους δρόμους… Κι όταν την αυγή φτάνει επιτέλους το ατμόπλοιο, ο χαλκιάς κοιμάται, έτσι ο λοχαγός βγαίνει μονάχος και «σαν ένα παγωμένο χέρι να τον άρπαξε απ’ την καρδιά, αλλά αυτό το χέρι έγινε άφαντο αμέσως. Είχε δει πως στο γεφυράκι κουνιόταν ένας άνθρωπος με στολή στρατιώτη και χωρίς το δεξί του πόδι και το αριστερό του χέρι» – ο «ελαφρά» λαβωμένος γιος, που έλεγε πρωτύτερα γι’ αυτόν ο πατέρας του: «Ε και να τον βλέπατε πώς δουλεύει! Έχει ένα χέρι εδώ, χοντρότερο απ’ το πόδι μου».
Στο τρίτο διήγημα, «Στο πηγάδι», ένας νουνεχής γέρος φρονηματίζει μια από τις νύφες του, και στο δεύτερο διήγημα, «Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο», ο πατέρας μιας οικογένειας, άνθρωπος αυταρχικός που δεν σηκώνει κουβέντα, χάνει τα πάντα στα χαρτιά και καταρρέει, απειλώντας να παρασύρει στο γκρέμισμά του κι όλη την οικογένεια, μα τους σώζει η υποτακτική μητέρα, που αποδεικνύεται πιο δυνατή. Στέρεος στο πλάσιμο των χαρακτήρων, ο Λαζάρεβιτς σχεδιάζει επίσης ολοζώντανους τους χώρους με εναργείς, λιτές περιγραφές σαν αυτή:
«Τότε πάλι κρυφοζύγωσα ως τη μεγάλη κάμαρη πατώντας στα δάχτυλα κι έριξα μια ματιά μέσ’ απ’ την κλειδαριά. Βλέπω: Στη μέση της κάμαρας τραπέζι, γύρω του οι καρέκλες, άταχτα βαλμένες και δυο τρεις ανάποδα. Στο πάτωμα άπειρα χαρτιά του παιχνιδιού και σιγαρέτα πατημένα κι απάτητα. Ένα φλιτζάνι σπασμένο. Κάτω από ένα χαρτάκι μισοφαινόταν ένα φλουρί. Το τραπεζομάντηλο κάτω, τραβηγμένο το μισό. Πάνω στο τραπέζι σκόρπια χαρτιά, φλιτζάνια πεσμένα, σκόνη πολλή και στάχτες απ’ τα τσιγάρα. Μένουν ακόμα πολλά πινάκια αδειανά. Ένας σωρός καπνού μισοκαμένου, τιναγμένος από λουλά τσιμπουκιού. Τέσσερα καντηλέρια χωρίς κεριά. Στο ένα, μόνο, καίγεται με φλόγα μεγάλη το χαρτί το χοντρό, που ήταν τυλιγμένο το κερί. Μαύρος καπνός σηκωνόταν ως το ταβάνι της κάμαρης».
Με την αρωγή του ολοζώντανου «ελληνικού ιδιώματος» του Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, τούτα τα διηγήματα ζωγραφίζουν με γλαφυρότητα την πατριαρχική, ταραγμένη σερβική κοινωνία στο δεύτερο μισό του προπερασμένου αιώνα.
Στο απόσπασμα, παραπάνω, φαίνεται και η άλλη αρετή τούτων των διηγημάτων: πως τα ελληνικά του Τζόρτζεβιτς, συγκαιρινά με τα σερβικά του Λαζάρεβιτς, αποδίδουν θαυμάσια την ατμόσφαιρά τους. Ο μεταφραστής δηλώνει ξεκάθαρα στην εισαγωγή του ποιο ήταν το μέλημά του όταν τα γυρνούσε στη γλώσσα μας: «Προτίμησα να μεταφράσω στο ελληνικό ιδίωμα, γιατί είναι πιο εύκολο για μένα αφού μαθαίνω τη γλώσσα από την ίδια τη ζωή, κι έτσι θα μπορέσω να αποδώσω πιστά τις χάρες των διηγημάτων αυτών».
Ένα παράδειγμα, όταν περιγράφει τη φορεσιά του πατέρα στο δεύτερο διήγημα, γιατί έχει η περιγραφή νόημα για να δηλωθεί η κοινωνική του θέση: οι λέξεις που χρησιμοποιεί (εξηγούνται σ’ υποσημειώσεις) είναι «τσεμαντάνι, χρυσογάιτανο, μεϊτάνι, σελάχι, χαρμπί, ποτούρι, τουνεζίνικο φέσι». Και σε μια τωρινή μετάφραση θα μπορούσαν οι λέξεις να βρεθούν από τον μεταφραστή και να χρησιμοποιηθούν, μα κάπως θα ξεχώριζαν απ’ όλο το γύρω κείμενο, δύσκολο να ήταν οργανικά ενταγμένες σ’ αυτό· ενώ εδώ ταιριάζουν μ’ απόλυτη φυσικότητα. Με την αρωγή του ολοζώντανου «ελληνικού ιδιώματος» του Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, τούτα τα διηγήματα ζωγραφίζουν με γλαφυρότητα την πατριαρχική, ταραγμένη σερβική κοινωνία στο δεύτερο μισό του προπερασμένου αιώνα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του Ewing Galloway. Ο ποταμός Σάβος στο Βελιγράδι, 1929.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σκοτείνιασε και ακόμα να φανεί το βαπόρι. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει απ’ την αποβάθρα. Έφυγε ένα παιδάκι μ’ ένα ξεροκόμματο ψωμί στο χέρι, έφυγε μια λοχαγίνα με πρόσωπο σαν το χώμα, έφυγαν κι οι δύο υπάλληλοι με το Μάρκο το μαραγκό, αφού ανταλλάξανε βρισιές με τον καφετζή, γιατί τους έδωσε μπίρα απ’ το βαρέλι που το ’χε ανοίξει από την περασμένη Τετάρτη.
Οι αμαξάδες, για την επιστροφή, ζητούσαν αγώγι δυο γρόσια μονάχα ίσαμε την πολιτεία. Ο περισσότερος κόσμος ξεκίνησε πεζός, έτσι για να κάνει όρεξη ή να ξεμουδιάσουν τα πόδια, με τα ραβδιά στον ώμο ή με τα δάχτυλα στου γιλέκου τη μασχάλη. Μάλιστα, η γυναίκα του Μαρίγκα, που ο άντρας της πουλούσε πανιά, δε θέλησε να μπει σε αμάξι και πήγαινε πεζή με τον πρόστυχο τον κόσμο και γύριζε αδιάκοπα να κοιτάζει εκείνους που ’ρχονταν από πίσω της, με χαμόγελο αδιάφορο κι ευχάριστο, σα να ’βλεπε πυροτεχνήματα στο Ζάιτσαρ ή σα να ’τρεχε στο Κνιάζεβατς ποταμός από γάλα».
Στις όχθες του Σάβου
Λάζα Λαζάρεβιτς
Μτφρ. Βλάνταν Τζόρτζεβιτς
Ενύπνιο 2018
Σελ. 104, τιμή εκδότη €7,95