Για τα διηγήματα του Leon Tolstoi «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), «Αφέντης και υπηρέτης» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου) και «Η σονάτα του Κρόυτσερ» (μτφρ. Ολέγ Τσυμπένκο), τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ροές.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Λέων Τολστόι πέθανε από πνευμονία στα ογδόντα δύο του χρόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αστράποβο, στις 7 Νοεμβρίου του 1910. Είχε εγκαταλείψει, μέσα στη νύχτα, την παρανοϊκή και κατά πολύ νεώτερη σύζυγό του Σόνια. Οι φίλοι που έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό ξέχασαν να του υποβάλουν τα μεταφυσικά ερωτήματα που τους είχε εξουσιοδοτήσει να του θέσουν κατά τη στιγμή του θανάτου του όσο ήταν νεώτερος. Αυτά συνέβησαν τριάντα χρόνια μετά τον Πόλεμο και Ειρήνη και είκοσι δύο χρόνια μετά την Άννα Καρένινα. Ο Τολστόι είχε εμμονή με τον θάνατο. Έχοντας βιώσει σφαγές συνανθρώπων του στον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-55), τον θάνατο του αδελφού του Ντμίτρι από φυματίωση το 1856, τον πρόωρο θάνατο πέντε παιδιών του και την εκτέλεση ενός ανθρώπου στη γκιλοτίνα μπροστά στα μάτια του στο Παρίσι, ο Τολστόι είχε αναπτύξει ολόκληρη θεωρία για τον θάνατο. Είχε, μάλιστα, φλερτάρει και με την ιδέα της αυτοκτονίας.
Ο Ιβάν Ιλίτς και ο θάνατος
Πτώση από ένα μικροατύχημα, εσφαλμένες διαγνώσεις γιατρών και ο Ιβάν Ιλίτς εντός ολίγων εβδομάδων βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγωνία, τη μοναξιά και τον τρόμο του ετοιμοθάνατου. Οι οικείοι του αφενός πενθούν βαρύτατα, αφετέρου χαίρονται που ο Χάρος δεν πήρε τους ίδιους.
Η νουβέλα Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς (1882-1886) είναι η αφήγηση των τελευταίων πέντε μηνών ζωής ενός μεσήλικα ευκατάστατου ρώσου δικαστή. Πτώση από ένα μικροατύχημα, εσφαλμένες διαγνώσεις γιατρών και ο Ιβάν Ιλίτς εντός ολίγων εβδομάδων βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγωνία, τη μοναξιά και τον τρόμο του ετοιμοθάνατου. Οι οικείοι του αφενός πενθούν βαρύτατα, αφετέρου χαίρονται που ο Χάρος δεν πήρε τους ίδιους. Μόνο ο νεαρός υπηρέτης του Γερασίμ νιώθει πραγματικά ανθρωπιστικά συναισθήματα για τον κύριό του και τον φροντίζει τις τελευταίες του ώρες.
Ο επιθετικός «ρεαλισμός» της περιγραφής των τελικών σταδίων της ζωής του Ιβάν Ιλίτς αντλήθηκε από την αληθινή περίπτωση του δικαστή Ιβάν Ιλίτς Μετσνίκοφ, στην Τούλα (πόλη γειτονική της Γιάσναγια Πολιάνα, της γενέτειρας του συγγραφέα), όπως τον διηγήθηκε στον Τολστόι η μητέρα του μεταστάντος. Η ασάφεια που περιβάλλει την αρρώστια που έστειλε τον Ιβάν Ιλίτς στον άλλο κόσμο και η γαλήνη με την οποία ο ήρωας διαχειρίζεται τον θάνατό του ξεσήκωσαν ολόκληρο φιλολογικό και ηθικό ζήτημα. Ο Τολστόι σημειώνει πως ο ήρωάς του αναγνωρίζει την αποτυχία της εκ πρώτης όψεως πετυχημένης του ζωής, τον μικροαστισμό των επιλογών του και την απουσία νοήματος από τον γάμο του, την ίδια στιγμή που η γυναίκα του οδύρεται στο πλευρό του και ο μικρότερός του γιος, χτυπημένος κατά λάθος από το μπράτσο του πατέρα που γλιστρά, παίρνει την παλάμη του ετοιμοθάνατου και τη φιλά. Ποτέ δεν είναι αργά για τον διεφθαρμένο πλούσιο να αναθεωρήσει τη ζωή του: η αγκαλιά συγχώρησης (και αυτοσυγχώρησης) του Τολστόι είναι μια τεράστια αγκαλιά [1].
Η Σονάτα του Κρόυτσερ και ο φόνος
Μόλις κυκλοφόρησε, η Σονάτα απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή από εκδόσεις του πολύγραφου που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Παρόμοια τύχη είχε και στις Η.Π.Α, όπου απαγορεύτηκε από το ταχυδρομείο η διανομή εφημερίδων, που περιείχαν αποσπάσματά της.
Όπως έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας, αφορμή για να γράψει τη Σονάτα του Κρόυτσερ στάθηκε ένα «κωμικό ως προς τη γλώσσα γράμμα, σημαντικό όμως ως προς το περιεχόμενο, που αφορούσε την καταπίεση των γυναικών από τις σεξουαλικές απαιτήσεις των ανδρών», μιας Σλάβας. Ένα χρόνο αργότερα ταλαντούχοι μουσικοί ερμηνεύουν σε μια αίθουσα της Γιάσναγια Πολιάνα τη σονάτα του Μπετόβεν και ο Τολστόι, εντυπωσιασμένος, προτείνει σε δυο φίλους του, έναν ηθοποιό κι ένα ζωγράφο, να μετατρέψουν σε έργα τέχνης την εντύπωσή τους, ενώ ο ίδιος θα το κάνει με την πένα του. «Βαθιά μέσα μου ξέρω πως αυτή η ιστορία στρέφεται εναντίον μου», έγραψε η Σοφία, η σύζυγος του Τολστόι, για την αντιφατική νουβέλα Kreitserova sonata [2] και η ίδια δημοσίευσε το «Ποιος είναι υπεύθυνος», για να προσθέσει και τη δική της εκδοχή, όπου ο Τολστόι παρουσιάζεται ως σεξομανής εμμονικός. Στη «Σονάτα», που κυκλοφόρησε το 1891, ο πρωταγωνιστής Πόζνιτσεφ εξομολογείται μέσα στο τραίνο πώς δολοφόνησε τη σύζυγό του γιατί ζήλεψε τη σχέση της με τον μουσικό Τρουχατσέβσκι: «…Έπαιζαν μαζί τη σονάτα του Κρόυτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, υποθέτω, το πρώτο πρέστο. Το ξέρετε!» [3]. Και ξεκινά, απευθυνόμενος στον συνομιλητή του, μια παραληρηματική διάλεξη περί του κίβδηλου χαρακτήρα των ερωτικών σχέσεων και περί της ανηθικότητας, που αποκαλύπτει ηθικό ναρκισσισμό άνευ προηγουμένου και κατεξοχήν μεγαλοαστική ανατροφή. Το 1898 ο Λέο Λίοβιτς δημοσιεύει τη δική του απάντηση, το Πρελούδιο του Σοπέν, που επίσης πραγματεύεται την ανδρική σεξουαλικότητα μέσα στον γάμο. Τον Αύγουστο του 1909 η Σοφία Τολστόγια αποκαλύπτει την επίσκεψη που της είχε κάνει ένας τριαντάχρονος Ρουμάνος που αυτοευνουχίσθηκε ως ιδεαλιστής θιασώτης του Τολστόι όταν, στα δεκαοκτώ του, διάβασε τη Σονάτα του Κρόυτσερ και που μετά από χρόνια απογοητεύτηκε οικτρά διαπιστώνοντας το μεγαλοαστικό στιλ διαβίωσης του ινδάλματός του. Ο Ζολά, μάλιστα, περιέγραψε τη νουβέλα ως «εφιάλτη, προϊόν μιας νοσηρής φαντασίας». «Σεξουαλικά και ηθικά διεστραμμένο» χαρακτήρισε τον Τολστόι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ. Τέλος, μόλις κυκλοφόρησε, η Σονάτα απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή από εκδόσεις του πολύγραφου που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι («σαμιζντάτ» στα ρωσικά). Παρόμοια τύχη είχε και στις Η.Π.Α, όπου απαγορεύτηκε από το ταχυδρομείο η διανομή εφημερίδων που περιείχαν αποσπάσματά της.
Ο Αφέντης, ο Υπηρέτης και το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο
«Υπάρχει άραγε το παραμικρό νόημα στη ζωή μου που δεν θα καταστρεφόταν από τον θάνατο που αναπόφευκτα με περιμένει;» διερωτάται ο Τολστόι.
Η χειμωνιάτικη παγωνιά στο Αφέντης και Υπηρέτης (1894-1895) είναι ένας συμπαγής συμβολισμός. Πρόκειται για το πρώτο κείμενο που έγραψε ο Τολστόι εννιά χρόνια μετά την Άννα Καρένινα. Η ιδιότυπη θρησκευτικότητα του συγγραφέα επανεμφανίζεται εδώ, με διαφορετικό (κοινωνικό) πρόσωπο: ένας κύριος κι ένας δούλος βρίσκονται αποκλεισμένοι σε χιονοθύελλα: ο άνεμος είναι πιο δυνατός από όσο μπορούν να φανταστούν, ο δρόμος και η γραμμή του ορίζοντα χάνονται στο χιόνι και το σκοτάδι. Αντιμέτωπος με την πιθανότητα του θανάτου, ο γαιοκτήμονας εγκαταλείπει τον κολλήγο του μέσα σ’ ένα έλκηθρο, εφόσον έτσι κι αλλιώς θεωρεί τη ζωή του ευτελή. Όμως, όταν μένει μόνος με το άλογό του, συνειδητοποιεί πως έχει ανάγκη τον άλλον άνθρωπο και γυρνά για να τον ζεστάνει με το σώμα του. Στην κατάσταση αυτήν μεταιχμίου οι δύο ήρωες παραμερίζουν τους ταξικούς τους διαχωρισμούς και αίρουν τα στερεότυπά τους. «Ο γαιοκτήμονας και ο χωρικός, αυτοί είναι οι μόνοι τύποι που ο Τολστόι δέχτηκε μέσα στο ιερό της δημιουργικής του εργασίας», γράφει χαρακτηριστικά ο Λεόν Τρότσκι. «Ποτέ, ούτε πριν ούτε ύστερα απ’ την κρίση του, δεν απαλλάχτηκε μήτε δοκίμασε ν’ απαλλαγεί από την αληθινά φεουδαλική περιφρόνηση για όλα τα πρόσωπα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο γαιοκτήμονα και τον χωρικό ή πιάνουν οποιαδήποτε θέση έξω απ’ αυτούς τους δυο ιερούς πόλους της παλιάς τάξης πραγμάτων».
Η εξοικείωση με τη μόνη υπαρξιακή βεβαιότητα είναι και η μοναδική οδός προς την αναθεώρηση των λαθών μας. Το μόνο που υπάρχει δίπλα μας είναι ο άλλος άνθρωπος. Και η δική μας ύπαρξη από την παρουσία του άλλου ανθρώπου αντλεί το νόημά της.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως, παράλληλα με τον «Ιβάν Ιλίτς» και σε ηλικία πενήντα χρόνων, ο Τολστόι έγραψε και το Μια Εξομολόγηση (1882), κείμενο που το προώριζε για εισαγωγή στην πολεμική του κατά της δογματικής θεολογίας και όπου εξέθετε, σε πρώτο πρόσωπο, την πνευματική του περιπέτεια: από τη νεανική του απόρριψη της θρησκείας, την επανανακάλυψή του της Ορθοδοξίας όταν ήταν μεσήλικας έως και την τελική του απόρριψη των μύθων και της απάτης της καθιερωμένης εκκλησιαστικής τάξης, σε προχωρημένη πια ηλικία, όταν ασπάστηκε τον πρωτότυπο λόγο του Ιησού: Το Μια Εξομολόγηση είναι μαρτυρία της πνευματικής «κρίσης» που περνά ο συγγραφέας και του φόβου του για το άφευκτο του θανάτου: «Υπάρχει άραγε το παραμικρό νόημα στη ζωή μου που δεν θα καταστρεφόταν από τον θάνατο που αναπόφευκτα με περιμένει;» διερωτάται ο Τολστόι.
Στις τρεις παραπάνω νουβέλες του, αλλά και σε όλο το corpus του έργου του, πραγματεύεται, αναλύει, συνθέτει εκ νέου και αποσυνθέτει την έννοια και το φάσμα του θανάτου: όπως τον βίωνε ο ίδιος ως δαμόκλειο σπάθη, όπως τον γνώρισε μέσω του θανάτου των οικείων του, όπως τον αποφόρτισε από τις συνήθεις ηθικές συντεταγμένες με τις οποίες τον είχε προικίσει ο Χριστιανισμός. Η εξοικείωση με τη μόνη υπαρξιακή βεβαιότητα είναι και η μοναδική οδός προς την αναθεώρηση των λαθών μας. Το μόνο που υπάρχει δίπλα μας είναι ο άλλος άνθρωπος. Και η δική μας ύπαρξη από την παρουσία του άλλου ανθρώπου αντλεί το νόημά της. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία, τίποτε άλλο δεν μας εξυψώνει από τη χαμέρπεια της θνητότητας. Είναι χαρακτηριστικό της ηθικής που επαγγέλλεται ο Τολστόι το γεγονός ότι, αντί να αποφύγει τη θνητότητά του, ο δικός του Ιβάν Ιλίτς αντικρύζει κατάματα τον θάνατο υπερνικώντας τον φόβο του: Υπάρχει θάνατος; Ποιος θάνατος; Δεν υπάρχει φόβος, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει θάνατος. Στη θέση του θανάτου υπάρχει φως.
Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς
Leon Tolstoi
Μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Ροές 2014
Σελ. 144, τιμή εκδότη €6,36
Αφέντης και υπηρέτης
Leon Tolstoi
Μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Ροές 2016
Σελ. 158, τιμή εκδότη €8,48
Η σονάτα του Κρόυτσερ
Leon Tolstoi
Μτφρ. Ολέγ Τσυμπένκο
Ροές 2015
Σελ. 224, τιμή εκδότη €9,54