Για τη συλλογή διηγημάτων του Gabriel Garcia Marquez «Άπαντα διηγήματα» (μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδ. Νεφέλη).
Του Νίκου Ξένιου
Ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς, τα διηγήματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, πρωτοδημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα από τη «Νεφέλη»: Μάτια γαλάζιου σκύλου, Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα, Θάνατος σταθερός πέρα από τον έρωτα. Τώρα η Κλαίτη Σωτηριάδου αναθεωρεί τις παλιές της μεταφράσεις και ο ίδιος εκδοτικός οίκος τις συγκεντρώνει σε μιαν επίτομη έκδοση με τίτλο Άπαντα διηγήματα, όπου περιλαμβάνονται και τα υπόλοιπα έργα σε μικρή φόρμα που ο Μάρκες έγραψε μεταξύ του 1947 και του 1968: η εξαιρετική μεταφράστρια προσθέτει τρία ανέκδοτα διηγήματα από τα Μάτια γαλάζιου σκύλου και όσα διηγήματα είχαν παραλειφθεί από την Κηδεία της Μεγάλης Μάμα.
Η μαγεία του γαλάζιου σκύλου, ο μαγικός ρεαλισμός της Μεγάλης Μάμα και η φάλαινα-γιαγιά
Ο μαγικός ρεαλισμός βρίσκεται στο απόγειό του και φέρει ξεκάθαρα τα γνωρίσματα της πολιτικής αλληγορίας. Σε αυτές τις πρώτες δύο συλλογές ο Μάρκες ασκείται σε μοτίβα ωμής πραγματικότητας και σε ατμόσφαιρες που θα επιστρατεύσει αργότερα στα μυθιστορήματά του.
Η πρώτη από τις τρεις συλλογές περιλαμβάνει τα πρώτα διηγήματα του Μάρκες, οι υπερρεαλιστικοί τίτλοι των οποίων δίνουν το στίγμα της ονειρικής τους γραφής. Πρόκειται για ευφάνταστα πρωτόλεια όπου κυριαρχούν η μοναξιά και ο θάνατος. Στο νεανικό διήγημα «Ο πιο όμορφος πνιγμένος του κόσμου» (1968) το καθημερινό αντιπαρατίθεται στο φανταστικό. Τα διηγήματα της δεύτερης συλλογής: «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα» (1962), «Η σιέστα της Τρίτης», «Το θαυμαστό απομεσήμερο του Μπαλτάσαρ» και «Μια μέρα μετά το Σάββατο» (1962) είχαν δημοσιευθεί σε περιοδικά μεταξύ 1961 και 1972. Η «Κηδεία της Μεγάλης Μάμα» λειτουργεί ως άσκηση ύφους για τον Μάρκες. Ο μαγικός ρεαλισμός βρίσκεται στο απόγειό του και φέρει ξεκάθαρα τα γνωρίσματα της πολιτικής αλληγορίας. Σε αυτές τις πρώτες δύο συλλογές ο Μάρκες ασκείται σε μοτίβα ωμής πραγματικότητας και σε ατμόσφαιρες που θα επιστρατεύσει αργότερα στα μυθιστορήματά του: με χιούμορ και πικρό κυνισμό σκιαγραφούνται το Μακόντο, ο Αουρελιάνο Μπουενδία και η αμφισβήτηση της έννοιας της Δικαιοσύνης, σημεία αναφοράς εύκολα αναγνωρίσιμα, ανάλογα με τις ιγκουάνες, τους Εσταυρωμένους στην εκκλησία και τις δημοκρατίες της μπανάνας του Νερούντα.
Παράλογη βία, πολιτικές νύξεις και αλληγορία είναι και τα γνωρίσματα της τρίτης συλλογής, της ωριμότερης και πλησιέστερης στο γνωστό ύφος του Μάρκες. Ο μεγάλος μαέστρος της αφήγησης ξαναπιάνεται με τη μικρή φόρμα το 1972, με την «Απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της», που μπορεί να ανιχνευθεί εν σπέρματι στο τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Εκατό χρόνια μοναξιά. Γλώσσα δυνατή και λυρισμός στο πλάσιμο της φράσης και ένα ψυχοσυναισθηματικό σύμπαν που κινείται ανάμεσα στη ζέστη της λευκής πλατείας, τη δροσιά της μεσαυλής (patio) και τη γεύση της γκαουάφα, για πρώτη φορά μεταφρασμένη από την Κλαίτη Σωτηριάδου. Τόσο στα Εκατό χρόνια μοναξιά όσο και στη Ερέντιρα η υπερβολή επιστρατεύεται ως γέφυρα ανάμεσα στο υποκειμενικό βίωμα και το φανταστικό, πράγμα που συμβαίνει και με τα Εκατό χρόνια μοναξιά: για τον Μάρκες δεν έχει σημασία το γεγονός, όσο η καταγραφή του στη συνείδηση.
Για τον Μάρκες δεν έχει σημασία το γεγονός, όσο η καταγραφή του στη συνείδηση.
«Απίστευτη» πράγματι η ιστορία αυτή, μας εισάγει στο ακατανόητο, το ανήκουστο, το απρόβλεπτο. Όντως «θλιβερή», η ιστορία της Ερέντιρα κυριαρχείται από τη μορφή της άκαρδης γιαγιάς, που παραλληλίζεται με φάλαινα. Ο παντογνώστης (πανεπόπτης) αφηγητής του Μάρκες μοιάζει με τον αφηγητή στο Φθινόπωρο του Πατριάρχη: η εξιστόρηση αρχίζει in medias res, στη σκηνή του μπάνιου, και συνεχίζεται με τη μύηση του κοριτσιού στην πορνεία. Τον έρωτα της Ερέντιρα με τον ξανθό έφηβο Ουλίσε (που επίσης έχει μάτια «θαλασσινά»), όπως και κάθε διάδραση των προσώπων, καταδυναστεύουν «φωνές από ναυάγιο» («voces de naufragio») και ο άνεμος του Νότου. Με έναν ιδιότυπο αμοραλισμό, που παίρνει κοινωνικές προεκτάσεις, ο έρωτας, το σεξ, η βία, ο θάνατος και η θρησκεία, αναμειγνύονται σε ένα χαρμάνι που οδηγεί απαρεγκλίτως στο παράδοξο της ανθρώπινης κατάστασης.
Η παιδική μνήμη και η αξιοποίησή της
Τα σπίτια, οι άνθρωποι και οι μνήμες των παιδικών του χρόνων καταγράφονται στη λογοτεχνία του, που ο ίδιος την παραλληλίζει με εκείνη του Φώκνερ στην Αμερική.
Οι συγγραφείς της «χαμένης γενεάς» της Αμερικής βοηθούν τον «Γκάμπο» να απαλλαγεί από την «ιντελεκτουαλίστικη» προσέγγιση του διηγήματος. Με τη δολοφονία του πολιτικού ηγέτη Γκαϊτάν στη Μπογκοτά, τον Απρίλιο του 1948, ο συγγραφέας συνειδητοποιεί σε ποια χώρα ζει και κάνει την αναπόφευκτη σύγκριση με τα παιδικά του χρόνια στην Καραϊβική. Το 1951 η μητέρα του τού ζητά να τη συνοδεύσει στον γενέθλιο τόπο του, την Αρακατάκα, όπου επανέρχεται στα εικοσιοκτώ του μετά από είκοσι χρόνια απουσίας. Τα σπίτια, οι άνθρωποι και οι μνήμες των παιδικών του χρόνων τότε καταγράφονται στη λογοτεχνία του, που ο ίδιος την παραλληλίζει με εκείνη του Φώκνερ στην Αμερική. Φοιτητής πια, στο Colegio Nacional, ανακαλύπτει ποιητές όπως τον Εδουάρδο Καράνθα, τον Χόρχε Ρόχας και τον Αουρέλιο Αρτούρο, που συνεχίζουν επάξια την παράδοση του Χουάν Χιμένες και του Πάμπλο Νερούντα.
Tα όνειρα διαδραμάτιζαν, καθώς ωρίμαζε, όλο και μικρότερο ρόλο στην έμπνευσή του, η πειθαρχία και η δημοσιογραφία ως άσκηση υπήρξαν οι κυριότεροι σύμβουλοί του.
To περιοδικό «New Yorker» δημοσιεύει, ήδη από το 1974, κάποια διηγήματα του Μάρκες. Σε συνέντευξή του στο «Paris Review», ο Μάρκες παραδέχεται πως θα ήθελε να μεταφράσει όλο το έργο του Αντρέ Μαλρώ, του Κόνραντ και του Εξιπερί. Πως τα όνειρα διαδραμάτιζαν, καθώς ωρίμαζε, όλο και μικρότερο ρόλο στην έμπνευσή του, και πως η πειθαρχία και η δημοσιογραφία ως άσκηση υπήρξαν οι κυριότεροι σύμβουλοί του. Πως διάβαζε με την ίδια ευχαρίστηση τα Απομνημονεύματα του Μωχάμεντ Άλι, τον Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ και την κλασική λογοτεχνία. Αλλά η πρώτη ουσιαστική του επιρροή είναι η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Στα γεγονότα του Απρίλη του 1948 καίγεται η πανσιόν της οικογένειάς του και μαζί κάποια χειρόγραφα του νέου ακόμα συγγραφέα. Το 1947 αρχίζει στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά τις σπουδές του στα Νομικά και τις Πολιτικές Επιστήμες και τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα «Espectador» δημοσιεύει το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 αναγκάζεται να συνεχίσει τις σπουδές του στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «El universal». Το 1950 εγκαταλείπει τις σπουδές του και γράφει στήλες στη φιλελεύθερη εφημερίδα «El Heraldo».
Tο 1967, γράφει τα Εκατό χρόνια μοναξιά και το 1973, μετά τη δολοφονία του Αλιέντε στη Χιλή ιδρύει το αριστερό περιοδικό «Alternativa», δυο χρόνια μετά δημοσιεύει Το φθινόπωρο του Πατριάρχη και συνάπτει σχέσεις με τον Φιντέλ Κάστρο.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, Τα νεκρά φύλλα (1955), δημοσιεύεται από ένα μικρό εκδοτικό οίκο το 1955. Γίνεται μέλος του κολομβιανού κομμουνιστικού κόμματος και γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά του Η κακιά ώρα (1962) και την πρώτη του συλλογή διηγημάτων: Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει. Ταξιδεύει ως ανταποκριτής στη Γαλλία και στην ανατολική Ευρώπη μέχρι το 1958, όταν παντρεύεται τη Μερσέντες Μπάρκα. Το 1959, ενώ γεννιέται το πρώτο του παιδί, η επανάσταση του Κάστρο τον επηρεάζει ιδεολογικά και γίνεται ανταποκριτής του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Prensa Latina»στη Μπογκοτά. Πέντε χρόνια μετά, το 1967, γράφει τα Εκατό χρόνια μοναξιά και το 1973, μετά τη δολοφονία του Αλιέντε στη Χιλή ιδρύει το αριστερό περιοδικό «Alternativa», δυο χρόνια μετά δημοσιεύει Το φθινόπωρο του Πατριάρχη και συνάπτει σχέσεις με τον Φιντέλ Κάστρο. Αναγκάζεται να ζητήσει καταφύγιο στη μεξικανική πρεσβεία της Μπογκοτά, γιατί κατηγορείται για συνεργασία με τους αντάρτες. Δημοσιεύει το Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου και τα Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα και το 1982 τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, με τα χρήματα του οποίου ξεκινά την έκδοση της εφημερίδας «El Otro». Στις δεκαετίες 1980 και 1990, ενώ γράφει σενάρια και τα μυθιστορήματα: Έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985) και Ο στρατηγός μες στον λαβύρινθό του (1989), ζει μεταξύ της Πόλης του Μεξικού και της Κολομβίας. Γεννημένος το 1928, ο Μάρκες πεθαίνει από καρκίνο των λεμφαδένων το 2014.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Gabriel-Garcia Marquez
Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου
Νεφέλη 2015
Σελ. 512, τιμή εκδότη €22,50