Για το εμβληματικό μυθιστόρημα του Arthur Koestler «Το μηδέν και το άπειρο» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Δύσκολα θα ισχυριζόταν κανείς πως ο Άρθουρ Καίσλερ (1905-1983) ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση συγγραφέα. Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη έχοντας εβραϊκές ρίζες, μεγάλωσε στην Αυστρία, μετανάστευσε στη Γερμανία, έζησε σε κιμπούτς στην Παλαιστίνη, γράφτηκε στο ΚΚΓερμανίας το 1931 και έγινε πράκτορας της Κομιντέρν, ταξίδεψε στην Ουκρανία την εποχή του τρομερού λιμού, συμμετείχε στον Ισπανικό Εμφύλιο ως ανταποκριτής, συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο και γλίτωσε την τελευταία στιγμή, πήρε χάπια από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν με σκοπό να αυτοκτονήσει (ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε με τα δικά του χάπια το 1940), αποστράφηκε τον κομμουνισμό στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 και μετανάστευσε στην Αγγλία όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του, ασχολήθηκε με τα περισσότερα είδη του λόγου (λογοτεχνία, δημοσιογραφία, αυτοβιογραφία, δοκίμια επί παντός επιστητού – έγραψε ακόμα και μια εγκυκλοπαίδεια του σεξ), έπινε σε βαθμό κακουργήματος, πειραματιζόταν με ψυχεδελικά ναρκωτικά και είχε βίαιο χαρακτήρα. Πάσχοντας προς τα τέλη της ζωής του από δύο ανίατες ασθένειες (νόσο του Πάρκινσον και λευχαιμία), εντέλει αυτοκτόνησε μαζί με την τρίτη σύζυγό του, ενώ κληροδότησε την περιουσία του για να ιδρυθεί μια πανεπιστημιακή έδρα παραψυχολογίας. Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αν μη τι άλλο.
Ο Καίσλερ έγινε γνωστός με ένα συγκεκριμένο βιβλίο και, αν δεν συμβεί κάτι απροσδόκητο, με το ίδιο βιβλίο θα παραμείνει γνωστός. Το μυθιστόρημα Τομηδένκαιτοάπειρο δημοσιεύτηκε το 1940 και έγινε αμέσως δεκτό από αναγνώστες και κριτικούς με έναν απολύτως δικαιολογημένο ενθουσιασμό. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί αρκετές φορές, πάντα με βάση τον γαλλικό τίτλο του, LeZéroetl’Infini (ο αγγλικός τίτλος είναι DarknessatNoon, το δε πρωτότυπο γράφτηκε στη μία από τις δύο μητρικές του γλώσσες, τα γερμανικά, από τα οποία το μετέφρασε στα αγγλικά η τότε σύντροφός του) – προσωπικά, το είχα πρωτοδιαβάσει στη μετάφραση του Βασίλη Καζαντζή (Κάκτος, 1974). Ωστόσο, η ανανέωση ενός μεταφράσματος είναι πάντα ευπρόσδεκτη, ιδίως όταν γίνεται από έναν τόσο έμπειρο μεταφραστή όσο ο Ανδρέας Παππάς, που έχει γράψει και την Εισαγωγή.
Το μυθιστόρημα του Καίσλερ τοποθετείται στο 1938 και έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν άνθρωπο που θα μείνει για πάντα χαραγμένος στον νου του αναγνώστη: ο Νικολάι Σαλμάνοβιτς Ρουμπάσοφ, πρώην ανώτατος αξιωματούχος ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και νυν φυλακισμένος για αντικαθεστωτική δράση, ετοιμάζεται να υποστεί ανάκριση.
Το μυθιστόρημα του Καίσλερ τοποθετείται στο 1938 και έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν άνθρωπο που θα μείνει για πάντα χαραγμένος στον νου του αναγνώστη: ο Νικολάι Σαλμάνοβιτς Ρουμπάσοφ, πρώην ανώτατος αξιωματούχος ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που φωτογραφίζεται ως η Σοβιετική Ένωση και νυν φυλακισμένος για αντικαθεστωτική δράση, ετοιμάζεται να υποστεί ανάκριση. Αρχηγός του καθεστώτος είναι ο Πρώτος (διάβαζε: Στάλιν), ο «ηγέτης του Κόμματος» (ποιανού κόμματος; Ένα είναι το κόμμα με κεφαλαίο, όλα τα άλλα γράφονται με μικρό κάππα…). Στόχος των ανακριτών δεν είναι τόσο το να βρουν την αλήθεια, όσο το να εξαναγκάσουν τον κατηγορούμενο να ομολογήσει εγκλήματα που μπορεί να έκανε, μπορεί και να μην έκανε. Σε τούτο το πλαίσιο τα γεγονότα παίζουν ελάχιστο ρόλο, αφού τον βασικό ρόλο παίζει η υλοποίηση των αποφάσεων του ισόβιου ηγέτη.
Το Μηδένκαιτοάπειρο είναι μια καταβύθιση στις σκέψεις και τα συναισθήματα αφενός του φυλακισμένου και ανακρινόμενου, αφετέρου των ανακριτών του – η διαλεκτική είναι αναγκαία. Μέχρι να φτάσει η ώρα της ανάκρισης, ο Ρουμπάσοφ περνά τον βασανιστικό χρόνο του αναλογιζόμενος το παρελθόν και τη δράση του, τι πήγε ορθά και τι στραβά στις πράξεις του και στις πράξεις των άλλων, πώς κινείται η ιστορία, αν υπάρχει ουσιώδης ανθρώπινη φύση και από τι αποτελείται, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς, στην ηθική και την πολιτική (τα επιγράμματα του Μακιαβέλι και του Ντοστογιέφσκι, στην αρχή του έργου, δίνουν εδώ το στίγμα), και ποιος μπορεί να είναι ο δρόμος για ένα μέλλον με περισσότερη ελευθερία.
Ο φυλακισμένος επιστρατεύει διάφορες ψυχολογικές μεθόδους για να αντέξει, μεταξύ αυτών την ειρωνεία: όταν διαπιστώνει πως δεν έχει καραβάνα, λέει στους δεσμοφύλακες: «Υποθέτω ότι θέλετε να με απαλλάξετε απ’ τον μπελά μιας απεργίας πείνας. Θαυμάζω τις καινοτόμες μεθόδους σας». Άλλες φορές ο συγγραφέας τοποθετεί στον νου του ήρωά του σκέψεις που μετατρέπονται σε οξυδερκείς αφορισμούς: «Στη φυλακή, τίποτα δεν είναι χειρότερο απ’ την πεποίθηση ότι είσαι αθώος· σε εμποδίζει να εγκλιματιστείς και σου υποσκάπτει το ηθικό…». Με χτυπήματα στον τοίχο, ο Ρουμπάσοφ πιάνει κουβέντα, τρόπος του λέγειν, με έναν διπλανό κρατούμενο, τον Νο 402, για να περνά την ώρα του, αλλά και να μαθαίνει νέα για άλλους φυλακισμένους.
Στο τέλος της ημέρας ή της νύχτας –ο χρόνος κυλά με τους δικούς του ρυθμούς στη φυλακή– ο Ρουμπάσοφ θυμάται τα βασανιστήρια που υπέστη στα χέρια των «πραιτοριανών της Δικτατορίας» (διάβαζε: των ναζί), τους παλιούς συντρόφους του, τη γραμματέα του την οποία πρόδωσε, αλλά και την ιδεολογική μεταστροφή του. Το μυαλό του πλημμυρίζουν οι «ονειροφαντασίες της φυλακής», του κρατούν συντροφιά, μα και τον ταλανίζουν. Κυρίαρχη σκέψη είναι η εξέλιξη του κινήματος μετά την (Οκτωβριανή) Επανάσταση: «Τα κίνητρα του ενός ή του άλλου δεν ενδιέφεραν το κίνημα· τα συνειδησιακά προβλήματα το άφηναν αδιάφορο, ούτε και νοιαζόταν τι γίνεται στο μυαλό και στην καρδιά κάθε μέλους του. Για το Κόμμα υπήρχε ένα μόνο έγκλημα: η παρέκκλιση απ’ την προδιαγεγραμμένη πορεία· όπως υπήρχε και μία μόνο τιμωρία: ο θάνατος. Ο θάνατος δεν ήταν κάποιου είδους μυστήριο για το κίνημα, δεν είχε τίποτα το “υψηλό”· ήταν η λογική κατάληξη των πολιτικών διαφωνιών». Γνωρίζοντας την προσωπική ιδεολογική πορεία του Καίσλερ, μπορούμε να ισχυριστούμε βάσιμα πως τέτοιες σκέψεις τον εξέφραζαν απόλυτα: ο αφηγητής σιγοντάρει τον κεντρικό χαρακτήρα.
Οι διάλογοι ανάμεσα στον Ρουμπάσοφ και τον Ιβανόφ, τον πρώτο ανακριτή και παλιό του φίλο, αποτελούν υπόδειγμα στοχαστικής λογοτεχνίας: εδώ η εξωτερική δράση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αφού ανατιμάται η εσωτερική δράση, δηλαδή η ψυχολογία και η διανοητική τοποθέτηση πάνω σε καίρια προβλήματα της εποχής, αλλά και σε ευρύτερα ηθικά και πολιτικά ζητήματα.
Ώσπου αρχίζουν οι ανακρίσεις. Οι διάλογοι ανάμεσα στον Ρουμπάσοφ και τον Ιβανόφ, τον πρώτο ανακριτή και παλιό του φίλο, αποτελούν υπόδειγμα στοχαστικής λογοτεχνίας: εδώ η εξωτερική δράση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αφού ανατιμάται η εσωτερική δράση, δηλαδή η ψυχολογία και η διανοητική τοποθέτηση πάνω σε καίρια προβλήματα της εποχής, αλλά και σε ευρύτερα ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Ανατέμνονται οι «δίκες της αντιπολίτευσης» (διάβαζε: οι Δίκες της Μόσχας) ώστε να βρεθεί ο δίκαιος και ο άδικος – εδώ ο Καίσλερ κρατά ωραία τις διαλογικές ισορροπίες, δεν αφήνει την πλάστιγγα να γείρει υπερβολικά υπέρ του Ρουμπάσοφ, αφού και ο ανακριτής διαθέτει ισχυρά επιχειρήματα.
Ανάμεσα στην αφήγηση των ανακρίσεων ο Καίσλερ ενθέτει τμήματα από το ημερολόγιο του Ρουμπάσοφ, στο οποίο διατυπώνονται ακόμα πιο προσεκτικά οι θέσεις του, κυρίως όσον αφορά την ιδεολογική μεταστροφή του. Ο Ρουμπάσοφ φτάνει στον βαθμό να παραδεχτεί πως οι δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες (διάβαζε: κομμουνισμός και φασισμός) δεν ήταν και τόσο διαφορετικές, και μάλιστα ο δεύτερος επηρεάστηκε από τον πρώτο: «Εμείς εισαγάγαμε τον νεομακιαβελλισμό στον 20ό αιώνα· οι άλλοι, οι αντεπαναστατικές δικτατορίες, μας μιμήθηκαν, και μάλιστα με αδέξιο τρόπο». Ο Ρουμπάσοφ νιώθει θυμηδία (μπορεί όμως και κάποια νοσταλγία) για εκείνες τις εποχές της επανάστασης όπου «πίστευαν ότι οι πύλες της Ουτοπίας ήταν ορθάνοιχτες και ότι η ανθρωπότητα βρισκόταν ήδη στο κατώφλι τους…». Η δε πασίγνωστη προπαγανδιστική συνήθεια των Σοβιετικών να τροποποιούν, ανάλογα με τη βούληση του Στάλιν, ντοκουμέντα και φωτογραφίες, δίνει την αφορμή στον Καίσλερ να εκτοξεύσει στα ύψη τη λεπτή ειρωνεία του ήρωά του: «Το μόνο που έμενε ήταν να τυπωθεί μια αναθεωρημένη έκδοση των παλιών φύλλων όλων των εφημερίδων…».
Σύντομα τον Ιβανόφ αντικαθιστά ένας σκληρότερος ανακριτής, ο Γκλέτκιν – σκληρότερος καθότι ανήκει στη νέα γενιά επαναστατών, αυτών που γεννήθηκαν «χωρίς ομφάλιο λώρο, χωρίς στιγμές χαλάρωσης, χωρίς μελαγχολία». Το τέλος του Ιβανόφ θα μπορούσε μάλιστα να το προβλέψει ο αναγνώστης που γνωρίζει τι πάθαιναν τα τσιράκια του Στάλιν, ακόμα και τα ανώτατα. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τι έπαθαν ορισμένοι από τους ίδιους τους αρχηγούς και αρχιβασανιστές της ΝιΚαΒεΝτε, της μυστικής αστυνομίας της ΕΣΣΔ: ο Γιάγκοντα γίνεται αρχηγός το 1934, αλλά εκτελείται το 1938. Ο Γιέζοφ, που τον αντικαθιστά το 1936, εκτελείται το 1940. Ο Μπέρια, που αντικαθιστά τον Γιέζοφ, εκτελείται το 1953.
Ο Καίσλερ αφιερώνει εξαρχής το βιβλίο του στα «θύματα των λεγόμενων Δικών της Μόσχας», επομένως το Μηδέν και το άπειρο έχει μια στέρεη ιστορική βάση. Το εν λόγω μυθιστόρημα, ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, κατορθώνει να στηριχτεί στις προαναφερθέντες συνθήκες ώστε να μας μιλήσει για την αγωνιώδη ψυχοσωματική κατάσταση κάθε φυλακισμένου, ανεξάρτητα από τι έχει ή δεν έχει κάνει.
Τύπους σαν τον Γκλέτκιν ο Ρουμπάσοφ τους αποκαλεί «Νεάντερταλ» επειδή διακρίνονται μεταξύ άλλων από «απόλυτη έλλειψη χιούμορ», στο δε ημερολόγιό του θα προβεί σε μια ασύγκριτη σύγκριση μεταξύ των ανώτερων πιθήκων και των κατώτερων ανθρώπων, άλλη μια στιγμή ανθολογίας (το συγκεκριμένο απόσπασμα προτάσσεται στη μελέτη του Τζον Γκρέι, Ησιωπήτωνζώων, όπου υπάρχει και μια ερμηνεία της κοσμοθεωρίας του Καίσλερ). Λίγο προτού ληφθεί η δικαστική απόφαση, ο Ρουμπάσοφ θα σκεφτεί και θα υπονοήσει δύο από τους πνευματικούς πυλώνες του μοντερνισμού, τον Νίτσε και τον Φρόιντ, κάνοντας λόγο για το «δημιούργημα της γραμματικής» (το Εγώ) και το «ωκεάνειο αίσθημά» του. Το μόνο ενδεχομένως πράγμα στο οποίο πέφτει έξω είναι στην πρόβλεψή του πως «το καπιταλιστικό σύστημα» θα καταρρεύσει – αυτό όμως αποτελεί αναμενόμενη πρόβλεψη/επιθυμία κάθε θιασώτη «της σοσιαλιστικής θεωρίας», ακόμα και ενός απογοητευμένου (είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ο συγγραφέας αναφέρει τις αντιτιθέμενες ιδεολογίες).
Ο Καίσλερ αφιερώνει εξαρχής το βιβλίο του στα «θύματα των λεγόμενων Δικών της Μόσχας» [βλ. κεντρική φωτογραφία], επομένως το Μηδένκαιτοάπειρο έχει μια στέρεη ιστορική βάση. Ωστόσο, κανένα λογοτεχνικό βιβλίο δεν θα άξιζε, δηλαδή δεν θα άξιζε πρωτίστως αισθητικά, αν παρέμενε δέσμιο των όποιων ιστορικών, κοινωνικών ή άλλων συνθηκών. Το εν λόγω μυθιστόρημα, ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, κατορθώνει να στηριχτεί στις προαναφερθέντες συνθήκες ώστε να μας μιλήσει για την αγωνιώδη ψυχοσωματική κατάσταση κάθε φυλακισμένου, ανεξάρτητα από τι έχει ή δεν έχει κάνει. Η γενικευσιμότητα, πόσο μάλλον η καθολικευσιμότητα, δεν είναι εξάλλου ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια για τη διάκριση ενός λογοτεχνικού έργου;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Το μηδέν και το άπειρο
Arthur Koestler
Μτφρ. Ανδρέας Παππάς
Εκδ. Πατάκη 2014
Σελ. 342, τιμή εκδότη € 17,60