
Για το μυθιστόρημα του Juan-Gabriel Vasquez «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
«Τι είναι ο πόνος; Είναι μια αίσθηση που δεν θέλει να περάσει απαρατήρητη... είναι μια φιλόδοξη αίσθηση» E.Μ. Cioran
Τι είναι αυτό που πέφτει; Τι είδους θόρυβο κάνει όταν πέφτει; Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν είναι το ωραιότερο λατινοαμερικανικό μυθιστόρημα που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Βραβευμένος με το βραβείο Alfaguara και τη διεθνή λογοτεχνική διάκριση IMPAC στο Δουβλίνο, ο κολομβιανός Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες μιλά στο τρίτο –και πιο σκοτεινό– μυθιστόρημά του για την εποχή του, για την εποχή της διακίνησης ναρκωτικών πριν από το καθεστώς Εσκομπάρ, επιστρατεύοντας μια συγκλονιστική εκδοχή ρεαλισμού.
Ο συγγραφέας υπενθυμίζει τη σχετικότητα της μυθοπλασίας και τη βαρύτητα της ψυχικής βίωσης της πραγματικότητας, κινούμενος στον άξονα «ντοκουμέντων», ήχων που παραπλανούν με την αληθοφάνειά τους τη συγχυσμένη συνείδηση του αποδέκτη. Πώς είναι όταν γνωρίζεις κάποιον και σχετίζεσαι μαζί του κατά σύμπτωσιν; Πώς είναι όταν αγγίζεις τον θάνατο κι επιμολύνεσαι από τη λαγνεία του; Πώς είναι όταν οι βεβαιότητες της ζωής σου γκρεμίζονται και έρχεται μια συνάντηση να αναδείξει τη βαρύτητα εκείνης της εφήμερης γνωριμίας;
Η απορία εκείνων που άργησαν να ενηλικιωθούν
Τα πράγματα αλλάζουν τροπή σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή του σούρουπου, όταν η πλειονότητα των ανθρώπων πηγαίνει για ύπνο, ενώ η αϋπνία των υπολοίπων ξυπνά βαθύτερους φόβους και ζωντανεύει φαντάσματα και δαιμόνια του παρελθόντος στη ρηχή ανθρώπινη συνείδηση. Ο εικοσιεξάχρονος Αντόνιο Γιαμάρα έρχεται στη Μπογκοτά στις αρχές του 1996 κι αντικρίζει τους ανθρώπους ως προϊόντα ενός σκουπιδότοπου, όπως έχει καταντήσει το ήθος και η δημόσια εικόνα της κολομβιανής ζωής. Στο μούχρωμα αυτής της μαγικής ώρας, υπό τους ήχους του μπιλιάρδου, συνάπτεται μια μοιραία σχέση σύντομης φιλίας με τον Ρικάρδο Λαβέρδε: ο αφηγητής, αφού περιπλανηθεί στους νυκτερινούς δρόμους της κολομβιανής πρωτεύουσας, θα βοηθήσει τον πρόσφατα αποφυλακισθέντα Ρικάρδο Λαβέρδε ν’ ακούσει μια κασέτα-ντοκουμέντο, χωρίς σε πρώτη φάση να έχει ο ίδιος πρόσβαση στο περιεχόμενό της και μένοντας με αναπάντητα ερωτήματα. Δεν είναι τυχαίο το ότι η ακρόαση αυτή θα γίνει από τον Λαβέρδε στο Σπίτι της Ποίησης.
Ο χρόνος παρέρχεται, το τραυματισμένο σώμα του αφηγητή ανακτά τις μνήμες του στο καλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, ώσπου ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται στην ιστορία
Το ίδιο βράδυ, η μοιραία δολοφονική επίθεση κατά του Λαβέρδε θα τραυματίσει άσχημα και τον Αντόνιο: ο θόρυβος της μοτοσυκλέτας που επιτίθεται, ο θόρυβος των πυροβολισμών, φωνές και μέταλλα ανακατεμένα. Ο χρόνος παρέρχεται, το τραυματισμένο σώμα του αφηγητή ανακτά τις μνήμες του στο καλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, ώσπου ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται στην ιστορία και η κασέτα πυροδοτεί την εξιστόρηση. Αναζητώντας την απάντηση στις απορίες του, ο Αντόνιο περνά από τη Μπογκοτά του 1990 που καταρρέει (αφηγηματικό παρόν) στη Μπογκοτά της δεκαετίας 60-’70 (αναδρομική αφήγηση), όπου το εμπόριο ναρκωτικών καθόριζε την ιδιωτική ζωή των Κολομβιανών: «Έ, λοιπόν, εγώ δεν θ’ αφηγηθώ τη ζωή μου. Μόνο κάποια πράγματα που συνέβησαν πριν από καιρό, και θα το κάνω με πλήρη συνείδηση ότι αυτή η ιστορία, όπως λένε στα παραμύθια, συνέβη κάποτε και θα ξανασυμβεί. Το ότι έλαχε σε μένα να την αφηγηθώ είναι το λιγότερο».
Ο χαμένος χρόνος εκείνων που δεν πρόλαβαν
Το αεροπλάνο στο οποίο επιβαίνει η σύζυγος του Ρικάρδο Λαβέρδε για να τον ξανασυναντήσει μετά από την αποφυλάκισή του χάνει την πορεία του και πέφτει: στην κασέτα με το «μαύρο κουτί» του έχει απαθανατιστεί το κλειδί κατανόησης της ιστορίας. Ο κυβερνήτης ακούγεται να λέει: «Έχουμε ακόμα εκατόν τριάντα έξι μίλια» και ο συγκυβερνήτης να ζητά άδεια καθόδου. Κατόπιν, ακούγεται ο πύργος ελέγχου να δίνει την άδεια, και ο αριθμός της θύρας αφίξεως και του διαδρόμου προσγειώσεως. Και, τέλος, οι κραυγές αγωνίας με την αποκάλυψη του σφάλματος, μαζί με την ηλεκτρονική ειδοποίηση «Terrain! Terrain!». Πράγματα που ειπώθηκαν, κατεγράφησαν, μνήμες που βυθομετρήθηκαν ώστε ο συγγραφέας να επανέλθει μετά από χρόνια, όπως λέει ο ίδιος: «κάπως σαν να γύριζα σπίτι μου για να κλείσω μια πόρτα που την είχα ξεχάσει ανοιχτή». Εκεί, στις παρυφές αυτής της κεντρικής εξιστόρησης, εξυφαίνεται η ερωτική σχέση του Ρικάρδο με την Ιλέιν, η παιδική ηλικία της Μάγιας, η ταύτιση του Αντόνιο μαζί της, η ανάκτηση του ειρμού και η επανασυναρμογή των θραυσμάτων της ζωής του. Δεν θα ήταν υπερβολή να μιλήσει κανείς για ανασύνθεση του παρόντος ως αφηγηματικής σύμβασης.
Το μυθιστόρημα (που ατυχώς χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως «υπαρξιακό νουάρ») αναζητά την ποίηση στις περιπέτειες μιας γενιάς που πέρασε την παιδική της ηλικία και την εφηβεία της μέσα στον τρόμο της διακίνησης ναρκωτικών, στη βία των καρτέλ ενάντια στο κράτος και στην καταδίωξη των καρτέλ στους δρόμους, τα δάση και τον ουρανό της Κολομβίας: καθρέφτης της μοναξιάς, της ανάγκης για κάθαρση, για έξοδο από τον αιματηρό λαβύρινθο που σφράγισε τη νεότητα του συγγραφέα, μια ιδιωτική ιστορία ακρόασης που παίρνει διαστάσεις δημόσιας εξιστόρησης και εστιάζει σε μια τεράστια πρόσκρουση/πτώση/ανατροπή του αναμενόμενου.
Ο ορυμαγδός εκείνων που καταρρέουν
Βαδίζοντας ένα βήμα πέρα από τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, ο συγγραφέας υπερβαίνει το λογοτεχνικό στερεότυπο που θέλει τη Λατινική Αμερική να είναι μια ήπειρος μύθου και μαγείας
Τα πάντα δείχνουν να πέφτουν: η πτήση 965 στις παρυφές των Άνδεων, η προσωπική ζωή του Αντόνιο, η αντίληψή του περί Δικαιοσύνης –που είναι και το ερευνητικό του αντικείμενο– καθώς και η Κολομβία ολόκληρη. Υπαρξιακή κατάρρευση, λοιπόν. Ο ήχος της ύπαρξης λίγο πριν σβήσει απλώνεται στις σελίδες του μυθιστορήματος, ο κεντρικός αφηγηματικός κορμός του οποίου συνίσταται στην αποκάλυψη της ζωής δύο ανδρών και δύο γυναικών, αντίστοιχα: σαν εγκιβωτισμένος ομηρικός αοιδός, η «φυσική» μορφή της Μάγιας ανακαλεί ευδιάκριτα όλον τον χαρακτηριστικό κολομβιανό συντηρητισμό, καθώς ο συγγραφέας επιστρατεύει πρωτόγνωρες παρομοιώσεις. Η ιδιόμορφης ιδιοσυγκρασίας κόρη του Ρικάρδο Λαβέρδε μιλά για την κοινή μοίρα του θανάτου όλων των ζωντανών πλασμάτων, των ανθρώπων και των αρμαντίλο, των άγνωστων και των αγαπημένων. Μιλά για το εύσχημο της λογοτεχνικής εξιστόρησης, για την επινοημένη ιστορία του πατέρα της, για τη ρίζα της πολιτικής δολοφονίας, για την πολιτική τρομοκρατία και για την κακή ρητορική του αυταρχισμού. Βαδίζοντας ένα βήμα πέρα από τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, ο συγγραφέας υπερβαίνει το λογοτεχνικό στερεότυπο που θέλει τη Λατινική Αμερική να είναι μια ήπειρος μύθου και μαγείας, καθιερώνοντας στη λογοτεχνία της ένα δυσανάλογο στα μέρη του χαρμάνι βίας, σκληρότητας και πολιτικής. Επιχειρεί να καταδείξει πώς η ζωή του ανθρώπου καθορίζεται από ανυπολόγιστες συμπτώσεις, υπόγεια ρεύματα γεγονότων, μικρές προσεισμικές δονήσεις που θα προσμετρηθούν στη βοή επερχόμενων γεγονότων που ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί, ασύνειδες ονειρώξεις που στιγμιαία θα πάρουν σάρκα και οστά κι αιφνίδια θα αφανιστούν, καθώς και από τη διαρκώς επαπειλούμενη προοπτική της εξαφάνισης: για την εξαφάνιση αυτήν δεν ευθύνεται μόνον η μοίρα, αλλά και «η καταδίωξη αθώων πλασμάτων από ένα ανάλγητο σύστημα».
Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν
Juan Gabriel Vasquez
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος 2014
Σελ. 296, τιμή € 15,00