
Για το μυθοπλαστικό έργο της Χαν Γκανγκ (Han Kang) «Λευκό» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Η συγγραφέας.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Λευκό χάπι, λευκά μαλλιά, φεγγάρι, χιόνι, αλάτι, γλάρος, ζάχαρη, λευκή σελίδα, λευκό χαμόγελο, σάβανο. Μέσα σε ένα γκρίζο κόσμο, του οποίου οι σκιές αρκετές φορές είναι εκφοβιστικές και το μαύρο περιζώνει την ύπαρξη απειλητικά, η άσπιλη λευκότητα -ακόμη κι αν εμφανίζεται σε πράγματα που δεν τους δίνουμε μεγάλη σημασία- μοιάζει σαν μια ήσυχη νησίδα που περιθάλπει.
Μια σπουδή στην ιερότητα του λευκού είναι το υβριδικό βιβλίο της Νομπελίστριας Χαν Γκανγκ Λευκό. Διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενά της ως προς την ανάπτυξή του, αλλά όχι και ως προς τη θεματική του. Είναι υβριδικό, καθώς αποτελείται από μικρά κεφάλαια, τα οποία κάποιες φορές έχουν τη δραστική λειτουργικότητα ενός πεζοποιήματος κι άλλες φορές στηρίζονται σε μια φευγαλέα παρατήρηση του κόσμου που περιβάλλει την αφηγήτρια-συγγραφέα.
Η εικαστική πλευρά
Οι φωτογραφίες που συμπληρώνουν την έκδοση υποσημειώνουν περαιτέρω την υποβλητική ησυχία που προσφέρει το λευκό χρώμα, ενώ τα λευκά περιθώρια των τυπωμένων σελίδων, ακόμη κι αυτά έχουν τη σημασία τους. Θα έλεγε κανείς πως πρωτίστως τούτο το βιβλίο χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ως μια εικαστική πρόταση κι ύστερα ως συγγραφική. Έτσι που η μια πλευρά να συμπληρώνει και να συνομιλεί με την άλλη.
Τούτη τη φορά η Χανγκ δεν προστρέχει στον κόσμο της μυθοπλασίας για να δώσει μορφή σε πλάσματα που κινούνται μεταξύ ζωής και θανάτου. Εδώ η αρχή και το πέρας της ζωής περιστοιχίζονται από καθαρά αυτοβιογραφικές στιγμές. Είναι ένας προσωπικός νυγμός αυτό το βιβλίο. Μια γάζα σε ένα ανεπούλωτο τραύμα.
Η οικογενειακή ιστορία
Η Γκανγκ δεν ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας. Πριν από αυτή είχε γεννηθεί η αδελφή της που πρόλαβε να ζήσει μόλις δύο ώρες. Το βρέφος γεννήθηκε πρόωρα κάτω από αντίξοες συνθήκες (στην πραγματικότητα, η μητέρα της το γέννησε μόνη της στο σπίτι) και παρά τη σπαραχτική της επίκληση, «Μην πεθάνεις, σε παρακαλώ, μην μου πεθάνεις!», εκείνο έκλεισε για πάντα τα μάτια του, πριν καν προλάβει να αντιληφθεί το θαύμα της ζωής. Τα ζιπουνάκια και οι φασκιές του, όλα λευκά, έγιναν στη συνέχεια τα ρούχα που το ακολούθησαν στον τάφο του. Λευκό παντού.
Η Γκανγκ εισδύει στον τρεμάμενο κόσμο της προσωπικής ενθύμησης βρισκόμενη σε μια ευρωπαϊκή πόλη του βορρά, η οποία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε υποστεί κάμποσα δεινά από τους ναζί. Μόνη σε έναν ξένο τόπο, αφήνει στο σκληρό οικογενειακό παρελθόν να εισβάλει στο μυαλό της και να το εποικήσει. Οι λέξεις, το λυτρωτικό αποκούμπι ενός συγγραφέα, έρχονται να δώσουν σχήμα στον άρρητο πόνο.
Η ποίηση της απώλειας
Η ποίηση της απώλειας, αλλά και η απώλεια ως ποίηση ζωής για όσους έμειναν να θυμούνται τους χαμένους. Η μεγάλη της αδελφή που δεν κατάφερε να περπατήσει μέσα στον κόσμο, μεγαλώνει μέσα στο βιβλίο. Τι θα συνέβαινε αν ζούσε, διερωτάται η Γκανγκ.
Ενδέχεται η ίδια να μην είχε γεννηθεί, ενώ τώρα έχει πάρει τη θέση της. Μα, ακόμη κι αν ζούσαν και οι δύο, εκείνη, η μεγάλη, θα ορμήνευε την μικρότερη, θα την στήριζε και θα τη νουθετούσε. Αντ’ αυτών, έρχεται το παρηγορητικό λευκό να καλύψει τα κενά που όρισε ο θάνατος.
Η θρησκευτικότητα του λευκού (ανεξαρτήτως της θρησκείας του καθενός) που περιτριγυρίζει τον κόσμο της Γκανγκ στέργει, βοηθάει, επουλώνει, ομνύει στην ηρεμία
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Σε ένα υποκειμενικό «Εγώ», σε ένα αντικειμενικό «Εσύ» και σε ένα λυτρωτικό «Καθετί λευκό». Αν η είσοδος στο ναό της ενθύμησης είναι το πρώτο μέρος, τότε το ενδιάμεσο είναι το τέμπλο και το τελευταίο μέρος επέχει τη θέση του Ιερού Βήματος. Η θρησκευτικότητα του λευκού (ανεξαρτήτως της θρησκείας του καθενός) που περιτριγυρίζει τον κόσμο της Γκανγκ στέργει, βοηθάει, επουλώνει, ομνύει στην ηρεμία, αφίσταται από τον θάνατο, γνωρίζοντας όμως πως αυτός (ο μέγας διαιρέτης) πάντα θα υπάρχει για να ολοκληρώνει τον κύκλο της ύπαρξης. Ακόμη κι αν για κάποιους έρχεται πάρα πολύ νωρίς.
Η πράξη της ζωής
Η Γκανγκ μάς υπενθυμίζει κάτι που η τύρβη της καθημερινότητας το αποσπά από τους λογισμούς μας. Η πράξη τού να ζεις, ή να μην πεθαίνεις, είναι ένα επίπονο κατόρθωμα. Δεν είναι τόσο προφανές όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Κάθε ανάσα είναι ένα κέρδος, μια νίκη του ανθρώπου που θέλει να συνεχίσει την πορεία του.
Μας λέει με τρόπο ανεπιτήδευτα όμορφο πως κάθε στιγμή είναι ένα άλμα προς τα εμπρός από το χείλος ενός αόρατου γκρεμού, όπου οι αιχμηρές άκρες του χρόνου ανανεώνονται συνεχώς. Σηκώνουμε το πόδι μας από το στέρεο έδαφος όλης της ζωής που έχουμε ζήσει μέχρι στιγμής και κάνουμε αυτό το επικίνδυνο βήμα στον άδειο αέρα.

Παυσίλυπο
Ποιος μπορεί να πει αν ένα βιβλίο έχει τη δύναμη να λειτουργήσει ως παυσίλυπο; Για κάποιους, ναι, έχει τέτοια δύναμη. Η τέχνη υπάρχει και για τον παρηγορητικό της ρόλο. Τούτο το βιβλίο, καίτοι εκκινεί από έναν πρόωρο θάνατο, στρέφει το βλέμμα σε καθετί λευκό που ενυπάρχει στον κόσμο μας.
Σε όλο το βιβλίο, η Χαν Γκανγκ γλιστράει ανάμεσα σε μεταφορικούς και κυριολεκτικούς επιδέσμους τραυμάτων και ουλών.
Μια λευκή πεταλούδα, το σπυρί του ρυζιού, μια μανόλια, ένα λευκό σκυλί, τα αφρισμένα κύματα. Το χιόνι που λιώνει σαν να συμβολοποιεί την ίδια τη ζωή που εξαχνώνεται έτσι απλά. Σε όλο το βιβλίο, η Χαν Γκανγκ γλιστράει ανάμεσα σε μεταφορικούς και κυριολεκτικούς επιδέσμους τραυμάτων και ουλών. Ζωγραφίζει πάνω από τις κηλίδες σκουριάς που άφησε ο χρόνος. Επουλώνει και επουλώνεται. Γράφει και γράφεται. Γεμίζει το κενό με λέξεις, αλλά όχι εντελώς. Σαν τα περιθώρια που διατηρούνται στη σελίδα να είναι κι αυτά ένα κείμενο που επίκειται να γραφτεί – να ζήσει.
Η υπόσχεση
Η συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με μια υπόσχεση. Σαν να ανάβει ένα αναθηματικό κερί. Το κορίτσι της οικογένειας που έμελλε να ζήσει θα κάνει ό,τι μπορεί για να συνεχίσει να ζει και μέσα απ’ αυτό να αναπνέει και η χαμένη αδελφή του. Της λέει πως θα νιώθει την παρουσία της σε καθετί λευκό. Καθόλα άρτια η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου.
Η έκδοση συμπληρώνεται με ένα επίμετρο. Πρόκειται για τη διάλεξη της Χαν Γκανγκ κατά τη βράβευσή της από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2024. Αξίζει να διαβαστεί κι αυτή με περισσή προσοχή, καθώς περιλαμβάνει πολλά από τα συγγραφικά της credo.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στην πόλη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε με ποίηση το 1993. Τα πρώτα πεζογραφήματά της κυκλοφόρησαν το 1995.

Το μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (2007) χάρισε στην ίδια παγκόσμια αναγνώριση, όταν η αγγλική του μετάφραση (2015) κατέκτησε το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Τα φρούτα της γυναίκας μου (2000) και Η σαλαμάνδρα της φωτιάς (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα Μαύρο ελάφι (1998), Τα κρύα σου χέρια (2002), Φυσάει αέρας, πήγαινε (2010), Μάθημα ελληνικών (2011), Ανθρώπινες πράξεις (2014) και Δεν ξεχνώ (2021). Εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της Σεούλ, όπου και ζει. Τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024 «για την έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».
























