Του Γιώργου Βέη
«Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας.» Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίονΠροηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων Ο λοξίας, από τις εκδόσεις «Ίνδικτος», το 2008. Απέσπασε θετικά σχόλια της κριτικής. Και δικαίως. Πρόκειται για συγγραφέα (1972) ο οποίος τιμά την πρωτογενή αφηγηματική του ύλη, αξιοποιεί καταλλήλως το γλωσσικό του εργαλείο, το οποίο φαίνεται ότι περιποιείται πολλαχώς, ανασυντάσσοντας ευφυώς στοιχεία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Η δε φαντασιακή προέκταση δεν δρα εις βάρος των υπολοίπων κειμενικών παραμέτρων. Η ισορροπημένη χρήση της μεταφοράς, τα ζείδωρα οξύμωρα σχήματα, οι καλοκάγαθες υπερβολές, η φίλια ειρωνεία, οι απαραίτητες διηγητικές ανατροπές, η ευστοχία της αναστοχαστική έκφανσης, η αφαιρετική –και όχι αφηρημένη– διατύπωση και η καλώς οργανωμένη, ούρια κατάληξη των δρώμενων, προδίδουν, μεταξύ άλλων, ασκημένο παρατηρητή των ανθρωπίνων, αλλά και έντιμο λόγιο. Τα αφομοιωμένα μαθήματα των ημεδαπών και αλλοδαπών Δασκάλων του είδους και βεβαίως οι πειστικοί χαρακτήρες τεκμηριώνουν επίσης τη μαθητεία του Σπύρου Γιανναρά σε χώρους προγενέστερων διακεκριμένων εμπεδώσεων. Οι δεκάξι εμφανώς καρφιτσωμένες στην αρχή ή περί τη μέση των διηγημάτων διδακτικές ρήσεις τρίτων, αλλά και τα άλλα διάσπαρτα, ενίοτε μισοκρυμμένα παραθέματα συναποτελούν καθόλα αρμονικές παρεκβάσεις επιφανών μελών του Χορού, ο οποίος παρακολουθεί νοερώς, αλλά πιστώς τα καθέκαστα. Βεβαίως, το ένα σκώμμα διαδέχεται το άλλο. Οι δε απώτεροι ή εγγύτεροι φιλολογικοί πρόγονοι, π. χ. το λεγόμενο Ευαγγέλιο του (γνωστικού) Ιούδα, οι αμλετικές καταθέσεις για τη σημασία της ζωής, οι εμβληματικές δολιχοδρομίες των φλωμπερικών «φωστήρων» Μπουβάρ και Πεκισέ, καθώς και «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάρτον» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, οι οποίοι υποστηρίζουν ενεργώς, αλλά διακριτικά τις θεματολογικές δοκούς του «Βίος και πολιτεία του Ανδρέα Τιτθόν» και του «Ο Δημητράκης», συμφιλιώνουν το παρελθόντα χρόνο της απρόοπτης ή της ρηξικέλευθης γραφής με τους νεωτερικούς τρόπους του παρόντος. Γι’ αυτό και το λεκτικό παιχνίδι καθίσταται συχνά πυκνά, για τον αρκούντως υποψιασμένο δέκτη, αν μη τι άλλο, συναρπαστικό.
Συγκρατώ επίσης εδώ και την πρόσφορη πολυσημία των κυριοτέρων δεικτών, τους οποίους εμπιστεύεται συνειδητά ο συγγραφέας. Καταρχήν ο τίτλος του βιβλίου, ο οποίος είναι και τίτλος του δεύτερου διηγήματος, μετέχει δύο τουλάχιστον ερμηνειών. Όπως διευκρινίζει ο Δ. Λουκάτος «χαριτωμένες, όσο και αστείες, είναι μερικές παρεξηγήσεις που έκανε ο λαός σε ορισμένες φράσεις. Δεν κατάλαβε σε πολλές την έννοιά τους, και ή τις παραμόρφωσε ή τις μεταχειρίστηκε με άλλη έννοια […] Ανάλογη παρεξήγηση έγινε και στη φράση «ζωή χαρισάμενη», που είναι παρμένη από το Χριστός Ανέστη. Ο λαός πρόσεξε το «ζωή» και τις δυο πρώτες συλλαβές τού «χαρισάμενος» και βιάστηκε να δώσει την εξήγηση: ζωή γεμάτη χαρά». (Ιδέτε «Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας κι η επίδρασή τους στην ελληνική παροιμιολογία», Πασχαλινά και της Άνοιξης). Ανάλογα ισχύουν για το σύνθετο «αρτοκλασία». Αλλά και για την άλλη διφορούμενη «αταξία» και μάλιστα τη μεγαλύτερη όλων, τη ματαιότητα δηλαδή της ίδιας της ζωής. Η πρώτη λέξη του τίτλου είναι ο ίδιος ο κειμενικός κόμπος του θαύματος και της πτώσης. Η σκιά του θανάσιμου αφορισμού του Καλντερόν, ότι δηλαδή το μόνον αμάρτημα του ανθρώπου είναι το γεγονός ότι γεννήθηκε, πλανάται στις περισσότερες από τις σελίδες των διηγημάτων. Ιδίως στο ξεκαρδιστικό, τραγικό ταυτοχρόνως «Ο Δημητράκης». Κατά τα άλλα, ο Σπύρος Γιανναράς αναλαμβάνει κι αυτός να συνεισφέρει σε μια διαλεκτική συνύπαρξη των αντιθέτων στο πεδίο των εφαρμοσμένων διηγηματικών εκδοχών. Αλλιώς το παράλογο θα τινάξει στον αέρα τόσο την ατομική, όσο και την κοινωνική ζωή. Έτσι, το αριστοτελικό πρόταγμα ισάζειν αεί ταναντία παράγει και το ευθύβολο ακροτελεύτιο «Γύρω από το τραπέζι».
Ο Παράδεισος, η τελευταία, άκρως φορτισμένη παντοιοτρόπως λέξη - κόσμημα της συλλογής, εγγυάται αν μη τι άλλο, απάνεμη έξοδο. Ή, να το διατυπώσω διαφορετικά, καταλλαγής τιμαλφή παραμυθία. Η δε εγγενής ροπή της εν ομονοία συνυπάρξεως των δήθεν εναντιωματικών σημαινομένων, η περιώνυμη σύγκλωση των ασυγκλώτων, εντοπίζεται και στο επίπεδο της συμπαράταξης των ετικετών ή όρων «θανατόδαρτη», «τράκο», «κακοφύσητο αγέρι» και «μπρατσαράδες», δίπλα στους τύπους, καταδηλώσεις και αποτυπώματα, εμφανή δάνεια και μη, όπως είναι φέρ’ ειπείν τα: «όλβιος», «ηδυπάρεργον», «αψοφητί», «καλλίπυγος», «καλλιπάρεια», «οψίκαρπος», «τυτθόν», «βδελύσσομαι», «κωποειδή», «κατακυλιόμενα κλάματα», «κακόδμητη πόλη», «αδυσχέραντα αποδελοιπόμενα χρόνια», «αλαφρόκαρδος βίος», «φρεναπάτης μικρός θεός», «χάριν παννυχίδος», «έμπλεος εικόνων» και «μελανόπτερες ερινύες».
Ο απαιτητικός αναγνώστης, οίκοθεν νοείται, ευφραίνεται. Κλείνει μάλιστα το μάτι στον συγγραφέα. Ο κατά τα φαινόμενα έμπλεος σκοπού κόσμος, μάλλον είναι ηχηρή ή κατά περίσταση υποτονική πομφόλυγξ, υπαινίσσεται. Χωρίς όμως να είναι απολύτως βέβαιος. Κι αυτή είναι η ανταμοιβή, θαρρώ, του οτρηρού Σπύρου Γιανναρά. Να παίρνει δηλαδή από το χέρι τον αναγνώστη του, καλοπροαίρετο και μη, και να του δείχνει, ως άλλος χαρισματικός, τουτέστιν άδολος σοφιστής, πώς να διαβάσουν μαζί, κουτσά στραβά, τα ιερογλυφικά του παλίμψηστου της (χαρισάμενης) ζωής, για να θυμηθούμε και τον μονήρη φιλέλληνα της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, τον Αρθούρο Σοπενχάουερ. Αρκεί κανείς να διαβάσει δεύτερη φορά το εκτενέστερο κομμάτι, με την πληθώρα των υποδορίων αποφθεγμάτων, με τίτλο «Βίος και πολιτεία του Ανδρέα Τιτθόν», για να εννοήσει πλήρως.
Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Πόλις 2011