
Τρία βιβλία εντελώς ανόμοια μεταξύ τους μας καλούν να σταθούμε, να διαβάσουμε και να στοχαστούμε την ποίηση και την ποιητική της. Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Κόραξ – Από τη ζωή και τα τραγούδια του Κόρακα (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδ. Gutenberg), του Τεντ Χιουζ
Έχοντας μπει σε μια σκοτεινή περίοδο, η οποία ξεκίνησε αιφνίδια το 1963, με την αυτοκτονία της Σύλβια Πλαθ, ο Τεντ Χιουζ πέφτει στάγδην προς μια περιοχή όπου αναζητεί τη θρησκεία και τον ανθρωπισμό αφήνοντας πίσω του την ενασχόλησή του με τον φυσικό κόσμο. Μέσα σ’ αυτή τη δεύτερη φάση της εργογραφία του, την πλέον φιλόδοξη, η οποία θα διαρκέσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, θα γράψει το αριστούργημά του (όπως εκείνος έχει δηλώσει), τον Κόρακα.
Μια προκλητική συλλογή 80 ποιημάτων, τα οποία επεξεργάστηκε από το 1963 έως το 1966. Δηλαδή, τότε που ακόμη ήταν νωπή η απώλεια της Πλαθ κι εκείνος διαπίστωσε πως η πρότερη ελευθεριότητά του, αλλά και το δημιουργικό πνεύμα που τον ωθούσε ως εκείνη τη στιγμή, είχαν από καιρό χαθεί και δεν πίστευε πως θα τον επισκεφθούν ξανά.
Ο Κόρακας προσφέρει αναμφίβολα μια ανησυχητική αναγνωστική εμπειρία, λόγω της βίαιης έως και πρωτόγονης ενέργειας που ελκύεται από τους στίχους του. Ίσως δεν πρέπει να μιλάμε καν για τη στιχουργική, αλλά για μια αγωνιώδη υλακή, για ένα κλάμα άγριο, για ένα συναπάντημα με τους αρχαίους μύθους που αναπαράγει.
Ως άλλος Μπλέικ, ο Χιουζ συνομιλεί με το Ευαγγέλιο και μας το εμφανίζει αντεστραμμένο. Να γιατί πολύ νωρίς, στο δεύτερο κιόλας ποίημα της συλλογής, υπάρχει ένας στίχος που επέχει τη θέση μιας Γένεσις
«Εν αρχή ην η κραυγή»
Ο Κόρακας του Χιουζ άλλοτε εμφανίζει με την ταυτοτική του εικόνα κι άλλοτε αποκτάει σχεδόν ανθρωπόμορφη όψη και αναμετράται με τον δημιουργό του, τον Θεό, ο οποίος είναι ο αντίπαλός του.
«Ο Θεός συνέχισε να κοιμάται
Ο Κόρακας συνέχισε να κλαίει»
Ο Κόρακας υπόκειται στις ανάγκες του σώματός του. Πεινάει και πρέπει να σκοτώσει για να φάει. Επιθυμεί ένα άλλο σώμα για να κορέσει τις σεξουαλικές του ανάγκες και έτσι πέφτει στην παγίδα του σεξ. Οι λέξεις τον προδίδουν, η ίδια η γλώσσα στέκεται εμπόδιό του.
«Ο Κόρακας πηγαίνει για κυνήγι»
… αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να πιάσουν το θήραμα των σκέψεών του. Στον Κόρακα, η δημιουργία και η Γένεσις δεν ντύνονται από το ανέσπερο φως ενός νιόβγαλτου κόσμου, αλλά από τον πόνο της εμπειρίας, από τη βία της γέννας.
Αυτός ο εφιάλτης της ατελείωτης σφαγής και των βασάνων κινητοποιεί κάθε επίπεδο του μυαλού του ποιητή. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Κόρακας «τρόμαξε με τον τρόμο της Δημιουργίας» μετά την Δημιουργία, ακριβώς όπως, προς το τέλος του βιβλίου, τον κάνει να προβλέψει μια φρικτή σκηνή ζευγαρώματος μεταξύ δύο μεταλλάξεων, επιζώντων από τη βόμβα, που «φαίνεται να τρώνε ο ένας τον άλλον».
Ο Χιουζ σε αυτή τη συλλογή δηλώνει με επίταση πως το σύμπαν κυβερνάται από μια τυφλή δύναμη και ο Θεός δεν νοιάζεται για τη μοίρα των ανθρώπων. Ο Κόρακάς του, με τη συνδυαστική χρήση των μύθων, μάχεται συνεχώς. Γίνεται ο Ηρακλής, ο Άγιος Γεώργιος, ο Οιδίποδας. Μεταστοιχειώνεται αενάως, αλλά το διακύβευμά του μένει πάντα το ίδιο: μια ατελεύτητη μάχη απέναντι σε δυνάμεις που του κατατρώνε τη μοίρα.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος
Σχεδόν άνθρωπος»
Πουθενά δεν διαφαίνεται η απολύτρωση στον ορίζοντα. Αν ο Θεός είναι η αρσενική μορφή της δύναμης, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη μιας αντίστοιχης θηλυκής μορφής της αγάπης. Αυτή η συλλογή είναι βίαιη, εικονοκλαστική, αποκαλυπτική και ελάχιστα παρηγορητική με την τρέχουσα έννοια του όρου. Αν και ο Κόρακας είναι ένα ανθεκτικό πουλί, μια σκληρή «σημασία» που δεν μπορεί ούτε ο Θεός, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι λέξεις να τον σκοτώσουν. Αυτό που κάνει, τελικά, ο Χιουζ είναι να βαφτίζει τα ποίηματά του μέσα στον κοσμικό τρόμο και να του δίνει ένα νόημα. Διαλαλεί την ερήμωση ωσάν σαμάνος της ανθρώπινης ερήμου.
Η φωνή της σιωπής – Ποιήματα 1966-2010 (εκδ. Κίχλη), του Αργύρη Χιόνη
Έχουν περάσει ήδη δεκατέσσερα χρόνια από την εκδημία του ποιητή Αργύρη Χιόνη και το όνομά του «κυκλοφορεί» περισσότερο από όταν ζούσε. Ποιήματά του συναντάει κανείς στα κοινωνικά δίκτυα συχνά πυκνά, ενώ και ομότεχνοί του (παλαιότεροι και νεότεροι) τον υποσημειώνουν στα κείμενά ή τα ποιήματά τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ποίησή του ακουμπάει τις νέες γενιές, κάτι που είναι ευεξήγητο, αν την μελετήσει κανείς με επιμέλεια.
Αυτή τη «μελέτη» (ουσιαστική και ουχί φιλολογική) μάς προσφέρει η αναθεωρημένη συγκεντρική έκδοση των εκδόσεων Κίχλη, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ποιήματα της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Ό,τι περιγράφω με περιγράφει που είχε κυκλοφορήσει το 2010, ήτοι ένα χρόνο πριν από τον αδόκητο θάνατό του.
Από τις Απόπειρες φωτός, την πρώτη του συλλογή που εκδόθηκε το 1966, ο Χιόνης διέτρεξε ποιητικά τα ενδότερα τοπία του επί σαράντα τέσσερα χρόνια. Μέσα σε αυτές τις δεκαετίες, η ποίησή του απέκτησε σώμα, ύφος και αναμφίβολα εξελίχθηκε.
Παρά ταύτα υπάρχουν σε όλες κάποια σταθερά μοτίβα που τον καθόρισαν ως ποιητή. Η ειρωνική έως αυτοϋπονομευτική διάθεση, η οικολογική συνείδηση, η ανάγκη να αφηγηθεί την πραγματικότητα με όρους παραμυθιού, συχνάκις η καταφυγή σε μια πεζόμορφη ποίηση, τέτοιας δυναμικής που κατάφερνε να κάνει άνετο crossover μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης.
Ο Χιόνης ανδρώθηκε (κυρίως) ποιητικά την περίοδο που ζούσε μακριά από την Ελλάδα λόγω της εργασίας του. Θα έλεγε κανείς πως η Ολλανδία και συγκεκριμένα το Άμστερνταμ του έδειξαν το δρόμο προς τη Μούσα. Αυτό εξηγεί εν μέρει και το γεγονός ότι η ημεδαπή κριτική άργησε να ασχοληθεί ενεργά με την περίπτωσή του.
Παραμένει έως το τέλος ένας σοβαρός-παιγνιώδης ποιητής, με την έννοια ότι οι υψηλόφρονες συνθέσεις του συμπλέουν με ποιήματα που κυριαρχεί η λεπταίσθητη ειρωνεία. Η ποίησή του είναι κατάστικτη από την ανάγκη του ποιητή να ορίσει την τέχνη του, να της δώσει έναν ορισμό γνωρίζοντας πως πάντα θα του διαφεύγει [η ποίηση]. Δεν είναι τυχαίο ότι έγραψε αρκετά ποιήματα ποιητικής αναζητώντας αυτό το «κάτι» που θα δώσει σχήμα στο άπιαστο της ποιητικής ουσίας.
Η διακειμενικότητα είναι μια άλλη από τις αναφορές του. Από τον Λι Πο έως τον Μπόρχες. Κάτι το οποίο το συναντάμε και στα πεζά του, αν και στην περίπτωση του Χιόνη θα έλεγε κανείς πως τα ποιήματα και τα πεζά του ορίζουν ένα ενιαία corpus και συνομιλούν ανοιχτά μεταξύ τους.
Ποιήματα που έγραψε ο ίδιος, οι ετερώνυμοί του, ποιήματα που τον έγραψαν (όπως συνήθιζε να λέει), ποιήματα με χιούμορ, αλλά και σε σύνδεση με το Ζεν της Άπω Ανατολής.
Η εξαιρετική έκδοση της Κίχλης είναι μια ακόμη σπουδαία αφορμή να ανακαλύψουμε εις βάθος το έργο του, να συνομιλήσουμε μαζί του, να διαπιστώσουμε εν τοις πράγμασι την εξέλιξή του, την ανάπτυξη των βασικών θεμάτων του και, τελικά, να κατανοήσουμε γιατί στην εποχή της υπερβολής που ζούμε, ο Χιόνης αντιστέκεται εν τη απουσία του, καθώς η ποίησή του παραμένει άθραυστη και ανθεκτική σε κάθε προσπάθεια αποσπασματικότητας.
Περί ποιητικής
Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση (εκδ. Ίκαρος), του Βασίλη Παπαδόπουλου
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για να καταδειχθεί η αδιάσπαστη σχέση του ελληνικού γλωσσικού περιβάλλοντος με το αμιγώς ποιητικό. Ωσάν τα ελληνικά να δημιουργήθηκαν και να μπήκαν στο στόμα των ανθρώπων μόνο και μόνο για να υμνήσουν τους στίχους, τις ραψωδίες και τους ύμνους. Ο πρέσβης και συγγραφέας Βασίλης Παπαδόπουλος στο θαυμαστό βιβλίο του Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση συνενώνει μια σειρά από άρθρα και παρεμβάσεις που έχει κάνει κατά καιρούς γύρω από την οργανική σχέση του τόπου μας με την ποίηση, αλλά και αναλύσεις για το ύφος και τη διαδρομή συγκεκριμένων -σημαινόντων- ποιητών της ημεδαπής.
Λαμπρότερος όλων, όπως διαφαίνεται από τα κείμενά του, είναι ο επίσης πρέσβης Γιώργος Σεφέρης, στον οποίο αφιερώνει αρκετές σελίδες, δίχως όμως να λησμονεί άλλους μείζονες όπως ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σολωμός ή ο Εγγονόπουλος.
Το ερώτημα που αναφύεται από το βιβλίο του Βασίλη Παπαδόπουλου αγγίζει ακόμη και οντολογικές σφαίρες: γιατί οι Έλληνες καταφεύγουν στην ποίηση περισσότερο από όσο στην πεζογραφία;
Να είναι ο ανέσπερος ήλιος; Να είναι τα πολυάριθρα νησιά; Να είναι ότι μας λείπει η ορθολογική σκέψη που προϋποθέτει το μυθιστόρημα; Ο νόστος, η ανάμνηση των ηρώων και των θεών έκαναν τους Έλληνες ραψωδούς. Εδώ γεννήθηκε το θέατρο διότι η καθημερινότητα έπνιγε και έπρεπε με κάποιο τρόπο να μετρηθεί αλλιώς το δράμα των ανθρώπων.
Το βιβλίο διατρέχει τους αιώνες. Καθένας έχει να μας προσφέρει σημαίνουσες ποιητικές φυσιογνωμίες. Από τον Όμηρο του 8ου αιώνα π.Χ. τον Μένανδρο του 4ου αιώνα π.Χ., έως τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (4ος αιώνας μ.Χ.), τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο (19ος αιώνας μ.Χ.) και τους σύγχρουνους «μεγάλους», είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια ποιητική σκυταλοδρομία. Με μια αλυσίδα ποιητικής δημιουργίας που ως κοινό υπόβαθρο έχει τη γλώσσα, η οποία κι αυτή, φυσικά, μεταλλάσσεται, αναδημιουργείται, προσαρμόζεται στα κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα, αλλά πάντα κυλάει μέσα στο DNA μας.
Ο γλωσσικός πλούτος, έτσι όπως εξελίσσεται, δημιουργώντας το απαραίτητο υπόβαθρο για να σκεφτεί ο Έλληνας ποιητικά, αποτελεί σημαντικό μέρος της δοκιμιακής μελέτης του Βασίλη Παπαδόπουλου. Άλλωστε, η λογοτεχνία είναι αυτή που ομνύει στη γλώσσα, την αποκαθαίρει και τελικά την τοποθετεί στο βάθρο που της αξίζει, διασώζοντας όλα τα σημαντικά υλικά της.
Μακριά από την έννοια της «καθαρότητας» ή μιας ανωτερότητας που προσπαθεί να υποβιβάσει την ποίηση που παράγεται σε άλλες χώρες, το βιβλίο επιδιώκει να καταδείξει κάτι που και στις μέρες μας είναι καταφανές: στη χώρα μας γράφεται, ίσως, περισσότερη ποίηση από όση μπορεί να «καταναλωθεί», όμως, τούτο φαίνεται πως είναι σύμφυτο με την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, τα δράματα και τα θαύματά του.
Εντέλει, τούτο το βιβλίο βοηθάει να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος για το τι μπορεί να είναι η ποίηση για τον σημερινό Έλληνα, πόσο τη φέρει οργανικά μέσα του (ακόμη κι αν δεν την διαβάζει), αλλά και πόσο τον επηρεάζει, έστω και ασυνείδητα, στη σκέψη του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.