
Για το τελευταίο βιβλίο του Γκυστάβ Φλωμπέρ [Gustave Flaubert] «Τρεις ιστορίες» (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, επίμετρο Σωτήρης Παρασχάς, εκδ. Αντίποδες).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Συγκρίνοντας την εικόνα με το κείμενο, ο αναγνώστης θα σκεφτόταν: “Δεν καταλαβαίνω τίποτα, πώς έφτιαξε το ένα από το άλλο;”»
Είναι πολλοί οι κριτικοί λογοτεχνίας που υποστηρίζουν ότι υπήρξε μια εποχή στη λογοτεχνία πριν και άλλη μία μετά τον Φλωμπέρ. Διαβάζοντας τα γραπτά του, τα οποία διαθέτουν εντυπωσιακό εύρος, αν και μετρημένα στα δάχτυλα, γίνεται κατανοητή η σημασία ενός εκ των πυλώνων της λογοτεχνικής γραφής: του περφεξιονισμού. Χωρίς να είναι η μοναδική αξία (οι μεγάλοι, μαξιμαλιστές στην έκφραση, Ρώσοι θα διαφωνήσουν), βαρύνει ιδιαίτερα, αφού τοποθετεί στο επίκεντρο τη γλώσσα, το ύφος, νομιμοποιώντας το ως την ύψιστη καθοδηγητική αρχή, εκείνη την «αισθητική σφαίρα» που διαχωρίζεται από τον εμπειρικό κόσμο ώστε να «συγκροτήσει την τέχνη», κατά τον Αντόρνο.
Οι Τρεις ιστορίες, σε εξαιρετική μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια, είναι το κύκνειο άσμα του Γάλλου συγγραφέα και ένα από τα πιο γοητευτικά έργα του, φόρος τιμής στον περφεξιονισμό. Τι θα συναντήσει εδώ ο αναγνώστης; Για αρχή, τρεις εικόνες και στις τρεις ιστορίες. Όμως, καμιά απ' αυτές δεν είναι η... σωστή, η πρέπουσα. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος τους. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα για την καθεμιά το πώς και το γιατί.
Μια απλή καρδιά
Η πρώτη ιστορία θα μπορούσε να οριστεί ως υπόδειγμα straight story. Ευθύβολη και απέριττη, δίχως λογοτεχνικά ψιμύθια ή φιλοσοφικές περικοκλάδες που δυσχεραίνουν την κατανόηση των βασικών θεματικών στοιχείων που συνιστούν το περιεχόμενο. Είναι η ιστορία μιας υπηρέτριας, μιας απλής γυναίκας του λαού, και της πίστης της που αποτελεί την πηγή που αρδεύει τη στερημένη από απολαύσεις ζωή της. Η απλή καρδιά χτυπά αρμονικά στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς ιδιαίτερες αμφιταλαντεύσεις και σκαμπανεβάσματα. Η γυναίκα ζει μια φυσική ζωή, μια εναλλαγή εποχών, όπου την εφηβεία και κάποια ερωτικά σκιρτήματα ακολουθεί η προσκόλληση σε μια οικογένεια και η τυφλή υποταγή στη μοίρα της. Η Φελισιτέ (η άγνοια είναι ευτυχία) δεν είναι ο τύπος της διανοούμενης ή έστω της μικροαστής (η κατ’ εξοχήν αντιπάθεια του Φλωμπέρ), της οποίας η νόηση αποτελεί πρόσκομμα ή αιτία δεινών, αφού η βούλησή της για έρωτα ή υλικά αγαθά (κατά το πρότυπο της Μποβουάρ) αντιτίθεται στο βίωμά της.
Η απλή καρδιά τρέφεται από την πίστη της, από την ακάματη διαθεσιμότητα στην κυρά της, στα παιδιά της κυράς και, φυσικά, στην ανώτερη δύναμη. Πρόκειται, όπως γίνεται κατανοητό στη συνέχεια, για μια force majeure, η οποία κινείται γραμμικά στον χρόνο, χωρίς καμία παρέκκλιση, αφού όλα ο Δημιουργός της εν σοφία εποίησε, με εκείνη μέρος του σχεδίου Του. Ακόμα κι όταν οι αγαπημένοι άνθρωποι γύρω της σταδιακά αποχωρήσουν από τη σκηνή της ζωής είτε λόγω θανάτου είτε γιατί η ενηλικίωση συνεπάγεται αποχωρισμό, θα βρει αποκούμπι σε ένα πτηνό, τον παπαγάλο, τον οποίο μάλιστα θα βαλσαμώσει σε μια έσχατη προσπάθεια να απωθήσει τη φθορά και τη ματαίωση. Ο θάνατός της δεν θα τη βρει συντετριμμένη. Το τέλος της θα το συνοδεύσουν ως τιμητικό άγημα οι συνάνθρωποι παραστάτες της. Αυτή είναι η δύναμη της απλής καρδιάς, εκείνης που δεν μαραζώνει κρυφακούοντας τις υποσυνείδητες σκέψεις της που θρηνούν την καθημερινή φθορά, που δεν υφίσταται ενδόρηξη κάθε φορά που η ζωή ματαιώνει τις προσδοκίες της, αλλά προχωρά μπροστά.
Η ρευστή αφήγηση παραμένει «απλή» όπως και η καρδιά στην οποία αναφέρεται, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, επιτρέποντας στον αναγνώστη την απρόσκοπτη μέθεξη.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του έργου του, πρόκειται για την πιο Μποβουαρική ιστορία από τις τρεις σ’ αυτήν τη συλλογή. Σίγουρα είναι η πιο ρεαλιστικά δοσμένη, αφού η πλοκή λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χωροχρόνο (γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα), με την αφήγηση να παρακολουθεί τη ζωή της πρωταγωνίστριας. Η ρευστή αφήγηση παραμένει «απλή» όπως και η καρδιά στην οποία αναφέρεται, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, επιτρέποντας στον αναγνώστη την απρόσκοπτη μέθεξη. Πίσω από αυτό όμως κρύβεται ένας ιθύνων νους, διακηρυγμένος εχθρός του απλού, με την έννοια του απλοϊκού, αλλά όχι του λιτού που απαιτεί αφαίρεση, προσφέροντας το απόσταγμα της τέχνης – εκεί που μια λέξη είναι αρκετή, περισσεύει η πρόταση. Ο Ιερέας της τέλειας λέξης στη σωστή θέση εξαντλεί το ταλέντο του για να προσφέρει το ουσιώδες χωρίς να φανεί κοινότοπος. Ο αναγνώστης δεν θα βρει στην ιστορία κάτι που δεν έχει διαβάσει ξανά. Ακόμα και ο συμβολισμός του παπαγάλου δεν είναι δα τόσο πρωτότυπος. Κι όμως η ιστορία αυτή «αναμέλπεται τόσον γοητευτικώς», προκαλώντας απορία. Θαρρείς και ο Φλωμπέρ ήθελε να αποδείξει ότι μπορεί να αφηγηθεί το κοινό και το ασήμαντο, όπως είναι σε τελική ανάλυση ο βίος ενός ατόμου που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γεννούσε ποτέ την περιέργεια σε κάποιον να την ακούσει. Αυτό όμως είναι το στοίχημα της τέχνης του συγγραφέα, ο οποίος καθιστά συμμέτοχο τον αναγνώστη σε κάθε βήμα. Οδηγούμενος στο τέλος, ο αναγνώστης νιώθει ότι δεν έχει διαβάσει ξανά, με τον ίδιο τρόπο δοσμένη την ιστορία μιας κοινής ζωής. Το μέγιστο επίτευγμα της τέχνης είναι ακριβώς αυτό: να παραλάβει το υπάρχον και με τα μαγικά της φίλτρα και τους καθρέφτες να ανασύρει τον θησαυρό, να αποτινάξει τη σκόνη του αυτοματισμού της πρόσληψης και να το αποδώσει καθάρια καλλιτεχνικά στον αναγνώστη.
Ο θρύλος του αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου
Η ιστορία αυτή σχετίζεται θεματικά, λένε οι μελετητές του έργου, στο έργο «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» του Γάλλου συγγραφέα. Παρακολουθούμε τη ζωή του πρωταγωνιστή, ονόματι Ιουλιανού, από την παιδική του ηλικία ως το τέλος της ζωής του. Η μεταστροφή του σαδιστή / εγκληματία αριστοκράτη σε άγιο, είναι η βασική θεματική της ιστορίας, η οποία ενδύεται το θρησκευτικό μανδύα, χωρίς να έχει τίποτα σεβάσμιο ή μεταφυσικό. Ο σαδιστής πρωταγωνιστής κάνει τα πρώτα του βήματα εξοντώνοντας ζωάκια, επιδιδόμενος στη συνέχεια στο κυνήγι, το οποίο βεβαίως αποτελούσε (και αποτελεί) την εξωραϊσμένη και κοινωνικά καθαγιασμένη μορφή ζωοκτονίας, προσφέροντας στους μετέχοντες την ικανοποίηση των ταπεινών τους ενστίκτων χωρίς τη ρετσινιά του φονιά. Ο Ιουλιανός θα συνεχίσει τη δράση του, επεκτείνοντάς τη σταδιακά. Εκείνο που θα τον ανακόψει προς στιγμήν είναι ένας δυσοίωνος χρησμός από ελάφι με ανθρώπινη φωνή, το οποίο λειτουργεί συμβολικά ως παγανιστικό σύμβολο της μητέρας Φύσης που θρηνεί τα πλάσματά της. Εντούτοις, ο φόβος της πατροκτονίας και μητροκτονίας τον υποχρεώνει να διαφύγει από την εστία. Η εθελούσια απομάκρυνσή του δεν θα διακόψει τα φονικά του ένστικτα, καθώς θα μεταφέρει τη δράση του σε άλλους τόπους, μέχρι που η κατάρα, με τη μορφή του μοιραίου, θα τον συναπαντήσει. Θα ολοκληρώσει τον κύκλο της πτώσης σκοτώνοντας τους γονείς του. Το δεύτερο μέρος της αγιοποίησής του θα ξεκινήσει, οπότε θα αφιερώσει τη ζωή του στις αγαθοεργίες, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του. Η εισβολή του Θείου στη ζωή του θα γίνει με απροσδόκητο τρόπο, με τη μορφή ενός λεπρού ζητιάνου, με τον οποίο σε μια άκρως αμφιλεγόμενη σκηνή θα ενωθεί σωματικά ως μέγιστη απόδειξη αυτοθυσίας, προτού αναληφθεί στον ουρανό εκ δεξιών του Χριστού.
Ο Φλωμπέρ σε αυτή την ιστορία παίζει, ρίπτοντας τα άγια στα όρνια της Τέχνης. Μακριά από το να διασκευάζει έναν Βίο Αγίου, ο συγγραφέας στέκει στον θρύλο, όμως ως μύθο, ως μυθοπλασία. Το πρωτογενές υλικό αποτελεί απλά την αφορμή. Όπως χαρακτηριστικά απάντησε όταν ρωτήθηκε «Συγκρίνοντας την εικόνα με το κείμενο, ο αναγνώστης θα σκεφτόταν: "Δεν καταλαβαίνω τίποτα, πώς έφτιαξε το ένα από το άλλο;”». Η εικόνα εδώ είναι ο Βίος, το πώς απεικονίζεται ο άγιος Ιουλιανός από την εκκλησία. Το κείμενο είναι η παρακαταθήκη της τέχνης, είναι η σκηνοθετική ματιά του δημιουργού που αναδιατάσσει τις ψηφίδες κατά τρόπο τέτοιον που κινητοποιεί τη φαντασία του αναγνώστη. Η διεύρυνση της συνείδησης του τελευταίου πραγματοποιείται συν τω χρόνω, διακρίνοντας, εφόσον διαβάσει με προσοχή το κείμενο, το πώς εμφιλοχωρούν τα αισθητικής άποψης στοιχεία, διαβρώνοντας την παράδοση και επιβάλλοντας φρέσκια οπτική στο παραδεδεγμένο.
Ο αναγνώστης θα βρεθεί αίφνης να ταυτίζεται με το παγανιστικό και το οριακά ιερόσυλο (άκρως εντυπωσιακό και σύγχρονο το εύρημα της σωματικής επαφής του Ιουλιανού με τον λεπρό), ενώ διαβάζει κάτι που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και κατά βάση δεν ξεφεύγει από εκείνο που ο τίτλος αρχικά υπόσχεται.
Η ευφυία του δημιουργού είναι τέτοια που δεν προχωρά σε ευθεία άρνηση ή αντίπραξη, δεν τον αφορά να ξιφουλκήσει με την παράδοση για να υπερισχύσει ο ίδιος. Η ιστορία τελειώνει ως εξής: «Ιδού η ιστορία του αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου, όπως περίπου εξεικονίζεται στις υαλογραφίες μιας εκκλησιάς του τόπου μου.». Η λέξη-κλειδί είναι το «περίπου». Η υαλογραφία δεν καταστρέφεται, αυτό θα ήταν βαρβαρική πράξη απολίτιστων ζηλωτών, ανάξια για τους καλλιτέχνες που ξέρουν να υπονομεύουν διαφορετικά την παράδοση και το status, εισαγάγοντας τα δαιμόνιά τους με δόλιο και στρεβλό τρόπο, καθότι βαθιά αισθητιστές, τουτέστιν αήθεις. Ο αναγνώστης θα βρεθεί αίφνης να ταυτίζεται με το παγανιστικό και το οριακά ιερόσυλο (άκρως εντυπωσιακό και σύγχρονο το εύρημα της σωματικής επαφής του Ιουλιανού με τον λεπρό), ενώ διαβάζει κάτι που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και κατά βάση δεν ξεφεύγει από εκείνο που ο τίτλος αρχικά υπόσχεται. Και όμως, όπως τότε έτσι και τώρα, ο αναγνώστης θα συνεχίσει να αναρωτιέται το «πώς έφτιαξε το ένα από το άλλο» και διερωτώμενος θα εισέλθει σε μια νέα αντίληψη, ταυτιζόμενος με ένα όραμα που αρχικά δεν ήταν το δικό του, αλλά σταδιακά έγινε.
Ηρωδιάδα
Η τρίτη ιστορία διαθέτει διπλή κόψη, ιστορική και βιβλική. Οι ιστορικοί της τέχνης κρίνουν ότι στα τελευταία του έργα ο Φλωμπέρ ξέφυγε από τον περιοριστικό –και για τον ίδιο ενοχλητικό– Ρεαλισμό, ανοίγοντας τον δρόμο για τον Μοντερνισμό και πιο συγκεκριμένα με τη μορφή της λογοτεχνίας της Παρακμής. Ήδη σε έργα του όπως η Σαλαμπώ, πίσω από το ιστορικό στοιχείο –στο οποίο απέδιδε βέβαια ιδιαίτερη σημασία με σοβαρή έρευνα και επισκέψεις σε χώρες και χώρους– κρύβεται σε κοινή θέα ο αισθησιασμός και η φυσική βία ως ακρογωνιαίοι λίθοι της φλομπεριανής ταυτότητας. Η «Ηρωδιάδα», η τελευταία και εκτενέστερη από τις Τρεις ιστορίες κινείται σε αυτό το πλαίσιο. Ο συγγραφέας ξαναγράφει την ιστορία του Ιωάννη του Βαπτιστή, του Ηρώδη Αντίπα, της Ηρωδιάδας και της Σαλώμης.
Τα πάθη κινητοποιούν τους ήρωες της ιστορίας. Ο Ηρώδης, που είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής, εμφορείται από λαγνεία που ξεπερνά κατά πολύ τη λογική εξουσιαστική σκέψη του Μονάρχη. Η Ηρωδιάδα εμπνέεται από τη μικρόψυχη εκδίκηση εκείνου που δεν ανέχεται να του αντιγυρίζουν την εικόνα του στον καθρέφτη, ξεγυμνώνοντας τα ταπεινά της κίνητρα. Η Σαλώμη είναι το ακονισμένο όργανο της εκδίκησης, ένα επιφανειακό και ασήμαντο πλάσμα που όμως διαθέτει σε περίσσευμα το φονικό όπλο της γοητείας και της πρόκλησης, δίχως συνείδηση. Και τέλος ο Βαπτιστής, ο ένθεος και φανατικός ιεροκήρυκας που δεν διστάζει με κίνδυνο της ζωής του να εξαπολύει κατάρες, αναμένοντας μέσω της θυσίας του την έλευση Εκείνου, όχι βέβαια ως πνεύμα αγάπης αλλά ως άγγελο εκδίκησης απέναντι στους τυράννους. Οι κατακτητές Ρωμαίοι στέκουν μεν απέξω από τα δρώμενα ως παρατηρητές, μολονότι εμπλέκονται τελικά στις παθιασμένες ραδιουργίες των ντόπιων.
Ο Φλωμπέρ απολαμβάνει την έκπτωση των ηθών, τη λαγνεία και τη χθαμαλότητα των ηρώων του, δίνοντας έμφαση στις περιγραφές των συμποσίων και των τελετουργιών, στα οποία οι μετέχοντες αφήνονται ράθυμα και με βουλιμία.
Ο Φλωμπέρ απολαμβάνει την έκπτωση των ηθών, τη λαγνεία και τη χθαμαλότητα των ηρώων του, δίνοντας έμφαση στις περιγραφές των συμποσίων και των τελετουργιών, στα οποία οι μετέχοντες αφήνονται ράθυμα και με βουλιμία. Οι μύχιες σκέψεις τους όπως εκτίθενται από τον συγγραφέα, όπως και οι μεταξύ τους διάλογοι είναι εκείνοι ανθρώπων πορωμένων και διαβρωμένων από την ισχύ, τον φθόνο και τις διαρκείς αμφιταλαντεύσεις που επιτάσσει η στρατηγική. Τίποτε δεν διαπερνά τη θωράκισή τους, ούτε βέβαια οι οιμωγές και οι κατάρες του ανθρώπου στο υπόγειο κελί που αναμένει τον δικό του Μεσσία. Οι επάνω, οι άνθρωποι του θρόνου και οι κατακτητές τους Ρωμαίοι λατρεύουν τους δικούς τους Θεούς, καμωμένους από χρυσό και σάρκα.
Εκεί όμως που ο Φλωμπέρ μεγαλουργεί είναι στην περιγραφή του χορού της Σαλώμης. Ο τρόπος με τον οποίο εικονοποιεί τον αισθησιασμό, την επίδραση που έχει επάνω στο κοινό, και ταυτόχρονα στον αναγνώστη, η ηδυπάθεια, το λίκνισμα και ο ερωτικός πόθος που «ζητά εκπλήρωση» είναι το επιστέγασμα της ποιητικής του συγγραφέα, καθώς είναι το καθοριστικό turning point που συνδέει όλα όσα προηγήθηκαν με εκείνα που ακολουθούν και θα οδηγήσουν στο προαναγγελθέν τέλος του αποκεφαλισμού. Αλλά η ολοκλήρωση δεν θα είναι η τραγωδία, ο φόνος, το αιματηρό γεγονός, αλλά η περίτεχνη ανατροπή του, εκείνο το κλείσιμο του ματιού που πολύ αργότερα οι Μεταμοντέρνοι ύμνησαν. Η τελική πρόταση γεννά ένα αίσθημα κωμικού στον αναγνώστη, ο οποίος με έκπληξή του διαβάζει το εξής: «Επειδή ήταν πολύ βαρύ (το κεφάλι), το κουβαλούσε ο καθένας τους με τη σειρά».
Ο μαγικός τρόπος του Φλωμπέρ
Αποτελεί τίτλο τιμής και ένδειξη συγγραφικής δεινότητας το γεγονός ότι ο Φλωμπέρ παίζει με το οικείο και ήδη γνωστό σε όλους, καθιστώντας το μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ο αναγνώστης ακόμα κι όταν γνωρίζει μέσες άκρες τον μύθο ή την ιστορία που αποτελεί το κεντρικό θέμα στις δύο τελευταίες ιστορίες, δεν θα βρεθεί ούτε μία στιγμή στη θέση του προπορευόμενου. Αντιθέτως, θα ακολουθεί άφωνος τον ταχύ βηματισμό του συγγραφέα, ο οποίος μεταμορφώνει τη γνώση του γεγονότος σε τέχνη, επομένως επανακαθορίζοντας τη σχέση μας με αυτήν, ως κάτι καινοφανές και ανοίκειο που αναμένει να βιωθεί εσωτερικά.
Η μαγεία της τέχνης του έγκειται στο ότι, ανά πάσα στιγμή, αυτό που θεωρούμε ως αναπόφευκτο τέλος αναβάλλεται μέσω των συγγραφικών παρεμβάσεων. Για παράδειγμα, στην «Ηρωδιάδα», η αφήγηση επικεντρώνεται στον Αντίπα, ο οποίος διαρκώς αμφιταλαντεύεται, έρμαιο των κραυγών δικαιοσύνης του αιχμαλώτου και των υποχρεώσεών του απέναντι στον Ρωμαίο κατακτητή, ενώ ο δημιουργός κρατά μακριά από τα φώτα τη Σαλώμη, η οποία κάνει μια μόνο εμφάνιση, με άψογα σκηνοθετημένο τρόπο, επαναφέροντας την ιστορία στην πορεία της – αφού όμως έχει μεσολαβήσει το καλλιτεχνικό ψεύδος που διέστρεψε το βιβλικό και το μεταμόρφωσε σε κάτι ποιοτικά διαφορετικό, αποκαλύπτοντας τις χθόνιες πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Και είναι η φύση αυτή που τελικά θα υπερνικήσει τα πάντα, υποτάσσοντας στην εξουσία της την ίδια την Εξουσία.
Εκεί εντοπίζεται η διαχρονικότητα αυτού του αριστουργηματικού –με όλη τη σημασία της λέξης– βιβλίου. Ο αναγνώστης του 21ου αιώνα δεν θα νιώσει ούτε στιγμή ότι διαβάζει κάτι που γράφτηκε τον 19ο αιώνα. Θα αναγνωρίσει τεχνικές και ύφος που οι μεταγενέστεροι ή και οι σύγχρονοι συγγραφείς χρησιμοποίησαν και αντέγραψαν, όχι απαραίτητα με την ίδια επιτυχία.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ο Ιουλιανός γδύθηκε· έπειτα, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του ξανάπεσε στο κρεβάτι κι ένιωθε πάνω στο μηρό του το δέρμα του Λεπρού, πιο ψυχρό από του φιδιού και τραχύ σαν σιδερένια λίμα.
Προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο κι εκείνος απαντούσε ασθμαίνοντας:
«Αχ! Πεθαίνω!... Έλα κοντά, ζέστανέ με! Όχι με τα χέρια σου! Όχι! Με όλο σου το κορμί».
Ο Ιουλιανός ξαπλώθηκε ολόκληρος πάνω του, στόμα με στόμα, στήθος με στήθος.
Τότε ο Λεπρός τον έσφιξε πάνω του και τα μάτια του άρχισαν ξάφνου να λάμπουν σαν αστέρια· τα μαλλιά του μάκρυναν σαν τις ακτίνες του ήλιου, η πνοή στα ρουθούνια του είχε τη γλύκα του ρόδου – ·ένα σύννεφο λιβανωτού υψώθηκε από τη φωτιά, τα κύματα έψαλλαν. Στο μεταξύ, μια απέραντη ευφροσύνη, μια υπεράνθρωπη χαρμοσύνη χυνόταν και πλημμύριζε την ψυχή του εκστασιασμένου Ιουλιανού κι αυτός που τον έσφιγγε στην αγκαλιά του μεγάλωνε, κι όλο μεγάλωνε, το κεφάλι και τα πόδια του άγγιζαν πια τους δύο τοίχους της καλύβας. Η σκεπή σηκώθηκε στον αέρα, φανερώθηκε ολάκερος ο ουράνιος θόλος κι ο Ιουλιανός ανυψώθηκε στο γαλανό διάστημα, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κύριο Ιησού Χριστό, που τον πήρε μαζί του στους ουρανούς.
Ιδού η ιστορία του αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου, όπως περίπου εξεικονίζεται στις υαλογραφίες μιας εκκλησιάς του τόπου μου.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ γεννήθηκε το 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας. Το 1840 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.
Από το 1850 μέχρι το 1855 εργάστηκε πάνω στο πρώτο του μυθιστόρημα, την Κυρία Μποβαρύ, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1856. Το έργο προκάλεσε έντονη δημόσια διαμάχη και συγγραφέας και εκδότης διώχθηκαν ποινικά, αν και τελικά αθωώθηκαν. Το 1862 εξέδωσε το επόμενο βιβλίο του, τη Σαλαμπώ, και το 1869 το τελευταίο ολοκληρωμένο του μυθιστόρημα, την Αισθηματική αγωγή. Στη συνέχεια, δημοσίευσε επανεπεξεργασμένο το νεανικό του έργο Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου και καταπιάστηκε με τη συγγραφή του Μπουβάρ και Πεκισέ το οποίο δεν επρόκειτο να ολοκληρωθεί. Οι Τρεις ιστορίες (1877) ήταν η τελευταία λογοτεχνική σύνθεση που δημοσίευσε πριν το θάνατό του το 1880 στο Κρουασέ.