
Για τη συλλογή από νουβέλες του Γουίλιαμ Γκας [William H. Gass] «Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες» (μτφρ. Αποστόλης Πρίτσας, εκδ. Gutenberg).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Ο καλλιτέχνης είναι ο υποκινητής του ξεσηκωμού των αντικειμένων» - Βίκτορ Σκλόφσκι
Έχοντας ολοκληρώσει εδώ και λίγο καιρό την Καρτεσιανή σονάτα του Γουίλιαμ Χ. Γκας (εξαιρετική η μετάφραση του Α. Πρίτσα), θα καταθέσω κάποιες σκέψεις μου για τη λογοτεχνία με αφορμή φυσικά το βιβλίο, όχι υπό τη μορφή της ανάλυσης περιεχομένου, καθώς στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Κώστας Καλτσάς έχει καλύψει τα σημαντικότερα σημεία.
Ο συγγραφέας είναι ένας μουσικοσυνθέτης που μελοποιεί και ταυτόχρονα ένας σκηνοθέτης που εικονοποιεί. Ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν προκατασκευασμένο κόσμο, όπου τα κτίσματα και ο εξωτερικός χώρος αναμένουν την παρουσία του για να αποκαλυφθούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι διαδρομές είναι προκαθορισμένες κι ο επισκέπτης ακολουθεί τα σήματα που τον καθοδηγούν στην πορεία και την ολοκλήρωση με την έξοδο από τον χώρο. Στην περίπτωση του Γκας, η διαδικασία αυτή δεν είναι δεδομένη και μάλιστα αντιστρέφεται, κατά τρόπο τέτοιο που διαταράσσει τις δυναμικές. Ο αναγνώστης εισέρχεται, θα έλεγε κάποιος, από την Έξοδο για να προχωρήσει στην Είσοδο, ενώ ανακαλύπτει στη συνέχεια ότι η τελευταία είναι επίσης Έξοδος και τούμπαλιν. Τα εντός του κτίσματος και του προαύλιου χώρου, δε, είναι ανισομερώς κατανεμημένα, έτσι ώστε να δημιουργείται ηθελημένη σύγχυση, αφού ακόμα και ο υποψιασμένος θα πρέπει από μόνος του να ανακαλύψει τις πινακίδες και να απλώσει με τη σκέψη του τον μίτο που θα τον οδηγήσει εκεί.
Το «εκεί» βεβαίως είναι ένα ακόμη ζητούμενο, ένα διακύβευμα, μια απορία και ασαφής απάντηση. Ο Γκας, ως αρχιτέκτονας και μουσουργός, έχει στο μυαλό ολόκληρη την παρτιτούρα της Σονάτας του, καθώς ολοκληρώνοντας το έργο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως τίποτα από όσα περιδιάβηκε και διάβασε δεν υπόκεινται στο τυχαίο, έρμαια ενός υπερτροφικού Εγώ που απλά αναζητά την επιβεβαίωση στην επιβληθείσα σύγχυση (καταπώς μια αρνητική κριτική θα υποστήριζε). Ο λαβύρινθος που με περίσσεια προσοχή και αντίστοιχη υπομονή ο ένας δημιούργησε και ο άλλος απόλαυσε περιέχει στροφές, παγίδες και κενά τα οποία ο εισερχόμενος θα πρέπει να γεφυρώσει με τα υλικά που ο επιτήδειος συγγραφέας έχει παραθέσει στα περάσματα, πίσω από τις πόρτες, για να ανακατασκευάσει τμήμα του έργου, αν όχι το σύνολο.
Οι νουβέλες και το ύφος τους
Η φερώνυμη πρώτη νουβέλα ξεκινά στρεβλά, ανάστροφα, από την Έξοδο, καθώς ο Γκας περιπαίζει την άγνοια του αναγνώστη του, θεώμενος από την κορυφή της δημιουργίας το σχέδιό του σε έναν χάρτη που ο δεύτερος καλείται να ψηλαφήσει από το επίπεδο του εδάφους. Η διαφορά οπτικής γίνεται κατανοητή και ορατή μόνο στο τέλος του αφηγήματος όταν η Είσοδος αποκαλύπτεται και η κυκλική κίνηση δαγκώνει επιτέλους την ουρά της. Οι τρεις οπτικές, το τρισυπόστατο της αφήγησης με τη θεϊκή παρουσία του συγγραφέα να δίνει τον ρυθμό, κινώντας τα πιόνια, τους χαρακτήρες, σε μια κενή σκακιέρα που τα τετράγωνά της εμφανίζονται στο τέλος μόνο, αποσυντονίζει τον αναγνώστη που δεν έχει να πιαστεί από το κιγκλίδωμα, αλλά κατά το ήμισυ αιωρείται στο κενό. Συνεχίζει όμως, ακριβώς γιατί δεν κατανοεί ή δεν χρειάζεται να κατανοήσει το γιατί της αφήγησης, αλλά διότι ο τρόπος του συγγραφέα είναι εκείνος που του κινεί την περιέργεια. Η σχέση των δύο συναινούντων μερών είναι εκείνη της αρχικής αμφιβολίας και της τελικής αποδοχής, οπότε ο καθηλωμένος στο έδαφος αναγνώστης ίπταται στο επίπεδο του συγγραφέα και από επιβάτης μετατρέπεται σε συγκυβερνήτη και η ένωση γεννά την κατανόηση που είναι συμμετοχή στο αισθητικό και όχι αποδοχή μιας όποιας ερμηνείας.
Ο συγγραφέας/καλλιτέχνης «ξεσηκώνει τα αντικείμενα» υπό την έννοια ότι τα αποσπά από τον αυτοματισμό της καθημερινής τους χρήσης, αισθητικοποιώντας τα, παρεμβάλλοντάς τα στην αφήγηση ως αφηγητές εκείνων που οι άνθρωποι δεν εκφράζουν.
Η δεύτερη νουβέλα («Δωμάτιο συν πρωϊνό») μού υπενθύμισε το ευφυές συμπέρασμα του Σκλόφσκι που παρέθεσα ως προμετωπίδα («Ο καλλιτέχνης είναι ο υποκινητής του ξεσηκωμού των αντικειμένων»). Ο πρωταγωνιστής κινείται σε έναν κόσμο αντικειμένων στον άγονο κόσμο των μοτέλ, μέχρις ότου ανακαλύπτει μια όαση υπό τη μορφή φιλόξενου ξενώνα, από τον οποίο πασχίζει να κρατηθεί ως ναυαγός. Προφανώς φέρνει εντός του το σπέρμα της αμφιβολίας και του αμαρτήματος, οπότε κι ο νέος ου τόπος θα σπιλωθεί από τον πλάνητα. Αν και οι ερμηνείες, όπως είπαμε, παραμένουν πολλές, το σημαντικότερο εδώ είναι το πώς ο Γκας χειρίζεται το υλικό του. Διαφοροποιούμενος από την πρώτη σαρωτική και άναρχη νουβέλα, στο «Δωμάτιο» περιορίζει την οπτική μέσω ενός, του πρωταγωνιστή, με ύφος στρωτό όπως λέμε και με γραμμική αφήγηση, όπου η διαδοχή των γεγονότων οδηγείται σταδιακά στο κρεσέντο. Εν μέσω άλλων, είναι η παράθεση αντικειμένων που ο συγγραφέας καταγράφει, μέσω των οποίων αποκτά η αφήγηση βάθος πυροδοτώντας σκέψεις και συναισθήματα – την αρχική ουδέτερη και ψυχρή παρατήρηση ακολουθεί η πιο υποκειμενική και εστιάσμένη, οπότε το υποκείμενο, δηλαδή ο πρωταγωνιστής, οικειοποιείται τον χώρο και τους ιδιοκτήτες του. Ο συγγραφέας/καλλιτέχνης «ξεσηκώνει τα αντικείμενα» υπό την έννοια ότι τα αποσπά από τον αυτοματισμό της καθημερινής τους χρήσης, αισθητικοποιώντας τα, παρεμβάλλοντάς τα στην αφήγηση ως αφηγητές εκείνων που οι άνθρωποι δεν εκφράζουν. Κατ’ αυτή την έννοια, ο τίτλος της νουβέλας καθίσταται κεντρικός στην αφήγηση, δεδομένου ότι εάν το «Δωμάτιο» αποτελεί αρχικά για τον πρωταγωνιστή την εκκίνηση, την επιβίωση, το «πρωινό» που θα του προσφερθεί στη συνέχεια απλόχερα θα είναι το ευ ζην, το λιμάνι στο οποίο θα επιχειρήσει (ανεπιτυχώς;) να αράξει.
Ο συγγραφέας αλλάζει ξανά το ύφος και ενδύεται την ποιητική του στολή.
Η τρίτη νουβέλα («Η Έμμα μπαίνει σε μια πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ») αποτελεί homage στην ποιήτρια Μπίσοπ και βεβαίως στην ίδια την ποίηση. Ο συγγραφέας αλλάζει ξανά το ύφος και ενδύεται την ποιητική του στολή. Η δράση εδώ είναι απλά η αφορμή για τον συγγραφέα να μεταφέρει τον ποιητικό λόγο σε πεζό, ξεδιπλώνοντας το τεράστιο ταλέντο του. Οι παροικούντες γνωρίζουν πόσο δύσκολο για τον επίδοξο καταπατητή του ποιητικού έργου τρίτου να μη χάσει το προσωπικό του στίγμα υπό το βάρος του πρωτοτύπου. Συχνότερα, η παράθεση των πρωτότυπων αποσπασμάτων υπερκαλύπτει την αφήγηση του επιγόνου, με τη σύγκριση να είναι συντριπτική εις βάρος του δεύτερου. Ο Γκας δεν ορρωδεί και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, αφού είναι τελικά ο ίδιος που εισέρχεται εντός των στίχων της αγαπημένης του ποιήτριας, αποφεύγοντας να χαθεί. Ο λυρικός του ενθουσιασμός συμβιώνει αρμονικά, αφήνοντας στον αναγνώστη του την αίσθηση της πληρότητας εκείνου που μεταγράφει και ταυτόχρονα δημιουργεί κάτι προσωπικό.
Ας σκεφτούμε ότι η εκδίκηση, της οποίας ο πρωταγωνιστής «Μετρ» Λούθερ (Λουθηρος) είναι ο πρωθιερέας, αποτελεί κάτι μεγαλειώδες ή τραγικό εξαιτίας του βάρους που φέρει ως αρχέγονη και αρχετυπική τακτική καταγεγραμμένη στην Αρχαία Τραγωδία.
Τέλος, στην τελευταία νουβέλα («Ο Μετρ των μυστικών εκδικήσεων»), ο Γκας επανέρχεται στον παιγνιώδη συγγραφικό οίστρο, θυμίζοντας ελαφρώς Ναμπόκοφ (που θυμίζει Μπόρχες), αλλά και τη λεπτή ειρωνεία του Φλομπέρ στο Μπουβάρ και Πεκισέ όσον αφορά το θέμα της ταυτότητας, της θεωρητικά σοβαρής ενασχόλησης με ένα ζήτημα (εκείνο της εκδίκησης), το οποίο όμως μέσω της εμμονής και της έλλειψης ορίων εκ μέρους του υποκειμένου μετατρέπεται σταδιακά σε κάτι φαιδρό, λαμβάνοντας διαστάσεις μεταφυσικής. Ας σκεφτούμε ότι η εκδίκηση, της οποίας ο πρωταγωνιστής «Μετρ» Λούθερ (Λουθηρος) είναι ο πρωθιερέας, αποτελεί κάτι μεγαλειώδες ή τραγικό εξαιτίας του βάρους που φέρει ως αρχέγονη και αρχετυπική τακτική καταγεγραμμένη στην Αρχαία Τραγωδία. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να είναι ταπεινή (όπως το επεισόδιο με τις βρόμικες κάλτσες του πρωταγωνιστή) και επομένως ιλαρή, γελοία και φυσικά πρώτης τάξεως μυθιστορηματικό υλικό, αφού παραπέμπει και στη μεταμοντέρνα οπτική του Κούντερα – εδώ βέβαια την μικρή, μεγάλη και καταγέλαστη Αθανασία αντικαθιστά η Εκδίκηση και ο Μετρ της. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι το ίδιο. Η θεματική αυτή αποτελεί αφορμή για τον συγγραφέα να αναμείξει στιλ και ετερόκλιτες φιλοσοφικές απόψεις, από τον Σωκράτη, στην κατηγορική προσταγή του Καντ, στον Χομπς, την Παλιά Διαθήκη αλλά και τον Σαίξπηρ με τη λεπτή ειρωνεία. Την ίδια στιγμή, η πυκνότητα του ύφους υποχρεώνει τον αναγνώστη σε εκείνη την ιδιαίτερη κατάσταση εγρήγορσης, παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο το σοβαρό μεταπίπτει σε σοβαροφανές, ώστε να συμπληρώσει τα κενά.
Σκέψεις για το έργο
Η Καρτεσιανή σονάτα ανήκει στα λεγόμενα εγγράψιμα έργα του Μοντερνισμού (με στοιχεία Μεταμοντέρνου), όπου η «σημασιολογική νοηματοδότηση» είναι μια διαδικασία διαρκής, την οποία οι αναγνώστες κάθε εποχής επιφέρουν επάνω στο έργο, καθιστώντας την επανάγνωση επιτακτική. Όσον αφορά το θέμα της ερμηνείας/ ερμηνειών, η Καρτεσιανή σονάτα προσφέρεται στις διαφορετικές οπτικές απορροφώντας τες, ούσα δεκτική καθότι ημιτελής – όχι υφολογικά προφανώς. Κι αν αυτό που μόλις έγραψα ακούγεται παράδοξο, ας σκεφτούμε ότι στα έργα του «Λογοτεχνικού Υψηλού» το περιεχόμενο είναι το ύφος τους. Επομένως, εφόσον το στιλ είναι άρτιο αλλά εκούσια ανοιχτό και αειφόρο, οι ερμηνείες θα περιζώνουν ως κύματα τον κυματοθραύστη του έργου, ανανεώνοντας δίχως να γκρεμίζουν. Ο Γκας είναι κατά τρόπο πιθανώς ενοχλητικό αλλά απείρως γοητευτικό αισθητιστής, εφόσον ο αναγνώστης δεν του αρνηθεί την πρωτοκαθεδρία και την έπαρση της αυθεντίας (την έχει και τη διατρανώνει, κι αυτό μπορεί να ενοχλήσει το σύγχρονο εκδημοκρατισμένο κοινό που επιθυμεί να νιώθει ότι διαβουλεύεται επί ίσοις όροις με τους καλλιτέχνες που χρηματοδοτεί). Η Σονάτα είναι πρώτα και κύρια ένα μυθιστόρημα στιλ ή καλύτερα πολλαπλών στιλ που ενώνονται μεν μουσικά και φιλοσοφικά, αλλά η βασική τους ενοποιός δύναμη και συγκολλητική ουσία παραμένει η λογοτεχνικότητα.
Περισσότερο από άλλα σύγχρονα έργα η Καρτεσιανή σονάτα αντιστέκεται σθεναρά στις αναλύσεις περί νοήματος, προτάσσοντας την ποιητική της, που από μόνη της αποτελεί πεδίο λαμπρό για ανάλυση.
Το οποίο μας οδηγεί στο θέμα της κατανόησης. Θα χρειαστεί ο αναγνώστης να γνωρίζει περί Καρτέσιου ή περί σονάτας για να κατανοήσει το κείμενο, δεδομένου ότι ο συγγραφέας ήταν καθηγητής φιλοσοφίας στο επάγγελμα και ταυτόχρονα λογοτέχνης; Η απάντησή μου είναι αρνητική. Σαφώς οι εξοικειωμένοι με τον φιλοσοφικό λόγο θα αναγνωρίσουν και θα συλλέξουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τόσο τα πρόδηλα όσο και τα πιο κρυφά πετράδια, διάσπαρτα στις σελίδες του κειμένου. Εντούτοις, όπως κάθε φορά γράφω, η κατανόηση (πλήρης ή ατελής) δεν αποτελεί προϋπόθεση απόλαυσης του κειμένου. Βάσει όσων εξέθεσα πιο πάνω, η ερμηνευτική είναι μια αλυσιτελής διαδικασία, ο ασταθής και μη προβλέψιμος όρος στον οποίο έχει δοθεί βαρύνουσα σημασία από το εκπαιδευτικό σύστημα που θεωρεί προαπαιτούμενη τη χρηστική αξία του έργου, εργαλειοποιώντας το («Τι θέλει να πει ο ποιητής»). Περισσότερο από άλλα σύγχρονα έργα η Καρτεσιανή σονάτα αντιστέκεται σθεναρά στις αναλύσεις περί νοήματος, προτάσσοντας την ποιητική της, που από μόνη της αποτελεί πεδίο λαμπρό για ανάλυση.
Κυρίως όμως είναι εγκεφαλική η απόλαυση, ερεθίζοντας τη φαντασία του αναγνώστη, ο οποίος βυθίζεται εξαρχής σε έναν κόσμο που τον ξεπερνά.
Ποια είναι όμως η ποιητική του Γκας; Εναλλασσόμενο ρέυμα το ύφος του, ερωτοτροπεί με τον Μοντερνισμό όσον αφορά την πολυπρισματική θέαση και την περίπλοκη εσωτερικότητα που αναβλύζει στην αφήγηση ανατινάζοντας τη γραμμικότητα με συνεχείς μεταπτώσεις, αλλά και στον Μεταμοντερνισμό, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κλείνει το μάτι στον αναγνώστη μέσω εξωκειμενικών αναφορών. Αυτές οι γενικευτικές ταμπέλες όμως που θα μπορούσαν να ισχύουν για πληθώρα συγγραφέων δεν επαρκούν για να περιγράψουν τόσο τον συγγραφέα όσο και το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο Γκας μεγαλουργεί κατασκευάζοντας παλίμψηστα, ηχοχρώματα, συνθέσεις που κεντρίζουν εναλλάξ το θυμικό και τον εγκέφαλο, καλύπτοντας ένα σύνολο αισθήσεων. Κυρίως όμως είναι εγκεφαλική η απόλαυση, ερεθίζοντας τη φαντασία του αναγνώστη, ο οποίος βυθίζεται εξαρχής σε έναν κόσμο που τον ξεπερνά. Ο συγγραφέας προωθεί την απόσταση, καθώς αρνείται την άμεση ταύτιση που η ομαλή γραμμική αφήγηση θα προσέφερε στον ανυποψίαστο αναγνώστη.
Συγκεφαλαιώνοντας, η Καρτεσιανή σονάτα είναι ένα πολυσχιδές έργο, ωδή στη λογοτεχνία. Κείμενο πολυδαίδαλο και απαιτητικό, σε σημεία κουραστικό, διαθέτει περισσότερα από ένα κέντρα, εκ των οποίων ξεπηδούν ακτινωτά παράκεντρα που απαιτούν επαναπροσδιορισμό προσανατολισμού. Καθεμιά από τις νουβέλες υμνεί τις δικές της θεότητες, κι ο αναγνώστης υποχρεώνεται κάθε φορά να βγάλει τα υποδήματά του και να βάλει άλλα, εισερχόμενος και εξερχόμενος στον ναό. Αν κι ο συγγραφέας είναι ένας, οι πολυμήχανοι τρόποι του είναι όσοι και τα αφηγήματα, οπότε ο αναγνώστης θα πρέπει να στρίβει τακτικά το εσωτερικό του τιμόνι ώστε να ακολουθήσει τη νέα πορεία. Σπάνια η μεταπολεμική λογοτεχνία κατόρθωσε να παραδώσει έργα που είναι μεν λοξά αλλά ταυτόχρονα δεν αυτοκαταργούνται βυθιζόμενα στη ματαιόδοξη αυτοναφορικότητά τους, προκειμένου να καταλήξουν εκθέματα μια ξεχασμένης πρωτοπορίας στην οποία προσέρχονται οι ιστορικοί της λογοτεχνίας για συγκρίσεις. Το πεπαιδευμένο αναγνωστικό κοινό θα ανακαλύψει στην Καρτεσιανή σονάτα τα καλύτερα πολλών κόσμων.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ὅταν θὰ εἶχε φτάσει σὲ τέτοιο ἐπίπεδο γαλήνης καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀδιαφορίας, ἔχοντας ἀπολέσει κάθε ίχνος ἑαυτοῦ, τότε θὰ ἦταν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανιστεῖ στὸ νεκρικὸ φόρεμά της, να ξαπλώσει καὶ ν᾿ ἀναπαυθεῖ μέσα σ' ἕναν μεγαλειώδη στίχο, ἕναν στίχο τῆς Ἐλίζαμπεθ Μπίσοπ. Ἐφόσον δὲν κατεῖχε τὴν τέχνη ποὺ θὰ τῆς ἐπέτρεπε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀπανθρωπισμένη ἀνωτερότητα τῶν βλέψεών της, θὰ ἔπρεπε νὰ στραφεῖ σὲ κάποιον ποὺ νὰ τὸ μποροῦσε, ἔστω κι ἂν αὐτὸς ὁ κάποιος στεροῦνταν μιᾶς τόσο ὁλοκληρωτικῆς ἀποστασιοποίησης. Διότι ποιός τὴν εἶχε ἐπιτύχει; Ἐκείνη
Καὶ τὸ δέντρο βόγγηξε καὶ γκρεμίστηκε στὸ ἔδαφος μ' ἕναν θόρυβο σὰν κάποιος νὰ συνέθλιβε μιὰ τεράστια στοίβα χαρτιῶν θυμωμένα, σὰν ὁ Θεὸς νὰ τσαλάκωνε τὸ Συμβόλαιο. Ἕνα σύννεφο στεκόταν πάνω ἀπὸ τὸ δέντρο σὰν ὑπαινιγμὸς σαβάνου, σημαδεύοντας τὸ σημεῖο καὶ προσμαρτυρώντας τὴν πράξη.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γουίλιαμ Χάουαρντ Γκας, Αμερικανός συγγραφέας φημισμένος για το πειραματικό λογοτεχνικό του ύφος και απαράμιλλος δοκιμιογράφος, γεννήθηκε το 1924 στο Φάργκο της Βόρειας Ντακότα και πέθανε το 2017 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Omensetter's Luck (1966) είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, του οποίου η αγνότητα και η καλοτυχία κηλιδώνονται όταν κάποιος τον συνδέει ψευδώς με έναν μυστηριώδη θάνατο. Ο Γκας επί 30 χρόνια εργαζόταν πάνω στο δεύτερο μυθιστόρημά του, Το τούνελ (1995), μια μοναδική διερεύνηση του νοήματος της Ιστορίας, του κακού και της αφήγησης. Τα στοχαστικά συγγράμματά του Habitations of the Word (1985), Finding a Form (1996) και Tests of Time (2002) τιμήθηκαν από τον Εθνικό Κύκλο Κριτικών Βιβλίου. Η εργογραφία του περιλαμβάνει διηγήματα και νουβέλες, εκ των οποίων κάποιες συγκεντρώνονται στη συλλογή Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες, τις συλλογές δοκιμίων Fiction and the Figures of Life (1970), The World Within the Word (1978), A Temple of Texts (2006), Life Sentences: Literary Judgments and Accounts (2012), τις ευφάνταστες ερμηνείες του μπλε χρώματος (On Being Blue: A Philosophical Inquiry, 1975) και μια ανάλυση της ποίησης του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα Middle C (2013) καταπιάνεται με την απόδραση ενός καθηγητή Mουσικής, με ψεύτικη ταυτότητα, από την Αυστρία την εποχή των Ναζί. Ο Γκας δίδαξε Φιλοσοφία στο Κολέγιο του Γούστερ (Γούστερ, Οχάιο), στο Πανεπιστήμιο Περντιού (Γουέστ Λαφαγιέτ, Ιντιάνα) και στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον (Σεντ Λούις, Μιζούρι).