Της Νέλλης Βουτσινά
«Οι αλλαγές στο μέσο διάδοσης της γνώσης σηματοδοτούσαν πάντοτε βαθύτερες μεταβολές στον τρόπο αντίληψης του κόσμου, στο βαθμό συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι και κυρίως στον αυτοπροσδιορισμό μας».
Τους τελευταίους πέντε αιώνες, από την επανάσταση του Γουτεμβέργιου και μετά, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια αυτής τη διαπίστωσης επαναεπιβεβαιώνεται, διατρέχοντας και ορίζοντας την ιστορία και του πνεύματος, άρα και των κοσμοαντιλήψεων και των πολιτισμικών και κοινωνικών διεργασιών. Η εποχή μας εξάλλου, κατά συνέπεια, κι εμείς είμαστε προνομιούχοι παρατηρητές, εξερευνητές και μάρτυρες της αλήθειας αυτής, καθώς είμαστε οι πρώτοι που εισήλθαν, με χαρά και με το δεξί, στη μεγάλη και υπέροχη αυτή Κοινωνία της Πληροφορίας. Το ότι συντελείται μπροστά στα μάτια μας, στα μυαλά και στα κορμιά μας μια τερατώδης αλλαγή, δεν είναι κάτι που δεν ξέραμε, είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε, ιδιαίτερα όσοι από εμάς εισήλθαμε ενήλικοι (αν και όχι λιγότερο ενθουσιώδεις) στη Νέα αυτή Γη της Επαγγελίας, και άρα προλάβαμε να ανατραφούμε μόνο με λέξεις από μελάνι, και μόνο με την ανάγνωση σαν αργή καταβύθιση, διεργασία και εμπειρία. Είναι οπωσδήποτε το πλαίσιο, ένα πλαίσιο που δεν πρέπει να ξεχνάμε, όχι για να ολισθαίνουμε σε μελαγχολικές ή ρομαντικές αναπολήσεις, αλλά για να θυμόμαστε πάντα για τι ακριβώς μιλάμε. Εκτός από τις νέες τεχνολογίες της πληροφόρησης, τις μέχρι τούδε βεβαιότητες του έντυπου βιβλίου έρχονται να κλονίσουν η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική ύφεση, αλλά και οι βαθιές αλλαγές στις μεγάλες εκδοτικές βιομηχανίες και αγορές. Έτσι, λοιπόν, και δεδομένης της παραδοχής πως το βιβλίο ήταν και παραμένει ένα «προνομιακό μέσο» αποθησαύρισης και διάδοσης της γνώσης και, εννοείται, θεματοφύλακας του πνεύματος και της αυτοσυνειδησίας μας, βιώνουμε μια πολύ κρίσιμη στιγμή μέσα σε αυτή τη διαδοχή των επαναστάσεων στην μετά τον Γουτεμβέργιο εποχή, μια «παρατεταμένη στιγμή», μια στιγμή κατά την οποία «το μέλλον δεν είναι αυτό που συνήθιζε να είναι».
Εκδοτικό τοπίο: μια αχαρτογράφητη περιοχή
Η Χριστίνα Μπάνου, Επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχειονομίας–Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, σκιαγραφώντας το πλαίσιο και κρατώντας συνεχώς ενεργοποιημένους (με όλη την εμφανή ευαισθησία μιας δεινής αναγνώστριας) τους προβληματισμούς που συνδέονται με την κρισιμότητα των ζητημάτων που η παρατεταμένη αυτή στιγμή εγείρει, επιχειρεί, μέσα από την ανάλυση και το συσχετισμό των δεδομένων της έρευνας, τον πλούτο της βιβλιογραφίας και των παραπομπών, μαζί και κάποιων συνοπτικών ιστορικών αναδρομών, τη χαρτογράφηση του εκδοτικού τοπίου στην Ελλάδα στην αρχή του 21ου αιώνα και την ανάδειξη των προκλήσεων που αυτό αντιμετωπίζει.
Υπό το φως της προοπτικής αυτής, και οδεύοντας υποδειγματικά ολοένα και προς το πιο συγκεκριμένο, η συγγραφέας μας ξεναγεί, κατ’ αρχάς, στην πολυμορφία και τη ρευστότητα του τοπίου, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες στις μεγάλες εκδοτικές αγορές: η είσοδος στο παιχνίδι εκδοτικών ομίλων που πατούν στα ΜΜΕ και στην εκπαίδευση, η συνακόλουθη μεταστροφή μιας μετριοπαθούς ως προς τις προσδοκίες των κερδών της δραστηριότητας (που ήταν κάποτε η εκδοτική) σε επιχειρήσεις με μεγάλες προσδοκίες κερδών, τα βιβλιοπωλεία-αλυσίδες και η αλλαγή των όρων συνεργασίας με τους εκδοτικούς οίκους για την προβολή των βιβλίων, οι μηχανισμοί επιβολής των μπεστ-σέλλερ, η μείωση του χρόνου ζωής του βιβλίου στην προθήκη (και όχι μόνο στην προθήκη), οι νέες τεχνολογίες που μεταβάλλουν επίσης τους όρους προώθησης των βιβλίων, είναι οι βασικές παράμετροι που πυροδοτούν τις βαθιές μεταβολές στις εκδοτικές αγορές των ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’60. Η συνακόλουθη διαμόρφωση νέων αναγνωστικών συνηθειών, ο αναπόδραστος συγκεντρωτισμός και η σταδιακή μείωση των μικρών και μεσαίων εκδοτικών οίκων και των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων συνθέτουν μια αγορά νέων ηθών και ταχυτήτων που αλλοιώνει τους όρους του πάλαι ποτέ εκδοτικού ρίσκου και πλήττει την απαράβατη προϋπόθεση της ύπαρξής του, που δεν είναι άλλη από το αίτημα για πολυφωνία.
Η ελληνική εκδοτική «άνοιξη»
Μετά από μια κατατοπιστική ιστορική αναδρομή για την ελληνική εκδοτική πραγματικότητα από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Μπάνου παρουσιάζει και αναλύει διεξοδικά την ελληνική «εκδοτική Άνοιξη» από τις αρχές του 1990, οπότε και παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση της βιβλιοπαραγωγής, του αριθμού των εκδοτικών οίκων, αλλά και των μεγάλων βιβλιοπωλείων που κατακλύζουν κυρίως το Αθηναϊκό κέντρο. Μια περίοδος (κατά τι μικρότερη από εικοσαετία, μέχρι και το 2008) κατά την οποία τόσο οι νέες στρατηγικές των μεγάλων εκδοτικών αγορών που εισάγουν στα καθ’ ημάς οι μεγάλοι εκδοτικού οίκοι και τα βιβλιοπωλεία αλυσίδες, όσο και οι νέες τεχνολογίες, αλλά και μια (σε καμία περίπτωση ανάλογη, πάντως υπαρκτή και μετρήσιμη) αύξηση του κοινού των περιστασιακών αναγνωστών, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αισιοδοξίας και την αίσθηση μιας βιομηχανίας που αναπτύσσεται και ωριμάζει. Η κρίση έρχεται να κλονίσει την αισιοδοξία αυτή, και το ερώτημα που τίθεται πλέον, μας λέει η συγγραφέας, είναι αν όντως αυτή η «άνοιξη» σηματοδότησε μια πραγματική ωρίμανση ή αν η κρίση έρχεται να επισπεύσει τις εξελίξεις και να λειτουργήσει σαν «μεγεθυντικός φακός» απέναντι στις παθογένειες της ελληνικής εκδοτικής αγοράς και άρα σαν ευκαιρία για αυτοκριτική. Θα υπάρξει επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση ή μήπως, τώρα περισσότερο από ποτέ, γίνεται επιτακτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των στρατηγικών;
Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των σπουδών της εκδοτικής του βιβλίου (book publishing), και, στην περίπτωσή μας, τις έρευνες του ΕΚΕΒΙ για τη βιβλιοπαραγωγή, την αναγνωστική συμπεριφορά και άλλα ζητήματα εκδοτικής πολιτικής, καθώς και ισολογισμούς εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων, αλλά και ερωτηματολόγια και βιβλιογραφία όπου τον πρώτο λόγο παίρνουν οι εμπλεκόμενοι στην εκδοτική δραστηριότητα (εκδότες, συγγραφείς επιμελητές, βιβλιοπώλες κλπ), η Μπάνου παρακολουθεί τις ιδιομορφίες της ελληνικής εκδοτικής αγοράς. Καθοριστικός παράγοντας της αγοράς αυτής είναι πάντα το μικρό της μέγεθος και λόγω γλώσσας, αλλά και λόγω μεγέθους του αναγνωστικού της κοινού. Ένα μέγεθος που κατά την εκδοτική αυτή «άνοιξη» δεν μεταβλήθηκε αισθητά: το μεν κοινό των συστηματικών αναγνωστών (βιβλιοφιλικό, δυναμικό αλλά και ευάλωτο οικονομικά) παραμένει στα ίδια πάντα (χαμηλά) επίπεδα, το δε όνειρο για τη δημιουργία ενός νέου κοινού αναγνωστών, των λεγόμενων περιστασιακών (μέσω πολιτικών του βιβλίου, νέων στρατηγικών προώθησης από τους εκδότες και ισχυροποίησης της επιδραστικότητας τού «από στόμα σε στόμα» μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Μπορεί το διάστημα της εικοσαετίας να μην ήταν αρκετό για να αλλάξουν δραστικά τέτοιου είδους μεγέθη, παρατηρεί η συγγραφέας, ωστόσο η αναντιστοιχία αυτή έρχεται να αναδείξει παθογένειες και να θέσει ερωτηματικά. Το μικρό αυτό μέγεθος, ωστόσο, καθιστά την ελληνική εκδοτική αγορά αδιάφορη για ξένες επενδύσεις, και η άλλη όψη του νομίσματος αυτού είναι ότι χαρίζει στους έλληνες εκδότες μια προνομιακή ελευθερία δράσης. Μια αισιόδοξη διαπίστωση εξάλλου, όπως προκύπτει από την ανάλυση που επιχειρεί η Μπάνου για τη φυσιογνωμία και την οργάνωση των ελληνικών εκδοτικών επιχειρήσεων, είναι πως τέτοιου είδους διπλή ανάγνωση επιδέχονται και άλλα χαρακτηριστικά του ελληνικού εκδοτικού χώρου. Χαρακτηριστικά που απορρέουν από την επιβίωση κάποιων παραδοσιακών δομών μέσα στο περιβάλλον της τελευταίας εικοσαετίας, όπου οπωσδήποτε ένα από τα στοιχήματα ήταν και η δημιουργική εμπέδωση των στρατηγικών των μεγάλων εκδοτικών αγορών.
Σε ποιον λογοδοτεί ο εκδότης;
Βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εκδοτικού χώρου παραμένει η οικογενειακή, εκδοτο-κεντρική δομή του: πρόκειται για επιχειρήσεις, στη συντριπτική τους πλειονότητα οικογενειακές, στις οποίες το πρόσωπο του εκδότη κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο συγκεντρωτισμός των αρμοδιοτήτων στον πρόσωπο του εκδότη (οπωσδήποτε αντιστρόφως ανάλογος με το μέγεθος της εκδοτικής επιχείρησης, και άρα εντονότερος στους μεσαίους και μικρούς εκδότες), η συνακόλουθη ασάφεια του ρόλου του επιμελητή, η απουσία ατζέντηδων, η ελλιπής στελέχωση των εκδοτικών οίκων από μόνιμους εξειδικευμένους συνεργάτες μπορεί να αποτελούν στοιχεία επιβίωσης μιας παραδοσιακή δομής (και σίγουρα η οικονομική κρίση δεν προβλέπεται να ενθαρρύνει εν προκειμένω την περαιτέρω οργάνωση – ενδεχόμενο, οπωσδήποτε, ζοφερό για τους επαγγελματίες του χώρου), όμως το μοντέλο αυτό, σαν πιο ευέλικτο και οικονομικό σχήμα μπορεί και να προκύψει ανθεκτικότερο στο περιβάλλον της κρίσης. Καθώς μια ευχάριστη διαπίστωση για τη μικρή αυτή εκδοτική αγορά που είναι η ελληνική είναι ότι εδώ, εν αντιθέσει με τις μεγάλες εκδοτικές βιομηχανίες όπου οι μεσαίοι και οι μικροί εκδότες ολοένα και μειώνονται μέχρι σημείου εξαφάνισης, οι μεν μικροί εξακολουθούν να αποτελούν ένα δυναμικό τμήμα της αγοράς, οι δε μεσαίοι, όχι μόνο διατηρούν αλλά και αυξάνουν, κατά την περίοδο της κρίσης, και την επιδραστικότητά τους και τη συμμετοχή τους στο σύνολο της βιβλιοπαραγωγής, γεγονός που τους επιτρέπει να αποτελούν «σε μεγάλο βαθμό ρυθμιστές της εκδοτικής δραστηριότητας».
Όπως διαπιστώνει και η Μπάνου, «η οικονομική κρίση φαίνεται ότι προσωρινά τους ευνόησε, καθώς η ετήσια βιβλιοπαραγωγή τους άγγιξε το 44,7 % το 2010 από 41,6% το 2008». Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι ο εκδότης στην Ελλάδα που «αποφασίζει, επιλέγει, συντονίζει και εποπτεύει τα πάντα» και (όπως επαναλαμβάνει η συγγραφέας παραθέτοντας μια χαρακτηριστική εκτίμηση του Πέτρου Μάρκαρη) «λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του», και κατά συνέπεια επιτρέπει ακόμα στον εαυτό του την κατάρτιση ενός καταλόγου όχι απολύτως εξαρτημένου (πολλές φορές και καθόλου) από καθαρά εμπορικά κριτήρια, προσδίδει στην ελληνική εκδοτική αγορά κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα: Αφενός, διαφυλάσσει σε ένα βαθμό τη βασική προϋπόθεση της εκδοτικής δραστηριότητας που είναι ο παράγοντας του ρίσκου και της καινοτομίας, προστατεύοντας την εκδοτική παραγωγή από τον συγκεντρωτισμό στην ετήσια παραγωγή των τίτλων και την καθολική κυριαρχία του μπεστ-σέλλερ, που είναι πια ο κανόνας στις μεγάλες εκδοτικές αγορές. Αφετέρου, προσφέρει εναλλακτικές οδούς διαφυγής από τη νομοτελειακή φύση και τάση της διελκυστίνδας μεταξύ των παραδοσιακών δομών μιας μικρής αγοράς και των επιτακτικών προκλήσεων μιας αναπτυσσόμενης παγκοσμιοποιημένης (εκδοτικής εν προκειμένω) βιομηχανίας.
Εξάλλου «το παρόν, συνταιριάζοντας την τυπογραφική επανάσταση με την επανάσταση της πληροφόρησης, προσφέρει τα εργαλεία για την αντιμετώπιση και υπέρβαση των προβλημάτων σε μεγάλο βαθμό», εξ’ ου και οι τρόποι προώθησης που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, η δυνατότητα δημιουργίας δικτύων αναγνωστών και απευθείας πώλησης από τους ίδιους τους εκδότες, καθώς και η, επιτακτικότερη από ποτέ, ανάγκη για φθηνότερη τυπογραφική μορφή χωρίς εκπτώσεις στην αισθητική και την αρτιότητα της έκδοσης μπορούν να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος των μελλοντικών στρατηγικών. Απαραίτητη, οπωσδήποτε, προϋπόθεση (επί του παρόντος αναγκαία περισσότερο από ποτέ), «η διαμόρφωση και υλοποίηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής βιβλίου» (επί του παρόντος υπενθύμιση πικρή περισσότερο από ποτέ, υπό τη σκιά της υπουργικής απόφασης για το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ). Απαραίτητες ακόμα, η γνώση της φυσιογνωμίας και της δυναμικής του χώρου, καθώς και η αξιοποίηση της γνώσης του παρελθόντος. Έτσι, δεδομένης και της ελλιπούς βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα (τη σποραδικότητα των μελετών κυρίως για τον 20ο αιώνα επισημαίνει εξ’ αρχής και η συγγραφέας), η συνολική ματιά που επιχειρεί η Μπάνου οργανώνοντας και ξεναγώντας μας σ’ αυτό το αχαρτογράφητο, εν πολλοίς, τοπίο, συνθέτοντας τη φυσιογνωμία του, παρακολουθώντας την εξέλιξή του και αναδεικνύοντας την κρισιμότητα των ζητημάτων, καθιστά το εγχείρημα πολύτιμο, τόσο για τη βιβλιογραφία όσο και για την ανάδειξη των προκλήσεων που θέτει η συγκυρία. Καθώς η κρίση, πράγματι, λειτούργησε σαν «μεγεθυντικός φακός», και η ώρα της αυτοκριτικής είναι εδώ, ενώ οι προβληματισμοί βαθαίνουν μέσα στην παρατεταμένη, τελικά, αυτή στιγμή.
http://nellivou.wordpress.com/
Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα
Χριστίνα Μπάνου
Εκδόσεις Παπαζήση, 2012
Τιμή: € 20,24, σελ. 385