
Για το μυθιστόρημα του Μπλέιζ Κάμπο Γκακόσκος (Blaise Campo Gacoscos) «Χαρταετοί μέσα στη νύχτα» (μτφρ. Βίκυ Πορφυρίδου, εκδ. Βακχικόν). Στην κεντρική εικόνα, έργο που κοσμεί το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου.
Γράφει ο Δημήτρης Τσεκούρας
«Η ζωή μοιάζει με μάχη. Οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Οι άνθρωποι γελάνε και κλαίνε. Διάγουν πένθιμους βίους», γράφει κάπου προς το τέλος του ολιγοσέλιδου μυθιστορήματός του Χαρταετοί μέσα στη νύχτα ο Φιλιππινέζος συγγραφέας Μπλέιζ Κάμπο Γκακόσκος, βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν σε εξαιρετικά προσεγμένη μετάφραση από τη Βίκυ Πορφυρίδου. Στο εν λόγω βιβλίο, το πρώτο του πτυχιούχου στη Συγκριτική Λογοτεχνία συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά, χωρισμένο σε οκτώ μικρά αλλά άκρως περιεκτικά και συμπαγή νοηματικά κεφάλαια, διαβάζουμε την αφήγηση του κεντρικού ήρωα, ονόματι Βίκτορ Μολίνα.
Ο Βίκτορ, στη μάλλον κρίσιμη ηλικία των σαράντα ετών -και ονομάζω «κρίσιμη» τη συγκεκριμένη ηλικία για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται για μια ηλικία «μετέωρη» ανάμεσα στη Νεότητα, που αρχίζει να χάνεται ανεπιστρεπτί, και στο Άλλο, που αρχίζει να έρχεται- θυμάται και καταγράφει κάποιες από τις πλέον καθοριστικές αναμνήσεις του: τον πατέρα του που εξαφανίστηκε όταν ήταν πολύ μικρός, την πρώτη του ερωτική περιέργεια για ένα άλλο αγόρι στην ηλικία των δέκα ετών, μια αποτυχημένη του οντισιόν στο πιάνο πάνω στη Σονάτα Νο 53 του Χάιντν, θυμάται τη μέρα που έκλεινε τα δεκάξι «τη μυρωδιά των φύλλων, των κλαδιών και του χώματος με έναν τρόπο που του χάριζε μια εσωτερική γαλήνη», κατόπιν θυμάται το πέρασμα αλλά και το αντίο του «από την τρέλα της σοουμπίζνες» και του κόσμου της, έναν κόσμο από τον οποίο με προφανή, αν και υποδόρια εκδηλωμένη, πίκρα έμαθε ότι σε αυτόν τον κόσμο «δεν υπήρχε σημαντικότερη είδηση από τον θάνατο κάποιου διάσημου», θυμάται έναν αρουραίο που έπρεπε επειγόντως να εξοντωθεί αλλά και τη μητέρα του να διαγιγνώσκεται με όγκο στον εγκέφαλο και τελικά να πεθαίνει.
Θυμάται ότι «ίσως η ζωή να βρισκόταν μέσα σε ένα κουτί. Επιστροφές και αλλαγές δεν γίνονται. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να πηδήξει έξω απ’ το κουτί, ακόμα κι αν το ήθελε. Ούτε μπορούσε να το ξεσκίσει, αν όλα μέσα του ήταν άνω κάτω. Το μόνο που ήταν σε θέση να κάνει, ήταν να συνεχίζει να προσπαθεί», θυμάται και καίγεται από το ερώτημα «Τι είχαν απογίνει οι λίγοι καλοί άνθρωποι; Άνδρες και γυναίκες;», θυμάται με περίσσια ωριμότητα και αδιέξοδο πόνο έναν μεγάλο του έρωτα αλλά και τη συνειδητοποίησή του ότι η ερωτική Αγάπη, ναι, σίγουρα τελειώνει κάποτε αλλά η αναζήτηση, δυστυχώς ή ευτυχώς, της σωματικής ηδονής μπορεί και ποτέ. Και το βιβλίο κλείνει σχεδόν όπως άρχισε, αλλά «αντεστραμμένα»: κλείνει με την εμφάνιση του εξαφανισμένου Πατέρα, μια εξαφάνιση, για την οποία, όμως, ποτέ δεν μαθαίνουμε ακριβώς το γιατί και το πώς της. «Να δέχεσαι ό,τι σου φέρνει η ζωή, χωρίς να κάνεις ερωτήσεις», γράφει ο συγγραφέας στην προτελευταία παράγραφο του βιβλίου του. Και ίσως σε αυτή τη φαινομενικά ηττοπαθή, κατά μία οπτική, αντιμετώπιση της ζωής, να κρύβεται τελικά και η απάντησή για τη (ζητούμενη;) ψυχική και εντέλει σωματική επιβίωση του ανθρώπου.
Κι ίσως είναι καλό να θυμόμαστε πού και πού τα αυτονόητα. Κι ένα από αυτά τα αυτονόητα είναι ότι η Λογοτεχνία μπορεί να ενώσει με τον πλέον «ύπουλο» τρόπο: αυτόν της κοινής ρίζας των αισθήσεων και των συν-αισθημάτων όλων των ανθρώπων.
Μου έχει συμβεί με την ανάγνωση και άλλων πολλών βιβλίων, κυρίως σύγχρονων, το εξής που μου συνέβη και με το συγκεκριμένο. Κάτι που, αν και κοινότοπο, δεν παύει να είναι πολύ σοβαρό και άξιο, θαρρώ, προς υπενθύμιση. Λοιπόν: Αν αλλάξουμε τα ονόματα των ανθρώπων, των τόπων, των φαγητών και άλλων λοιπών σχετικών, η αφήγηση του συγκεκριμένου βιβλίου μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί και με απόλυτη άνεση να τοποθετηθεί σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του πλανήτη. Η ιστορία του βιβλίου είναι τόσο αρχετυπικά ανθρώπινη, θίγει και διαπραγματεύεται τόσο οικουμενικά ζητήματα του ανθρώπινου βιώματος και της ανθρώπινης κατάστασης στο σύνολό της, που μπορεί να διακτινιστεί από τις Φιλιππίνες οπουδήποτε αλλού. Ναι, οι άνθρωποι είμαστε μάλλον, στο κουκούτσι μας, ίδιοι. Και όταν έχουμε το θάρρος, όπως ο κεντρικός ήρωας, να κοιτάξουμε τη ζωή και αυτά που συνέβησαν κατά την όποια διάρκειά της κατάματα, τότε μάλλον μοιάζουμε πολύ. Πάρα πολύ. Κι ίσως είναι καλό να θυμόμαστε πού και πού τα αυτονόητα. Κι ένα από αυτά τα αυτονόητα είναι ότι η Λογοτεχνία μπορεί να ενώσει με τον πλέον «ύπουλο» τρόπο: αυτόν της κοινής ρίζας των αισθήσεων και των συν-αισθημάτων όλων των ανθρώπων.
Ο Χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των κεφαλαίων
Αυτό που βρήκα αξιοπρόσεκτο στη συγγραφική τεχνική και ερεθιστικό για την αναγνωστική εκδοχή του μυαλού μου είναι ότι στα οκτώ κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο παρακολουθούμε περιστατικά που απέχουν μπόλικα χρόνια μεταξύ τους. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα μπούμε, έστω και στιγμιαία, στη διαδικασία να αναλογιστούμε: τι (μπορεί να) μεσολάβησε στον ενδιάμεσο Χρόνο; Γιατί ασφαλώς και αποκλείεται να μην μεσολάβησε τίποτα. Κι αυτό νομίζω ότι είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό της Λογοτεχνίας: το παράλληλο κείμενο που εμείς, οι αναγνώστες, γράφουμε εντός μας όταν διαβάζουμε αυτό που διαβάζουμε. Τι μπορεί να οδήγησε τους ήρωες από τη μια περίοδο της ζωής τους στην καταγραφείσα κειμενικά ως επόμενη; Είναι από εκείνες τις στιγμές που ο ενεργητικός αναγνώστης μπορεί να γίνει, έστω και σιωπηλά, ενεργητικός συν-δημιουργός ενός ανύπαρκτου τυπογραφικά αλλά εντελώς υπαρκτού πνευματικού δεύτερου, δικού του πλέον, κειμένου. Και, υπό αυτή την έννοια, οι Χαρταετοί μέσα στη νύχτα, είναι ένα πράγματι συν-κινητικό βιβλίο. Η επιδιωκόμενη αυτεπίγνωση από την πλευρά του κεντρικού ήρωα είναι μάλλον αδύνατον να μην προκαλέσει και την αφυπνισμένη (ή μη) δική μας.
Προσωπικά, επίσης, διαβάζοντας το βιβλίο, πέρασα πολύ ωραία «ακούγοντας» ένα σωρό διάσπαρτες μέσα στο μυθιστόρημα λέξεις/φράσεις αυτής της «εξωτικής» γλώσσας, λέξεις/φράσεις που όλες τους καταγράφονται ως μεταφραστικές υποσημειώσεις στα ελληνικά στην άκρως προσεγμένη έκδοση του βιβλίου. Ξεχώρισα το «καγκουργκούρα κα» και, λίγες αράδες παρακάτω, το «άϊ-αϊάτεν κα», που σημαίνουν «σε μισώ» και «σ’ αγαπάω» αντίστοιχα. Αχ, αυτά τα «αντίθετα» της Ζωής και της Τέχνης...
Κι αν υπάρχει μία και μοναδική μικρή μου ένσταση σε σχέση με το βιβλίο του Μπλέιζ Κάμπο Καγκόσκος είναι γιατί πρέπει να υπαχθεί στην LGBTQ Λογοτεχνία. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο θέμα, που, σίγουρα, δεν έχει να κάνει με τους Χαρταετούς μέσα στη νύχτα, αλλά με ένα ευρύτερο λογοτεχνικό ζήτημα προς συζήτηση· ένα ζήτημα της ταραγμένης, σχεδόν σεισμώδους, εποχής που διανύουμε και που απαιτεί, ντε και καλά, ταμπέλες και μονοσημίες εκεί που ίσως, για να μην πω αναμφίβολα, θα έπρεπε να είναι τα μόνα απαγορεύσιμα.
Πού εκεί; Μα στην απέραντη επικράτεια της Λογοτεχνίας ασφαλώς. Ειδικά της καλής και αυτής που, έτσι κι αλλιώς, θα βρει τον τρόπο να μείνει ή να επανέλθει, σε ανύποπτο χρόνο, στη μνήμη μας.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ είναι πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το θεατρικό έργο «Εννιά» (εκδ. Βακχικόν).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μπλέιζ Κάμπο Γκακόσκος (Blaise Campo Gacoscos) είναι Φιλιππινέζος συγγραφέας, με πτυχίο στη Συγκριτική Λογοτεχνία και μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή.
Για το θεατρικό του Taguan sa Ulan κέρδισε το τρίτο βραβείο στα Βραβεία Λογοτεχνίας Don Carlos Palanca.