
Για την πολυβραβευμένη συλλογή με διηγήματα του Κόλιν Μπάρετ (Colin Barrett) «Νεαρά τομάρια» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Στερέωμα). Στην κεντρική εικόνα, ο συγγραφέας.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Οι ήρωες του Ιρλανδού Κόλιν Μπάρετ στα διηγήματα της συλλόγής Νεαρά τομάρια (μτφρ.Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Στερέωμα) ζουν στα έγκατα μιας πόλης μικρής που τους πνίγει. Το επινοημένο Γκλάνμπεϊ θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μικροκοινωνία της Ιρλανδίας. Με τα φτωχικά σπίτια, τις φτενές ελπίδες και τον βαρύ ουρανό.
Έχουν παράξενα ονόματα που δεν τα συναντάς εύκολα. Υπάρχει ένας Ντίμπνα, ένας Ταγκ, ένας Ντόραν, ένας Αρμ, μεταξύ άλλων. Μα, ακόμη κι αν τα ονόματα φέρουν μια παραξενιά, αυτό που κεντρίζει ακόμη περισσότερο στους άντρες της συλλογής διηγημάτων του Κόλιν Μπάρετ είναι η τραχύτητα των χαρακτήρων τους, το ιδιαίτερο της ψυχοσύνθεσής τους.
Όταν δεν μιλούν, πίνουν, πίνουν πολύ ή αντιδρούν βίαια, ωσάν η βία να είναι γι’ αυτούς μια άλλη γλώσσα,
Είναι στερημένοι από κάθε προσδοκία. Δεν απαντέχουν τίποτα. Οι δουλειές που κάνουν είναι είτε παράνομες είτε κακοπληρωμένες. Το λεκτικό τους σχήμα περιορίζεται σε κοφτές φράσεις που βγαίνουν, θαρρείς, από τα έγκατα ενός ηφαιστείου. Όταν δεν μιλούν, πίνουν, πίνουν πολύ ή αντιδρούν βίαια, ωσάν η βία να είναι γι’ αυτούς μια άλλη γλώσσα, ή κάνουν σεξ με ζωώδη τρόπο – όχι για την ευχαρίστηση, αλλά για την εκτόνωση που θα τους προσφέρει.
Η σχολή της ιρλανδικής λογοτεχνίας
Ο Κόλιν Μπάρετ βγαίνει από τη σπουδαία μήτρα της ιρλανδικής λογοτεχνίας, η οποία τόσο παλαιότερα, όσο και στις μέρες μας (με μεγάλη ένταση, μάλιστα), μας προσφέρει έργα γεμάτα δύναμη, κοινωνική παρατήρηση, σκληρότητα που συνδυάζεται με υποδόριο χιούμορ και ήρωες που με την εκφραστικότητά τους καταφέρνουν να σαγηνεύσουν ακόμη κι αν έχουν ενδυθεί το σχήμα ενός αντι-ήρωα.
Στα επτά διηγήματα που συγκροτούν τη συλλογή, οι άντρες κυριαρχούν, αλλά δεν επιβάλλονται. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουν κατά κύριο λόγο με ψυχικά τραυματισμένους άρρενες;
(...) οι άντρες που παρελαύνουν από τα διηγήματα δεν είναι όλοι νέοι. Ή, μάλλον, οι νέοι έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και οι γηραιότεροι κουβαλούν ένα νεανικό παρελθόν που δεν κατάφεραν ποτέ να το χαρούν πραγματικά.
Όλοι τους κουβαλούν συναισθήματα που σιγοβράζουν κάτω από τη σκληρόπετση επιφάνειά τους. Η μελαγχολία του τοπίου που τους περιβάλλει συνδυάζεται με τη θλίψη που διατρέχει τη ζωή τους. Υπάρχει μια «δερματική» σχέση των ηρώων με τον κόσμο που τους περιβάλλει. Σαν το δέρμα τους να είναι το τελευταίο σύνορο που τους χωρίζει από τον κόσμο. Η ένωση δύσκολα μπορεί να επέλθει. Κάθε άντρας είναι κλεισμένος στον εσωτερικό κλωβό του, από τον οποίο δύσκολα μπορεί να δραπετεύσει.
Ο Μπάρετ καταγράφει τούτη τη στενευμένη συνθήκη με γλώσσα που έχει αγκάθια τη μια στιγμή και υποβλητικότητα την άλλη. Υπάρχουν στιγμές ποιητικής διαύγειας στην πρόζα του, που, όμως, αντί να λειτουργούν καθησυχαστικά, επιτείνουν το δράμα. Μόνο που αυτό το δράμα -το κάθε δράμα- υποσκάπτει την εξέλιξη των ιστοριών από τα κάτω, δίχως να δημιουργεί φανερές ρωγμές σε όσα διαδραματίζονται στην επιφάνεια. Οι διάλογοι είναι κοφτοί, φέρουν το ηχόχρωμα των ηρώων δίνοντάς σου την αίσθηση πως δεν έχει υπάρξει παρεμβολή του συγγραφέα με σκοπό να τους λαξεύσει λογοτεχνικά.
Ίσως γι’ αυτό το πιο κοινό μέρος που συναντιούνται είναι η μπάρα μιας παμπ.
Έχει, επίσης, ενδιαφέρον ότι ενώ ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια τραυματισμένη νεότητα, εντούτοις οι άντρες που παρελαύνουν από τα διηγήματα δεν είναι όλοι νέοι. Ή, μάλλον, οι νέοι έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και οι γηραιότεροι κουβαλούν ένα νεανικό παρελθόν που δεν κατάφεραν ποτέ να το χαρούν πραγματικά. Το αποτέλεσμα για τους μεν και τους δε, εντέλει, είναι το ίδιο. Τσαλαβουτούν σε μια τοξική απογοήτευση που τους καταπίνει. Ίσως γι’ αυτό το πιο κοινό μέρος που συναντιούνται είναι η μπάρα μιας παμπ. Κοιτώντας τον εαυτό τους στον πάτο των ποτηριών τους, παλεύοντας με εσωτερικές ενορμήσεις που δημιουργούν συνεχώς σπινθήρες στις σκέψεις τους (ενίοτε και συγκρούσεις). Τα γεγονότα που τους κατακλύζουν (κατά κύματα) είναι συνήθως καταστροφικά κι άλλοτε διακριτικά μεταμορφωτικά της προδιαγεγραμμένης πορείας τους.
Τα διηγήματα
Στο διήγημα «Ο μικρός των Κλάνσι», δύο εικοσάχρονοι θέλουν να εκδικηθούν ένα κορίτσι που παράτησε τον ένα, αλλά στην ουσία παγιδεύονται στο να επαναλαμβάνουν τους εαυτούς τους, λόγω της ρουτίνας στην οποία έχουν περιπέσει. Αδυνατούν να προοδεύσουν συναισθηματικά και μόλις στο τέλος ο ένας εξ αυτών, περνώντας μια γέφυρα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), παίρνει την απόφαση να αφήσει πίσω του όσα τον καθηλώνουν.
Στο διήγημα «Δόλωμα», υπάρχει μια άλλου τύπου ρουτίνα για τους δυο νεαρούς φίλους. Ο ένας κερδίζει χρήματα παίζοντας μπιλιάρδο, ενώ ο άλλος σαγηνεύεται από δύο κορίτσια που σαν σειρήνες τον τραβούν από τη μύτη. Η τελευταία σκηνή του διηγήματος είναι ωσαύτως συναρπαστική και ανησυχητική.
Στο διήγημα «Το φεγγάρι», το συναίσθημα είναι πικρό, καθώς έχουμε να κάνουμε με τον αναγκαστικό χωρισμό δύο νέων παιδιών, καθώς το κορίτσι φεύγει στο Δουβλίνο για να σπουδάσει. Υπάρχει μια αίσθηση διάχυτης μελαγχολίας σε τούτο το διήγημα, καθώς διαφαίνεται το άτοπο της σχέσης και το όριο μέσα στο οποίο μπορεί να ολοκληρωθεί.
Στο διήγημα «Ν’ αντέχεις το τομάρι σου», ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μοναχικός τύπος που κουβαλάει ένα τραύμα εμφανές, από τη στιγμή που δέχθηκε μια παράλογη επίθεση από κάποιον τρελαμένο θαμώνα σε μια παμπ. Μόνο που αυτό το τραύμα το έχει, επίσης, εσωτερικεύσει. Αφήνει τα μαλλιά του μακριά και γίνεται -συν τω χρόνω- πολύ προσεκτικός στις κοινωνικές του αλληλεπιδράσεις. Όσο κι αν φαίνεται κυνικό, η ιστορία του έχει γίνει καθημερινή συζήτηση στο μπαρ μεταξύ ποτού και αστείων.
(...) η επιμελημένη μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, (...) καταφέρνει να μας μεταφέρει την αυθεντική τραχύτητα του κειμένου, σε ελληνικά που ακολουθούν την υφολογική γραμμή του συγγραφέα.
Στο διήγημα «Ήρεμα με τα άλογα» που έχει την έκταση νουβέλας, η βία και η τρυφερότητα εναλλάσσονται, με τον κεντρικό ήρωα να είναι το βαρύ χέρι ενός εμπόρου ναρκωτικών, αλλά την ίδια στιγμή συντρέχει τον διανοητικά ανάπηρο γιο του. Τον πηγαίνει συχνά σε έναν στάβλο με άλογα που του αρέσει, σε έναν τόπο ηρεμίας με καθαρό ουρανό και θωπευτικά χρώματα μιας φύσης παρθένας. Κι όμως, ο Αρμ, ο κεντρικός ήρωας, κουβαλάει μέσα του τη διαταραγμένη ζωή του, με αποτέλεσμα όταν στρέφει τη ματιά του προς τον ουρανό, η εικόνα που λαμβάνει είναι γεμάτη αγωνία και θυμό. Συναισθήματα απότοκα της δικής του ρημαγμένης ζωής.
Στο διήγημα «Διαμάντια», ένας άντρας που ως έφηβος θαυμαζόταν για τις αθλητικές του επιδόσεις, πλέον έχει καταντήσει ένα ναυάγιο. Είναι εθισμένος στο αλκοόλ και καταλήγει στους Ανώνυμους Αλκοολικούς προσπαθώντας να μείνει νηφάλιος. Εκεί θα γνωρίσει μια γυναίκα, της οποίας ο άντρας δουλεύει μίλια μακριά σε ένα ορυχείο διαμαντιών. Αυτομάτως, η υπόσχεση να κόψει το ποτό αναιρείται. Οι τύψεις για την παράνομη σχέση αμβλύνονται από τη ληθαργική δύναμη του ποτού. Κι όμως, αντί για μια ερωτική ιστορία, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με την τραγικότητα ενός ήρωα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του.
Στο τελευταίο διήγημα «Παρακαλώ, ξεχάστε ότι υπάρχω», οι δύο άντρες κάθονται σε μια παμπ. Πίνουν και προσπαθούν να μην σκέφτονται πολύ τη νεκρώσιμη ακολουθία που θα περάσει σύντομα από το σημείο που βρίσκονται. Είναι αμφίθυμοι για το αν πρέπει να παραστούν στην κηδεία της γυναίκας που γνώριζαν από παλιά. Αμφότεροι είχαν συνδεθεί ερωτικά μαζί της, τότε που ήταν μέλη μιας μουσικής μπάντας. Όλα αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν που τους άφησε κάμποσες πικρίες. Θέλοντας να τα αφήσουν όλα πίσω τους αποφασίζουν τελικά να παραστούν στην κηδεία. Ναι, το παρελθόν ας λησμονηθεί. Σαν το παλτό που ξεχνάει ο ένας από τους δύο στην παμπ. Πόσο δόκιμο τέλος για ένα διήγημα.
Δεν γίνεται να μην επισημανθεί η επιμελημένη μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, που καταφέρνει να μας μεταφέρει την αυθεντική τραχύτητα του κειμένου, σε ελληνικά που ακολουθούν την υφολογική γραμμή του συγγραφέα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κόλιν Μπάρετ (Colin Barrett) γεννήθηκε το 1982 στην Κομητεία Μάγιο της Ιρλανδίας. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «The Stinging Fly», «Granta», «Harper’s» και «New Yorker». To πρώτο του βιβλίο Νεαρά τομάρια («Young Skins»), απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του «Guardian», καθώς και τις διακρίσεις Frank O’ Connor International Short Story Award και Rooney Prize for Irish Literature.
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, Homesickness, συμπεριλήφθηκε στα 100 αξιοσημείωτα βιβλία της χρονιάς από τους «New York Times» και ανακηρύχθηκε βιβλίο της χρονιάς από την εκπομπή «Oprah Daily» και τους «Irish Times». Το μυθιστόρημά του Wild Houses συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα του Booker Prize για το 2024.
Δύο από τα διηγήματά του διασκευάστηκαν για το θέατρο και παρουσιάστηκαν στο New Theatre του Δουβλίνου το 2017, ενώ το αφήγημα Calm with horses («Ήσυχα με τα άλογα») έγινε ταινία που συμπεριλήφθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο το 2019.