
Για το μυθιστόρημα της Ανν Μπροντέ (Anne Brontë) «Άγκνες Γκρέι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Μαρίας Γιακανίκη. Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας της Ρεμπέκα Σόλομον (Rebecca Solomon) «Governess» (1851).
Γράφει η Φανή Χατζή
Η Άγκνες Γκρέι (μετάφραση-επίμετρο: Μαρία Γιακανίκη, εκδ. Αίολος) είναι το πρώτο από τα δύο συνολικά δημοσιευμένα μυθιστορήματα της Ανν Μπροντέ, της μικρότερης από τις τρεις διασημότερες αδερφές της βικτωριανής λογοτεχνίας. Σε σχέση με την Τζέιν Έιρ της Σάρλοτ και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι, η Άγκνες Γκρέι, που δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με τα προαναφερθέντα (1847), συχνά παραβλέπεται ως λιγότερο σημαντικό από αυτά. Ενδεικτικά, σε αντίθεση με τις δεκάδες μεταφορές που έχουν γνωρίσει τα δύο πρώτα στη μεγάλη και μικρή οθόνη, η Άγκνες Γκρέι δεν έχει μεταφερθεί ποτέ στον κινηματογράφο και παρά τις αναρίθμητες διαφορετικές εκδόσεις των άλλων δύο, τα έργα της Ανν δεν είχαν ποτέ έως τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά.
Η πολύ προσεγμένη έκδοση της Άγκνες Γκρέι από τις εκδόσεις Αίολος συστήνει για πρώτη φορά την Ανν Μπροντέ στο ελληνικό κοινό, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση της στη λογοτεχνία. Το βιογραφικό σημείωμα της Σάρλοτ Μπροντέ λειτουργεί κατατοπιστικά για τις συνθήκες συγγραφής του έργου και τη σχέση μεταξύ των αδερφών Μπροντέ, που εξέδωσαν τα έργα τους με τα ανδρικά ψευδώνυμα «Μπελ». Η έκδοση συμπληρώνεται με το λεπτομερέστατο εξαιρετικό επίμετρο της μεταφράστριας Μαρίας Γιακανίκη, που σκιαγραφεί το συγγραφικό πορτρέτο της Ανν, εντοπίζει τα βιογραφικά σημεία και φωτίζει τις φεμινιστικές διαστάσεις του έργου.
Η ρεαλιστική γραφή της οικογένειας Μπροντέ
Σε αντίθεση με τον έντονο ρομαντισμό που διακατέχει τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ή την Τζέιν Έιρ, η Ανν Μπροντέ γράφει με μεγάλο ρεαλισμό και αποτυπώνει τη Βικτωριανή εποχή μέσα από τις εμβριθείς αλλά νηφάλιες παρατηρήσεις μιας νεαρής κοπέλας. Σκοπός της δεν είναι η δραματοποίηση των συμβάντων, αλλά η απεικόνιση των καθημερινών ταπεινώσεων, ματαιώσεων και επιβραβεύσεων στη ζωή μιας γυναίκας που βιώνει έμφυλους και ταξικούς περιορισμούς. Μέσω της παρατήρησης και της ενδοσκόπησης, καταγράφονται σκέψεις για την εκπαίδευση, τις τάξεις, τον γάμο και τη θέση της γυναίκας, που δεν συναντώνται συχνά στην κλασική λογοτεχνία της εποχής.
Η Άγκνες είναι ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι, το νεότερο μέλος μιας τετραμελούς, φτωχής πλην όμως πολύ αγαπημένης οικογένειας.
Η Άγκνες είναι ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι, το νεότερο μέλος μιας τετραμελούς, φτωχής πλην όμως πολύ αγαπημένης οικογένειας. Μετά από ένα κυριολεκτικά και μεταφορικά οικονομικό ναυάγιο, η θέση του πατέρα της επιδεινώνεται και η έως τότε καλομαθημένη Άγκνες αποφασίζει να βρει δουλειά. Η επιμονή της να γίνει γκουβερνάντα απορρέει από την ανάγκη να βοηθήσει τους δικούς της και ταυτόχρονα αποτελεί ένα μέσο απογαλακτισμού για την ίδια. Η ιστορία της εκκινεί ως μια ιστορία ενηλικίωσης, αλλά σύντομα εξελίσσεται σε ένα μυθιστόρημα παρατήρησης και έντονου κοινωνικού σχολιασμού.
Μυθιστόρημα της γκουβερνάντας
Η Άγκνες Γκρέι θα μπορούσε να ενταχθεί στο λογοτεχνικό υποείδος των βιβλίων της «γκουβερνάντας», τα οποία εστιάζουν στις περιπέτειες γυναικών που ασκούσαν αυτό το ιδιαίτερης κοινωνικής θέσης επάγγελμα. Μορφωμένες και καλλιεργημένες, οι γκουβερνάντες ήταν ανώτερες από την υπηρέτρια ή την παραμάνα, αλλά όχι αρκετά αξιοσέβαστες για να θεωρηθούν κυρίες. Η Σάρλοτ Μπροντέ έχει συνεισφέρει σε αυτό το είδος με το πασίγνωστο Τζέιν Έιρ αλλά και το Βιλέτ, που βασίστηκε στο πρώιμο έργο της, Ο καθηγητής. Αυτό το είδος το υπηρέτησαν και άνδρες, όπως ο Χένρι Τζέιμς με τη νουβέλα Το στρίψιμο της βίδας ή ο Ουίλλιαμ Θάκερυ με Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας.
Σε αντίθεση, όμως, με τους προαναφερθέντες, για την Ανν Μπροντέ η περιγραφή της εμπειρίας της γκουβερνάντας γίνεται αυτοσκοπός και όχι απλά το όχημα της αφήγησης.
Σε αντίθεση, όμως, με τους προαναφερθέντες, για την Ανν Μπροντέ η περιγραφή της εμπειρίας της γκουβερνάντας γίνεται αυτοσκοπός και όχι απλά το όχημα της αφήγησης. Η Άγκνες αντιμετωπίζεται με σκληρή περιφρόνηση από τον κύκλο των εργοδοτών της, πολλοί της φέρονται σαν να είναι εντελώς αόρατη. Μεγάλο μέρος της εσωτερικής αφήγησης αφιερώνεται στην αίσθηση της μεγάλης μοναξιάς και περιθωριοποίησης που υφίσταται η πρωταγωνίστρια. Εάν κυκλοφορούσε σήμερα, η Άγκνες Γκρέι θα χαρακτηριζόταν αυτομυθοπλασία. Όπως και η νεαρή Άγκνες, η νεαρή Ανν πριν αφοσιωθεί στη συγγραφή είχε εργαστεί ως γκουβερνάντα, επιμελούμενη την εκπαίδευση αρχικά των ατίθασων παιδιών της οικογένειας Ίνγκαμ και έπειτα των δύο κοριτσιών της οικογένειας Ρόμπινσον. Οι οικογένειες αυτές καθρεφτίζονται στους αντίστοιχους Μπλούμφιλντ και Μάρεϊ του βιβλίου.
Μια δυναμική ηρωίδα
Η Άγκνες Γκρέι δεν διαθέτει τον πύρινο δυναμισμό της Τζέιν Έιρ ή την τραγικότητα της Κάθριν Έρνσο, είναι όμως ένας χαρακτήρας ανήσυχος και φλογερός, κοντινός σε αυτόν της ίδιας της συγγραφέα όπως την περιγράφει η Μαρία Γιακανίκη στο επίμετρο και όχι η αδερφή της στο προλογικό σημείωμα. Καταφέρνει, ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο να επιβιώνει σαν χαρακτήρας σήμερα, μέσα από την αντίστασή της στους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας και στην ανθεκτικότητα που σταδιακά καλλιεργεί. Με παράδειγμα τη δυναμική και κυρίαρχη του σπιτιού μητέρα της, η Άγκνες αρνείται να επαναπαυτεί στον ρόλο της χαϊδεμένης της οικογένειας, αλλά τολμά να διεκδικήσει την οικονομική και συναισθηματική της αυτονομία.
Μέσα από τις αποδομιστικές ενδοσκοπικές σκέψεις της Άγκνες, η Ανν Μπροντέ εκφράζει την απαξίωσή της για διάφορες καταπιεστικές καταστάσεις όπως «το ντεμπούτο», κατά το οποίο οι νεαρές αριστοκράτισσες δήλωναν τη «διαθεσιμότητά» τους ως υποψήφιες νύφες.
Στη συνέχεια, αρνείται το θέσφατο της αυτοπραγμάτωσης μέσω του γάμου, αποτρέποντας την εκπαιδευόμενή της να βιαστεί να παντρευτεί. Μέσα από τις αποδομιστικές ενδοσκοπικές σκέψεις της Άγκνες, η Ανν Μπροντέ εκφράζει την απαξίωσή της για διάφορες καταπιεστικές καταστάσεις όπως «το ντεμπούτο», κατά το οποίο οι νεαρές αριστοκράτισσες δήλωναν τη «διαθεσιμότητά» τους ως υποψήφιες νύφες. Εκφεύγοντας από το ρομαντικοποιημένο δίπολο των βιβλίων της εποχής, αφενός του αυτοκαταστροφικού έρωτα και αφετέρου του ολοκληρωτικού παράφορου έρωτα, αποτυπώνει ένα υπόκωφο, διακριτικό ειδύλλιο που απορρέει από αισθήματα αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης.
![]() |
Οι Anne, Emily and Charlotte Brontë, ζωγραφισμένες δια χειρός του αδερφού τους Branwell (1834). |
Μεγαλώνοντας τα παιδιά με ισότητα
Οι εύστοχες παρατηρήσεις της αφηγήτριας για την έμφυλη εκπαίδευση είναι πρωτοποριακές για την εποχή, ιδιαίτερα στο πρώτο σπίτι εργασίας της, όπου τα παιδιά είναι διαφορετικού φύλου. Ο μικρός Τομ μεγαλώνει μαθαίνοντας ότι η βία προς τα αδύναμα ζώα αλλά και τις αδερφές του είναι δικαιολογημένη, με πρότυπο έναν αγροίκο πατέρα που κακομεταχειρίζεται το προσωπικό και τη γυναίκα του. Αυτός που μυεί το νεαρό παιδί στη βία κατά των αδύναμων ζώων είναι ο θείος Ρόμπσον, που χαρακτηρίζεται από την Άγκνες ως «περιφρονητής του γυναικείου φύλου», ένας ήρωας που φέρει τα χαρακτηριστικά του σημερινού μισογύνη. Η μεγάλη αδερφή του επαναπαύεται στην ομορφιά της, αφού αυτή συνήθως τονίζεται από τους γονείς της ως το μοναδικό της προτέρημα.
Παρά την έλλειψη εξουσίας και πρωτοβουλίας στην αναμόρφωση των παιδιών, η Άγκνες πασχίζει να μεγαλώσει τα παιδιά με έμφυλη ισότητα.
Παρά την έλλειψη εξουσίας και πρωτοβουλίας στην αναμόρφωση των παιδιών, η Άγκνες πασχίζει να μεγαλώσει τα παιδιά με έμφυλη ισότητα. Αρνείται την κανονιστική σχεδόν επιταγή για τα δεδομένα της εποχής ότι τα αγόρια πρέπει να μορφώνονται, να γίνονται έξυπνα και γενναία, ενώ τα κορίτσια πειθήνια, ελκυστικά, και κομψά. Αντίθετα, προσπαθεί να εμφυσήσει τις αρχές της «δικαιοσύνης και ανθρωπιάς», της «αιδούς και σεμνότητας» σε αμφότερα. Δυστυχώς, όπως παρατηρεί η Άγκνες, οι γονείς απαιτούν να διαιωνιστούν τα ενσταλαγμένα πρότυπα, αφαιρώντας από τη γκουβερνάντα οποιοδήποτε κύρος ή μεταμορφωτική δύναμη.
Η αφηγήτρια προσπαθεί να εμφυσήσει τις ίδιες αρχές και στις μεγαλύτερες δεσποινίδες Μάρεϊ. Όσον αφορά τη μικρή Ματίλντα, που περιγράφεται ως «αγοροκόριτσο», η Άγκνες δεν επιχειρεί να τη στρέψει προς τη συμπεριφορά που αναμένεται γισ το φύλο της. Όταν σταματά να δουλεύει για την οικογένεια, μαθαίνει ότι η διάδοχός της, μια «μοντέρνα» γκουβερνάντα, αναμόρφωσε με επιτυχία το κορίτσι, ώστε να εισαχθεί ως όφειλε στους κοσμικούς κύκλους, με σκοπό να παντρευτεί. Η μεγάλη κόρη, Ρόζαλι, στο πρόσωπο της οποίας συμπυκνώνονται όλα τα έμφυλα στερεότυπα, αφού η ίδια τα υπηρετεί άλλοτε οικειοθελώς και άλλοτε ακούσια, καταλήγει δυστυχισμένη στην έπαυλη-φυλακή του τυραννικού συζύγου της.
Ταξικές παρατηρήσεις
Το βιβλίο θα μπορούσε παράλληλα να αναγνωστεί ως μια οξεία κριτική της ανώτερης αστικής τάξης. Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις της αφηγήτριας στηλιτεύουν την ηθική κατάπτωση της αριστοκρατίας, την αλαζονεία, τη ματαιοδοξία και τη σκληρότητα που διέπει τη συμπεριφορά της. Σε αντίθεση με τους απλούς, φτωχικούς χωρικούς, όπως η Νάνσι Μπράουν, οι αριστοκράτες εργοδότες και οι φίλοι τους εμφανίζονται σαν ένα συνάφι επηρμένων ανθρώπων, τυφλωμένων από το προνόμιό τους που τους δίνει μια ψευδαίσθηση δικαιοδοσίας πάνω στους άλλους ανθρώπους.
Ο κύριος Γουέστον, ο υπεφημέριος για τον οποίον η Άγκνες αρχίζει να τρέφει συναισθήματα, είναι ένας χαρακτήρας που λάμπει δια της αντίθεσής του από τους άλλους. Ήδη από τις αφηγήσεις των χωρικών αναδύεται ως ένας άνθρωπος ταπεινός, ευγενικός, που δείχνει τα ελάχιστα σεβασμού και ταπεινοφροσύνης που εκλείπουν στους αστικούς κύκλους. Στη γενναιοδωρία και την καλοσύνη του η Αγκνες βρίσκει πίστη και ελπίδα, αρχίζει να αισθάνεται λιγότερο μόνη. Καταλαβαίνει ότι «ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος μόνο από Μπλούμφιλντ, Μάρεϊ, Χάτφιλντ και ούτω καθεξής».
Το οπισθόφυλλο χαρακτηρίζει την Ανν ως την πιο «φεμινίστρια» από τις τρεις αδερφές Μπροντέ, μια δήλωση που υποστηρίζεται από τη φεμινιστική ανάλυση στο επίμετρο.
Το οπισθόφυλλο χαρακτηρίζει την Ανν ως την πιο «φεμινίστρια» από τις τρεις αδερφές Μπροντέ, μια δήλωση που υποστηρίζεται από τη φεμινιστική ανάλυση στο επίμετρο. Αν και πρώιμος, τηρουμένων των αναλογιών, είναι ένας ορθός χαρακτηρισμός, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη και το δεύτερο και ύστατο μυθιστόρημά της, Η ένοικος του Γουάιλντφελ Χολ, στο οποίο η συγγραφέας θίγει το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας και της απελευθέρωσης της συζύγου από τον κακοποιητή της. Η Άγκνες Γκρέι, ισάξιος προάγγελος αυτού που θεωρείται το κορυφαίο της μυθιστόρημα, προωθεί το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης και συνιστά μια πρώιμη αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ανν Μπροντέ (1820-1849) ήταν αγγλίδα μυθιστοριογράφος και ποιήτρια, το έκτο και νεότερο παιδί της λογοτεχνικής οικογένειας Μπροντέ, κόρη της Μαρίας Μπράνγουελ και του Πάτρικ Μπροντέ, ενός φτωχού ιρλανδού ιερωμένου.
Μέχρι τα 15 της χρόνια τής έκαναν μαθήματα στο σπίτι η θεία και ο πατέρας της. Αργότερα στάλθηκε για δύο χρόνια εσωτερική στο Roe Head School, όπου δίδασκε η μεγαλύτερη αδελφή της Σάρλοτ. Σε ηλικία 19 ετών εργάστηκε για πρώτη φορά ως γκουβερνάντα, αλλά δεν τα κατάφερνε να επιβληθεί στα ατίθασα παιδιά της οικογένειας και έτσι ύστερα από λίγους μήνες την απέλυσαν. Από το 1840 έως το 1845 εργαζόταν ως γκουβερνάντα στο σπίτι του αιδεσιμότατου Ρόμπινσον.
Όταν εγκατέλειψε αυτήν την εργασία, αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το 1846, η Σάρλοτ, η Έμιλι και η Ανν εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλις και Άκτον Μπελ. Η Ανν συμμετείχε στη συλλογή με είκοσι ένα ποιήματα. Τον Δεκέμβριο του 1847 δημοσιεύτηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, Άγκνες Γκρέι, εμπνευσμένο από τις εμπειρίες της ως γκουβερνάντας και τον Ιούνιο του 1848 εκδόθηκε το δεύτερο και τελευταίο μυθιστόρημά της, Η ένοικος του Ουάιλντφελ Χωλ. Και τα δύο έργα τα εξέδωσε με το ανδρικό ψευδώνυμο Άκτον Μπελ, που το είχε υιοθετήσει και για τα ποιήματά της. Απεβίωσε τον Μάιο του 1849 από φυματίωση.