
Για το μυθιστόρημα της Μόνικα Γουντ [Monica Wood] «Πώς να διαβάσεις ένα βιβλίο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Κλειδάριθμος). «Από τα πιο ελπιδοφόρα και συγκινητικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει το τελευταίο διάστημα». Στην κεντρική εικόνα, πλάνο από την ταινία «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» (The bookshop) της Isabel Coixet.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η φυλή των βιβλιόφιλων είναι παράξενη και ωραία. Αν δεν της έχεις γνωρίσει, δεν μπορείς να κατανοήσεις τι είναι αυτό που τους ενώνει. Δεν είναι ένα βιβλίο, ούτε καν δύο. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι πιο βαθύ.
Όταν συναντιούνται τυχαία σε κάποιο βιβλιοπωλείο, μπορεί να μην γνωρίζονται, να μην έχουν συναντηθεί ποτέ άλλοτε, όμως, το αντιλαμβάνεσαι, τα βλέμματά τους πέφτουν στις ίδιες ράχες βιβλίων, απλώνουν τα χέρια στους πάγκους με θρησκευτική προσοχή, η αγαλλίασή τους είναι κοινή.
Ζωές που ενώνονται
Κάτι σημαντικό ενώνει και τους τρεις πρωταγωνιστές του βιβλίου της Μόνικα Γουντ που συναντιούνται σε ένα βιβλιοπωλείο. Ναι, ορισμένες φορές η τυχαιότητα μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες ανατροπές. Να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου.
Ο τόπος δράσης του μυθιστορήματος είναι το παραθαλάσσιο Πόρτλαντ, στο Μέιν, τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας. Κι ίσως, πολύ μεγάλη για κάποιους ανθρώπους φοβισμένους, που αισθάνονται ότι θα τους καταπιεί. Οι κύριοι χώροι δράσης είναι σε μια γυναικεία φυλακή, ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης και ένα εργαστήριο πανεπιστημιακής έρευνας για τα ζώα. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε αρκετούς μήνες και καταλήγει με ένα σύντομο, ικανοποιητικό επίλογο.
Οι τρεις χαρακτήρες
Οι τρεις κύριους χαρακτήρες μας λένε εναλλάξ τη δική τους μεριά της ιστορίας. Είναι η Βάιολετ, η Χάριετ και ο Φρανκ. Τους συνοδεύει ένα καστ δευτεραγωνιστών που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μια ρωσικής καταγωγής συμπεριφορική επιστήμονα και τον Όλι, έναν 54χρονο αφρικανικό γκρι παπαγάλο που ζει στο εργαστήριο του πανεπιστημιακού campus.
Η Βάιολετ είναι μια 22χρονη πρώην κρατούμενη που αποφυλακίστηκε έξι μήνες νωρίτερα λόγω καλής συμπεριφοράς. Έχει περάσει 668 νύχτες φυλακισμένη, αφού καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια σε βάρος μιας γυναίκας που ήταν σύζυγος, αγαπητή μητέρα και δημοφιλής δασκάλα νηπιαγωγείου. Η ζωή της σχεδόν χαραμίστηκε πίσω από τα σίδερα. Ήταν έξυπνη, αγαπούσε τα βιβλία και είχε άριστους βαθμούς στο σχολείο, αλλά παρασύρθηκε από έναν ωραίο και αχάριστο νεαρό που ήταν αρκετά μεγαλύτερος από αυτήν. Αυτή η σχέση αποδείχθηκε καταστροφική γι’ αυτήν.
Η φωτεινή στιγμή της κάθε εβδομάδας ήταν η Λέσχη Βιβλίου, μια δίωρη συνάντηση για μια επιλεγμένη ομάδα δώδεκα φυλακισμένων γυναικών που καθοδηγούσε η Χάριετ, μια 64χρονη εθελόντρια, συνταξιούχος καθηγήτρια αγγλικών.
Στη φυλακή ήταν υποδειγματική κρατούμενη. Ποτέ δεν δέχθηκε επισκέψεις. Ο άντρας που την οδήγησε σ’ αυτή την κατάσταση εξαφανίστηκε, η μητέρα της πέθανε και η μεγαλύτερη αδερφή της παρέμεινε ντροπιασμένη και αμετάπειστη. Η φωτεινή στιγμή της κάθε εβδομάδας ήταν η Λέσχη Βιβλίου, μια δίωρη συνάντηση για μια επιλεγμένη ομάδα δώδεκα φυλακισμένων γυναικών που καθοδηγούσε η Χάριετ, μια 64χρονη εθελόντρια, συνταξιούχος καθηγήτρια αγγλικών.
Η Χάριετ έμεινε χήρα όταν ο σύζυγός της, ο δικηγόρος Λου, πέθανε ξαφνικά μετά από πολλά χρόνια γάμου. Οι δύο ενήλικες κόρες τους ήταν παντρεμένες με Άγγλους και ζούσαν μακριά τους. Έκτοτε επικοινωνεί μαζί τους μέσω μηνυμάτων, μέιλ ή βιντεοκλήσεις, αλλά σύντομα θα μείνει μόνη της, καθώς η ανιψιά της Σόφι, την οποία είχε αναθρέψει από παιδί μετά τον θάνατο της αδερφής της, ετοιμάζεται να φύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στην Καλιφόρνια. Η Λέσχη Βιβλίου στη φυλακή και η προετοιμασία που απαιτεί αποτρέπουν την απομόνωση και τη μοναξιά στην οποία έχει περιπέσει. Κάπως έτσι, ολοένα και περισσότερο εμπλέκεται με τις κρατούμενες, αρχίζει να ασχολείται με τα προβλήματά τους. Η δική της ιστορία και η αλληλεπίδραση με τις κρατούμενες θα γίνουν ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης.
Ένας συνταξιούχος μηχανικός, λατρεύει την ανάγνωση και βρίσκει καταφύγιο στο ζεστό, φιλόξενο βιβλιοπωλείο της πόλης του.
Ο τρίτος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Φρανκ: Είναι συνταξιούχος μηχανικός, λατρεύει την ανάγνωση και βρίσκει καταφύγιο στο ζεστό, φιλόξενο βιβλιοπωλείο της πόλης του. Κατάφερε, δε, να φανεί χρήσιμος σε διάφορες μικροεπισκευές του βιβλιοπωλείου, με αποτέλεσμα ο διευθυντής να του προτείνει να εργάζεται ως part time στο κατάστημα.
Συμφιλίωση
Αυτοί οι τρεις άνθρωποι, που προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τις απώλειες, την κατάθλιψη, τις απογοητεύσεις, την θλίψη και τις οικογενεικές τους πληγές, συναντώνται ένα απόγευμα στο Wadsworth Books. Από αυτό το σημείο, οι μοίρες τους αρχίζουν να πλέκονται και ο ένας να επηρεάζει σημαντικά τον άλλον.
Είναι σε θέση, άραγε, ένας μέχρι πρότινος άγνωστος άνθρωπος να βοηθήσει κάποιον άλλον να βρει έναν δρόμο στη ζωή του. Σώζει, άραγε, η λογοτεχνία; Έχουν θεραπευτική δύναμη οι ιστορίες που διαβάζουμε κι οι άλλες που διηγούμαστε; Έχουμε φανταστεί πόσοι τρόποι υπάρχουν για να διαβάσουμε ένα βιβλίο ή, αλλιώς, πώς το διαβάζουμε σε μια καθοριστική στιγμή της ζωής μας.
Ναι, το βιβλίο της Γουντ είναι καθόλα βιβλιοφιλικό, αλλά και βαθύτατα ανθρώπινο. Είναι ένα βιβλίο για όλες τις δεύτερες ευκαιρίες που πιστεύουμε πως δεν έχουμε στη ζωή, κι όμως αυτές πάντα βρίσκονται στο δρόμο μας.
Γέλιο και δράμα
Καταφέρνει, δε, να συνδυάσει με θαυμαστό τρόπο το γέλιο με το δράμα, δίχως όμως να φτάνει στο σημείο της αδόκιμης κωμωδίας ή του κουραστικού μελό. Η Γουντ αποδεικνύει πως διαθέτει βαθιά κατανόηση για την επίδραση της καλοσύνης, της συμπόνιας και της συγχώρεσης για να απαλύνει τις ταραγμένες καρδιές.
Σίγουρα, είναι ένα από τα πιο ελπιδοφόρα και συγκινητικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει το τελευταίο διάστημα και δεν υπάρχει περίπτωση να μην προσφέρει ανόθευτη, αναγνωστική αγαλλίαση. Πολύ καλή η μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη, σε ένα βιβλίο φαινομενικά (και μόνο) απλό και ευκολοδιάβαστο. Η ευκολία δεν αφαιρεί σε τίποτα τη συγκινησιακή θέρμη του μυθιστορήματος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Άκουσε έναν ήχο πριν από τον ήχο, ένα σιγανό γρύλισμα, σαν πόνο, λίγο έξω από τα όρια της συνείδησής της, αλλά θεώρησε ότι ήταν το συνηθισμένο βουητό του βιβλιοπωλείου. Κάποιο πρόβλημα στο ηχοσύστημα ίσως, ένα βιβλίο που γλίστρησε από ένα στριμωγμένο ράφι, ένα πνιχτό κλάμα από την αίθουσα των παιδιών.
Σχεδόν δεν τον διέκρινε γιατί είχε την προσοχή της στραμμένη στη Βάιολετ. Η Βάιολετ, αν ήταν ποτέ δυνατόν, με ένα χαριτωμένο ροζ πουκάμισο και ένα τζιν μπουφάν πολυφορεμένο, άρα πολυαγαπημένο. Προσπαθούσε να υιοθετήσει μια γάτα, αυτή που κοιμόταν στο παράθυρο εδώ και εβδομάδες, ένα ασχημούλικο αργοκίνητο θηλυκό με γελοίο όνομα – Μπρούνο ή κάτι τέτοιο» (σελ. 85)
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μόνικα Γουντ είναι µυθιστοριογράφος, βιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων.
Έχει λάβει το Maine Humanities Council Carlson Prize για τη συνεισφορά της στις ανθρωπιστικές επιστήµες και το Maine Writers and Publishers Alliance Dis-tinguished Achievement Award για τη συνεισφορά της στη λογοτεχνία. Ζει στο Πόρτλαντ του Μέιν, µε τον άντρα της, τον Νταν Άµποτ, και τη γάτα τους, τη Σούζι. Έχει γράψει τέσσερα µυθιστορήµατα, µε πιο πρόσφατο το Ένα αγόρι στο εκατοµµύριο (εκδόσεις Κλειδάριθµος), που κέρδισε το Nauti-lus Award (Gold) το 2017 και το βραβείο πεζογραφίας της New England Society in the City of New York.