Για το βιβλίο του Αντρές Μοντέρο [Andres Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα). Κεντρική εικόνα: από την ταινία «Τhe Settlers».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Νότια της Χιλής, εκεί που το χώμα μουλιάζει από τη συνεχόμενη βροχή, τα σύννεφα σκεπάζουν τον ήλιο, η υγρασία ποτίζει τα κόκαλα, οι σκιές φιδοσέρνονται και η ζωή και ο θάνατος ανταμώνουν λες και βγήκαν από το ίδιο μπουμπούκι κάποιου άγνωστου λουλουδιού της άγριας λατινοαμερικάνικης πάμπας.
Ο Αντρές Μοντέρο κάνει κάτι περισσότερο από το να γράψει έξι μεγάλα σε έκταση διηγήματα (κάποια στα όρια της μικρής νουβέλας) που συγκροτούν το βιβλίο με τον άκρως σκοτεινό (πλην ποιητικό) τίτλο: Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα). «Ιδρύει» μια πόλη μέσα στην οποία κινούνται (εν πολλοίς πλατσουρίζουν) οι ήρωές του: την φάρμα Las Nalcas, στα νότια της Χιλής όπου στα περίχωρά της υπάρχει ένας όρμος στον οποίο ζει μια κοινότητα ψαράδων.
Ας φανταστούμε το σκηνικό: μια μικρή πόλη, κάπου κοντά στις ακτές του Ειρηνικού. Εν πολλοίς ένας αγριότοπος. Τριγύρω μια επιβλητική οροσειρά και «κάτω» άνθρωποι του μόχθου, της γης, της κτηνοτροφίας. Άνθρωποι ζυμωμένοι με τους θρύλους και τις παραδόσεις του τόπου τους. Τους συνέχουν ιστορίες που διαφεύγουν τις λογικής, είναι εξόχως υπερβατικές, ουδείς γνωρίζει ποιος τις πρωτοείπε και ούτε τόση σημασία έχει, καθώς γι’ αυτούς τους ανθρώπους αυτοί οι θρύλοι, αρκούντως φοβιστικοί, αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Αυτός είναι ο φανταστικός κόσμος που δημιουργεί ο Μοντέρο, τον οποίο τον έχει απόλυτα «ανάγκη» για να καταφέρει να αναπτύξει τις δικές του ιστορίες. Δίχως τον περιβάλλοντα χώρο, καμία από τις έξι ιστορίες του δεν θα γινόταν να αποκτήσει βάρος και υφολογική υπόσταση.
Ρούλφο και Μάρκες
Ίσως θα διαβαστεί με μια δόση ιεροσυλίας (μπρος στους μεγάλους του λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας), αλλά ο Μοντέρο δείχνει να είναι άξιος συνεχιστής του Χουάν Ρούλφο και της Κομάλα του ή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του του Μακόντο.
Έχεις ακριβώς την ίδια αίσθηση του ου-τόπου, όπου παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, όπου μυθοπλασία και πραγματικότητα συλλειτουργούν και όπου ο τόπος μοιάζει να είναι επινοημένος, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα κλασικό χωριό της Χιλής. Από εκείνα που έχουν να επιδείξουν σκληροτράχηλους και λιγομίλητους άντρες, γυναίκες που μοιάζουν με μάγισσες, αλλοπαρμένα παιδιά, μυθικά άλογα, ζωντανούς να συνομιλούν με νεκρούς και τον θάνατο να κάνει την εμφάνισή του ωσάν να είναι καθημερινός επισκέπτης του τόπου.
Και η βροχή, πάντα η βροχή να πέφτει ασταμάτητα, που σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος να κάνουν την καθημερινή διαβίωση μια άγρια περιπέτεια. Κάθε ιστορία διατηρεί την αυτονομία της, έχει τους δικούς της μηχανισμούς ανάπτυξης και ολοκληρώνεται δίχως να αφήνει αμφιβολίες πως κάτι έχει παραληφθεί προς χάριν μιας κάποιας συνέχειας αλλού.
Η αρχική ιστορία «Η αγρύπνια» μάς εισάγει στον επινοημένο τόπο με έναν άντρα που αντί να πάει στο αεροδρόμιο και να συνεχίσει την άχαρη ζωή του (… όπως και την εργασία του) αποφασίζει να δραπετεύσει στα νότια.
Κι όμως, όλες μαζί, επειδή ακριβώς συνδέονται μέσω ενδείξεων (ήρωες που πηγαινοέρχονται, περιστατικά που επαναλαμβάνονται ή συμπληρώνονται, αναφορές που τέμνονται), μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο σύνολο, το οποίο μικρή σημασία έχει αν θα το κατατάξεις ειδολογικά στα διηγήματα ή στα σπονδυλωτά μυθιστορήματα.
Οι ιστορίες
Η αρχική ιστορία «Η αγρύπνια» μάς εισάγει στον επινοημένο τόπο με έναν άντρα που αντί να πάει στο αεροδρόμιο και να συνεχίσει την άχαρη ζωή του (… όπως και την εργασία του) αποφασίζει να δραπετεύσει στα νότια. Βρίσκεται σε ένα σπίτι όπου γίνεται αγρύπνια για το θάνατο μιας νεαρής κοπέλας και ο άντρας καταλαβαίνει ότι όλοι οι τεθλιμμένοι συγγενείς τον γνωρίζουν, ενώ εκείνος δεν ξέρει κανέναν. Τη στυφή επίγευση του θανάτου δεχόμαστε και στη δεύτερη ιστορία με τίτλο «Τρόποι να κερδίσεις τη βασιλεία των ουρανών».
Ο ψαράς Φλορένσιο διαισθάνεται πως ο θάνατος θα έρθει να τον επισκεφθεί πολύ σύντομα και ζητάει επίμονα από τη γυναίκα του να έρθει ο γιος του που μένει μακριά με σκοπό να του ομολογήσει ένα οικογενειακό μυστικό. Επιπλέον, θέλει να του ζητήσει μια τελευταία χάρη: όταν πεθάνει να του βάλει δύο νομίσματα στα μάτια έτσι ώστε να πληρώσει τα «ναύλα» του βαρκάρη που θα τον πάει στην αντίπερα όχθη. Σε αντίθεση περίπτωση θα περιφέρεται σαν φάντασμα που δεν βρίσκει ανάπαυση.
Τελικά, είναι η γυναίκα του αυτή που θα γίνει κοινωνός του μυστικού (έστω και έμμεσα) και θα ρίξει δύο νομίσματα στον τάφο του άντρα της.
Ο Aντρές Μοντέρο είναι συγγραφέας και προφορικός αφηγητής. Το 2017 ο συγγραφέας απέσπασε το βραβείο X Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη του Μεξικού, για το έργο του Tony Ninguno. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Marta Brunet και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο για το εφηβικό Alguien toca la puerta. Για το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο. Διευθύνει τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada. |
Στην «ανταρσία», ο Χουάν ντε Ντίος Ελιζάρντε, ο τελευταίος κληρονόμος της πατριαρχικής περιουσίας του Las Nalcas, την οποία είχε υπό την κατοχή της η δυναστεία των Ελιζάρντε αιώνες τώρα, πέφτει θύμα ανταρσίας ή παρανόησης (δεν το μαθαίνουμε ποτέ).
Οι επιστάτες και οι δουλευτές του δεν τον αναγνωρίζουν και πιστεύουν πως είναι ένας ξένος. Ούτε καν η μελλοντική γυναίκα του δεν τον αναγνωρίζει. Ποιον, αυτόν που μέχρι χθες όλοι έτρεμαν για τη βιαότητα των πράξεών του και τη σφοδρότητα της φωνής του. Τελικά, μαθαίνει πως έχει πεθάνει και δεν το ξέρει.
Στο εξαιρετικό από κάθε άποψη διήγημα με τίτλο «Η μονομαχία» δύο πρώην σύντροφοι εν όπλοις στις κλοπές αλόγων συναντιούνται ξανά για να λύσουν με τα όπλα τις μεταξύ τους διαφορές. Ένας από τους δύο πρέπει να πεθάνει, δεν γίνεται αλλιώς. Είναι ο σκληρός νόμος του «επαγγέλματός» τους. Τα χρέη ξεπληρώνονται μόνο με αίμα. Αποφασίζουν να μονομαχήσουν μακριά από την πόλη. Οδεύουν προς τη θάλασσα, μόνο που δεν περίμεναν πως η παλίρροια (να πάλι το υδάτινο στοιχείο που παίζει ρόλο) θα ανατρέψει τα σχέδιά τους και ουσιαστικά θα τους ρίξει ξεθυμασμένους στην ακτή. Θα μονομαχήσουν τελικά; Ουδείς γνωρίζει.
Μπορεί ένα κορίτσι να έχει νονό της τον θάνατο και να του ζητάει χάρες; Αυτό συμβαίνει με την επονομαζόμενη «Νέγρα» στο διήγημα «Βαφτισιμιά». Αναπολεί το παρελθόν της, πώς βρέθηκε ξαφνικά στο Las Nalcas, πώς την κακομεταχειρίστηκε ο Χουάν ντε Ντίος Ελιζάρντε, αλλά και πώς αγάπησε πραγματικά τον Τσόλο, τον ένα από τους δύο μονομάχους που γνωρίσαμε στην προηγούμενη ιστορία. Καταλήγει όλοι να την θεωρούν μάντισσα και μάγισσα (ταυτοχρόνως), καθώς ο «νονός» της, ο θάνατος, την ενημερώνει από πριν ποιος θα πάρει μαζί του.
Όλες οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι, δυνάμει, μέρος της προφορικής παράδοσης ενός λαϊκού πολιτισμού που διατηρεί ζωντανά τα στοιχεία του.
Στην τελευταία ιστορία «Φλορ και τρούκο πάλι, γέρο!», ένας νεαρός άνδρας καλύπτει την τετράδα μιας παρέας ηλικιωμένων για να παίξουν τρούκο (παιχνίδι με χαρτιά). Μόνο που αυτό το παιχνίδι δεν έχει τέλος. Διαρκεί εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Πάντα μένει μια τετράδα να συνεχίσει το παιχνίδι. Αν κάποιος πεθάνει, βρίσκεται αμέσως ο αντικαταστάτης του.
Southern gothic
Είναι προφανές από τα προεκτεθέντα ότι έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που κρύβουν κάμποσους παραδρόμους κι ακόμη περισσότερες εξηγήσεις για το τι πραγματικά συνέβη. Το φανταστικό στοιχείο μετεξελίσσεται σε υπερβατικό, ενώ ο πηγαίος αταβισμός αιματώνει τις ιστορίες με μεγάλες δόσεις αληθοφάνειας, την ίδια στιγμή που διαρρηγνύει συνεχώς τη σχέση με την αλήθεια. Μα, αυτό ακριβώς είναι το ευτυχές παράδοξο αυτό του βιβλίου.
Όλες οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι, δυνάμει, μέρος της προφορικής παράδοσης ενός λαϊκού πολιτισμού που διατηρεί ζωντανά τα στοιχεία του, αλλά και μέρη μιας εξαιρετικής southern gothic λογοτεχνικής συμφωνίας. Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στην Μαρία Παλαιολόγου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Πώς να σκαρφίστηκε ο γέρος της αυτή την υπόθεση με τα νομίσματα στα μάτια; Είναι ο πιο ξεροκέφαλος ετοιμοθάνατος που της έλαχε να δει. Μέχρι αιρετικός κοντεύει να γίνει. Η εουλάλια δεν μπορεί να καταλάβει προς τι τόσος φόβος για τον θάνατο, μείνε μαζί μου, γυναίκα, για να μην είμαι μόνος όταν έρθει η ώρα. Ποιος να του έχει βάλει αυτά τα πράγματα στο κεφάλι; Αφού στη Βίβλο το λέει ότι θα πάμε όλοι στον ουρανό και ότι θα υπάρχει μεγάλο φαγοπότι και ότι θα μπορέσουμε να δούμε τον Χριστό να κάθεται εκ δεξιών του Πατρός» (σελ. 33).