
Για το βιβλίο του Σαλμάν Ρούσντι [Salman Rushdie] «Η πόλη της νίκης» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Θα μπορούσε να είχε γραφτεί η Πόλη της νίκης ως αντίδοτο για τη δολοφονική επίθεση που δέχθηκε το καλοκαίρι του 2022 ο Σαλμάν Ρούσντι; Να μια ερώτηση που αναπόδραστα τίθεται, καθώς πιάνεις το νέο του μυθιστόρημα στα χέρια σου. Οι 400 σελίδες του, μάλλον, δύσκολα θα μπορούσαν να βγουν από τα χέρια του πολυτραυματία συγγραφέα, καθώς όπως δήλωσε και ο ίδιος για να γράψει το, πολύ μικρότερο σε μέγεθος, Μαχαίρι, αναγκάστηκε να κάνει τιτάνιες προσπάθειες.
Η αλήθεια είναι ότι τούτο το βιβλίο, ευτυχώς, είχε γραφτεί πριν από την επίθεση. Έτσι, το μόνο που «κατάφερε» ο φανατικός Χάντι Ματάρ ήταν να αναβάλει για κάποιο διάστημα την παγκόσμια πρεμιέρα του μυθιστορήματος. Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα να διαβάσουμε τη νέα ευφάνταστη ιστορία του Ρούσντι.
Το ταλέντο του παραμυθά
Όντως, χρειάζεται να έχει κανείς το πηγαίο ταλέντο του παραμυθά για να καταφέρει να γράψει ένα βιβλίο όπου συμβαίνουν όλα τα απίθανα. Μια πόλη φτιάχνεται από σπόρους, άνθρωποι (κι αυτοί πλασμένοι από σπόρους) πετούν στον αέρα, πουλιά σέρνονται στο έδαφος, ροζ μαϊμούδες κηρύσσουν πόλεμο στις πράσινες και τις γκρίζες μαϊμούδες με σκοπό το κέρδος. Άνθρωποι μετατρέπονται σε κοράκια για να κατασκοπεύσουν τους αντιπάλους τους, δάση μεταμορφώνουν τους άντρες σε γυναίκες, ψάρια βγαίνουν από το νερό και προσγειώνονται στα χέρια των ανθρώπων ζητώντας τους να τα φάνε και άλλα πολλά συμβαίνουν σε τούτο το μυθιστόρημα που ερανίζεται το ύφος από τα μεγάλα έπη (βλ. Μαχαμπχαράτα, Ραμαγιάνα, Γκιλκαμές) και το συνδυάζει με μια εξαιρετική μεταμοντέρνα ιδέα.
Αφηγητής του βιβλίου είναι ένας ταπεινός συγγραφέας (όπως ο ίδιος παραδέχεται σε μια κρίση μετριοφροσύνης) που προσπαθεί να μεταφέρει σε πεζό λόγο ένα φανταστικό σανσκριτικό έπος 27.000 στίχων που ήταν για καιρό θαμμένο στο έδαφος σε ένα πήλινο δοχείο. Συγγραφέας του ήταν η Πάμπα Καμπάνα, μια γυναίκα που έζησε 247 (!) χρόνια. Η χάρη της θεάς Πάμπα της εμφύσησε σε ηλικία εννέα ετών το πλεονέκτημα της μακροζωίας, αλλά και τη δυνατότητα να χτίσει από το τίποτα μια ολόκληρη πολιτεία.
Πόλη από σπόρους
Όπερ και εγένετο. Αφού πρώτα έχασε τη μητέρα της (έπεσε οικεία βουλήσει στη φωτιά για να μην την κάνουν σκλάβα οι εχθροί), πέρασε κάποια χρόνια στη σπηλιά του ασκητή Βιντιασάγκαρα, ο οποίος την κακομεταχειρίστηκε με βάναυσο τρόπο. Στη συνέχεια συνάντησε δύο αγελαδοβοσκούς, τους Χούκα και Μπούκα Σανγκάμα, οι οποίοι έγιναν κατά σειρά οι πρώτοι βασιλιάδες της πόλης της νίκης που θα ονομαστεί τελικά Μπισνάγκα. Η πόλη και οι άνθρωποί της δημιουργήθηκαν από τους σπόρους που έδωσε η Πάμπα Καμπάνα στα δύο αδέλφια, ενώ η ίδια μουρμούρισε στο αυτί κάθε νεογέννητου κατοίκου μια ιστορία του παρελθόντος του, έτσι ώστε να έχει να πορεύεται.
Όλοι ζουν, μετέχουν στη μεγάλη ιστορία της πόλης, πεθαίνουν και δίνουν τη σκυτάλη στους επόμενους.
Κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτής της πόλης τον 14ο αιώνα, επιτρέποντας στον Ρούσντι (ή μήπως στο έπος της Πάμπα Καμπάνα;) να απλώσει μπροστά μας μια ολόκληρη σάγκα που περιλαμβάνει βασιλιάδες, βασίλισσες, στρατηγούς, μηχανορράφους, φανατικούς θρησκευόμενος, εγκρατείς ηγέτες, αλλά και σεξουαλικά έκλυτους, πολεμιστές και πολεμόχαρους, αδαείς και σοφούς. Όλοι ζουν, μετέχουν στη μεγάλη ιστορία της πόλης, πεθαίνουν και δίνουν τη σκυτάλη στους επόμενους. Η μοναδική που μένει ίδια και απαράλλαχτη, νέα στην εμφάνιση και ακμαία είναι η Πάμπα Καμπάνα. Μια ευχή πήρε, κι αυτή μετατράπηκε βαθμηδόν σε κατάρα.
Βασίλισσα και εξορία
Θα γίνει δύο φορές βασίλισσα, θα κάνει τρία κορίτσια και τρία αγόρια, που όσο αυτά μεγάλωναν γίνονταν σαν γονείς της. Ερωτεύτηκε τον Πορτογάλο έμπορο και πλάνητα, Ντομίνγκο Νούνες (και τον… ξαναείδε, αιώνες μετά, άλλες δύο φορές σε ξένους που ήρθαν στην Μπισνάγκα και του έμοιαζαν). Η μητέρα της πόλης δύο φορές αναγκάστηκε να εξοριστεί (τη μια σε ένα παράξενο δάσος, στο οποίο οι άντρες που δεν ήταν σίγουροι για τους εαυτούς τους μετατρέπονταν σε γυναίκες). Διεκδίκησε πολλές φορές τη θέση της στην πόλη που «φύτεψε», αλλά στο τέλος της αρνήθηκαν ακόμη κι αυτό το ευεργέτημα και την τύφλωσαν.
Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια έγραφε και έγραφε το έπος της, θέλοντας έτσι να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη της πόλης της νίκης. Το όνειρό της ήταν στην Μπισνάγκα να αποκτήσουν οι γυναίκες ίσα δικαιώματα με τους άντρες. Ποτέ πια δεν ήθελε να ξαναδεί γυναίκες να πέφτουν στην πυρά για να γλιτώσουν από τη μανία των στρατιωτών-κατακτητών. Ένα σχέδιο υπέρτερο της εποχής της, με αποτέλεσμα να έρθει αντιμέτωπη πολλές φορές με τη μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμών πολλών ανθρώπων. Πρώτος από όλους τους εχθρούς της ήταν ο Βιντιασάγκαρα, που με τη σειρά του πάλεψε να κρατηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στη ζωή για να πολεμήσει την Πάμπα Καμπάνα.
Από γενιά σε γενιά βλέπουμε την άνοδο και την πτώση της αυτοκρατορικής δύναμης της Μπισνάγκα.
Από γενιά σε γενιά βλέπουμε την άνοδο και την πτώση της αυτοκρατορικής δύναμης της Μπισνάγκα. Σαν τη ρόδα του χρόνου και της μοίρας που δεν σταματάει να κυλάει, έτσι και οι χρυσές περίοδοι ακολουθούν κάποιες σκοτεινές και τούμπαλιν. Η Πάμπα Καμπάνα, είτε εντός είτε εκτός της πόλης, πάντα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο δημιούργημά της και ως άλλη προστάτιδα δύναμη κάνει ό,τι μπορεί για να την μετατρέψει σε πολιτεία πρότυπο. Φευ, τα μάγια των θεών που κατέχει δεν είναι ανεξάντλητα. Μάλιστα, κάποια στιγμή οι θεοί αποσύρονται με αποτέλεσμα να αφήσουν τους ανθρώπους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Ενδέχεται όλα αυτά να φαίνονται εξόχως δραματικά και πολεμόχαρα, κάτι σαν ένα ινδικό Game of Thrones. Κι όμως, είναι γραμμένα με τέτοιο κέφι που ορισμένες φορές παρασύρεσαι από την ομορφιά του μύθου, ανεξάρτητα αν αυτός κουβαλάει μπόλικο σκότος.
Η νίκη των λέξεων
Άλλωστε, τούτο το βιβλίο στηρίζεται στη γητειά των λέξεων και της μυθοπλασίας. Ο πραγματικός νικητής είναι οι λέξεις που χοροπηδούν, παίζουν, ακκίζονται, λάμνουν, απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις και έτσι από μια ιστορία ξεπηδάει μια άλλη, στη συνέχεια μια τρίτη και τέλος δεν έχει η οργιώδης φαντασία του Ρούσντι. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας εμφανίζει με έμμεσο τρόπο τις μεταπλαστικές προεκτάσεις αυτών των ευφάνταστων μύθων. Μήπως δεν σχολιάζει με τον τρόπο του την άκρατη βία, τον θρησκευτικό φανατισμό, την πατριαρχία και την εθνικιστική μανία που οδηγεί σε επεκτατικούς πολέμους;
Η παιγνιώδης γλώσσα του μυθιστορήματος δεν επιθυμεί να κρύψει την πολιτική διάσταση της πλοκής.
Η παιγνιώδης γλώσσα του μυθιστορήματος δεν επιθυμεί να κρύψει την πολιτική διάσταση της πλοκής. Η Μπισγκάνα θα μπορούσε να είναι η απόλυτη ουτοπία για τις κοινωνίες των ανθρώπων. Φαίνεται, όμως, πως κάτι τέτοιο δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί από ανθρώπους που έχουν ιδιοτελή συμφέροντα, πλανημένες ιδέες και φανατικά μυαλά. Η τύφλωση της Πάμπα Καμπάνα είναι και μια προφητική ιδέα του Ρούσντι για τον εαυτό του. Πού να ήξερε ότι λίγους μήνες μετά θα έχανε κι αυτός το ένα του μάτι όντας θύμα του θρησκόληπτου μίσους.
Δράμα και κωμωδία
Όπως όλοι ήρωες του Ρούσντι, έτσι κι αυτοί της Πόλης της νίκης φέρουν κάτι από τον γεννήτορά τους. Μοιάζουν άλλοτε σαν δραματικά όντα ή σαν γελωτοποιοί. Το δράμα με την κωμωδία εναλλάσσεται πάντα στα έργα του Ρούσντι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως γίνονται ελαφρά. Μάλλον πολυδιάστατα τα λες, δίχως να πετυχαίνουν πάντα το σκοπό τους. Η Πάμπα Καμπάνα, που είναι ο φορέας του πολιτισμού, των νέων ιδεών και της ισότητας θα μπορούσε να έχει στα φυλλοκάρδια της κάτι από τον Ρούσντι. Να γιατί εναντιώνεται σε κάθε βάρβαρη πράξη και σε κάθε σκοταδιστική ερμηνεία του κόσμου. Ο Ρούσντι συνεχίζει να ποντάρει στη δύναμη της λογοτεχνίας ως ασπίδα στον επελαύνοντα εκφασισμό του κόσμου.
Δεν γίνεται να μην σκεφτείς πως άλλος στη θέση του, με τόσα που έχει τραβήξει, θα είχε ολότελα σιγήσει και σίγουρα δεν θα είχε το σθένος και το κουράγιο να γράψει κι άλλα μυθιστορήματα. Ο Ρούσντι όχι μόνο συνεχίζει, αλλά δείχνει να διατηρεί μέσα του άσβεστη τη φλόγα της δημιουργίας. Η πόλη της νίκης είναι σε μετάφραση του πρόσφατα εκλιπόντα Γιώργου Μπλάνα, η οποία λογικά θα πρέπει να ήταν η τελευταία ή μια από τις τελευταίες του πριν φύγει αδόκητα από τη ζωή.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν η Πάμπα Καμπάνα βγήκε τελικά από τις εννέα ατέλειωτες μέρες και νύχτες μαγείας, δεν ήταν σίγουρη αν ο κοκκινομάλλης νεαρός θεός με τα πράσινα μάτια υπήρξε πραγματικά ή ήταν μόνο κάποιου είδους όραμα. Όταν κανένας στο παλάτι δεν εννοούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις της, η σύγχυσή της μεγάλωσε. Ωστόσο, ήταν απαραίτητο να βάλει στην άκρη τη σύγχυσή της για μια στιγμή, προκειμένου να δώσει το μήνυμα που περίμεναν ο Χούκα και ο Μπούκα από τη στιγμή που κατέβηκαν από το βουνό στην πόλη των ανθρώπων με το κενό βλέμμα» (σελ. 50)
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Σάλμαν Ρούσντι έχει γράψει δεκατέσσερα μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων Τα παιδιά του Μεσονυκτίου (για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Booker και με το Best of the Booker), Όνειδος, Σατανικοί στίχοι, Ο τελευταίος στεναγμός του Μαυριτανού και Κισότ, όλα υποψήφια στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Booker.
Επίσης, έχει γράψει τη συλλογή ιστοριών Ανατολή-Δύση, το αυτοβιογραφικό κείμενο Τζόζεφ Άντον, ένα έργο ρεπορτάζ και τρεις συλλογές δοκιμίων. Μεταξύ των πολλών διακρίσεών του είναι: το Βραβείο Whitbread, το οποίο κέρδισε δύο φορές· το Βραβείο ΡΕΝ/Allen Foundation Literary Service· το Βραβείο National Arts· το γαλλικό Meilleur Livre Étranger· το Αριστείον της Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης· το Μεγάλο Βραβείο της Λογοτεχνίας της Βουδαπέστης και το ιταλικό Grinzane Cavour. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Επίσης, είναι Διακεκριμένος Υπότροφος Συγγραφέας στο New York University. Είναι πρώην πρόεδρος του οργανισμού ΡΕΝ America και έχει λάβει το βραβείο ΡΕΝ Centenary Courage. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες. Το 2023 συμπεριλήφθηκε στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους της χρονιάς, σύμφωνα με το περιοδικό Time. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, απ’ όπου κυκλοφορούν και τα υπόλοιπα έργα του, πρόσφατα κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό του δοκίμιο Μαχαίρι και το μυθιστόρημα Η πόλη της νίκης.