Για το βιβλίο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι [Pier Paolo Pasolini] «Αλάνια» (μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, ο Παζολίνι με τον ηθοποιό Νινέτο Ντάβολι.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αν και γεννήθηκε στην Μπολόνια, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι ήταν στην καρδιά του πάντα ένας romanista. Η Ρώμη γυρνάει συνεχώς στο μυαλό σου, το σώμα του γνώρισε στα αφώτιστα σοκάκια της τον παράνομο έρωτα, το έργο του συχνά περιστρέφεται γύρω από τις εικόνες που συνέλεξε στους δρόμους της.
Σε ένα ποίημά του με τίτλο «Ρωμαϊκή νύχτα» γράφει:
«Για πού το έβαλες νυχτιάτικα στη Ρώμη,
σε δρόμους, όπου με τρόλεϊ και τραμ ο κόσμος
επιστρέφει; Βιαστικός, ανυπόμονος
λες και σε περιμένει εξοντωτική εργασία,
απ’ την οποία οι άλλοι τυχαίνει και γυρίζουν;
Είναι ακριβώς το απόδειπνο, όταν ο αέρας
μυρίζει ζεστή οικογενειακή απελπισία,
που ξεχειλίζει σε χίλιες κατσαρόλες, σε μεγάλους
ηλεκτροδοτημένους δρόμους, και σε άλλους
όπου πιο ευδιάκριτα λάμπουν τα αστέρια».
Είναι αυτές οι σκηνές του δρόμου, βουτηγμένες στην απελπισία της στεγνής πραγματικότητας, του εργατικού μόχθου και της ανέχειας που κεντρίζουν το δημιουργικό μυαλό του.
Μια άλλη Ρώμη
Για τον Παζολίνι η Ρώμη δεν έχει καμία σχέση με την πλουμιστή αρχαία κόρη που εμφανίζεται στα ταξιδιωτικά έντυπα. Καμία Ανίτα Έκμπεργκ δεν πρόκειται να χορέψει γι’ αυτόν στην Φοντάνα Ντι Τρέβι, όπως συνέβη στην Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι. Το μυθιστόρημά του Αλάνια, το πρώτο που εξέδωσε, δεικνύει πλήρως την οπτική γωνία του σπουδαίου κινηματογραφιστή, ποιητή και συγγραφέα. Πρόκειται για την ποιητική ενός περιθωρίου άγριου, αδυνάστευτου, οργισμένου, λησμονημένου από όλους.
Τη στιγμή που η Ιταλία, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, να διαχειριστεί τις τύψεις που της δημιούργησε το καθεστώς του Μουσολίνι και να βρει το δρόμο προς την οικονομική άνοδο, οι παρίες μένουν στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας αμετακίνητοι. Ουδεμία μέριμνα -κρατική ή μη- δεν υπάρχει γι’ αυτούς.
Πηγαίος ρεαλισμός
Ο Παζολίνι, με όπλο τον πηγαίο έως αφοπλιστικό ρεαλισμό, ο οποίος δεν σκοπεύει να κρύψει τίποτα, αντίθετα να φέρει στο φως τη χθαμαλή ζωή των αλανιών του, μιλάει για τα παραμελημένα προάστια της Ρώμης, στα οποία διαβιοί ένας κόσμος αντιφατικός, ουσιωδώς παραγκωνισμένος και πολλάκις καταπονημένος.
Τα παιδιά αυτών των περιοχών, γόνοι του αστικού υποπρολεταριάτου, είναι τα πρώτα που δέχονται τα επίχειρα αυτού του αποκλεισμού. Ανδρώνονται μέσω της βίας, μεγαλώνουν πριν από την ώρα τους, μαθαίνουν την αλφαβήτα της παραβατικότητας, κινδυνεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή να συλληφθούν ή ακόμη και να πεθάνουν. Κι όμως, παρά τους λογής βασανισμούς τους, συχνά εμφανίζουν μια ειλικρινή ανθρωπιά, που μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου τους, λάμπει σαν ακατέργαστο διαμάντι.
Έντονη πολεμική
Είναι αλήθεια πως με το που τοποθετήθηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων, το βιβλίο και ο Παζολίνι δέχθηκαν έντονη πολεμική. Οι αστοί το θεώρησαν ως μια ευθεία προσβολή στην πόλη και τη χώρα. Εις το όνομα της «αγαθής» προόδου, αυτά τα αλάνια έγιναν μια μουντζούρα που δεν καθαριζόταν εύκολα.
Είναι γνωστό, βέβαια, πως ο αντικομφορμιστής Παζολίνι αντιτάχθηκε στην ψευδαίσθηση της αστικής κοινωνίας, για να δώσει φωνή σε αυτούς που δεν είχαν φωνή. Σε αυτόν τον κόσμο των απόκληρων βρήκε την αυθεντικότητα της ζωής, αλλά και του έργου του (κινηματογραφικού και συγγραφικού).
Σίγουρα, στην επιτυχία του μυθιστορήματος βοήθησε και η κατηγορία περί χυδαιότητας που του απαγγέλθηκε, από την οποία όμως ο Παζολίνι αθωώθηκε πλήρως. Σε μια επιστολή του από τον Νοέμβριο του 1954 προς τον εκδότη Livio Garzanti, ο Παζολίνι εξηγεί λεπτομερώς το περίγραμμα του μυθιστορήματος που έγραφε πυρετωδώς.
Τότε δεν έγινε κατανοητή η μεγάλη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος, «υποβιβάζοντας το έργο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ένα κοινωνικό λείψανο, ένα απλό ντοκιμαντέρ για τα ρωμαϊκά προάστια», όπως συμπληρώνει.
Αυτές οι επιστολές δείχνουν τα μεγάλα δομικά και υφολογικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Παζολίνι κατά τη συγγραφή, αλλά κυρίως αναδεικνύουν «μια ποιητική που επιλέγει αμέσως τη ρητή σχέση με την ιστορία και την παρούσα πραγματικότητα. Μια ριζοσπαστική και προφανώς αντιλογοτεχνική επιλογή, που παρεξηγήθηκε και κρίθηκε βιαστικά από την κριτική της εποχής», όπως γράφει ο ίδιος. Τότε δεν έγινε κατανοητή η μεγάλη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος, «υποβιβάζοντας το έργο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ένα κοινωνικό λείψανο, ένα απλό ντοκιμαντέρ για τα ρωμαϊκά προάστια», όπως συμπληρώνει.
Ηθική πλευρά
Υπάρχει μια ηθική πλευρά στο συγκεκριμένο βιβλίο που δεν γίνεται να παρασιωπηθεί. Ο Παζόλινι δείχνει όσο πιο έκτυπα γίνεται πως ο φασιστικός πόλεμος μετέτρεψε αυτά τα παιδιά σε άγρια ζώα. Τα περισσότερα είναι αμόρφωτα, βίαια, παραβατικά. Κι αντί η νέα κατάσταση να τους συμπεριφερθεί διαφορετικά, αντιδρά με εξουσιαστικό τρόπο στον βιταλισμό τους, θέλοντας έτσι να επιβάλλει την ηθική της ιδεολογία.
Το βιβλίο έχει μια μορφή καταστατικής στράτευσης, αν και ο Παζολίνι ούτε ανακατεύεται ούτε παίρνει θέση. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε οκτώ μεγάλα κεφάλαια που είναι σαν να μας μεταφέρει κάθε φορά σε άλλη συνοικία. Από το Φερομπετό έως τη Βίλα Μποργκέζε κι από τα τείχη της Πόρτα Μετρόνια έως την Ντόνα Ολίμπια.
Το γλωσσικό όχημα
Το γλωσσικό όχημα είναι αυτό που μετατρέπει τις ιστορίες του μικρού Σγουρομάλλη και της παρέας του σε γάργαρο και ζωντανό αφήγημα. Οτιδήποτε λέγεται είναι η πηγαία γλώσσα του δρόμου. Μια αργκό της Ρώμης και μόνο αυτής, την οποία αυτά τα χαμίνια με τα παράξενα ονόματα όπως Βαρέλας, Κεφάλας, Μπαρμπούκιας, Λυκάκι και άλλα πολλά, γνωρίζουν καλύτερα από την επίσημη ιταλική.
Στην ουσία, πρόκεται για μια πολύ καυτή μέρα του Ιουλίου της ζωής του Σγουρομάλλη που γυρνάει από εδώ κι από εκεί, εμπλέκοντας τον εαυτό του διαρκώς σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά δείχνει τη μεγάλη του γενναιοδωρία όταν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στον Τίβερη με φίλους, ρισκάρει τη ζωή του για να σώσει ένα χελιδόνι που πνίγεται. Τον βρίσκουμε στην Όστια με την ιερόδουλη Νάντια που τον ληστεύει, ενώ μια κατάρρευση στο κτίριο όπου μένει σκοτώνει τη μητέρα του και τον φίλο του Μαρτσέλο.
Ο Σγουρομάλλης ολοένα βρίσκεται στο χείλος της σύλληψης και τελικά δεν την γλιτώνει.
Αφού προσπάθησαν να μεταπωλήσουν μερικές πολυθρόνες, ο Σγουρομάλλης και ένας σύντροφός τους πέφτουν θύματα ληστείας μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα, όμως, θα πάρουν το αίμα τους πίσω αρπάζοντας το πορτοφίλι μιας κυρίας σε ένα λεωφορείο. Ο Σγουρομάλλης ολοένα βρίσκεται στο χείλος της σύλληψης και τελικά δεν την γλιτώνει. Όπως στην πραγματικότητα κανένα από αυτά τα παιδιά δεν θα έχει καλή τύχη. Ακόμη και οι πλάκες και τα παιχνίδια τους έχουν κάτι από πόλεμο εν εξελίξει. Η συντροφικότητα πηγαίνει σιμά με τη σκληρότητα. Ο Σγουρομάλλης που σώζει ένα πουλί, θα τρέξει να εξαφανιστεί όταν στο τέλος ένα παιδί θα πνιγεί στο ποτάμι. Δεν θα το σώσει και δεν σκοπεύει να μείνει στο μέρος, κινδυνεύοντας να συλληφθεί.
Η μετάφραση ενός τέτοιου βιβλίου προϋποθέτει άσκηση σε μια γλώσσα που μοιάζει ιταλική, αλλά είναι κάτι άλλο. Πρόκειται για μια γλώσσα φορτισμένη με περίεργα ηχοχρώματα, ιδιωματισμούς, δημιουργημένες φράσεις στο πεζοδρόμιο, βρισιές και οικτριρμούς που λέγονται με χαρακτηριστική ευκολία. Ο Γιώργος Κεντρωτής επικεντρώθηκε σε τούτο το έργο, καθώς είναι φανερό πως δίχως τη «σωστή» γλώσσα αυτό το μυθιστόρημα χάνει όλη την αξία του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πάνω στην ανισόπεδη διάβαση του σταθμού Τιμπουρτίνα δύο παιδιά έσπρωχναν ένα καρότσι φορτωμένο πολυθρόνες. Ήταν πρωί, και πάνω στη γέφυρα τα γέρικα λεωφορεία -εκείνο που πήγαινε για το Μόντε Σάκρο, το άλλο για το Τιμπουρτίνο Τρέτσο, το άλλο για το Σετεκαμίνι και το 409, που έστριβε αμέσως μετά τη γέφυρα για να πάει στο Καζάλ Μπερτόνε και στην Άκουα Μπουλικάντε κατευθυνόμενο προς την Πόρτα Φούρμπα- έκοβαν ταχύτητα περνώντας ξσυτά ανάμεσ’ από το πλήθος, ανάμεσ’ από τα τρίκυκλα και τα καρότσια των παλιατζήδων, ανάμεσ’ απ’ τα ποδήλατα των πιτσιρικάδων και τις κόκκινες σούστες των χωριατών που γύρναγαν με όλο τους το πάσο από τις αγορές τραβώντας προς τα κηποπερίβολα της περιφέρειας» (σελ. 101)