![Edvard Munch Ashes 1895](/images/2024/12-DEKEMVRIOS/Edvard_Munch_-_Ashes_1895.jpg)
Για το βιβλίο της Μπρέντα Ναβάρο [Brenda Navarro] «Στάχτη στο στόμα» (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας «Στάχτες» [1895], του Edvard Munch.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Με μια πτώση εκκινεί το μυθιστόρημα της Μπρέντα Ναβάρο. Μια πτώση που ακυρώνει κάθε πνοή ζωής και περιζώνει το μέλλον. Ό,τι θα διαβάσουμε στη συνέχεια έχει ως απαρχή αυτή τη ρήξη με τη ζωή.
Η αυτοκτονία του νεαρού Ντιέγο καθορίζει τα πάντα, επισκιάζει όλες τις σκέψεις, ακυρώνει κάθε ρίζα αισιοδοξίας, αρνείται τη λήθη, επιβάλλει τη βαριά σκιά της. Κι ενώ πιστεύεις πως το κορυφαίο γεγονός αυτού του βιβλίου, καθώς αναφέρεται από την πρώτη σελίδα, είναι ικανό να κάνει όσα έπονται να φαίνονται επουσιώδη, στην ουσία τους δίνει μεγαλύτερη υπόσταση.
Μονόλογος
Ένας χειμαρρώδης μονόλογος είναι όλη η ιστορία. Ξεδιπλώνεται κατά κύματα από το μυαλό της αδελφής του Ντιέγο, ανασύρεται κομμάτι κομμάτι το παρελθόν, ξεκολλάει, θαρρείς, με πόνο από πάνω της, για να διατυπωθεί με λέξεις που άλλοτε ζεσταίνουν κι άλλοτε καίνε.
Τα δύο παιδιά τα βρίσκουμε στην αρχή στο Μεξικό να ζουν με τους παππούδες τους. Η μητέρα τους βρίσκεται στη Μαδρίτη ως μετανάστρια αναζητώνοντας μια καλύτερη τύχη. Πατρική φιγούρα δεν υπάρχει. Άλλωστε, ο πατέρας του κοριτσιού (άλλος από αυτόν του αγοριού) είναι άγνωστος ή, τουλάχιστον, η μητέρα δεν τον αποκαλύπτει, καθώς ενδέχεται να έπεσε θύμα βιασμού.
Η απουσία της μάνας γεννάει ένα κενό στα παιδιά που δεν γίνεται να καλυφθεί. Ο μικρός Ντιέγο μεγαλώνει ουσιαστικά με τη μεγαλύτερη αδελφή του ως μαμά. Τα δύο παιδιά τα ενώνει κάτι αξεδιάλυτο.
Επανένωση
Όταν θα καταφέρουν να ταξιδεύσουν στην Ισπανία, η επανένωση με τη μητρική φιγούρα δεν θα είναι ανέφελη. Κάτι χάθηκε στην πορεία, κάτι δεν γίνεται να επανασυγκοληθεί. Μόνοι μεταξύ μόνων, αυτά τα τρία άτομα, το καθένα με τον τρόπο του, θα βιώσουν τη μοναξιά του ξένου τόπου, την αποκτήνωση της μαύρης εργασίας, τον ρατσισμό και την καταπίεση ως εξουσιαστικό μηχανισμό.
Η φεμινιστική και πολιτική θέση που παίρνει η Ναβάρο είναι ολοκάθαρη και -ως φαίνεται- προγραμματική. Τούτο, όμως, δεν ακυρώνει το πηγαίο συναίσθημα που αναδύεται από τα λόγια της πρωταγωνίστριας. Θρηνεί πραγματικά για τον αδόκητο χαμό του αδελφού της. Ο τραχύς γδούπος που κάνει το σώμα του μόλις προσκρούει βίαια στο έδαφος, είναι ουσιαστικά το ηχητικό τέμπο του μονολόγου της.
Κάνοντας συνεχόμενες αναδρομές, ενώνει τα κομμάτια ενός παζλ που με κανένα τρόπο δεν μπορείς να το ονομάσεις ζωή. Αυτό που έχουν βιώσει τα παιδιά, αλλά και η μητέρα τους είναι ο ορισμός της αποδρομής από εκείνο που ένας άνθρωπος θα ονειρευόταν να ζήσει.
![]() |
Η Μπρέντα Ναβάρο (Μεξικό 1982) σπούδασε Κοινωνιολογία και Φεμινιστική Οικονομία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού και έκανε μεταπτυχιακό στις Σπουδές Φύλου στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Το 2016 ίδρυσε την #EnjambreLiterario, μια ομάδα που προωθεί τις γυναίκες συγγραφείς. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Άδεια Σπίτια (Εκδόσεις Carnívora, 2021) τιμήθηκε με το Βραβείο Tigre Juan και το βραβείο English PEN Translation Award, μεταφράστηκε σε εφτά γλώσσες και γνωρίζει συνεχείς ανατυπώσεις. Tο Στάχτη στο Στόμα τιμήθηκε με το Βραβείο Cálamo και το Βραβείο Libro del Año LdM. |
Οι δύσκολες συνθήκες
Γυναίκες από διάφορα σημεία της Λατινικής Αμερικής απαντούν στο δίλημμα «ΗΠΑ ή Ισπανία», μεταβαίνοντας στην Ιβηρική Χερσόνησο. Στόχος τους είναι να ξεφύγουν από τη βία των χωρων τους και τις ελάχιστες ευκαιρίες που τους παρέχει. Αυτό που βρίσκουν στο νέο τόπο τους, πόρρω απέχει από μια δουλειά της προκοπής που θα τους επιτρέψει να ονειρευτούν ένα καλύτερο αύριο. Το κορίτσι, μέσω του μονολόγου του, μάς πληροφορεί για την κακοπληρωμένη εργασία της προσέχοντας μωρά ή γέρους ανθρώπους.
Υποφέρει την αδυναμία, τη γύμνια, την τρωτότητά τους. Καταπίνει προσβολές, αποδέχεται στωικά την απουσία εργασιακών δικαιωμάτων. Οι γυναίκες σε τούτο το μυθιστόρημα είναι διαρκώς τα θύματα μιας κοινωνίας που τις βλέπει ως αναπαραγωγικά όντα, ως σεξουαλικά αντικείμενα, ως σάκο του μποξ ή ως εργάτριες μιας χρήσης. Ακόμη κι όταν αυτές συνασπίζονται για να βρουν το δίκιο τους, στην ουσία άλλο δεν κάνουν από το να περιχαρακώνονται έναντι μιας κοινωνίας που δεν προτίθεται να τις αποδεχθεί και να συνομιλήσει μαζί τους επί ίσοις όροις.
Δύο αντιδράσεις
Η αφηγήτρια αμφιρρέπει μεταξύ δύο αντιδράσεων: τη συναισθηματική όταν αναφέρεται στον αδελφό της και τη ψυχρή όταν μιλάει για τη μητέρα της ή για την εργασιακή της εμπειρία. Φαίνεται πως στην πρώτη περίπτωση αφήνει το τραύμα να μιλήσει και στη δεύτερη τη λογική να πάρει τα ηνία. Ουσιαστικά χρησιμοποιεί την αποσπασιοποίηση ως ασπίδα προστασίας.
Όταν το κορίτσι θα αποφασίσει να πάει στη Βαρκελώνη, έτσι ώστε μόνη της πλέον να ορίσει τη ζωή της, θα καταλάβει πως τίποτα δεν κερδίζεται στον ξένο τόπο δίχως μεγάλο τίμημα. Η απομάκρυνση από την οικογένεια και τη χώρα της θα λειτουργήσουν «ύπουλα» και υπόγεια εναντίον της.
Οι άντρες του μυθιστορήματος είναι είτε βίαιοι είτε απόντες. Από τον άγνωστο πατέρα της πρωταγωνίστριας έως τον φίλο της, Τομ, το καθηγητή αγγλικών, που της συμπεριφέρεται με απαξιωτικό τρόπο όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να την εξουσιάζει. Ο μοναδικός αντρικός χαρακτήρας που δείχνει την τρωτότητά του, ακόμη κι όταν εμφανίζεται επιτιθέμενος, είναι ο Ντιέγο που προσωποποιεί όλη την αποξένωση, τη μοναξιά και το αβίωτο που μπορεί να αισθανθεί ένας Μεξικανός μετανάστης στη Μαδρίτη. Το απονενοημένο διάβημά του δεν είναι τίποτα άλλο από μια δήλωση, ένα μη περαιτέρω, ένα άχθος που δεν αντέχει να κουβαλήσει άλλο.
Οι στάχτες
Μια από τις πλέον συγκινητικές στιγμές του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, είναι όταν το κορίτσι επιστρέφει στο Μεξικό μαζί με τις στάχτες του αδελφού της, και μπουκιά-μπουκιά τον καταπίνει. Μια ιεροτελεστική-παρηγορητική πράξη κατάποσης της αδελφικής απουσίας, της θύμησης και του αγαπημένου σώματος που χάθηκε για πάντα.
Τούτο το κορίτσι θα μπορούσε να είναι το οποιοδήποτε. Μπορεί να είναι αφηγήτρια, μπορεί τα περισσότερα δεδομένα του βιβλίου να κυκλώνουν τη δική της ζωή, ωστόσο λειτουργεί και ως συνδεκτικός κρίκος για άλλες, παράλληλες διηγήσεις (κυρίως γυναικών).
Πολυφωνία
Ο δικός της μονόλογος ρίχνει φως στη ζωή της μητέρας της, της γιαγιάς της, της κυρίας Λάουρας, μιας γηραιάς γυναίκας που φρόντιζε επί οκτώ μήνες και η οποία είχε πέσει θύμα της ανάλγητης εγγονής της.
Μαθαίνουμε ακόμη για το πώς ζουν οι «ξαδέλφες», όπως ονομάζουν τους εαυτούς τους οι Λατίνες που εργάζονται ως καθαρίστριες που δεν έχουν νόμιμα χαρτιά. Η πολυφωνική διάσταση του μυθιστορήματος δεν λειτουργεί πάντα, καθώς κάποιες εικόνες έρχονται στιγμαία, διευθετούνται ακροθιγώς κι ύστερα χάνονται.
Ακόμη κι έτσι, όμως, αυτό το μυθιστόρημα με την πυκνότητα και τις εναλλαγές του, σε παρασύρει σε μια δίνη. Το φεμινιστικό του πρόταγμα το εντάσσει στη σημερινή κοινωνική προβληματική που «ξαναδιαβάζει» τη θέση της γυναίκας, προσπαθώντας -αυτή τη φορά- να την τοποθετήσει εκεί που πραγματικά της αξίζει. Η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη είναι ένα από τα θετικά αυτού του βιβλίου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Διάβασα στο Ίντερνετ ότι οι στάχτες των νεκρών δεν είναι τοξικές και ότι κατά κανόνα δεν είναι παρά κυτταρίνη, τανίνες, άλατα ασβεστίου και ποτάσιο, ανθρακικά και φωσφορικά άλατα. Ποτέ μου δεν αρρώστησα επειδή έτρωγα τις στάχτες του Ντιέγο. Το βράδυ που πήγα να δω τον βωμό του στο σπίτι του θείου μου, προτού φύγουμε για το αεροδρόμιο, έβαλα μια χούφτα ακόμη από κείνον σε μια πλαστική σακούλα και την έχωσα ανάμεσα στα ρούχα στη βαλίτσα. Δεν ξέρω γιατί έτρωγα τον αδελφό μου, με ηρεμούσε, όμως» (σελ. 157).