
Για το βιβλίο του Μάριο Μπενεδέτι [Mario Benedetti] «Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: από τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος, με ιστορικό πλαίσιο τη 12χρονη δικτατορία της Ουρουγουάης.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Το 1985, η επονομαζόμενη «12χρονη νύχτα» του λαού της Ουρουγουάης θα τερματιστεί με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί μια απηνής δικτατορία που ξεκίνησε με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 23ης Ιουνίου 1973, το οποίο μετέτρεψε τη χώρα σε αγρό αίματος. Εκατοντάδες Τουπαμάρος και αριστεροί λοιπών οργανώσεων φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και πέθαναν στον βωμό των ιδεών τους. Ένας εξ αυτών είναι ο επινοημένος (;) Σαντιάγο του μυθιστορήματος του Μάριο Μπενεδέτι Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Gutenberg).
Επί πέντε ολόκληρα χρόνια (τα μετρούσε λεπτό-λεπτό, μέρα-μέρα) φυλακίστηκε, ενώ η γυναίκα του, Γρασιέλα, η κόρη του, Μπεατρίς και ο πατέρας του, Δον Ραφαέλ, ζουν εξόριστοι σε άλλη χώρα. Μέσα σε ένα βράδυ μια οικογένεια διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη.
Ό,τι απόμεινε από αυτή τη δραματική αλλαγή στις σχέσεις τους ήταν κάποια λογοκριμένα γράμματα από και προς τη φυλακή, ενθυμήσεις καλών στιγμών, αμφιβολίες για το πόσο κοντά μπορούν να μείνουν παρά την αναγκαστική απόσταση, καθώς και μια ακραία δυσκολία να προσαρμοστούν όλοι στις νέες συνθήκες. Ο Μπενεδέτι, εξέχουσα μορφή των γραμμάτων της Ουρουγουάης κι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, μετέχει στο βιβλίο στο μέρος που του αναλογεί.
Οι πολλές φωνές
Έντονα πολιτικοποιημένος κι ίδιος έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα την περίοδο που ήταν πολιτικός εξόριστος. Μάλιστα, το εν λόγω βιβλίο κατέχει σημαντική θέση στη λαμπρή εργογραφία του, καθώς είναι το μοναδικό τεκμήριο που κατέθεσε από εκείνη τη σκληρή περίοδο. Αποφάσισε, δε, να το συνθέσει ως ένα πολυφωνικό μπολερό για την απώλεια, τον πόνο, τη διάλυση, αλλά και την κατάρρευση μιας χώρας που συμπαρέσυρε και τους απλούς πολίτες. Ιδιαιτέρως εκείνους που δέχθηκαν τα βάναυσα επίχειρα της δικτατορίας.
Έντονα πολιτικοποιημένος κι ίδιος έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα την περίοδο που ήταν πολιτικός εξόριστος. Μάλιστα, το εν λόγω βιβλίο κατέχει σημαντική θέση στη λαμπρή εργογραφία του, καθώς είναι το μοναδικό τεκμήριο που κατέθεσε από εκείνη τη σκληρή περίοδο.
Κάπως έτσι διαβάζουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Σαντιάγο μέσω των φλογερών γραμμάτων που στέλνει στη γυναίκα του, αλλά και στα λιγότερο ένθερμα που έχουν ως παραλήπτη τον πατέρα του.
Ο Σαντιάγο προσπαθεί να διατηρήσει έστω και ένα ελάχιστο ψήγμα λογικής και αντίστασης ενθυμούμενος τις όμορφες ημέρες που έζησε δίπλα στη Γρασιέλα και τις ελάχιστες στιγμές που πρόλαβε να γνωρίσει την κόρη του. Παραμένει παθιασμένος και ερωτευμένος, εξιδανικεύοντας τη Γρασιέλα μπρος στο ζόφο που είναι αναγκασμένος να βιώνει καθημερινά. Δεν σπάει, δεν μαρτυράει τους συντρόφους του, αμύνεται σε κάθε κατρακύλισμα στην τρέλα, μαθαίνει να αντέχει τα χτυπήματα των βασανιστών του, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα βγει από τη φυλακή και θα συναντήσει ξανά τους αγαπημένους του.
Η Γρασιέλα μάς αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις της είτε μονολογώντας είτε ερχόμενη σε επαφή με τον πεθερό της, αλλά και τον σύντροφο του άντρα της, τον εργένη και γυναικά Ρολάνδρο. Βιώνει την αποξένωση με έντονο τρόπο. Αισθάνεται το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Δεν είναι σε θέση να διατηρήσει τη φλόγα της αγάπης αναμμένη. Ιδεολογικά παραμένει κοντά στον άντρα της, αλλά συναισθηματικά ολοένα και περισσότερο γλιστράει σε μια νωθρή αποστασιοποίηση.
Λογικό και επόμενο, μέσα στη πνιγηρή μοναξιά που βιώνει να πέσει στην αγκαλιά του Ρολάνδο αναζητώντας ένα στήριγμα, αλλά και ένα σώμα που να μπορεί να την δει ως γυναίκα με σάρκα και οστά.
Η συντριβή της παλιάς γενιάς
Η συντριβή της παλιάς γενιάς αποκτάει φωνή μέσω του Δον Ραφαέλ, ο οποίος ζει το δράμα της φυλάκισης του γιου του, τη διάλυση της χώρας του, αλλά και τον δικό του πνιγηρό νόστο για τη χώρα του.
Πρώτα έχασε τη γυναίκα του, στη συνέχεια τον γιο του και τώρα τον ίδιο του τον εαυτό που παραδέρνει σε μια ξένη χώρα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Θα ζήσει από κοντά τη μεταστροφή της Γαβριέλα και θα την δικαιολογήσει, γνωρίζοντας πως η δικτατορία, ακόμη και όταν πέσει, θα έχει αφήσει βαθιές πληγές σε όλους.
Μέσα στην απλότητα και την ευθύτητα των δικών της καταγραφών βλέπουμε την αθώα και παιχνιδιάρικη εκδοχή των σκοτεινών ημερών. Όχι, όμως, απαλλαγμένη εντελώς από ένα κρυφό δράμα που καίει το μυαλό της μικρής, το οποίο δεν μπορεί να κάνει συγκεκριμένο λόγω της ηλικίας της.
Η μικρή Μπεατρίς αντιπροσωπεύει, φυσικά, το μέλλον. Μέσα στην απλότητα και την ευθύτητα των δικών της καταγραφών βλέπουμε την αθώα και παιχνιδιάρικη εκδοχή των σκοτεινών ημερών. Όχι, όμως, απαλλαγμένη εντελώς από ένα κρυφό δράμα που καίει το μυαλό της μικρής, το οποίο δεν μπορεί να κάνει συγκεκριμένο λόγω της ηλικίας της. Φτάνει η απουσία του πατέρα να πυροδοτήσει μέσα της διάφορες σκέψεις.
Υπάρχει ακόμη η εκδοχή του Ρολάνδρο που ταλαντεύεται μεταξύ της συντροφικής αλληλεγγύης προς τον Σαντιάγο και της έντονης έλξης που του ασκεί η Γαβριέλα. Οι τύψεις τον περικυκλώνουν, όσο δεν γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί εάν και εφόσον ο Σαντιάγο αφεθεί ελεύθερος.
Η κορύφωση του δράματος
Αυτό θα συμβεί έπειτα από πέντε χρόνια εγκλεισμού και τότε είναι που το δράμα κορυφώνεται. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει όταν θα ενωθούν τα κομμάτια ή αν θα ενωθούν. Ο Μπενεδέτι επιλέγει να μας δείξει την εσωτερική αναταραχή που προκαλεί σε όλους –κυρίως στον Σαντιάγο– η άνοιξη της αποφυλάκισής του. Μια άνοιξη σπασμένη, λεηλατημένη, κι όμως ακόμη φωτεινή και ελπιδοφόρα. Ουδείς γνωρίζει αν τελικά θα τη ζήσει στο έπακρο ή γυρνώντας από τη φυλακή όλα θα έχουν αλλάξει, ακόμη και ο ίδιος.
Έντονο ενδιαφέρον έχουν και οι προσωπικές καταγραφές του Μπενεδέτι που λειτουργούν ως ιντερλούδια μέσα στο μυθιστόρημα. Πρόκειται για αληθινές ιστορίες την περίοδο της εξορίας του (δικές του ή άλλων) που δείχνουν με έκτυπο τρόπο πώς μια δικτατορία είναι ικανή να διαλύσει τις ζωές των ανθρώπων.
Όλες αυτές οι θρυμματισμένες φωνές, με το γρέζι του πόνου και την πικρία για τα γυρίσματα της Ιστορίας, σίγουρα θυμίζουν και σε ‘μας πολλά πράγματα. Ηχούν τόσο οικείες καθώς διαβάζουμε το αποτύπωμά τους. Αρκεί να θυμηθούμε αντίστοιχα βιβλία που γράφτηκαν από Έλληνες συγγραφείς την περίοδο της δικής μας επταετίας, τα οποία καταγράφουν την ίδια αγωνία, αλλά και παρόμοια ελπίδα για το μέλλον. Έστω και τραυματισμένη ελπίδα. Η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου αναδεικνύει όλο τον πηγαίο πλούτο αυτού του μυθιστορήματος που μέσα στη σκληρή απλότητά του σε «χτυπάει» κατάστηθα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν έρχονται νέα σου είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο. Αυτά που μου διηγείσαι για σένα, για τις Μπεταρίς, για τον Γέρο, για τη δουλειά, για την πόλη. Ζωντανεύουν μπροστά μου τα ωράρια του καθενός κι έτσι μπορώ οποιαδήποτε στιγμή να οργανώσω τις εικόνες μου: τώρα η Γρασιέλα θα γράφει στη γραφομηχανή ή ο Γέρος θα τελειώνει αυτή τη στιγμή το μάθημά του ή η Μπεατρίς θα τρώει το πρωινό της πολύ βιαστική επειδή έχει αργήσει στο σχολείο. Όταν κανείς είναι αναγκασμένος να είναι αθεράπευτα ακίνητος, είναι εντυπωσιακή η πνευματική ευκινησία που μπορεί να αποκτήσει» (σελ. 89)