Για το μυθιστόρημα του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο [Santiago Roncagliolo] «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: η Ιερά Εξέταση επί τω έργω © Britannica.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Στο Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη) βγάζει από την κρύπτη του παρελθόντος τα αίσχη μια κλειστής κάστας ανθρώπων που εκμεταλλεύονταν μικρά παιδιά διαπράττοντας πλήθος ατιμωτικές πράξεις εις βάρος τους. Στις Καρφίτσες στην άμμο (μτφρ. Κώστας Αθανασίου) μια παρέα τεσσάρων νέων παιδιών, εν μέσω της ταραγμένης δεκαετίας του ‘90 στο Περού, ανδρώνεται με σκληρό τρόπο. Τουτέστιν: μαθαίνει τον σκληροτράχηλο κόσμο των μεγάλων με ένα παιχνίδι που καταλήγει σε τραγωδία. Στην Εσχάτη των ποινών (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη) οι Περουβιανοί παρακολουθούν εκστασιαμένοι το Μουντιάλ του ‘78, στο οποίο μετέχει η ομάδα της χώρας τους, ωστόσο κάπου στο βάθος, εκεί που βασιλεύουν οι δύσοσμες σκιές, ένας άντρας δολοφονείται. Κάπως έτσι αποκαλύπτεται σιγά σιγά μια από τις πλέον απάνθρωπες σελίδες της Λατινικής Αμερικής που τη δεκαετία του ‘70 έζησε κάτω από την «μπότα» πολλών δικτατορικών καθεστώτων.
Αν υπάρχει κάτι κοινό στο μεταλύτερο μέρος της εργογραφίας του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (εξ ου και η δειγματοληπτική διάθεση του προλόγου) είναι η πρόθεσή τoυ να ακουμπήσει με γυμνά χέρια την ιστορία της χώρας του. Την πρόσφατη, αλλά κι εκείνη που κείται στα βάθη του χρόνου.
Άλλοτε χρησιμοποιεί την αστυνομική ίντριγκα, άλλοτε καρυκεύει την πλοκή με στοιχεία θρίλερ κι άλλοτε βάζει την ιστορία μέσα σε ένα δραστικό πολιτικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα (από τους πλέον γνωστούς αυτή τη στιγμή της Λατινικής Αμερικής) που ενώ οι προθέσεις του, πάνω κάτω, είναι «δεδομένες», τα μυθιστορήματα που μάς παραδίδει στέκουν αγέρωχα λόγω της πρωτοτυπίας τους.
O ακραίος καθολικισμός
Αυτό συμβαίνει και με το νέο του -πολυσέλιδο- μυθιστόρημα Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας, το οποίο αγγίζει τα όρια του επικού. Για άλλη μια φορά βάζει στο μικροσκόπιο τον ακραίο καθολικισμό, μόνο που τώρα μάς πηγαίνει πολύ πίσω: στο 1623, την περίοδο της Αντιβασιλείας του Περού. Μια νύχτα βουερή εκείνης της χρονιάς, μια νύχτα που όλα τα στοιχεία της φύσης συνωμοτούν υπέρ μιας πράξης δαιμονικής, στην καθολική μονή της Αγίας Κλάρας μια μοναχή γεννάει ένα τέρας.
Ένα απόκοσμο πλάσμα που φέρει δύο κεφάλια, διχαλωτή γλώσσα και σκούζει σαν γουρούνι που το σφάζουν (όπως γράφει εύγλωττα και ο Ρονκαλιόλο). Ήρθε, λοιπόν, ένα τέκνο του διαβόλου επί της γης; Επιτόπου σπεύδει να διερευνήσει τα διαδραματιζόμενα ο αστυνόμος του δικαστηρίου του Ιερού Λειτουργήματος (βλ. κατώτατος λειτουργός της Ιεράς Εξέτασης) Αλόνσο Μοράλες.
Ο Ρονκαλιόλο καταφέρνει εξαρχής να δημιουργήσει το κατάλληλο «μικροκλίμα» μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί μια ιστορία του μακρινού 17ου αιώνα. Τούτο βοηθάει στο να καταδυθείς, εσύ ο σύγχρονος αναγνώστης, σε έναν κόσμο που είναι μεν μακρινός, αλλά και ταυτόχρονα οικείος.
Η πλοκή αναπτύσσεται μέσα από τα λόγια του Μοράλες που απευθύνεται στους Ιερούς δικαστές θέλοντας να πει τη δική του εκδοχή της ιστορίας έτσι όπως την έζησε από κοντά και έτσι όπως προσπάθησε να βρει μια λογική άκρη.
Την ίδια στιγμή συμβαίνουν δύο γεγονότα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση: η γυναίκα που γέννησε το διαβολικό ον απάγεται το ίδιο βράδυ, τη στιγμή που ο Μοράλες και δύο βοηθοί του την μετέφεραν σε κελί και κάνει την εμφάνισή της μια παράξενη γυναίκα, η Ρόζα Φλόρες δε Ολίβα, που έχει την ικανότητα να συνομιλεί τόσο με το Θεό όσο και με τον διάβολο. Τι είναι, άραγε; Μάγισσα ή αγία;
Ο Ρονκαλιόλο καταφέρνει εξαρχής δύο σημαντικά πράγματα: πρώτον να δημιουργήσει το κατάλληλο «μικροκλίμα» μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί μια ιστορία του μακρινού 17ου αιώνα. Τούτο βοηθάει στο να καταδυθείς, εσύ ο σύγχρονος αναγνώστης, σε έναν κόσμο που είναι μεν μακρινός, αλλά και ταυτόχρονα οικείος.
O Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Λίμα, 1975) είναι ο νεότερος συγγραφέας που τιμήθηκε ποτέ με το βραβείο "Αλφαγκουάρα". Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, "Pudor" ("Αιδώς"), απέσπασε θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό σε ολόκληρο τον ισπανόφωνο κόσμο, μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες και πρόκειται να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Σεναριογράφος, δραματουργός, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, μεταφραστής, shadow writer και δημοσιογράφος, συνεργάζεται αυτή την εποχή με διάφορα έντυπα της Λατινικής Αμερικής και με την εφημερίδα "Ελ Παΐς" στην Ισπανία, και επίσης γράφει καθημερινά στο blog www.elboomeran.com. |
Δεύτερον, παρουσιάζει έναν κόσμο που είναι βουτηγμένος στην ανομία από όποια πλευρά κι αν τον δεις. Δεν είναι μόνο οι συνήθεις αμαρτωλοί της εποχής που όταν έπεφταν στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης δεινοπαθούσαν.
Εντός του κλήρου συμβαίνουν διάφορα αίσχη. Οι θεματοφύλακες των κρατικών θεσμών άλλο δεν κάνουν από το να βυσσοδομούν, να ορέγονται πλούτη και να πράττουν κατά βούληση και μόνο για το δικό τους συμφέρον.
Αίφνης, η αίσθηση που αποκομίζεις από αυτή την απομακρυσμένη επαρχία (βλ. Περού) είναι ότι έχει βουτηχθεί μέσα στη λάσπη. Δεν διαστάζει, δε, να μιλήσει με σκληρό τρόπο για την δουλοπρεπή στάση των πάντων προς την επίσημη Εκκλησία και το Ισπανικό Στέμμα. Υπάρχουν σημεία που η ειρωνεία (κάτι πολύ ευδιάκριτο στους διαλόγους) αναλαμβάνει να εκθέσει τους ήρωες και να τους ξεγυμνώσει.
Η πρόφαση
Γίνεται εύκολα κατανοητό πως η γέννηση του απόκοσμου πλάσματος είναι μόλις μια πρόφαση. Ένα αναγκαίο πρελούδιο που θα ανοίξει τις θύρες για να εισέλθει κάτι περισσότερο απεχθές. Ο ρεαλισμός του Ρονκαλιόλο σκοπεί να μας δείξει ευθέως τη σκοταδιστική και καταπιεστική ατμόσφαιρα που μόλυνε τις ζωές των ανθρώπων του 17ου αιώνα. Η διαφθορά, η βία, η ηθική κατάπτωση, η λογοκρισία και οι δολοφονίες δεν προέρχονται από τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού (όπως διατείνονταν οι πεφωτισμένοι της Ιεράς Εξέτασης), αλλά από τα ανώτερα κλιμάκια που συνέδραμαν το έργο των αποικιοκρατών.
Μέσω αυτής της έξωθεν επιβολής, όπως δείχνει και ο Ρονκαλιόλο στο μυθιστόρημά του, κανονικοποιήθηκε η βία κατά των μαύρων, των Ινδιάνων, των Εβραίων και των σκλάβων. Η λεπτομερής καταγραφή των βασανιστηρίων (ίσως κάποιοι να μην αντέξουν αυτές τις σελίδες) είναι χρήσιμη διότι δείχνει με έκτυπο τρόπο πως ο εξευτελισμός κάθε έννοιας δικαίου οδηγούσε αθώους ανθρώπους στο φριχτό θάνατο.
Όσο και να θέλεις να φυλακίσεις τα παλιά μέσα σε κρύπτες ή να ρίξεις αφράτο χώμα στα γεγονότα του παρελθόντος, έρχεται ο καιρός που όλα ξεσκεπάζονται.
Το παρελθόν όζει και, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κράτος που να μην διατηρεί σκελετούς στην ντουλάπα του. Ο Ρονκαλιόλο σκάβει το απώτατο παρελθόν, αλλά η αποφορά, θέλει να μας πει, φτάνει έως το σήμερα. Η Λίμα του 17ου αιώνα δεν απέχει πολύ από τα τεκταινόμενα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
Τούτος ο έμμεσος κριτικός λόγος επιτρέπει στον συγγραφέα να στέκει αποστασιοποιημένος από το υλικό του (καθότι πολύ μακρινό) και συνάμα τον θέτει σε κατάσταση εγρήγορσης ώστε να μην ξεχνάει πως οι αναγκαίες προβολές στο σήμερα οφείλουν να είναι κάτι παραπάνω από ευκρινείς. Τω όντι, είναι.
Όσο και να θέλεις να φυλακίσεις τα παλιά μέσα σε κρύπτες ή να ρίξεις αφράτο χώμα στα γεγονότα του παρελθόντος, έρχεται ο καιρός που όλα ξεσκεπάζονται. Μια άλλη σκέψη είναι πως ό,τι συμβαίνει στις μέρες μας (όχι απαραίτητα μόνο στο Περού) έχει με κάποιο τρόπο ξανασυμβεί παλαιότερα.
Το παρόν μιμείται το παρελθόν
Μπορεί υπό άλλες συνθήκες και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, ωστόσο το αποτέλεσμα αυτής της αναπόδραστης κυκλικότητας της ιστορίας, δείχνει πως οι άνθρωποι όχι μόνο δεν μαθαίνουμε από όσα σκοτεινά συνέβησαν στον οίκο μας, αλλά τον ρυπαίνουμε αβασάνιστα μιμούμενοι τις χειρότερες εκδοχές του παρελθόντος, αντί να επιλέγουμε τις λαμπρές. Άβυσσος η ψυχή του (σύγχρονου) ανθρώπου.
Ο έμπειρος Κώστας Αθανασίου γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο που γράφει ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο. Το έχει αποδείξει και σε προηγούμενες μεταφράσεις βιβλίων του Περουβιανού συγγραφέα. Ομοίως κι εδώ, ακολουθεί το ορθό τέμπο του μυθιστορήματος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Δύο τέρατα κολλημένα μεταξύ τους. Ή ένας τέρας με δύο κεφάλια. Και τέσσερα χέρια. Και επίσης τέσσερα πόδια. Τα αποκρουστικά άκρα του κουνιούνταν όλο και περισσότερο όσο οι δύο φωνές του ηχούσαν πιο δυνατές, μέχρι που έκανε τα αυτιά μας να δονούνται με τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά του. Ο μοναδικός του κορμός τρανταζόταν και για μια στιγμή φοβήθηκα ότι θα πεταγόταν πετώντας σαν νυχτερίδα και θα ριχνόταν πάνω μας» (σελ. 25).