Η Γαλλία της προόδου και της αμφισβήτησης, η Γαλλία της αποικιοκρατίας και των σκοτεινών μυστικών. Με αφορμή το μυθιστόρημα του Τομά Κανταλούμπ [Thomas Cantaloube] «Φούγκα για ένα προτεκτοράτο» (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις) και το αφήγημα του Ερίκ Βυϊγιάρ [Éric Vuillard] «Μια αξιοπρεπής έξοδος» (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις). Στην κεντρική εικόνα: ο δολοφονηθείς αγωνιστής γιατρός Felix Roland Moumié.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Σ΄ ένα πανό του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» στις πρόσφατες ζόρικες εκλογές στη Γαλλία διάβασα: «Nouveau Front Populaire – Anticolionial Et Antifaciste». Τουτέστιν ένα σημαντικό μέρος του γαλλικού λαού δήλωνε την εναντίωσή του στην αποικιοκρατία και στον φασισμό. Έτσι επανήλθε στην εκτίμηση μας η Γαλλία την οποία έχουμε συνδέσει με τεράστιας σημασίας για τον δυτικό κόσμο γεγονότα, όπως τη Γαλλική Επανάσταση, την Κομμούνα του Παρισιού, τον Μάη του ’68, αλλά και, στον τομέα του πολιτισμού, τον avant garde κινηματογράφο, το nouveau roman, το θεωρητικό οπλοστάσιο των Ντεριντά, Φουκώ, Μπαρτ, και γενικώς έχουμε μια εικόνα μιας χώρας με έντονο επαναστατικό και δικαιωματικό παρελθόν. Μιας χώρας που στα χρόνια της ελληνικής χούντας στάθηκε όσο καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα κοντά στην αντιστασιακή μας πλευρά.
Ωστόσο, εκτός από όλα τα παραπάνω, όσο κι αν το πανό του NFP δήλωνε εναντίον της αποικιοκρατίας και του φασισμού, η άλλη πλευρά της Γαλλίας, ιστορικά, κάθε άλλο παρά μπορεί να προσυπογράψει τις ίδιες αξίες. Διότι έχει πίσω της το φιλοφασιστικό Βισύ, καθώς και μια χείριστη αποικιοκρατική συμπεριφορά στις πρώην αποικίες της, όταν αυτές ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους από τη μαμά-Γαλλία.
Τα πράγματα σκοτεινιάζουν ακόμη περισσότερο όταν οι σκληρές αυτές αποικιοκρατικές συμπεριφορές που στιγματίζονται από φόνους και σφαγές, ήταν για χρόνια κουκουλωμένες και αποσιωπημένες, όπως λόγου χάριν, ο «βρώμικος πόλεμος» της Αλγερίας, του οποίου τα κρατικά επτασφράγιστα αρχεία άνοιξαν μόλις πριν από λίγα χρόνια, με απόφαση του Μακρόν
Και τα πράγματα σκοτεινιάζουν ακόμη περισσότερο όταν οι σκληρές αυτές αποικιοκρατικές συμπεριφορές που στιγματίζονται από φόνους και σφαγές, ήταν για χρόνια κουκουλωμένες και αποσιωπημένες, όπως λόγου χάριν, ο «βρώμικος πόλεμος» της Αλγερίας, του οποίου τα κρατικά επτασφράγιστα αρχεία άνοιξαν μόλις πριν από λίγα χρόνια, με απόφαση του Μακρόν. Αντίθετα, αποσιωπημένα εξακολουθούν να είναι τα ντροπιαστικά γεγονότα στο πρώην γαλλικό Καμερούν, με τους φόνους των δύο ηγετών του εθνικοαπελυθερωτικού κινήματος [«Ένωση των Λαών του Καμερούν»], του αντιφασίστα και αντιρατσιστή Ryben Um Nyobe, αποκαλούμενου «Πατέρα του Καμερούν», το 1958, και του 34χρονου γιατρού Felix Roland Moumié, ο οποίος δολοφονήθηκε στη Γενεύη το 1960. Αξίζει να αναφέρω ότι μόλις το 2005 σε μια πολιτική εκπομπή της Ελβετικής τηλεόρασης ήρθε στην επιφάνεια η υπόθεση Μουμιέ και ειπώθηκε ότι επρόκειτο για μια «καυτή πατάτα» που τόσο η Γαλλία όσο και η Ελβετία ήθελαν να την ξεφορτωθούν!
Και εδώ μπαίνει η λογοτεχνία η οποία, όχι μόνον δεν φοβάται να καταπιαστεί με... καυτές πατάτες αλλά αντίθετα επιθυμεί με πάθος να τις προσφέρει πιάτο στο ευρύ κοινό και να τις μοιραστεί μαζί του. Αυτό ακριβώς κάνουν δύο Γάλλοι συγγραφείς, ο Τομά Κανταλούμπ [Thomas Cantaloube], στο πολιτικό νουάρ μυθιστόρημά του Φούγκα για ένα προτεκτοράτο (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις) και ο Ερίκ Βυϊγιάρ [Éric Vuillard], με το αφήγημά του Μια αξιοπρεπής έξοδος (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις).
Ερίκ Βυϊγιάρ και Τομά Κανταλούμπ |
Ο Κανταλούμπ δεν είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζει παρόμοιες καυτές ιστορικές σελίδες της χώρας του. Πριν από λίγα χρόνια διαβάσαμε το επίσης πολιτικό νουάρ μυθιστόρημά του με τον τίτλο Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις), το οποίο εισχωρεί στα δυσώδη άδυτα του «βρώμικου πολέμου» στην Αλγερία. Είχαμε βέβαια διαβάσει ήδη σχετικά με αυτόν τον, τραυματικό για τη Γαλλία, πόλεμο, στον Ατιά και στον Μανσέτ, οι οποίοι είχαν και προσωπικά βιώματα από εκείνη την εποχή, ως παιδιά ή ως έφηβοι, αντίθετα με τον Κανταλούμπ που ανήκει στη νεότερη γενιά των Γάλλων συγγραφέων – γεννήθηκε το 1971.
Έχει μεν την ίδια λογοτεχνική θέρμη με τους μεγαλύτερούς του αλλά, σε αντίθεση με αυτούς, δεν κατατρύχεται από την υφέρπουσα θλίψη της ματαιωμένης επαναστατικής εγρήγορσης του ’60, την οποία έτσι κι αλλιώς δεν έζησε. Δεν θλίβεται, ούτε και νοσταλγεί. Θυμώνει όμως και μάλιστα πολύ όταν ανακαλύπτει την δυσώδη πλευρά της γαλλικής δημοκρατίας. Υιοθετεί επίσης περισσότερο την οπτική του πολιτικού θρίλερ με το έντονο σασπένς, χωρίς να φοβάται τις βίαιες εικόνες. Θα έλεγα ότι είναι πιο κοντά στην οπτική των μυθιστορημάτων του Τζον Λε Καρρέ, χωρίς να εγκαταλείπει και το νουάρ. Το γεγονός ότι έχει πίσω του μια πλούσια δημοσιογραφική εμπειρία στην έρευνα δύσκολων και ζόρικων γεγονότων, σε βεβαρημένες χώρες, π.χ. Ιράκ, Μεξικό, Κουβέιτ κ.ά. του δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μια στιβαρή αφήγηση, που βασίζεται στην ακρίβεια της πληροφορίας και στη στοχευμένη λεπτομέρεια.
Δεν θλίβεται, ούτε και νοσταλγεί. Θυμώνει όμως και μάλιστα πολύ όταν ανακαλύπτει την δυσώδη πλευρά της γαλλικής δημοκρατίας. Υιοθετεί επίσης περισσότερο την οπτική του πολιτικού θρίλερ με το έντονο σασπένς, χωρίς να φοβάται τις βίαιες εικόνες. Θα έλεγα ότι είναι πιο κοντά στην οπτική των μυθιστορημάτων του Τζον Λε Καρρέ, χωρίς να εγκαταλείπει και το νουάρ.
Φαίνεται πάντως ότι ο Γάλλος συγγραφέας αρέσκεται στο να διεισδύει στα άδυτα των «βρώμικων πολέμων», τα οποία η χώρα του επιμελώς έχει προσπαθήσει να αποκρύψει, και να τα φέρνει στην επιφάνεια. Έτσι έπειτα από την Αλγερία, ο Κανταλούμπ βάζει βαθιά το νυστέρι του και ανασκαλεύει χωρίς οίκτο μια ακόμη «βρώμικη» και αποσιωπημένη ιστορική σελίδα της Γαλλίας, εκείνης στο Καμερούν, που υποτίθεται ότι ανεξαρτοποιείται από τη μαμά–Γαλλία το 1960 αλλά στην ουσία, ακόμη και ως σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από τη Γαλλία, ενώ για πολλά χρόνια λειτουργούσε ως προτεκτοράτο της, με μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, βουτηγμένη στη διαφθορά, στην κακοδιαχείριση και στην ευνοιοκρατία.
Το μυθιστόρημα του Κανταλούπ ξεκινά με ένα κομβικό γεγονός στην Ιστορία του Καμερούν, τον ύστερο 20ο αιώνα: Με τη δολοφονία του 34χρονου ηγέτη του κόμματος της «Ένωσης των Λαών του Καμερούν», γνωστού ως UPC στα γαλλικά, γιατρού Φελίξ Ρολάν Μουμιέ, από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, στη Γενεύη, στις 15 Οκτωβρίου 1960. Ο λόγος της δολοφονίας ήταν ότι ο Μουμιέ, εξόριστος από τη Γαλλία, αγωνιζόταν με το UPC για ένα πραγματικά ανεξάρτητο Καμερούν, με μια δημοκρατική-σοσιαλιστική κυβέρνηση, στη θέση εκείνης των ανδρεικέλων, του Αχμαντάν Αχιτζό.
Πολύ ψωμί λοιπόν για έναν συγγραφέα που δε μασάει τα λόγια του. Και επειδή σε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα τα λόγια σημαίνουν πράξεις και δράση, εκείνος που κυρίως, αναλαμβάνει να σηκώσει το μυθιστορηματικό βάρος σε αυτήν τη δυσώδη περίπτωση είναι ένας επίσης γνώριμός μας από το προηγούμενο μυθιστόρημα του Κανταλούμπ· ο Λυκ Μπλανσάρ. Με τη διαφορά ότι στο Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία ο πρωταγωνιστής μας ήταν ένας ρομαντικός, αδιάφθορος, νεαρός αστυνομικός που νόμιζε ότι ενεργούσε για να συνεισφέρει στην απόδοση της δικαιοσύνης και στην αναγνώριση της αλήθειας, και βέβαια απογοητεύτηκε πλήρως μετά από όσα είδαν τα μάτια του. Έτσι στη Φούγκα για ένα προτεκτοράτο τον ξαναβρίσκουμε να έχει παραιτηθεί από την αστυνομία και να προσπαθεί να αντισταθμίσει τα χαμένα του όνειρα, με τη δημοσιογραφία, την, υποτίθεται, τέταρτη, ανεξάρτητη, εξουσία, όπως πιστεύει.
Είμαστε στον Μάιο του 1962 και ο Λυκ Μπλανσάρ εργάζεται σε μια μικρή, μαχητική εφημερίδα που γενικότερα τολμάει να ενοχλεί όσους αποφεύγουν να ενοχλούνται. Και ως καινούργιος, του αναθέτουν έναν τομέα που κανείς δεν θέλει να αναλάβει: Τις παλιές γαλλικές αποικίες που είτε είχαν πρόσφατα ανεξαρτητοποιηθεί είτε βρίσκονταν σε αυτήν τη διαδικασία. Και πολύ σύντομα ο έμπειρος και απαιτητικότατος αρχισυντάκτης του, με τη λευκή χαίτη, τον φωνάζει και του αναθέτει να ερευνήσει τι απέγινε η οργάνωση των δεξιών εξτρεμιστών «Κόκκινο Χέρι», που ελέγχεται για μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών, προκειμένου να μείνουν στη γαλλική «αγκαλιά» οι γαλλικές αποικίες. Κυκλοφορούσε μάλιστα μια σκοτεινή φήμη ότι το «Κόκκινο Χέρι» είχε βάλει το θανατηφόρο του χέρι και είχε δολοφονήσει δύο χρόνια πριν, τον Φελίξ Μουμιέ. Άλλες, πιο σκοτεινές φήμες έλεγαν ότι το «Κόκκινο Χέρι» σφίγγει θερμά και με το αζημίωτο πολλές φορές –εκτός των άλλων προνομίων– πολλά κυβερνητικά χέρια, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και τη συνεργασία τους.
Με όλα αυτά τα αισιόδοξα δεδομένα, ο πάντα ρομαντικός δημοσιογράφος Λυκ Μπλανσάρ αρχίζει την έρευνά του. Στο επίκεντρό της έχει το ερώτημα ποιος ή ποιοι ήθελαν νεκρό τον ενοχλητικό Καμερουνέζο ηγέτη. Όσοι/όσες είχαν διαβάσει το Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία θα συναντήσουν στις σελίδες της Φούγκας για ένα προεκτοράτο εκτός από τον Λυκ Μπλανσάρ και άλλα δύο γνώριμα πρόσωπα. Τον συμπαθέστατο κορσικανό Αντουάν Καρεγκά στο πρώτο μυθιστόρημα, Αντουάν Λυκεζί στο δεύτερο –το ίδιο πρόσωπο όμως– έναν τύπο στα όρια του υπόκοσμου, παλιό μέλος της γαλλικής αντίστασης στον Β.Π.Π, με δικό του ηθικό κώδικα, που βασίζεται στην αδιαπραγμάτευτη ηθική της φιλίας, της εμπιστοσύνης και της ανθρωπιάς. Τον μονόχειρα επαγγελματία εκτελεστή με το απίθανο όνομα Σείριος Βολκστρόμ, που, σε αυτό το μυθιστόρημα, από δηλωμένος εχθρός του Μπλανσάρ οι συνθήκες τον κάνουν να αλλάξει θέση.
Οι διασταυρούμενες αφηγήσεις τους διαμοιράζονται με οικονομία και σπρώχνουν την αφήγηση με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς. Και τελικά; Καταφέρνει ο δημοσιογράφος να ολοκληρώσει την γεμάτη περιπέτειες και κινδύνους έρευνά του και να αποκαλύψει τον ένοχο; Την απάντηση καλύτερα να τη διαβάσουν οι αναγνώστες/στριες στο μυθιστόρημα.
Και οι τρεις μπλέκονται σε ένα κουβάρι δράσης, της οποίας προΐσταται ο δημοσιογράφος, από το Παρίσι, στη Μασσαλία, στο Καμερούν. Κι όλο αυτό το κουβάρι προσπαθούν, με κάθε αθέμιτο και θεμιτό μέσο, να διαλύσουν οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, που καθοδηγούνται από ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, ώστε να μην φτάσουν στα χέρια του δημοσιογραφου στοιχεία για τη δολοφονία του Μουμιέ και τη δράση του «Κόκκινου Χεριού».
Τρεις είναι οι αφηγηματικές φωνές του μυθιστορήματος, αρχικά του Λυκ Μπλανσάρ και του Αντουάν Λυκεζί και στη συνέχεια και του Σείριου Βολκστρόμ. Οι διασταυρούμενες αφηγήσεις τους διαμοιράζονται με οικονομία και σπρώχνουν την αφήγηση με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς. Και τελικά; Καταφέρνει ο δημοσιογράφος να ολοκληρώσει την γεμάτη περιπέτειες και κινδύνους έρευνά του και να αποκαλύψει τον ένοχο; Την απάντηση καλύτερα να τη διαβάσουν οι αναγνώστες/στριες στο μυθιστόρημα.
Το τέλος της Ινδοκίνας
Αλγερία, Καμερούν, τι απομένει από το αμαρτωλό αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα; Η Ινδοκίνα, ή το πασίγνωστο μας, ιστορικά, Βιετ-Ναμ. Μια γρήγορη ματιά στην Ιστορία μας πληροφορεί ότι η Γαλλία ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε κατακτήσει την περιοχή της Ινδοκίνας που αργότερα θα μετονομαστεί σε Βιετ-Ναμ. Αρχικά ως αποικία [1883-1939] και στη συνέχεια ως κτήση [1939-1954]. Κινήματα ανεξαρτησίας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από το 1930 με πρωτοστάτες του κομμουνιστές Βιετ-Μινχ και ηγέτη τον θρυλικό Χο Τσι Μινχ αλλά συνθλίβονταν ανηλεώς από τις γαλλικές δυνάμεις.
Από το 1945 και μετά οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Βιετ-Μινχ και στους Γάλλους επεκτάθηκαν και αγρίεψαν. Το 1946, και για είκοσι μέρες ο Χο Τσι Μινχ κήρυξε την ανεξαρτησία της γαλλικής Ινδοκίνας και τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Οι Γάλλοι δεν την αποδέχτηκαν, εγκατέστησαν στη χώρα τον πρώην αυτοκράτορα και αχυράνθρωπό τους, Μπάι Ντο, με αποτέλεσμα το 1949 δύο στρατοί πλέον να έρθουν αντιμέτωποι: Οι καλά οργανωμένοι και αποφασισμένοι Βιε-Μινχ και οι γαλλικές δυνάμεις που αποτελούνταν αποκλειστικά [!] από στρατιώτες γαλλικών αποικιών, αναγκαστικά στρατευμένων σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους και που ήδη αποκαλούνταν στην μητροπολιτική Γαλλία «βρώμικος». Η διαφαινόμενη ήττα των Γάλλων ήταν συντριπτική και η Ιστορία κράτησε εκείνη τη χρονολογία: 6 Μαΐου 1954. Έναν ακριβώς χρόνο μετά και ενώ το Βιετνάμ θα έχει διαιρεθεί, μπαίνουν στο ιστορικό προσκήνιο οι Αμερικανοί.
Στο υβριδικό του αφήγημα, μίξη πολιτικού, ιστορικού, δημοσιογραφικού με λογοτεχνικές προεκτάσεις εγχειρήματος, ο Ερίκ Βυϊγιάρ, επικεντρώνεται στο χρονικό διάστημα, πριν από τη μάχη στο Ντιεν Μπιεν Φου και έπειτα από αυτήν, επιχειρώντας να αναδείξει την αγωνιώδη προσπάθεια της γαλλικής κυβέρνησης, για μια αξιοπρεπή έξοδο μπροστά στη διαφαινόμενη, συντριπτική, ήττα στην Ινδοκίνα.
Κι ενώ οι Βιετ Μινχ προχωρούν με τον Χο Τσι Μινχ επικεφαλής, οι αστοί εκπρόσωποι του γαλλικού κοινοβουλίου στο Παρίσι, στέκουν αμήχανοι και συγχυσμένοι, προσπαθώντας να σταθούν στο ύψος της μακραίωνης αστικής τους κυριαρχίας. Ο Βυϊγιάρ, που φαίνεται ολοκάθαρα ότι κάθε άλλο παρά τους εκτιμάει, στο αφήγημά του, τους μετατρέπει σε καρικατούρες καθισμένες στο κοινοβούλιο-θέατρο...
Διότι, η γαλλική αστική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας διακυβεύονταν στην Ινδοκίνα, όπως και στις άλλες γαλλικές αποικίες, αδυνατούσε να παραδεχθεί ότι, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαζόταν να αποχωρήσει από την αποικία της. Κι ενώ οι Βιετ Μινχ προχωρούν με τον Χο Τσι Μινχ επικεφαλής, οι αστοί εκπρόσωποι του γαλλικού κοινοβουλίου στο Παρίσι, στέκουν αμήχανοι και συγχυσμένοι, προσπαθώντας να σταθούν στο ύψος της μακραίωνης αστικής τους κυριαρχίας. Ο Βυϊγιάρ, που φαίνεται ολοκάθαρα ότι κάθε άλλο παρά τους εκτιμάει, στο αφήγημά του, τους μετατρέπει σε καρικατούρες καθισμένες στο κοινοβούλιο-θέατρο, να παίρνουν ο ένας μετά τον άλλον, τον λόγο, χωρίς επί της ουσίας να λένε τίποτα για τα όσα στην πραγματικότητα συμβαίνουν στη μακρινή ασιατική χώρα και προπαντός για το τι πρόκειται να συμβεί σε αυτήν.
Ο Βυϊγιάρ στήνει λοιπόν μια φαρσοκωμωδία, γελοιοποιώντας αυτούς τους, κληρονομικώ δικαιώματι, με τις παλαιόθεν αστικές καταβολές, πολιτικούς, οι οποίοι κλαυθμηρίζουν μεν για το χαμένο γόητρο της πατρίδας, ενώ στην πραγματικότητα νοιάζονται μόνον για το προσωπικό τους. Η γελοιοποίηση αυτή επιτυγχάνεται ακόμη περισσότερο όταν ο συγγραφέας εστιάζει τον φακό του σε μικρές λεπτομέρειες της συμπεριφοράς αυτών των μεγαλόσχημων κυρίων, λόγου χάριν, από το πώς μπορεί να κινούν το χέρι τους, από το πώς είναι το σουλούπι τους, από το πώς μιλάνε κλπ.
Τελικά η «αξιοπρεπής έξοδος» ανατίθεται σε έναν μετριότατο ανώτερο αξιωματικό – αστικών όμως καταβολών. Αυτός, όχι μόνον αυτογελοιοποιείται με τις απίθανες ενέργειές του –ο Βυϊγιάρ τον καταρρακώνει όταν βρεθεί στην Ινδοκίνα, αλλά συνεισφέρει τα μάλα, ώστε η έξοδος των Γάλλων από την Ινδοκίνα, μόνον αξιοπρεπής να μπορεί να θεωρηθεί. Όντως οι γαλλικές δυνάμεις υφίστανται συντριπτική ήττα στο Ντιεν Μπιεν Φου και η Γαλλία ντροπιασμένη τα μαζεύει και φεύγει από την Ινδοκίνα. Φαίνεται πως η ήττα αυτή και γενικότερα οι αθλιότητες των Γάλλων, με προεξάρχουσες τις γαλλικές εταιρείες που είχαν σε καθεστώς δουλείας τους βιετναμέζους, δεν άρεσε στην επίσημη Γαλλία, αφού η σελίδα αυτή έχει αφαιρεθεί από τα σχολικά εγχειρίδια.
Ο Βυϊγιάρ δεν κλείνει το αφήγημά του με την ήττα στο Ντιεν Μπιεν Φου αλλά αφιερώνει τις τελευταίες σελίδες στο «πέρασμα» από τους Γάλλους στους Αμερικανούς, συστήνοντας μας έναν από τους πλέον ανενδοίαστους και κυνικούς Αμερικανούς του 20ου αιώνα, τον Τζον Φόστερ Ντάλλες.
Ο Βυϊγιάρ δεν κλείνει το αφήγημά του με την ήττα στο Ντιεν Μπιεν Φου αλλά αφιερώνει τις τελευταίες σελίδες στο «πέρασμα» από τους Γάλλους στους Αμερικανούς, συστήνοντας μας έναν από τους πλέον ανενδοίαστους και κυνικούς Αμερικανούς του 20ου αιώνα, τον Τζον Φόστερ Ντάλλες. Η διαφορά είναι ότι αυτόν δεν τον γελοιοποιεί, προκειμένου να δείξει το εύρος του κυνικού «πραγματισμού» του, γεγονός που τον διαφοροποιεί από τους επηρμένους και φαντασιόπληκτους Γάλλους. Ουσιαστικά, για τον Βυϊγιάρ, η περίπτωση Ντάλλες και η συνακόλουθη οικογενειακή δυναστεία που χάνεται στα βάθη της αμερικάνικης Ιστορίας, δεν εκπροσωπεί παρά την γενικότερη κυριαρχική, πλανητική οπτική των ΗΠΑ απέναντι στον κόσμο, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, και όχι μόνον.
Οι μεταφραστές και των δύο βιβλίων δούλεψαν φιλότιμα ώστε να μπορούμε, εκτός των πληροφοριών που μας προσφέρουν, να τα απολαύσουμε επίσης. Το μυθιστόρημα Φούγκα για ένα προτεκτοράτο μετάφρασε ο Δημήτρης Δημακόπουλος –είχε μεταφράσει και το προηγούμενο μυθιστόρημα του Κανταλούμπ Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία– και το αφήγημα του Βυϊγιάρ Μια αξιοπρεπής έξοδος ο Μανώλης Πιμπλής. Κλείνοντας θέλω να παρατηρήσω ότι σε μυθιστορήματα ή αφηγήματα που αναφέρονται στην Ιστορία ξένων χωρών, όπως στην περίπτωση των δύο παραπάνω βιβλίων, καλό θα είναι να φιλοξενείται και ένα σχετικό κατατοπιστικό επίμετρο.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταία της κυκλοφορία η νέα, αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματός της «Πατρίδα από βαμβάκι» (εκδ. Πατάκη).