Για το μυθιστόρημα της Άλμπα ντε Σέσπεντες [Alba De Cespedes] «Απαγορευμένο τετράδιο» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Οι σκέψεις δεν υπάρχουν. Υλοποιούνται μόνο κατά την εκφορά τους, προφορικώς ή γραπτώς και μετατρέπονται σε λόγο. Πριν από αυτό το στάδιο είναι απλώς κάτι προσωπικό, εσωτερικό, περιορισμένο στο μυαλό του ανθρώπου που σκέφτεται. Από τη στιγμή όμως που εκφέρονται, ακόμα καλύτερα εφόσον καταγράφονται, αφενός «σωματοποιούνται», αφετέρου γίνονται δημόσιο κτήμα των ανθρώπων εκείνων που μοιράζονται την ίδια γλώσσα (σε πρώτο στάδιο). Στη συνέχεια, γίνονται δήλωση και τις περισσότερες φορές χάνονται στο τεράστιο νεκροταφείο που καταλήγουν τα περισσότερα ανθρώπινα έργα. Σπανίως επιζούν ως τετράδια και πιθανώς βιβλία.
Το Απαγορευμένο τετράδιο είναι ένα βιβλίο φεμινιστικής λογοτεχνίας της Κουβανής Άλμπα ντε Σέσπεντες σε στρωτή μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για την ιστορία της Βαλέρια, γυναίκας 43 ετών, συζύγου και μητέρας στη δεκαετία του 1950 στην Ιταλία, η οποία αποφασίζει να καταγράψει την καθημερινότητά της σε ένα τετράδιο. Η ενέργειά της θα αποδειχθεί απελευθερωτική, καθώς οι σκέψεις της καταλήγουν σε οργανωμένο λόγο, αναδεικνύοντας το περιεχόμενο μιας ζωής κρυφής μέχρι πρότινος. Οι άνθρωποι γύρω της, οι σχέσεις της και τα συναισθήματά της Βαλέρια Κοσσάτι αποτυπώνονται στο χαρτί και ως δια μαγείας αποκτούν νόημα, υπόσταση. Και εδώ κρύβεται η δύναμη και η αδυναμία του εγχειρήματος της Σέσπεντες, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια.
Τα πλεονεκτήματα
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας καθιστά τον αναγνώστη κοινωνό της προσωπικής ιστορίας της άμεσα και αδιαμεσολάβητα. Η λογική του ημερολογίου εξάλλου είναι αυτή: να μεταδώσει το μήνυμα, να μεταφέρει το βίωμα και να καταστήσει τον αναγνώστη συμμέτοχο στο δράμα της πάσχουσας. Διόλου δύσκολο, καθότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η θέση της γυναίκας, ιδίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά τον καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο και ιδίως σε μια καθολική χώρα του Νότου, είναι τουλάχιστον προβληματική. Ο ρόλος της αυστηρά καθορισμένος: τροφός, υπηρέτρια, μόνιμα υποστηρικτική ελάχιστα υποστηριζόμενη, μια ανθρώπινη κούκλα χωρίς δικαιώματα παρά μόνο υποχρεώσεις από την κούνια στον τάφο.
Η Βαλέρια θα κάνει το βήμα που θα τη φέρει πιο κοντά στη συνειδητοποίηση, αν και όχι στην ελευθερία. Θα αγοράσει ένα τετράδιο και θα ξεκινήσει να καταγράφει τη ζωή της, τις σκέψεις της. Στον δικό της «ελεύθερο» χρόνο, τη νύχτα σε «ένα δικό της δωμάτιο» όπως δίδαξε η ηγερία Βιρτζίνια Γουλφ, η σύζυγος και μητέρα θα ξετυλίξει το νήμα. Δεν ξέρει πού θα την οδηγήσει η πράξη της. Άπαξ και ξεκινήσεις με μια πράξη αντίστασης, έστω στα κρυφά, έστω ασυνείδητα, ο δρόμος από εκεί και πέρα ανοίγεται σε μονοπάτια που παρέμεναν κρυφά ως τότε, αλλά σε οδηγούν σε μέρη που μέχρι πρότινος δεν είχες ποτέ σου φανταστεί. Μετά ο δρόμος της επιστροφής έχει γίνει αδιάβατος, όχι γιατί δεν βρίσκεται πλέον εκεί, αλλά γιατί εσύ αδυνατείς πλέον να τον δεις.
Κανείς που ξεκίνησε να γράφει με ειλικρίνεια για τον εαυτό του, αντιμετωπίζοντας βήμα το βήμα όσα καθορίζουν την ύπαρξή του, δεν παρέμεινε ίδιος.
Κανείς που ξεκίνησε να γράφει με ειλικρίνεια για τον εαυτό του, αντιμετωπίζοντας βήμα το βήμα όσα καθορίζουν την ύπαρξή του, δεν παρέμεινε ίδιος. Η Βαλέρια θα ξεκινήσει να μιλάει σαν σύζυγος, σαν μάνα, σαν ρόλος, αλλά θα καταλήξει να μιλάει ως γυναίκα, ως άνθρωπος. Οι φωνές των άλλων θα μεταστραφούν από ένα σημείο και μετά στη δική της φωνή, με τον δικό της τόνο και χρώμα.
Ο αυτοπροσδιορισμός της ως γυναίκας θα επέλθει με τον έρωτα και τη λυτρωτική του δύναμη. Θα απομακρυνθεί από τον αδιάφορο για τις ανάγκες της σύζυγό της, αν όχι τυπικά, ουσιαστικά. Εντούτοις, η συνειδητοποίηση έρχεται καθυστερημένα, αφού ο κόσμος που γέννησε τη Βαλέρια έχει ριζώσει για τα καλά εντός της. Δεν αρκεί ένα τετράδιο για να σπάσει τις βαριές αλυσίδες. Η σκιά της μητέρας της, την οποία τακτικά επισκέπτεται, τη συμμορφώνει, τη συγκρατεί και την ποδηγετεί. Στη συνέχεια, η ίδια μεταφέρει το ίδιο μοτίβο καταπίεσης στην κόρη της, επιχειρώντας να την προσδέσει στο άρμα της πατριαρχικής εξουσίας. Ενδόμυχα κατανοεί ότι κάτι έχει αλλάξει, οπότε είναι η έξυπνη και ανεξάρτητη κόρη της που της επισημαίνει ότι πίσω από την ανάγκη διατήρησης του status quo υφέρπει η ζήλια. Ζήλια για τις χαμένες ευκαιρίες, για το ότι αφιέρωσε την ύπαρξή της σε άλλους παραμελώντας τον εαυτό της, αλλά και για το γεγονός ότι μια άλλη γυναίκα, νεότερη, σάρκα από τη σάρκα της, τόλμησε να διεκδικήσει όσα αρνήθηκαν σε εκείνη.
Προς τιμή της η συγγραφέας δεν θα προσφέρει κάποια καθαρτήρια επαναστατική πράξη. Το happy end δεν θα έρθει ποτέ, η πρωταγωνίστρια δεν θα κάψει (λέξη-κλειδί) τις γέφυρες για να φύγει στο ηλιοβασίλεμα με τον αγαπημένο της.
Η Βαλέρια φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου έχει πλέον σωρεύσει αρκετή αυτογνωσία συνομιλώντας με τον εαυτό της μέσα από το παράθυρο στον κόσμο (ή την πόρτα προς τα έξω) που είναι η γραφή. Προς τιμή της η συγγραφέας δεν θα προσφέρει κάποια καθαρτήρια επαναστατική πράξη. Το happy end δεν θα έρθει ποτέ, η πρωταγωνίστρια δεν θα κάψει (λέξη-κλειδί) τις γέφυρες για να φύγει στο ηλιοβασίλεμα με τον αγαπημένο της. Δεν έχει έρθει ακόμη η εποχή της. Ίσως η κόρη της ξεφύγει από τον κύκλο της καταπίεσης, αλλά όχι η ίδια. Ξέρει ότι ο αγώνας της είναι χαμένος εξαρχής και θα αποδεχτεί την ήττα της. Θα παραδώσει συμβολικά στις φλόγες το μέσο της ελευθερίας της, τον ελάχιστο προσωπικό της χώρο, το απαγορευμένο τετράδιο. Στο τέλος μόνο η μυρωδιά του καμένου θα μείνει να πλανάται σε ένα σπιτικό που μόνο η φωτιά θα μπορούσε να εξαγνίσει. Όχι όμως τώρα, όχι από αυτήν τη γυναίκα, όχι σ’ αυτό το βιβλίο.
Οι αδυναμίες
Η αναγνώστρια θα είναι δικαίως επιφυλακτική διαβάζοντας τον συγκεκριμένο μεσότιτλο, ιδίως εν όψει όσων προηγήθηκαν. Τι μειονέκτημα μπορεί να έχει μια τέτοια ιστορία, με τέτοια πρωταγωνίστρια; Η απάντηση του κριτικού είναι αυτή: οι όποιες αδυναμίες οφείλονται πρώτιστα στη συγγραφέα, και εν προκειμένω στον τρόπο της. Για αρχή, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που προσφέρει αμεσότητα, όπως προείπα, μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε παγίδα. Η πρωταγωνίστρια είναι ουσιαστικά η μοναδική φωνή στο βιβλίο. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλει την οπτική της, κάτι που μπορεί σε επίπεδο ιδεών να λειτουργεί ενισχυτικά, αλλά σε λογοτεχνικό αποδυναμώνει την αφήγηση, καθιστώντας ενίοτε μονότονη την ανάγνωση. Το «δίκιο» από μόνο του δεν συνιστά μυθοπλασία άξια λόγου. Θα απαντήσει κάποιος ότι αυτόν τον τρόπο επέλεξε η συγγραφέας, καθότι πρόκειται για καταγραφή σκέψεων σε ένα τετράδιο. Δεν είναι όμως ο ρόλος του κρίνοντος να πάρει τη θέση του συγγραφέα, αλλά να κρίνει το αποτέλεσμα ως έχει. Προσωπικά, στις περιπτώσεις που έχουμε αποκλειστικά μονοφωνία, θα προτιμούσα την τεχνική του αναξιόπιστου αφηγητή, η οποία προσδίδει σαφώς περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά με αντίκτυπο στη στιβαρότητα της ιδεολογίας που εδώ είναι το κρίσιμο στοιχείο. Η Σέσπεντες επέλεξε αυτόν τον τρόπο προκρίνοντας το θέμα της, υποτάσσοντας το μέσο στον σκοπό.
Η Άλμπα ντε Σέσπεντες (Ρώμη 1911-Παρίσι 1997), κόρη του πρεσβευτή της Κούβας στην Ιταλία, μεγάλωσε σε μια οικογένεια πολύγλωσση, μορφωμένη και προοδευτική. Πρωτοεμφανίστηκε το 1935 με τo L’anima degli altri. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Nessuno torna indietro (1938), Dalla parte di lei (1949), Απαγορευμένο τετράδιο (1952, εκδ. Πατάκη, 2023), La bambolona (1967) και Nel buio della notte (1976). Προσχωρώντας στους παρτιζάνους, ίδρυσε το 1944 το περιοδικό Mercurio· μετά τον πόλεμο αφοσιώθηκε στη συγγραφή έργων για τον κινηματογράφο, το θέατρο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Το 1980, το Απαγορευμένο τετράδιο γυρίστηκε για λογαριασμό της κρατικής ιταλικής τηλεόρασης σε μίνι σειρά τεσσάρων επεισοδίων με πρωταγωνίστρια τη Λέα Μασσάρι |
Σε συνέχεια των προηγουμένων, τη μονοφωνία και την απουσία πολλαπλών οπτικών ακολουθεί πιστά η υπερανάλυση και κάπου στο βάθος ο διδακτισμός. Η πρωταγωνίστρια ως ο μοναδικός συνομιλητής του εαυτού της πέφτει στην παγίδα της λεπτομερούς εξήγησης των εναλλαγών, των μετατοπίσεων, των εξελικτικών σταδίων της ως προσωπικότητας που ξεκινά από την άγνοια στην επίγνωση. Σε πολλά σημεία του βιβλίου αισθάνθηκα ως μαθητής που η δασκάλα του επεξηγούσε αναλυτικά τα λάθη, τις παραλείψεις και τα προβλήματα, προσφέροντας άποψη. Κατανοώ γιατί η συγγραφέας προτίμησε αυτόν τον τρόπο, πού απευθύνεται και ποιο είναι το διακύβευμα, αλλά η αντίρρησή μου είναι ουσιαστικής φύσης, διόλου ιδεολογικής: η λογοτεχνία είναι κάτι παραπάνω από άποψη, από θεωρία ή από «δίκιο». Αλλιώς κινδυνεύει να ξεπέσει σε κατήχηση. Επιπλέον ο αναλυτικός τρόπος κατά βάθος υποτιμά τον αναγνώστη μετατρέποντάς τον από ενεργητικό σε παθητικό, καθώς ο τελευταίος αφήνεται στο σταθερό νανούρισμα των επεξηγήσεων με τον οποίο η ικανή αφηγήτρια τον ποδηγετεί.
Κατανοώ γιατί η συγγραφέας προτίμησε αυτόν τον τρόπο, πού απευθύνεται και ποιο είναι το διακύβευμα, αλλά η αντίρρησή μου είναι ουσιαστικής φύσης, διόλου ιδεολογικής: η λογοτεχνία είναι κάτι παραπάνω από άποψη, από θεωρία ή από «δίκιο».
Η Σέσπεντες, θεωρώ, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί λογοτεχνικά στο δύσκολο έργο να ισορροπήσει το υπερχείλισμα συναισθημάτων και σκέψεων με τη λογοτεχνικότητα, η οποία θα απαιτούσε ένα βήμα πίσω για την ιδεολόγο και ένα βήμα μπροστά για τη συγγραφέα. Εν ολίγοις, θα προτιμούσα περισσότερη τεχνική στο πώς θα παρουσιαζόταν το θέμα και λιγότερες ιδέες – το μητρικό πέπλο της ηρωίδας έγινε ο αφηγηματικός τρόπος της συγγραφέως, σκεπάζοντας στοργικά μεν πλην όμως ελαφρώς αποπνικτικά τον αναγνώστη, κάτι που σε ένα σύγχρονο έργο τέχνης δεν δικαιολογείται παρά μόνο ως αδυναμία εύρεσης του κατάλληλου ύφους. Μπορεί ο παντογνώστης αφηγητής και η πανταχού παρουσία του να συγχωρείται στη λογοτεχνία του 19ου, για παράδειγμα, καθώς συνοδευόταν από άλλο συγγραφικό εκτόπισμα (χαρακτήρες, ατμόσφαιρα κλπ.), αλλά στο συγκεκριμένο έργο η παντογνώστρια αφηγήτρια δεν διαθέτει την αντίστοιχη εμβέλεια.
Κατανοώ ότι όσα αντεπιχειρήματα παρέθεσα μπορεί να είναι ψιλά γράμματα για τους περισσότερους. Εξάλλου το βιβλίο έχει, όπως προείπα, εξαιρετικές σελίδες, ιδίως προς το τέλος, αφού δεν ξεπέφτει σε μελό ή στις ευκολίες ενός best seller. Για να το θέσω πιο άμεσα, είναι ένα αληθινό βιβλίο και αυτό από μόνο του οφείλει να αποτελεί κριτήριο επιλογής. Μόνο που αυτή είναι και η αδυναμία του: η αλήθεια που εκπέμπει είναι τόσο δυνατή σκεπάζοντας με την κραυγή της τις άλλες, τις επιμέρους, τις μικρές αναλήθειες που συγκροτούν τη λογοτεχνία. Στη λογική αυτή, θα προτιμήσω τα Πέτρινα ημερολόγια της Carol Shields, αφού θεωρώ ότι υπερέχουν ως προς αυτό, περικλείοντας το φεμινιστικό εντός του λογοτεχνικού, χωρίς να το επιβάλλουν, χωρίς να το επεξηγούν, οπότε ο αναγνώστης δεν ξεχνά στιγμή ότι διαβάζει ένα έργο μυθοπλασίας.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αυτό είναι που με νευριάζει, μαμά. Εσύ νομίζεις πως είσαι υποχρεωμένη να υπηρετείς τους πάντες, ξεκινώντας από εμένα. Οπότε και οι άλλοι, σιγά σιγά, αρχίζουν να το πιστεύουν. Πιστεύεις ότι το να έχει μια γυναίκα κάποις προσωπικές ικανοποιήσεις, πέρα από αυτές που έχουν να κάνουν με το σπίτι και την κουζίνα, είναι αμαρτία. Ότι το μοναδικό της καθήκον είναι να υπηρετεί. Εγώ δεν θέλω, το καταλαβαίνεις; Δεν θέλω!»