
Για το βιβλίο της Λάιλα Μαρτίνεθ [Layla Martinez] «Σαράκι» (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora). Kεντρική εικόνα: από την ταινία «The abandoned».
Γράφει η Μαριάννα Τσότρα
Ένα σπίτι που χυμάει στους ενοίκους του, που κατασπαράζει τις σάρκες τους και τους σιγοτρώει μέχρι το μεδούλι, όπου οι άγγελοι έχουν τη μορφή πολύποδων, μοχθηρών εντόμων και οι άγιες μοιράζονται το τραπέζι με τους ζωντανούς, τρώνε και πίνουν μαζί με τους συνδαιτυμόνες τους και αποκαλύπτουν τα ανομολόγητα και τα μελλούμενα. Μια νεαρή γυναίκα, η ανώνυμη αφηγήτρια, επιστρέφει στο σπίτι αυτό, μετά από προσωρινή κράτηση στη φυλακή, και ενοικεί εκεί μαζί με τη, σακατεμένη σωματικά και ψυχικά, γιαγιά της, επίσης αφηγήτρια.
Έξω από το σπίτι παραμονεύουν, σαν αδηφάγα αρπακτικά, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι προσπαθώντας να εξασφαλίσουν μια φωτογραφία της, ενώ όλο το χωριό την κουτσομπολεύει: πριν από δεκαετίες η μητέρα της εξαφανίστηκε από το ίδιο σπίτι και τώρα εκείνη είναι υπεύθυνη για μια δεύτερη εξαφάνιση, αυτή του παιδιού που είχε υπό την επίβλεψή της ως νταντά. Τα βράδια, όμως, οι κάτοικοι του χωριού χτυπούν την πόρτα τους, έρχονται στο κατώφλι τους αναζητώντας γιατρικά και ξόρκια, εκδίκηση από όσους τους αδίκησαν. Οι δύο γυναίκες θα αφηγηθούν, σταδιακά και μεθοδικά, την προσωπική τους ιστορία και θα αναμετρηθούν με τους δαίμονες του παρελθόντος τους, μέσα σε ένα σπίτι που διαρκώς τους επιτίθεται.
Οικογενειακή ιστορία
Η Ισπανίδα Λάιλα Μαρτίνεθ χρησιμοποιεί ένα κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας της, που η ίδια η γιαγιά της είχε αφηγηθεί, για να πλάσει μια ιστορία τρόμου από τα υλικά του πιο ευφάνταστου, ζοφερού εφιάλτη, στη νουβέλα της, «Σαράκι», που μεταφράζεται ήδη σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Carnivora, όπως πάντα δια χειρός της χαλκέντερης μεταφράστριας Ασπασίας Καμπύλη.
Τέσσερις γενεές γυναικών που έχουν πέσει θύματα βίας, εκμετάλλευσης και κακοποίησης, θύματα των ανδρών που πέρασαν από τη ζωή τους, θύματα της ίδιας της πατριαρχίας. Μέσα σε καθεμιά από τις γυναίκες της ιστορίας ζει το σαράκι, ένα μίσος που κατατρώει τα σωθικά τους, τις ροκανίζει όπως οι τερμίτες το ξύλο, όπως το δόντι της εγγονής σαπίζει και αποσταίνει μέσα στο στόμα της. Η οργή τους είναι βαθιά γυναικεία, φεμινιστική, ενάντια στο ανδρικό φύλο και στην ίδια την κοινωνία που τις εγκαταλείπει σαν σφαχτάρια στα χέρια των, έμφυλα και ταξικά, ισχυρών.
Ο τρόμος
Ο τρόμος εδώ προσωποποιείται και ενσαρκώνεται μέσα από το σπίτι, παρουσία μοχθηρή και συνάμα τιμωρός για τον γυναικείο πόνο που έχει βιωθεί εντός των τειχών του. Το σπίτι εκδικείται τους άντρες για τα κρίματά τους εναντίον των γυναικών, τους καταπλακώνει και τους εξοντώνει, η σάρκα τους αποσυντίθεται και οι ίδιοι λιώνουν σαν κερί που η φωτιά του σώνεται. Η Μαρτίνεθ ανανεώνει τη λογοτεχνική παράδοση του στοιχειωμένου σπιτιού, όπου οι πόρτες ανοιγοκλείνουν, τα έπιπλα σέρνονται και τα πιατοπότηρα τσουγκρίζουν, και αξιοποιεί τις συμβάσεις του είδους του τρόμου και του μαγικού ρεαλισμού, εδώ υπό ένα πρίσμα φεμινιστικό, ριζοσπαστικό, ουσιωδώς πολιτικό, φέρνοντας στον νου τη λογοτεχνία μιας άλλης ισπανόφωνης φεμινίστριας του τρόμου, αυτήν της Μαριάνα Ενρίκεζ.
![]() |
Η Λάιλα Μαρτίνεθ (Μαδρίτη, 1987) σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και έχει μεταπτυχιακό στη Σεξολογία. Συνεργάζεται σε τακτική βάση με την εφημερίδα El Salto, είναι συνδιευθύντρια του μουσικού φανζίν Dolly Records και του εκδοτικού οίκου Antipersona. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια σε ανθολογίες και συλλογικούς τόμους. Εργάζεται ως σεξολόγος σε μια κοινωνική δομή στη Μαδρίτη και είναι συμπαραγωγός στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα Mono con Calashnikov. Στο Σαράκι αποκαλύπτει ένα κομμάτι της οικογενειακής της ιστορίας, από την πλευρά των γυναικών πάντοτε. |
«Από αυτό το σπίτι δεν ξεφεύγει κανείς», είναι η μόνιμη επωδός της γριάς, που υπενθυμίζει διαρκώς στην εγγονή της την αυστηρή ταξική οριοθέτηση της ζωής της, την προκαθορισμένη μοίρα της εντός των περιορισμένων προοπτικών της ζωής στο χωριό –τη Μάντσα, όπου τοποθετείται η ιστορία, βαθιά στην ισπανική ενδοχώρα–, μακριά από τη μόρφωση, την επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη που το φευγιό στη Μαδρίτη και άλλες μεγαλουπόλεις συμβολίζει. Η πρώτη που φυλακίζεται στο σπίτι είναι η μητέρα της γριάς και πρώτη ένοικος του σπιτιού, αιχμάλωτη ανάμεσα στους ίσκιους και τις φασματικές, δαιμονικές παρουσίες του, αλληγορικό σύμβολο για την ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση που υφίστατο. Το σπίτι, πέραν από εκδικητή, συνιστά και φυλακή: το κελί που συμβολίζει η τάξη, η οικογένεια και το άχθος της παρακαταθήκης της, το φύλο και οι σύμφυτοί του ρόλοι.
Η Μαρτίνεθ προσδίδει ταξικές και πολιτικές διαστάσεις στην ιστορία της: οι ίσκιοι του σπιτιού, οι νεκροί που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από τα θεμέλιά του, είναι οι νεκροί του εμφυλίου, όσοι πέθαναν από πείνα και ένδεια.
Η Μαρτίνεθ προσδίδει ταξικές και πολιτικές διαστάσεις στην ιστορία της: οι ίσκιοι του σπιτιού, οι νεκροί που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από τα θεμέλιά του, είναι οι νεκροί του εμφυλίου, όσοι πέθαναν από πείνα και ένδεια, όσοι δεν απέκτησαν ποτέ πρόσβαση στον παράδεισο και το καθαρτήριο επειδή δε δύναντο να πληρώσουν για την κηδεία, καταδικασμένοι σε αιώνια περιπλάνηση στον κόσμο των ζωντανών. Οι κακορίζικοι είναι οι μόνοι που ενδιαφέρουν τη λογοτεχνία της Μαρτίνεθ, όσοι η μοίρα έχει αδικήσει, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και η εργατική τάξη.
Μίσος και μνησικακία
Η οικογένεια κληροδοτεί το μίσος και τη μνησικακία, την οργή και την απογοήτευση, στις επόμενες γενεές: μια οργή έμφυλη, που πηγάζει από δεκαετίες πόνου και κακοποίησης, ένα μίσος ταξικό, ενάντια στους πλούσιους, τους ευυπόληπτους και τους ισχυρούς. Οι Χαράμπο, η οικογένεια που είχε στη δούλεψή της τη γριά και χρόνια αργότερα την εγγονή της, συμβολίζει τον ταξικό εχθρό, τους αστούς που διαχρονικά περιφρονούν και υποτιμούν την εργατική τάξη, τους φέρονται με καταφρόνια και περιφρόνηση, χλευάζουν και λοιδορούν τον τρόπο ομιλίας και την εμφάνισή τους – το μίσος εναντίον τους κοχλάζει ασίγαστο, μέχρι την ύστατη εκτόνωσή του.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, εναλλασσόμενη ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή: η καθεμιά τους βάλλει εναντίον της άλλης και διαψεύδει τα λεγόμενά της, με απίστευτη μαστοριά δια χειρός της Μαρτίνεθ στην τεχνική του αναξιόπιστου αφηγητή. Η γλώσσα είναι πεζή, λαϊκή, προφορική και χειμαρρώδης, δίχως πολλά σημεία στίξης, ρέει σαν νερό, όπως οι λαϊκοί θρύλοι που οι θεοσεβούμενες γιαγιάδες αφηγούνται στα εγγόνια τους για να τα φοβερίσουν.
Κλειστοφοβική ατμόσφαιρα
Η Μαρτίνεθ συνθέτει μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, κλειστοφοβική, από τις σελίδες της στάζει πηχτό, κολλώδες μίσος, η πρόζα της αποτελείται από έναν ολάκερο καμβά αποχρώσεων της πίκρας, της δυσθυμίας και της σιχαμάρας.
Η Μαρτίνεθ αναπλάθει την οικογενειακή της ιστορία, αλλά και τη συλλογική ιστορία του τόπου της, συνταιριάζει την κληρονομιά του ισπανικού εμφυλίου με τη θρησκεία, τη δεισιδαιμονία και την ισπανική λαογραφική παράδοση, και τη μετουσιώνει σε λογοτεχνία υψηλής ποιότητας μα και καθολικής πρόσβασης, μια λογοτεχνία άρτια και στυλιζαρισμένη, και συνάμα ταξική και πολιτική.
Το Σαράκι είναι μια ιστορία για την οικογένεια και την κληρονομιά της, για τις ταξικές και έμφυλες ανισότητες, για το μίσος και την πικρία ως κινητήριο δύναμη για μια εκδίκηση φεμινιστική. Λεπτοδουλεμένη στη φόρμα και τη γλώσσα, μα και πολυεπίπεδη στους συμβολισμούς της, η νουβέλα της Μαρτίνεθ είναι μια σύγχρονη ιστορία μαγισσών, ένας λογοτεχνικός θρίαμβος.