Για το μυθιστόρημα της Αν Πάτσετ [Ann Patchett] «Τομ Λέικ» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Δώμα), μια ιστορία για την οικογένεια, την αγάπη, τη φύση και το θέατρο, φόρος τιμής στη «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ [Thornton Wilder]. Κεντρική εικόνα: Οι Frank Craven (δεξιά), Martha Scott και John Craven στο original ανέβασμα του «Our town» στο Broadway (1938).
Γράφει η Φανή Χατζή
Το καλοκαίρι του 2020, όταν ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται σε κάποιο είδος καραντίνας λόγω της πανδημίας, η οικογένεια της Λάρα και του Τζο έρχεται κοντά. Οι ενήλικες κόρες τους, Έμιλι, Μέιζι και Νελ, επιστρέφουν στο πατρικό τους σπίτι και στρώνονται στη δουλειά στον οικογενειακό οπωρώνα κερασιών. Όσο ο άνδρας της παρέας καταπιάνεται με άλλες εργασίες στο κτήμα, τα κορίτσια μαζεύουν κεράσια και βύσσινα κάτω από τον ήλιο. Δεν υπάρχει καλύτερη συνθήκη για τη Λάρα να εκπληρώσει μια υπόσχεση χρόνων: να μιλήσει στις κόρες της για το καλοκαίρι που ήταν ηθοποιός στον θερινό θίασο του Τομ Λέικ.
Η ιστορία ξεκινά από το πρώτο ανέβασμα του θεατρικού Η μικρή μας πόλη του Γουάιλντερ και την πρώτη –από τις τρεις– φορές που η Λάρα κλήθηκε να υποκριθεί την Έμιλι Γουέμπ.
Το μακρινό καλοκαίρι της δεκαετίας του 1980 ελκύει το ενδιαφέρον των τριών γυναικών, διότι ήταν αυτό του ειδυλλίου της μητέρας τους με τον ηθοποιό Πήτερ Ντιουκ, μετέπειτα πασίγνωστο ζεν πρεμιέ. Η Λάρα, όμως, προς απογοήτευση των κοριτσιών, πιάνει το νήμα της ιστορίας από πιο πριν, από τότε που το μικρόβιο του θεάτρου άρχισε να ρέει στις φλέβες της και πρωτογνώρισε τον μοναδικό ρόλο που έμελλε να παίξει στο σανίδι. Έτσι, η ιστορία ξεκινά από το πρώτο ανέβασμα του θεατρικού Η μικρή μας πόλη του Γουάιλντερ και την πρώτη –από τις τρεις– φορές που η Λάρα κλήθηκε να υποκριθεί την Έμιλι Γουέμπ.
Αφήγηση μέσα στην αφήγηση
Με το αφηγηματικό εύρημα της εγκιβωτισμένης αφήγησης, η Αν Πάτσετ ελίσσεται ανάμεσα σε δύο αφηγηματικά επίπεδα, στο μακρινό παρελθόν της νιότης της Λάρα, όπως η ίδια θέλει να το μεταφέρει στις κόρες της, και στο παρόν της, όπως η συγγραφέας θέλει να το αποκαλύψει, καθώς απλώνεται μπροστά μας σταδιακά σαν εργόχειρο. Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες μιας τρυφερής ιστορίας ενηλικίωσης, αλλά καταβυθιζόμαστε και στις ώριμες πλέον ανησυχίες της ίδιας ηρωίδας.
Η Αμερικανίδα συγγραφέας μας αφήνει άλλοτε στο ίδιο επίπεδο άγνοιας με τις κόρες της και άλλοτε μας εξυψώνει σε έναν προνομιακό ρόλο, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίζουμε περισσότερα από αυτές.
Κρατώντας ανοιχτό πεδίο για μικρές εκπλήξεις κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης της αφηγήτριας, η Αμερικανίδα συγγραφέας μας αφήνει άλλοτε στο ίδιο επίπεδο άγνοιας με τις κόρες της και άλλοτε μας εξυψώνει σε έναν προνομιακό ρόλο, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίζουμε περισσότερα από αυτές. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορία που αφηγείται είναι, εν τέλει, η ιστορία της οικογένειας, του κτήματος, της ζωής της.
Φόρος τιμής στη «Μικρή μας πόλη»
Η συγγραφέας του φιναλίστ για το Πούλιτζερ Το Ολλανδέζικο Σπίτι (μτφρ Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα) αποτίνει με το πρόσφατό της έργο έναν μεγάλο φόρο τιμής στον αγαπημένο της συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ, τον οποίο ευχαριστεί στο σημείωμα στο τέλος για την ανεξάντλητη έμπνευση και παρηγοριά που της έχει προσφέρει σε όλη της τη ζωή. Επιχειρώντας ένα παιχνίδισμα με το θεατρικό «Η μικρή μας πόλη», η Πάτσετ εντάσσει την ιστορία της σε μια μικρή πόλη εντός της πολιτείας του Νιου Χάμσαϊρ, βόρεια του Μίσιγκαν, που θυμίζει το φανταστικό Γκρόβερς Κόρνερς του θεατρικού.
Η γοητεία που ασκεί γενικότερα το θέατρο στην Πάτσετ προδίδεται από τις περιγραφές των συναισθημάτων που κατακλύζουν τη νεαρή Λάρα όσο δένεται με τον θίασο.
Ο αφηγητής της Μικρής Πόλης, ο περίφημος διευθυντής σκηνής, εδώ ενσαρκώνεται από την Λάρα. Η αίσθηση της καθοδηγητικής μετα-αφήγησης, η προφορικότητα και το διακριτικό χιούμορ διαπερνά το έργο της Πάτσετ όπως διαπερνά και του Γουάιλντερ. Ο βασικός τους, όμως, κοινός παρανομαστής είναι η έμφαση στους οικογενειακούς δεσμούς, τους απλούς ανθρώπους και τις καθημερινές τους στιγμές.
Ένας ύμνος στο θέατρο
Η γοητεία που ασκεί γενικότερα το θέατρο στην Πάτσετ προδίδεται από τις περιγραφές των συναισθημάτων που κατακλύζουν τη νεαρή Λάρα όσο δένεται με τον θίασο. Το καλοκαίρι στο Τομ Λέικ, όπως σκιαγραφείται από την εξιστόρησή της, είναι εξαντλητικό μα και ξέγνοιαστο, γεμάτο πρόβες, βουτιές στη λίμνη, έρωτα και φύση. Το θέατρο όμως επηρεάζει και τα δομικά μέρη του μυθιστορήματος. Οι τρεις αδερφές ως ακροάτριες και ηρωίδες και ο βυσσινόκηπος ως τόπος δράσης εύκολα φέρνουν στον νου τα ομώνυμα έργα του Τσέχωφ.
Η επιπολαιότητα της νιότης σε αντίθεση με τον κυνισμό της ωριμότητας και η νεανική ψευδαίσθηση ότι η γοητεία βρίσκεται μόνο στα μεγάλα πράγματα προσαυξάνουν αυτή τη χροιά του κειμένου.
Το μυθιστόρημα διαπνέεται και από μια τσεχωφική αύρα, που είναι εμφανής στις προβληματικές του, όπως την αγωνία για την κληρονομική διαδοχή του κτήματος, το μέλλον της γης και τη συνέχιση της παράδοσης. Η επιπολαιότητα της νιότης σε αντίθεση με τον κυνισμό της ωριμότητας και η νεανική ψευδαίσθηση ότι η γοητεία βρίσκεται μόνο στα μεγάλα πράγματα προσαυξάνουν αυτή τη χροιά του κειμένου.
Η Aν Πάτσετ (1963) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και μεγάλωσε στο Τενεσσή των Ηνωμένων Πολιτειών. Σπούδασε στο Sarah Lawrence College και στο Iowa Writers' Workshop. Έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, το PEN/Faulkner Award, το Orange Prize for Fiction, το Harold D. Vursell Memorial Award της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ενώ υπήρξε φιναλίστ για το National Book Critics Award και, το 2020, φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer Λογοτεχνίας. Το 2011 ίδρυσε στο Νάσβιλ το φημισμένο ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο Parnassus Books. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Μπελκάντο (Ωκεανίδα, 2001) και Ο ποταμός των θαυμάτων (Μεταίχμιο, 2013). Από το ΔΩΜΑ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα Το ολλανδέζικο σπίτι (2021) και Τομ Λέικ (2023). |
Όχι (μόνο) ένα μυθιστόρημα πανδημίας
Ενώ οι προθέσεις της συγγραφέως για την συνομιλία του μυθιστορήματός της με το θέατρο είναι φανερές, η επιθυμία της να συμβάλλει στο υπο-είδος του «μυθιστορήματος πανδημίας» δεν είναι απολύτως σαφής. Η επιβεβλημένη παύση που επήλθε στις ζωές μας στην καραντίνα δε δίνεται μέσα από τα μάτια των αγχωμένων κοριτσιών και τη γιγαντωμένη αβεβαιότητά τους για το μέλλον, αλλά από τη ρομαντικοποιημένη οπτική της Λάρας, που βλέπει σε αυτή την παύση ήρεμες στιγμές οικογενειακής θαλπωρής που δε θα ξαναέρθουν, όπως η τελετουργία του βραδινού δείπνου, μετά από κάθε εξαντλητική μέρα εργασίας.
Το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, λοιπόν, φαίνεται να εξασφαλίζει στην κεντρική ηρωίδα τον κατάλληλο χρόνο και χώρο για την αναγκαία ανασκόπηση και εξυπηρετεί την δημιουργία μιας ισχυρής εικόνας, αυτή μιας γυναίκας που συλλέγει αμέτρητους καρπούς στο χωράφι, από την σταχυολόγηση όμως των αναμνήσεών της, ελάχιστες προκρίνονται ως σημαντικές.
Ένα ποιοτικό feelgood
Η επιδέξια συγγραφέας επενδύει την ιστορία της με μεγάλη τρυφερότητα, παρόλο που δεν ακολουθεί τις «ευκολίες» του feelgood. Η ενασχόλησή της με ένα είδος κλασικής, πυρηνικής, αγαπημένης οικογένειας και η περιγραφή μιας ζωής με βουκολική απλότητα που δεν συναντάται στα γρήγορα αστικά μυθιστορήματα δημιουργούν μια απαράμιλλη ζεστασιά.
Μέσα από αυτή την αχνή σύγκριση οι κόρες της αφηγήτριας, αλλά και εμείς, διδασκόμαστε ένα μάθημα ενηλικίωσης.
Η Πάτσετ δε θέλει να δηλητηριάσει καθόλου αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό με δυσάρεστες εικόνες. Οι απαραίτητες συγκρούσεις διατρέχουν το μυθιστόρημα, όμως στους κόλπους της οικογένειας δεν απαντώνται η επίκριση, ο συντηρητισμός και άλλα σκοτεινά συννεφάκια. Η επιλογή της συγγραφέως να μην ταράξει την γλυκιά αυτή αίσθηση καθιστά το βιβλίο καθησυχαστικό, σχεδόν ιαματικό. Η ανάγνωσή του βιώνεται σαν μια ζεστή αγκαλιά.
Μια γλυκιά παραμυθού
Ο παραλληλισμός και η μεταφορά γοητεύουν την Αμερικανίδα συγγραφέα η οποία αντιπαραβάλλει τα αφηγηματικά επίπεδα που η ίδια πλάθει. Οι ακράδαντοι δεσμοί της οικογένειας Νέλσον συγκρίνονται με τους αδύναμους στο χρόνο δεσμούς της οιονεί οικογένειας του θιάσου, και ο εφηβικός, νεανικός έρωτας ωχριά μπροστά στην ώριμη, συζυγική αγάπη. Αυτό που φαντάζει προς στιγμήν βουτηγμένο στο πάθος και την αδρεναλίνη αντικαθίσταται από την ηρεμία και τη σιγουριά του μέλλοντος.
Μέσα από αυτή την αχνή σύγκριση οι κόρες της αφηγήτριας, αλλά και εμείς, διδασκόμαστε ένα μάθημα ενηλικίωσης. Όσο κι αν η ώριμη Λάρα σέβεται τις επιλογές των τριών παιδιών της, καθιστά σαφή την υπόδειξή της να μην τις θεωρήσουν τελεσίδικες. Αυτό που τώρα φαντάζει όλος τους ο κόσμος, μπορεί κάποτε να μην είναι.
Η ιστορία του παρελθόντος διασταυρώνεται με την ιστορία του μέλλοντος ως προς το εφήμερο της ευτυχίας. Η εικοσιπεντάχρονη Λάρα ήταν αρκετά πληγωμένη και μικρή για να απολαύσει στο έπακρο τη νιότη της και τους καρπούς της.
Η μεσήλικη Λάρα εκτιμά κάθε λεπτό της συγκυρίας που έφερε κοντά την οικογένειά της, γνωρίζει ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα και απομυζά κάθε λεπτό. Πλέον είναι σε θέση να καταλάβει το ρητορικό ερώτημα που θέτει το θεατρικό του Γουάιλντερ προς τους θεατές: Άραγε οι άνθρωποι εκτιμούν πραγματικά την αξία της ζωής;
Έτσι, παρόλο που η Λάρα έχει υποσχεθεί στις κόρες της ένα ειδυλλιακό λοβ στόρι, αυτό που παραδίδει τελικά είναι μία ιστορία για την οικογενειακή, συζυγική, και, την πιο αγνή απ’ όλες, μητρική αγάπη, ενώ η Πάτσετ παραδίδει μια ιστορία αγάπης που εκτείνεται και διαμοιράζεται σε πολλούς αποδέκτες, αγάπη προς την οικογένεια, τη φύση, το θέατρο, την αφήγηση ιστοριών και στο τέλος, όλα αυτά τα μικρά πράγματα που οφείλουμε να εκτιμάμε πριν μας προσπεράσουν ανεπιστρεπτί.
* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Αν τούτο εδώ το μυθιστόρημα έχει ένα στόχο, αυτός είναι να στρέψει ξανά τους αναγνώστες στη Μικρή μας πόλη, αλλά και σ’ όλο το έργο του Γουάιλντερ. Εκεί είναι η χαρά.»
«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς [...] Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».