Για το βιβλίο του Πέδρο Αλμοδόβαρ [Pedro Almodóvar] «Το τελευταίο όνειρο» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα). Kεντρική εικόνα: © Wikipedia.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
O Πέδρο Αλμοδόβαρ ήταν πάντα ένα παράδοξο. Ίσως διότι κι ο ίδιος θέλησε από την πρώτη στιγμή που εντάχθηκε στον κινηματογραφικό κόσμο να μην δώσει τη δυνατότητα σε κανέναν να τον κατατάξει και να τον τοποθετήσει σε ένα είδος. Κάπως έτσι, μ’ αυτή την αντιφατικότητα ως βασικό στοιχείο ταυτότητας (καλλιτεχνικής και μη) ο Ισπανός σκηνοθέτης είδε μεγάλο μέρος του κοινού να τον αποθεώνει και κάμποσους κριτικούς να εξετάζουν αποδοκιμαστικά κάποιες ταινίες του.
Την ίδια στιγμή που παίζει με το μελό και το γκροτέσκο, έχει την ικανότητα να φτιάχνει σεκάνς υψηλής δραματικής πύκνωσης (ιδιαίτερα στις τελευταίες ταινίες του) φλερτάροντας με μιαν αβίαστη, όσο και απέριττη, ποιητικότητα. Είναι επιφανειακός και απολιτίκ; Είναι φεμινιστής ή μισογύνης; Είναι παγκόσμιος ή κουβαλάει ως βάρος την ισπανικότητα στις πλάτες του; Είναι ένας μετρ του μελοδράματος ή, απλώς, χρησιμοποιεί ως «προπέτασμα» όλες αυτές τις προφανείς φόρμες για να παίξει με τους δικούς του όρους;
Ιδού (ξανά) μια σειρά από παράδοξα, τα οποία, ωστόσο, κακό δεν του έκαναν, από τη στιγμή που πλέον έχει καταφέρει να ξεφύγει από την περιφερειακότητα της χώρας του και να πλεύσει σε διεθνή κινηματογραφικά ύδατα.
Το συγγραφικό εγώ
Είναι, άραγε, και συγγραφέας; Θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε κι ως τέτοιο; Για μια πολυπρισματική περσόνα όπως είναι ο Αλμοδόβαρ, τα πάντα είναι (ή θα πρέπει να είναι) αποδεκτά.
Κι όμως, αν μελετήσεις τη συλλογή κειμένων του στο βιβλίο Το τελευταίο όνειρο (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα) δεν γίνεται να μην σκεφτείς πως, ναι, εδώ έχεις να κάνεις με κάτι που δεν θα μπορούσε να γραφτεί αλλιώς. Σαν να λέμε τούτο το βιβλίο είναι φτιαγμένο à la manière de Almodovar.
Ήδη, από την εισαγωγή, ο Αλμοδόβαρ ανοίγει τα χαρτιά του ως προς την πρόθεσή του να εκδώσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Πρώτα και κύρια ξεκαθαρίζει πως όλα τα κείμενα τα θεωρεί αφηγήσεις (ούτε ιστορίες ούτε διηγήματα ούτε μικρά memoirs). Επιμένει πως όπως στη φιλμογραφία του θέλησε να συμφύρει τα είδη, τα φύλα, τη μυθοπλασία και τη ζωή σε μια στροβιλιστική συγχρονία, έτσι και στις λογοτεχνικές απόπειρές του, οι οποίες δεν είναι τωρινές, αλλά ανάγονται στην παιδική του ηλικία και τον συντρόφευσαν σε όλα τα κατοπινά χρόνια του, θέλησε να φτιάξει έναν κόσμο που θα περιέχει τα πάντα και τίποτα δεν θα είναι ευδιάκριτο.
Επινόηση και παραξενιά
Οι δώδεκα αφηγήσεις που συγκροτούν την έκδοση επιβεβαιώνουν την πρόθεσή του. Πρόκειται για κείμενα που σε κεντρίζουν (ενίοτε και σε κερδίζουν) με την επινοητικότητα και της ιδιάζουσα έως και πρωτότυπη παραξενιά τους κι άλλα στα οποία βλέπεις αφιλτράριστα κάποια πραγματικά επεισόδια της ζωής του.
Ναι, η πραγματικότητα και η επινόηση λειτουργούν εν ταυτώ κι εδώ, με τον Αλμοδοβάρ να γνωρίζει, πλέον, πολύ καλά την τέχνη της σαγήνης, της πλάνης, της μαγείας, αλλά και της απομάγευσης.
Όσο κι αν παραδέχεται πως ποτέ δεν κράτησε ημερολόγιο στη ζωή του, εδώ καταφέρνει σε τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις να μας προσφέρει στιγμές του ιδιωτικού του βίου.
Όσο κι αν παραδέχεται πως ποτέ δεν κράτησε ημερολόγιο στη ζωή του, εδώ καταφέρνει σε τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις να μας προσφέρει στιγμές του ιδιωτικού του βίου (ερωτικού και μη) που δείχνουν πως έχει την ικανότητα να θυμάται ακόμη και την πιο μικρή λεπτομέρεια γεγονότων που του συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια (μα, να θυμάται ακόμη και ποια αναγλητικά έπαιρνε όταν τον σφυροκοπούσε η ημικρανία;).
Μέσα σ’ αυτές τις δώδεκα αφηγήσεις, ωστόσο, υπάρχει μια που δεν γίνεται να μην παραδεχθείς πως ο Αλμοδοβάρ όταν θέλει μπορεί να χειριστεί τους τροπισμούς της γραφής (όπως και της κάμερας) με τους καλύτερους -καλλιτεχνικούς- όρους. Πρόκειται για την ιστορία που έδωσε και τον γενικό τίτλο στο βιβλίο: «Το τελευταίο όνειρο». Είναι μια αφήγηση μόλις πέντε σελίδων με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του (μόνιμος καημός του Αλμοδόβαρ), η οποία νοσηλεύεται στο νοσοκομείο και είναι φανερό πως ετοιμάζεται να διαβεί το σύνορο μεταξύ της ζωής και του θανάτου.
O Pedro Almodovar (Calzada de Calatrava, 1949) είναι ο Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός με τη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση μετά τον Luis Bunuel. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει είκοσι τέσσερις ταινίες. Έχει τιμηθεί με τα σπουδαιότερα βραβεία κινηματογράφου, μεταξύ των οποίων δύο Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, έναν Χρυσό Λέοντα, δύο βραβεία στο Φεστιβάλ των Καννών και έξι Γκόγια. Έχει γράψει επίσης το μυθιστόρημα Fuegoen las entranas και το Patty Diphusa με τις περιπέτειες της ομώνυμης πρωταγωνίστριας-alter ego του. To τελευταίο όνειρο είναι η πρώτη του συλλογή διηγημάτων. |
Χρησιμοποιώντας τα ελάχιστα δυνατά αφηγηματικά μέσα και με δεδομένη την επιδίωξή του για αποδραματοποίηση (σε μια εξόχως δραματική στιγμή), ο Αλμοδόβαρ πετύχει κάτι που δεν είναι εύκολο και προφανές ακόμη και για δόκιμους συγγραφείς. Μας προσφέρει μια μικρή πτυχή της ζωής του με συγκινητικό τρόπο που, όμως, δεν κραυγάζει ότι θέλει (στανικά) να συγκινήσει τον αναγνώστη του.
Παντού η μητέρα του
Στο Τελευταίο όνειρο η μητέρα του τριγυρνάει συνεχώς, σε σημείο να πιστεύεις πως άλλο δεν κάνει από κείμενο σε κείμενο ο Ισπανός σκηνοθέτης από το κάνει την ανατομία του δεσμού με τη μητέρα του, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητά του, αλλά και την επιρροή που άσκησε στο καλλιτεχνικό του όραμα.
Οι αφηγήσεις του Αλμοδοβάρ διασχίζουν τον χρόνο, θολώνοντας το παρελθόν και το παρόν. Αυτό αντανακλά την εμμονή του με τη μνήμη. Ο Αλμοδοβάρ δεν αντιμετωπίζει τη μνήμη ως ένα στατικό «αρχείο» από το οποίο ανασύρει δεδομένα όταν χρειάζεται, αλλά ως μια ρευστή «ταπισερί», όπου οι ψίθυροι του παρελθόντος διαμορφώνουν το παρόν. Αυτή η μορφή διάθλασης του χρόνου υπάρχει και στην καρδιά των αφηγήσεών του. Είτε πρόκειται για εκείνα που ανήκουν στην καθαρή μορφή μυθοπλασίας είτε στα άλλα που είναι ημι-αυτοβιογραφικά.
Οι ιστορίες του θολώνουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αντικατοπτρίζοντας το κινηματογραφικό του στιλ.
Οι ιστορίες του θολώνουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αντικατοπτρίζοντας το κινηματογραφικό του στιλ. Φυσικά, δεν ξεχνάει, ενίοτε, και το χιούμορ (πάντα σαρδόνιο και οξύ) να εισχωρήσει στις προτάσεις του θυμίζοντάς μας πως στην ουσία ο Αλμοδοβάρ ήταν και θα είναι πάντα ένα άντρας με καρδιά παιδιού.
Ή, ενδέχεται να είναι μια υπενθύμιση (προς τον εαυτό του και προς όλους μας) ότι το τελευταίο οχυρό πριν από τον ζόφο που μας περιβάλλει δεν μπορεί παρά να είναι το αυθεντικό αστείο (ουχί η πλάκα).
Οι χαρακτήρες του
Οι χαρακτήρες του Aλμοδόβαρ είναι συχνά γερασμένοι, ελαττωματικοί και ευάλωτοι, μας θυμίζουν την τρωτότητα του σώματος. Γιορτάζει την ανθεκτικότητά τους, αλλά και αντιμετωπίζει τον φόβο και την τρυφερότητα που συνοδεύουν τους σωματικούς μας περιορισμούς.
Την ίδια στιγμή, από μια τρανς γυναίκα που περιηγείται στις κοινωνικές νόρμες μέχρι μια κινηματογραφίστρια που λαχταρά την αποδοχή, ο Aλμοδόβαρ διερευνά την καθολική επιθυμία να ανήκεις κάπου. Δείχνει ότι η οικογένεια δεν είναι πάντα «δεσμευμένη» στο αίμα, αλλά υπάρχει κι άλλες γέφυρες που μπορούν να ενώσουν αξεδιάλυτα τους ανθρώπους.
Εντέλει, όλα είναι… Αλμοδοβάρ: οι ταινίες του, οι αφηγήσεις του, οι καυστικές συνεντεύξεις του, η στάση του απέναντι στα πράγματα, ακόμη και το ντύσιμό του. Όλα συγκροτούν μια μορφή που εκπρορεύεται, αλλά και κατατείνει προς τον καλλιτεχνικό κόσμο δικής του επινόησης. Σαν να παίζει και να σκηνοθετεί το έργο της ζωής του διαρκώς και ακαταπαύστως. Πολύ λειτουργική η μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Σαν νορμάλ» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι μητέρες δίνουν πάντα σιγουριά. ‘’Ο κόσμος νομίζει πως τα παιδιά γίνονται σε μια μέρα. Αλλά αργούν πολύ. Πολύ’’, έλεγε ο Λόρκα. Ούτε και οι μανάδες γίνονται σε μια μέρα. Και δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο για να είναι ουσιώδεις, αξέχαστες, διδακτικές. Εγώ έμαθα πολά από τη μάνα μου – δίχως να το συνειδητοποιήσουμε ούτε εκείνη ούτε εγώ. Έμαθα κάτι ουσιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα και πως η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη». (σελ. 105)