Για το μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Φόκνερ [William Faulkner] «Καθώς Ψυχορραγώ» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Φράνκο.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Για τις ανάγκες των βιβλίων του, ο Ουίλιαμ Φόκνερ δανειζόταν σταθερά υλικό από τις ιστορίες και το πνεύμα της Βίβλου. Το Καθώς Ψυχορραγώ (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg) πρωτοεκδόθηκε το 1931, έναν μόλις χρόνο μετά το εξ ίσου εμβληματικό Η Βουή και η Αντάρα.
Το βιβλίο είχε πρωτομεταφρασθεί έξοχα στα ελληνικά από τον Μένη Κουμανταρέα μισό αιώνα πριν για λογαριασμό των ιστορικών εκδόσεων Κάλβος, και μας παραδόθηκε εκ νέου πέρυσι σε επάξια, εκσυγχρονισμένη μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά. Στο βιβλίο περιγράφεται η μεγάλη πορεία προς την ταφή μιας μητέρας στη γενέτειρά της και ο υπαρξιακός αναπροσδιορισμός των υπολοίπων μελών της οικογένειας.
Το έργο αυτό δικαίως συγκαταλέγεται στα κορυφαία του ιδρυτή της σχολής του Southern Gothic και πάπα της λογοτεχνικής [και όχι μόνο] αναγέννησης του Αμερικανικού Νότου. Ο συγγραφέας συμπυκνώνει εδώ τα προσφιλή του μοτίβα: το πεπρωμένο, την ενόραση της μοίρας, κυρίως όμως μια ποιητική εικόνα του χρόνου νοούμενου ως απόστασης ή μ’ άλλα λόγια μια κυκλική βίωση της χωρικής και χρονικής αίσθησης.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Φόκνερ είναι ότι οι πολλαπλές φιλολογικές επιρροές που έχει υποστεί, συντήκονται στο έδαφος της αυτόχθονος ανθρωπογεωγραφίας, αποδίδοντας το πνεύμα της Ιστορίας και τους αποήχους της τραγικής ήττας κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο των ετών 1861-5.
Η επινοημένη Κομητεία της Γιοκναπατάουφα
Σε αυτό ειδικά το έργο παγιώνεται η επινοημένη από τον συγγραφέα Κομητεία της Γιοκναπατάουφα – μια έκταση στο μέγεθος ενός ελληνικού νομού που τοποθετείται κάπου στα βορειοδυτικά της Πολιτείας του Μισισίπι και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Κομητεία Λαφαγιέτ όπου γεννήθηκε και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του ο Φόκνερ.
Στην Γιοκναπατάουφα εκτυλίσσονται [συχνά μάλιστα αλληλεπικαλύπτονται] οι περισσότερες ιστορίες του και εδώ δρουν οι λογοτεχνικοί του ήρωες, χτίζοντας ένα μοναδικό στη σύλληψή του οικοδόμημα μυθικής γεωγραφίας αρθρωμένης περί την ουσία ενός τόπου.
Στην Γιοκναπατάουφα εκτυλίσσονται [συχνά μάλιστα αλληλεπικαλύπτονται] οι περισσότερες ιστορίες του και εδώ δρουν οι λογοτεχνικοί του ήρωες, χτίζοντας ένα μοναδικό στη σύλληψή του οικοδόμημα μυθικής γεωγραφίας αρθρωμένης περί την ουσία ενός τόπου. Δηλαδή μιας κοινωνίας κατά βάση αγροτικής, μητριαρχικής και αρχαϊκής, που ριζώνει σε μια επίπεδη, αραιοκατοικημένη έκταση διασχιζόμενη από μεγάλους ποταμούς και τεμαχιζόμενη σταδιακά από οδικούς άξονες, πυκνές μετακινήσεις και την αναπόφευκτη εισβολή του τεχνολογικού πολιτισμού.
Αρχετυπική πορεία
Ο κορμός του βιβλίου είναι η αρχετυπική στη σύλληψή της πορεία του χήρου πατέρα Ανς Μπάντρεν και των πέντε παιδιών του από το μικρό τους αγρόκτημα στα βόρεια της Πολιτείας του Μισισίπι προς το Τζέφερσον –την πρωτεύουσα της Κομητείας της Γιοκναπατάουφα– προκειμένου να ενταφιάσουν, κατά την επιθυμία της, τη μητέρα Άντι Μπάντρεν. Στο Τζέφερσον βρίσκεται θαμμένο το σόι της Άντι, κι εκεί έχει ορκιστεί στον εαυτό της, στο αίμα και τη φυλή της ότι θα ταφεί και η ίδια, καθώς αισθάνεται ξεριζωμένη απ’ την πατρώα γη ήδη από τότε που ως νεαρή δασκάλα παντρεύτηκε τον Ανς.
Η Άντι, αν και νεκρή, θα παραμείνει εσαεί ζωντανή στη διάρκεια της πορείας –μια μητριαρχική φιγούρα που το πνεύμα της καθοδηγεί τους ζωντανούς και στο νου τους μεταστοιχειώνεται σε ποικίλα έμψυχα ή άψυχα όντα– ένα ψάρι, ένα άλογο, ένα δέντρο. Η ίδια ανασταίνεται λογοτεχνική αδεία κάπου στα μισά του βιβλίου και μας δίνει έναν εκ νεκρών μονόλογο ακραίας αιχμηρότητας που, κοντά έναν αιώνα πριν, κάνει να ωχριούν με την σκληρή διεισδυτικότητα των λόγων, των αισθημάτων και των επιλογών της οι σύγχρονες ερζάτς φεμινίστριες και οι λεγόμενες «σπουδές φύλλου».
Ο Γουίλιαμ Φόκνερ γεννήθηκε στο New Albany κοντά στην Οξφόρδη της Πολιτείας του Μισισίπι το 1897. Παρόλο που ο προπάππος του ήταν συνταγματάρχης και σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου, ο Φόκνερ δεν έγινε δεκτός στο στρατό όταν η Αμερική μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα, κατάφερε να καταταγεί στην καναδική και, στη συνέχεια, στη βρετανική βασιλική αεροπορία, και μετά τον πόλεμο φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του –ήταν, εξάλλου, μετριότατος φοιτητής– και ασχολήθηκε με δουλειές του ποδαριού, ανάμεσά τους ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη και μια μικρή εφημερίδα στη Νέα Ορλεάνη, όπου το 1924 ο φίλος του Φιλ Στόουν φρόντισε να εκδοθεί σε 1.000 αντίτυπα η συλλογή ποιημάτων του "The Marble Faun" («Ο μαρμάρινος φαύνος»). Στη Νέα Ορλεάνη γνωρίστηκε με έναν κύκλο λογοτεχνών στον οποίο συμμετείχε ο Σέργουντ Άντερσον, που τον ενθάρρυνε να στραφεί στην πεζογραφία, κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Soldiers' Pay" («Η πληρωμή του στρατιώτη»), που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Boni and Liveright το 1926. Το 1929 παντρεύτηκε κι έπιασε δουλειά, νυχτερινή βάρδια, στην τροφοδοσία ενός τοπικού ηλεκτρικού σταθμού. Εκείνο το διάστημα, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το "As I Lay Dying" («Καθώς ψυχορραγώ»), που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το "Sanctuary" («Άδυτο», 1931) και κάποια σενάρια για το Χόλυγουντ (μεταξύ των οποίων το "Today we Live" του Χάουαρντ Χοκς, 1933, πάνω σ' ένα δικό του διήγημα, και αργότερα οι διασκευές του «Μεγάλου ύπνου» του Ρ. Τσάντλερ, στην ομότιτλη μεταφορά με πρωταγωνιστές τον Χ. Μπόγκαρτ και τη Λ. Μπακόλ, καθώς και του «Να έχεις και να μην έχεις» του Χέμινγουεϊ), μια και οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν ασήμαντες. Στα σημαντικότερα έργα του, που συχνά χαρακτηρίζονται από πειραματική γραφή, επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συγκαταλέγονται και τα μυθιστορήματα "Mosquitos" («Κουνούπια»), 1927, "Sartoris" («Σαρτόρις», με αρχικό τίτλο "Flags in the Dust"), 1929, "The Sound and the Fury" («Η βουή και η αντάρα/κατά Τάκη Μενδράκο, μανία/κατά Παύλο Μάτεσι), 1929, "Light in August" («Φως τον Αύγουστο»), 1932, "Absalom, Absalom!" («Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!»), 1936, "The Wild Palms" («Άγρια Φοινικόδενδρα»), 1939, "The Hamlet" («Το χωριουδάκι» -πρώτο μέρος της τριλογίας των Snope), 1940, "Requiem for a Nun" («Ρέκβιεμ για μια μοναχή»), 1951, "The Town" («Η πόλη»), 1957 και "The Mansion" («Το Μέγαρο»), 1959 -δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας των Snope-, "The Reivers" («Οι κλέφτες»), 1961, καθώς και περισσότερες από 80 συλλογές διηγημάτων. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1955 με το National Book Award και με το Pulitzer Prize for fiction (για το μυθιστόρημα "A Fable"), το 1962 με το Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και -μετά θάνατον- για δεύτερη φορά με το Pulitzer Prize (για το μυθιστόρημα "The Reivers"). Το 1957 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ως συγγραφέας διαμονής (writer-in-residence). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο δώρισε το 1961 το προσωπικό του αρχείο για τη δημιουργία του William Faulkner Foundation. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στη Byhalia της Βιρτζίνια, το 1962, και τάφηκε στο κοιμητήριο της Οξφόρδης του Μισισιπή, Πολιτείας την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή του. |
Στις πρώτες ενότητες του βιβλίου, η Άντι είναι ακόμα ζωντανή και ο μεγάλος της γιος, ο ξυλουργός το επάγγελμα Κας –που θα αποδειχθεί και ο πλέον πιστός στη μνήμη της μάνας του– μαστορεύει το κιβούρι της, ενώ εκείνη παρακολουθεί από το ανοιχτό παράθυρο την επίπονη εργασία. Συνομιλεί περιστασιακά με την κόρη της Ντιούι Ντελλ και με κάποιες γειτόνισσες οι οποίες την γιατροπορεύουν, διατηρώντας μια ανατριχιαστικά προσηλωμένη ηρεμία, ενώ ο ήχος κάθε πρόκας την φέρνει κοντύτερα στον τάφο.
Μοιάζει σαν η ίδια η Άντι να συμμετέχει στη διαμόρφωση του πεπρωμένου της. Όσο για τον Άνς Μπάντρεν, τον πάτερ φαμίλια, αδημονεί για την πορεία αυτή, αν και ανησυχεί ευλόγως για τις καιρικές συνθήκες ενόσω, σε απόλυτη ταύτιση με την τελευταία θέληση της γυναίκας του, οργανώνει το ταξίδι της επιτάφιας εκφοράς σαν να πρόκειται για κάτι ιερό και απαράβατο. Κατά βάθος ωστόσο ο Ανς έχει άλλους, πιο υστερόβουλους και γειωμένους στόχους, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας: επιθυμεί να αποκτήσει εκεί στο Τζέφερσον μια μασέλα για να απολαμβάνει επιτέλους κι αυτός την τροφή του Θεού σαν άνθρωπος, αλλά ποιος ξέρει, ίσως και για να βρει μια νέα σύζυγο.
Εναλλαγή αφηγητών
Αφηγητές και «αφηγούμενα» εναλλάσσονται διαρκώς στα σύντομα κεφάλαια της ιστορίας. Οι τέσσερις γιοι και η μία κόρη της οικογένειας –τα άλλα κύρια πρόσωπα του βιβλίου– παίρνουν εναλλάξ τον λόγο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο που επιγράφεται με το όνομά τους. Αφηγούνται ένα περιστατικό αντλημένο από την εννιαήμερη πορεία ή απ’ το παρελθόν, εξομολογούνται μια αμαρτία, ερμηνεύουν τις πράξεις των άλλων, διαβάζουν τα σημάδια της φύσης ή τη βούληση του θεϊκού πεπρωμένου. Άλλοτε πάλι μιλούν απλά για να δώσουν μια αίσθηση του τοπίου, ένα σχήμα του περιβάλλοντος χώρου και των εαυτών τους μέσα σε αυτόν, προωθώντας όλο και βαθύτερα την ιστορία και την τελετουργική πορεία ως την ταυτόσημη έκβασή τους.
Πολλά από τα επί μέρους επεισόδια της πορείας έχουν τραγική κατάληξη. Άλλα βρίσκονται στα πρόθυρα της μαύρης κωμωδίας, με ένα είδος χιούμορ που προσδίδει στο έργο του Φόκνερ τον χαρακτηρισμό του «γοτθικού». Οι πρωτοπρόσωπες αυτές αφηγήσεις, τεχνική γνωστή στον Φόκνερ από το προηγούμενο έργο του, Η Βουή και η Αντάρα, αλλά εν μέρει κι από το μεταγενέστερο Αβεσαλώμ Αβεσαλώμ (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Gutenberg), συγκροτούν καμιά εξηνταριά μικρά κεφάλαια με διαφορετικού ύφους ή θέματος προσεγγίσεις και ποικίλες οπτικές γωνίες που επικαλύπτουν την πορεία με στρώσεις ερμηνειών.
Το βιβλίο –όπως και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου έργου του Φόκνερ– έχει αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματα και το ύφος της μοντερνιστικής γραφής, αν και πάει πέρα από αυτά.
Συμμετέχουν επίσης σε επιμέρους επεισόδια και στον σχολιασμό των τεκταινομένων ορισμένοι από τους γείτονες ή φίλους τους σ’ αυτές τις ερημικές, αραιοκατοικημένες εσχατιές του Νότου. Όλα και όλοι εντέλει προχωρούν προς τον προορισμό τους σαν να πλέκουν ταυτόχρονα και μια χρονική πλεξούδα.
Ο Οδυσσέας του Τζόυς
Το βιβλίο –όπως και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου έργου του Φόκνερ– έχει αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματα και το ύφος της μοντερνιστικής γραφής, αν και πάει πέρα από αυτά. Όπως έχω ήδη πει, υποψιάζομαι πως ειδικά ο Οδυσσέας του Τζόυς απετέλεσε την αφορμή για να γραφεί αυτή η τραγωδία, αν και στον Φόκνερ ο θρίαμβος της καθημερινότητας του Ιρλανδού υποχωρεί μπροστά στα επικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, και τις μεγάλες φυλετικές, ταξικές ή οικογενειακές συγκρούσεις. Όπως και να ‘χει, η γραφή κινείται μεταξύ θεολογικού / μεταφυσικού λόγου και γειωμένης ντοπιολαλιάς.
Είναι σπειροειδής και συνειρμική, ενώ οι μονόλογοι [εσωτερικοί και εξωτερικοί] αλληλεπικαλύπτονται και υπόκεινται στην τεχνική της συνειδησιακής ροής.
Η αλήθεια ποτέ δεν προβάλλει πλήρης αλλά ως «αλήθεια του καθενός», ενώ σε κάθε κεφάλαιο και για κάθε αφηγητή αλλάζει η εστία, η σχετική έμφαση, ο φωτισμός και η οπτική γωνία. Οι δευτερεύουσες και παρένθετες προτάσεις είναι πυκνές.
Εκτός από την αλληλοεπικάλυψη αφηγητών και «αφηγουμένων», οι πιθανές δυσχέρειες για τον αναγνώστη επιτείνονται από τη συνύπαρξη ενός παραδοσιακά ρεαλιστικού με ένα πρωτοποριακά ποιητικό λόγο. Κι ακόμη από τις ενδιάθετες περιπλοκές στις επιμέρους ιστορίες – εντέλει δηλαδή από την πρόθεση να αναδυθούν οι αρμοί της συγκρότησης μιας αφήγησης και κατά προέκταση της δουλειάς του ίδιου του συγγραφέα.
Έχουμε εδώ να κάνουμε, όπως πάντα σχεδόν στον Φόκνερ, με ένα είδος γνωσιολογίας. Οι όποιες αναγνωστικές δυσκολίες είναι πάντως προγραμματισμένες έτσι ώστε ολοκληρώνοντας το βιβλίο να έχει κανείς απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων και να νοιώσει ένα είδος σωτήριας κάθαρσης.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).