Για το μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι [László Krasznahorkai] «Herscht 07769 – Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ» (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα από τη θεατρική διασκευή του βιβλίου στο Θέατρο Rudolstadt.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Η προβληματική της μυθιστορηματικής μορφής είναι η αντανάκλαση ενός κατακερματισμένου κόσμου». Γκ. Λούκατς «Η θεωρία του μυθιστορήματος» (μτφρ. Γιώργος Ηλιόπουλος, εκδ. Νήσος)
Ο Κρασναχορκάι θα μπορούσε κάλλιστα να αναγορευτεί σε δεινό εκφραστή αυτού που ποιητικά αποκαλείται «κατακερματισμένος κόσμος». Πρόκειται εκ πρώτης για υπερβολική και ακαθόριστη φράση, όπως κάθε φιλοσοφική απόφανση η οποία αυτονομείται και λαμβάνει το περιεχόμενο που κάποιο λαμπρό πνεύμα της προσδίδει, απουσία συνήθως των μαζών στις οποίες δυνητικά απευθύνεται. Εν πάσει περιπτώσει, για να το θέσω πιο απλά, ο συγγραφέας μας δεν είναι οπτιμιστής, δεν πιστεύει στην ανθρωπότητα και στο λαμπρό της πεπρωμένο. Κανένα βιβλίο του δεν έχει αίσια εκκίνηση, συνέχεια και κατάληξη. Τίποτα στους κόσμους που δημιουργεί δεν είναι λυσιτελές, ελπιδοφόρο και απεγκλωβιστικό. Οι πρωταγωνιστές του είναι αμφίθυμοι και αμφιταλαντευόμενοι όχι ακριβώς μεταξύ καλού και κακού, αλλά περισσότερο κινούνται σε εκείνες τις γκρίζες ζώνες που συνορεύουν με τη Νότια πλευρά του Παραδείσου. Συγκεκριμένα, ο κατά Κρασναχορκάι κόσμος μπορεί να μην είναι η Κόλαση, σίγουρα όμως είναι το μετείκασμά της και αναδίδει οσμή από θειάφι. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Herscht 07769» ξεκινάει με την καθηλωτική δήλωση: «Η ελπίδα αποτελεί σφάλμα».
Μπορεί ο κατακερματισμένος κόσμος, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω ρήση του Λούκατς να αντιστοιχεί προφανώς στην εμπορευματική κοινωνία, αλλά στον συμπατριώτη του συγγραφέα λαμβάνει ευρύτερη διάσταση, ενίοτε μεταφυσική, και περιλαμβάνει το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά την έννοια αυτή, η «προβληματική της μυθιστορηματικής μορφής» του ανταποκρίνεται πλήρως στον κατακερματισμό που ο συγγραφέας διαβλέπει στα ανθρώπινα, κυρίως με την έννοια της σχάσης, της αλλοτρίωσης και της φθοροποιού διαμεσολάβησης.
Οι χαρακτήρες των βιβλίων τού Κρασναχορκάι κινούνται σε σκοτεινά τοπία, θλιβερές επαρχιακές πόλεις και χωριά κατά βάση, βροχερά και υγρά, ακόμα και όταν οι εποχές αλλάζουν, καθότι το φως είναι πάντα ελάχιστο και το σκοτάδι κυριαρχεί σε τοπία και ανθρώπους.
Οι χαρακτήρες των βιβλίων τού Κρασναχορκάι κινούνται σε σκοτεινά τοπία, θλιβερές επαρχιακές πόλεις και χωριά κατά βάση, βροχερά και υγρά, ακόμα και όταν οι εποχές αλλάζουν, καθότι το φως είναι πάντα ελάχιστο και το σκοτάδι κυριαρχεί σε τοπία και ανθρώπους. Η παρουσία του κακού είναι μια ακόμα μόνιμη παράμετρος στα βιβλία του και παίρνει διαφορετικές μορφές: μπορεί να είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, μπορεί να είναι ακόμα κι ο ίδιος ο Εκπεσών που παρασύρει τους ανυποψίαστους αλλά καθόλου αθώους («Τανγκό του Σατανά»), σημασία έχει ότι το σκότος αποτελεί την κανονικότητα και οι εκλάμψεις του καλού παραμένουν εξαίρεση. Μόνο η τέχνη διασώζεται, ως προσωρινό, αν και όχι ακαταμάχητο, αντιστάθμισμα στη φθοροποιό τοξική επίδραση της κανονικότητας.
Στο εν λόγω βιβλίο η μουσική του Μπαχ είναι εκείνη που προσφέρει αφενός ανακούφιση στον πάσχοντα ήρωα ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με τις καραδοκούσες δυνάμεις του χάους (ύλη και αντιύλη) και αφετέρου είναι εκείνη που τον οδηγεί σε ενός είδους αυτογνωσία, με αναπάντεχα βέβαια αποτελέσματα όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εντούτοις, αποτελεί το μοναδικό φως στον σκοτεινό θάλαμο που ανοίγουν τα μάτια τους, μεταφορικά πάντα, τα βιβλία του συγγραφέα, αφήνοντας στον αναγνώστη το… χρέος να ανακαλύψει τη δύσβατη κέλευθο προς τα έξω.
Το έργο
Ο Φλόριαν Χερστ, ο πρωταγωνιστής του έργου, λειτουργεί όπως οι περισσότεροι χαρακτήρες των βιβλίων του Ούγγρου, αν όχι συμβολικά, σε μη ρεαλιστικό πλαίσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται ο μανιχαϊστικός διδακτισμός που συνήθως συνοδεύει τους χονδροειδείς συμβολισμούς, με αποτέλεσμα επιφανειακούς χαρακτήρες που επιτρέπουν την εύκολη ταύτιση του αναγνώστη εις βάρος της εμβάθυνσης. Εν προκειμένω, ο Φλόριαν είναι μεν ο νεαρός άνδρας εργατικής τάξης που συνδέεται με φιλία με έναν νεοναζί αρχηγό συμμορίας, αλλά ταυτόχρονα περιβάλλεται από μια υπεράνθρωπη άλω (όχι όμως στη λογική του Übermensch).
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο πρωταγωνιστής κινείται στον χώρο και τον χρόνο της επαρχιακής πόλης ως ο παράξενος μοναχικός λοξός, του οποίου η αθώα ιδιαιτερότητα είναι ότι σε τακτά διαστήματα στέλνει γράμματα στην τότε Καγκελάριο Μέρκελ. Στόχος του να την προειδοποιήσει για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου, επηρεασμένος από τις διδαχές του δασκάλου και φίλου του καθηγητή φυσικής που επιχειρεί να του μεταλαμπαδεύσει τις βασικές αρχές της κβαντικής φυσικής. Ο νεαρός μαθητευόμενος, κι εδώ ξεκινάει η παραδοξότητα, δεν θα αφομοιώσει παρά στρεβλά το μάθημα, προσαρμόζοντάς το στην εμμονική και πεισιθάνατη κοσμοθεωρία του. Θα μεσολαβήσουν γεγονότα όπως η βεβήλωση μνημείων του Μπαχ (καταγωγή από τη Θουριγγία), η σχέση με τους τοπικούς νεοναζί και κάπου εκεί θα ξεκινήσει η εισβολή του παράδοξου, του αλλόκοτου.
Από απλός ακούσιος παρατηρητής της τοπικής μπάντας που παίζει Μπαχ, ο Φλόριαν θα μετατραπεί σε δεινό ακροατή. Η μουσική θα τον κατακλύσει, θα ανοίξει εντός του μια διάσταση, προσφέροντας στον απλοϊκό του νου βάθος και ενόραση.
Στην αρχή θα εξαφανιστεί ο δάσκαλος του Φλόριαν. Στη συνέχεια, θα εμφανιστεί αγέλη άγριων λύκων που θα επιτεθεί σε ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα ο πρωταγωνιστής θα αρχίσει να μεταβάλλεται. Η πρώτη αλλαγή θα γίνει μέσω της τέχνης. Από απλός ακούσιος παρατηρητής της τοπικής μπάντας που παίζει Μπαχ, ο Φλόριαν, θα μετατραπεί σε δεινό ακροατή. Η μουσική θα τον κατακλύσει, θα ανοίξει εντός του μια διάσταση, προσφέροντας στον απλοϊκό του νου βάθος και ενόραση. Αυτή η διαστολή του εαυτού του θα ολοκληρωθεί όταν ανακαλύψει ότι ο μέχρι πρότινος προστάτης και καθοδηγητής του, ο νεοναζί Μπόσης, δολοφόνησε κάποιους αθώους συμπολίτες τους. Ο φιλειρηνικός γίγας θα μεταμορφωθεί σε άγγελο εκδικητή και θα ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στους μέχρι πρότινος συναγωνιστές του, κυνηγώντας τους ένα προς έναν. Η φυσική του ρώμη θα συνδυαστεί με το ένστικτο του κυνηγού, καθοδηγώντας τον, βοηθώντας τον να ξεφεύγει από τις δυνάμεις του νόμου, μέχρι να ανακαλύψει και την τελευταία και πιο επικίνδυνη γυναίκα της συμμορίας. Η τελική αναμέτρηση έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ξανά το σκότος θα καλύψει τους πάντες – όλοι ηττημένοι σε έναν κόσμο από τον οποίο απουσιάζει η ελπίδα.
Ο László Krasznahorkai είναι Ούγγρος μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, γνωστός για τα δύσκολα και απαιτητικά μυθιστορήματά του, που συχνά χαρακτηρίζονται ως μεταμοντέρνα, με δυστοπικά και μελαγχολικά θέματα. Εχει κερδίσει πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Καλύτερου Μεταφρασμένου Βιβλίου 2013 και το Βραβείο Καλύτερου Βιβλίου της Χρονιάς 1993 στη Γερμανία. Απέκτησε σημαντική αναγνώριση το 1985 όταν εξέδωσε το βιβλίο Το τανγκό του Σατανά [Satantango], το οποίο αργότερα διασκεύασε για τον κινηματογράφο σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Bela Tarr. Το 1993, έλαβε το γερμανικό βραβείο Bestenliste για το καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς για το βιβλίο Η μελαγχολία της αντίστασης. Ο Krasznahorkai και ο μεταφραστής του George Szirtes ήταν υποψήφιοι για το Independent Foreign Fiction Prize το 2013 για το Το τανγκό του Σατανά [Satantango] και ο Krasznahorkai έχει κερδίσει το βραβείο καλύτερου μεταφρασμένου βιβλίου στις ΗΠΑ δύο συνεχόμενες χρονιές, το 2013 για το Το τανγκό του Σατανά [Satantango] και το 2014 για το Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω [Seiobo There Below]. Ήταν ο νικητής του Διεθνούς Βραβείου Man Booker 2015 και το The World Goes On ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Man Booker 2018. |
Η κριτική του
Ο λογοτεχνικός κόσμος του Κρασναχορκάι είναι γέννημα τριών κυρίως πατεράδων: του Μπέρνχαρντ, του Κάφκα και σε βαθύτερο επίπεδο του Σαραμάγκου. Ο μακροπερίοδος λόγος, οι εμμονές, η ασφυκτική περιέλιξη των αδιαχώριστων παραγράφων που κυματίζουν σε σελίδες, αυτή η «À bout de souffle» ανέλιξη του κειμένου παραπέμπει ευθέως στον Αυστριακό συγγραφέα. Μόνο που ο Ούγγρος συνάδελφός του αραιώνει το μείγμα με δυστοπικές πινελιές, σε αντίθεση με τον δάσκαλο που κινείται σε πιο ρεαλιστικά τοπία, ενώ σφυροκοπά τον αναγνώστη του με συνεχείς επιθέσεις στη χώρα καταγωγής του και το ναζιστικό παρελθόν, τις κατεστημένες νοοτροπίες της, τους πνιγηρούς οικογενειακούς δεσμούς και τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτό το σημείο διακρίνω τις επιρροές από τον Σαραμάγκου, ο οποίος επίσης χρησιμοποιούσε μακροπερίοδο λόγο χωρίς σημεία στίξης, με διαφορετικές βέβαια θεματικές, πλην όμως με δυστοπικό χαρακτήρα. Προφανώς ο Κάφκα είναι ο πρόδρομος όλων, καθότι ο πρώτος που μετέτρεψε τον οικείο χώρο σε παγίδα που κλείνει σταδιακά, μετατρέποντας πρώτος το οικογενειακό περιβάλλον σε φωλιά σαρκοβόρων (Μεταμόρφωση) και τον κοινωνικό χώρο προοίμιο στρατοπέδου συγκέντρωσης (Δίκη, Πύργος). Ουδείς έκτοτε διέφυγε από τον κόσμο που έπλασε ο Τσέχος.
Εντούτοις, η κριτική δεν μπορεί να είναι άξια του ονόματός της, αν ο κρίνων δεν καταθέσει τις αντιρρήσεις του, τις αδυναμίες που διέγνωσε. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Κρασναχορκάι έδωσε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με τα προηγούμενά του. Δεν θεωρώ ότι το εγχείρημά του υπήρξε απόλυτα επιτυχές, καθώς οι 100 ίσως επιπλέον σελίδες δεν προσέθεσαν κάτι τόσο υφολογικά όσο και θεματικά. Κι αν το ιδιαίτερο στιλ του συγγραφέα είναι εκείνο για το οποίο ο αναγνώστης προστρέχει στα βιβλία του, το περιεχόμενο, η ιστορία που θέλει να πει, δεν αντιστοιχεί στην έκταση, αφού η τελευταία θεωρώ ότι την αποδυναμώνει, με συνέπεια ο συγγραφέας να παρεμβάλει κάποιες δευτερεύουσες πλοκές και πρόσωπα τα οποία δεν έχουν τελικά τόσο ενδιαφέρον. Οι οπτικές τους, μέσω της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υιοθετεί σε όλο το βιβλίο ο συγγραφέας, δεν προσθέτουν κάτι στο σύνολο. Αντιθέτως θεωρώ ότι αποσπούν την προσοχή, οπότε σε σημεία βρήκα τον εαυτό μου να αδιαφορεί για την τύχη (δράσεις και σκέψεις) των συγκεκριμένων, ανυπομονώντας την επιστροφή στο κύριο ρεύμα της αφήγησης.
Οι οπτικές τους, μέσω της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υιοθετεί σε όλο το βιβλίο ο συγγραφέας, δεν προσθέτουν κάτι στο σύνολο. Αντιθέτως θεωρώ ότι αποσπούν την προσοχή, οπότε σε σημεία βρήκα τον εαυτό μου να αδιαφορεί για την τύχη (δράσεις και σκέψεις) των συγκεκριμένων, ανυπομονώντας την επιστροφή στο κύριο ρεύμα της αφήγησης.
Γενικεύοντας, στην περίπτωση του «Herscht 07769» ισχύει το εξής: μολονότι εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο τέχνης είναι το στιλ του συγγραφέα, η προσωπική του «σκηνοθετική ματιά» στα γεγονότα, τελικά αυτή πρέπει να είναι ισοβαρής με το περιεχόμενο. Κι αυτό για χάρη του χρυσού κανόνα που διέπει το έργο τέχνης – την αρμονία, την ενότητα των επιμέρους που καθιστούν το όλο συνεκτικό και αρραγές. Είναι προφανές ότι ως μη εικαστική τέχνη, η λογοτεχνία μπορεί πιο εύκολα να υποπέσει στο αμάρτημα της πλεονεξίας, της ματαιοδοξίας του γράφοντος που συχνά προσθέτει εκεί που θα έπρεπε να αφαιρεί. Κι αν αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και στους κορυφαίους (Τολστόι και Ντοστογιέφσκι δεν υπήρξαν ποτέ μετρημένοι), είναι η τιτάνια γραφή τους που καθιστά ακόμα και την υπερβολή τους συγγνωστή. Για τους λιγότερο τιτάνιους όμως, η αμετροέπεια, η υπερβολή θα προκαλέσει προβλήματα ανισορροπίας και τα αποτελέσματα θα γίνουν εμφανή στο κριτικό μάτι. Είναι προφανές ότι οι φανατικοί αναγνώστες του συγγραφέα θα δυσφορήσουν με την παρατήρηση αυτή, καθότι θα θεωρήσουν ότι κι αν υφίσταται μια μικρή υπερβολή, είναι τόσο αυθεντικός ο λόγος του συγγραφέα που καθιστά τον πλεονασμό άνευ σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κρίνοντα, θεωρώ ότι το βιβλίο χρειαζόταν ένα μικρό συμμάζεμα, για να μην προκληθεί πλήξη.
Επιπλέον, αν και ήσσονος σημασίας, θεωρώ ότι το εύρημα του αετού που συνδράμει τον πρωταγωνιστή Φλόριαν δεν ήταν τόσο επιτυχημένο. Κατανοώ τον συμβολισμό, αλλά το ανέγνωσα κυρίως ως «σεναριακή ευκολία», έναν από μηχανής Θεό που τελικά δεν προσέδωσε κάτι ιδιαίτερο στην πλοκή. Αν έλειπε, νομίζω πως το βιβλίο δεν θα έχανε πολλά από τη δύναμή του, δεδομένου μάλιστα ότι η παρουσία της αγέλης των λύκων ήταν αρκετή για την ενίσχυση του συμβολισμού. Επιπρόσθετα, θα αντιπαρέλθω τις κοινωνικές / πολιτικές / οικολογικές ερμηνείες που δίνονται στο έργο αυτό (αυτό δεν αποτελεί βέβαια πρόβλημα του συγγραφέα και του βιβλίου), θεωρώντας τες ελαφρώς επιφανειακές, προκειμένου να τραβήξουν επιπλέον αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για απτά και μετρήσιμα διδάγματα κατά την ανάγνωση και ως επίγευση με το πέρας της. Όχι πως δεν υπάρχουν κι αυτά στο βιβλίο (οι νεοναζί, η άγρια φύση κλπ.), αλλά είναι τα επιφαινόμενα και όχι ο λόγος ύπαρξης του έργου. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτά τα συμπεράσματα για να αναδείξει το τραύμα, τη χαίνουσα πληγή, την ίδια την ανθρώπινη μοίρα που σε κάθε του βιβλίο χορεύει το Τανγκό του Σατανά. Αυτή τη φορά, σε αυτό το βιβλίο, σχετίζεται με ένα πολιτικό και οικολογικό θέμα. Επουδενί όμως δεν αποτελεί το μείζον ζήτημα και την αφετηρία συγγραφής. Ας απαλλαγούμε επιτέλους από αυτή την ευκολία που αφαιρεί από το έργο για να καθησυχάσει τον οκνηρό αναγνώστη που αναζητά μόνιμα διδαχές και σαφείς οδηγίες πλεύσης.
Ο Κρασναχορκάι είναι μεγάλη δύναμη στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα και δεν έχει ανάγκη τη συνδρομή ή την απόρριψη κανενός (θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πάρει το Νόμπελ των τελευταίων ετών). Μολονότι δεν πρόκειται να υπερβεί, ως σύγχρονός τους, την κληρονομιά των λογοτεχνικών προγόνων και αναφορών (κανένας σύγχρονος δεν μπορεί, ιδίως από τον Παλιό Κόσμο που επιχειρεί απεγνωσμένα να υπερβεί τα όρια που έθεσε ο Μοντερνισμός, απλά για να καταλήξει στη σοβαροφάνεια και την ανειλικρίνεια) συνεχίζει χαράσσοντας τον δικό του δρόμο. Μολονότι δεν καινοτομεί και έχει πάψει πλέον να μας εκπλήσσει, επαναλαμβάνοντας ελαφρώς τον εαυτό του (ο «Πόλεμος και πόλεμος» παραμένει το κορυφαίο του έργο), προσφέρει αναλλοίωτη λογοτεχνική απόλαυση, ακόμα και στις κάπως πιο αδύναμες στιγμές του.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«…γιατί τώρα ανακάλυψε την ομορφιά που τραντάζει τα σωθικά του ανθρώπου μέσα από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, εδώ στάθηκε λιγάκι, διότι του άρεσε πολύ αυτό το “τραντάζει τα σωθικά του ανθρώπου”, έπιασε πάλι γρήγορα το τρίχρωμο στυλό, το γύρισε στο κόκκινο, και υπογράμμισε δύο φορές αυτό το “τραντάζει”, αλλά δεν είναι μονάχα η ομορφιά, έγραψε, αλλά και ότι στον Μπαχ, όπως πιστεύει, μπορεί να ενυπάρχει η πρόταση για το τι θα πρέπει να κάνουμε την ώρα της καταστροφής του κόσμου, και όπως της είχε γράψει αμέτρητες φορές πια, αυτή η καταστροφή μπορεί να επέλθει οποιαδήποτε στιγμή, γι’ αυτόν τον λόγο, τον Μπαχ, σύμφωνα με το ένστικτό του, θα έπρεπε να τον συμπεριλάβουν κι αυτόν στη συζήτηση του θέματος, εκείνος εδώ και μήνες βρισκόταν υπό την επίδραση του Μπαχ, δεν μπορεί να πει κάτι εγγύτερο, γιατί δεν είναι δυνατόν το δικό του το μυαλό να φτάσει μια τέτοια γιγάντια μορφή…»